Το ζήτημα του «επαναστατικού κέντρου»
της Δυτικής Στερεάς, το 1821 και ο Μαυροκορδάτος
Μεσολόγγι ή Βραχώρι;
«Η πτώσις των Τούρκων επέφερε
και την πτώσιν του Βραχωρίου ως κέντρου.
Την επροκάλεσε η ανάγκη της επαναστάσεως.»
– του Λευτέρη Τηλιγάδα –
Από την πρώτη στιγμή που πάτησε τα πόδι του στο Μεσολόγγι ο Μαυροκορδάτος, άρχισε να ανιχνεύει το πολιτικό έδαφος με μοναδικό στόχο να ικανοποιήσει κάθε του φιλοδοξία. Διορατικός όπως ήταν και ικανός να εκτιμήσει ανθρώπους και καταστάσεις κατάλαβε γρήγορα ότι η Δυτική Ελλάδα ήταν ένα παρθένο πολιτικά έδαφος, το οποίο, αν το εκμεταλλευόταν, θα μπορούσε να οργανώσει μια ισχυρή αντιπολίτευση απέναντι στον Υψηλάντη, ο οποίος ήδη είχε αρχίσει τις συμμαχίες με τους στρατιωτικούς (με πρώτο και καλύτερο τον Κολοκοτρώνη) της Πελοποννήσου. Την προσπάθεια του αυτή την έκανε ακόμα πιο εύκολη η παρουσία του Ήβου Ρήγα στο Μεσολόγγι, ο οποίος, ως απεσταλμένος του Υψηλάντη για την οργάνωση της περιοχής, ήταν κατά πολύ κατώτερος των περιστάσεων και παρά το γεγονός ότι ήδη ήταν πρόεδρος της Διοικητικής Εφορείας του Μεσολογγίου, δεν είχε καταφέρει να επιβληθεί στους οπλαρχηγούς της περιοχής[1].
Πονηρά σκεπτόμενος, ο Μαυροκορδάτος, έστειλε μια επιστολή στον Υψηλάντη, ο οποίος ήταν αναγνωρισμένος από όλους ως Γενικός Αρχηγός, με την οποία τον πληροφορούσε για την άφιξη του και έθετε τον εαυτό του κάτω από τις διαταγές του.
Λίγες μέρες αργότερα, με νέα επιστολή του, του «γνώριζε» τη σκέψη του για την ανάγκη της οργάνωσης της διοίκησης στη Δυτική Ελλάδα κάτω από μία αρχή, έτσι ώστε αυτή η οργάνωση να αναλάβει τον συντονισμό των πολεμικών ενεργειών και να μεριμνήσει για τις ανάγκες του αγώνα: «Πρέπει να συσταθή εις το Μεσολόγγι αυτή η τοπική Διοίκησις», του έγραφε, «εξαρτημένη πάντα από κείνη της Πελοποννήσου. Και αν η εκλαμπρότης σας στοχάζεται ότι ημπορώ ο ίδιος να χρησιμεύσω εις την κεφαλήν αυτής της διοικήσεως, ας με προστάξη, ως λογιζόμενον ιεράς τας προσταγάς της και ας με αποστείλη κανέναν συνεργόν».
Μέχρι εκείνη τη στιγμή από τον Κορινθιακό και Πατραϊκό κόλπο μέχρι τον Αμβρακικό και από τα βουνά της Ευρυτανίας μέχρι τις δυτικές ακτές της Ακαρνανίας το μοναδικό ισχυρό διοικητικό και στρατιωτικό κέντρο ήταν το Βραχώρι. Εκεί είχε την έδρα του ο διοικητής, εκεί υπήρχε η στρατιωτική διοίκηση που είχε για έργο της την τάξη και την ασφάλεια του Οθωμανικού κράτους, εκεί, τέλος, έβρισκαν καταφύγιο οι κυνηγημένοι από τους κλέφτες Οθωμανοί απ’ όλη τη Δυτική Ρούμελη. Από τη μια η σημαντική οχύρωση των σπιτιών του, το καθιστούσαν ένα σημαντικό φρουριακό συγκρότημα, απόρθητο επί της ουσίας, κι από την άλλη η γεωγραφική του θέση, στη μέση σχεδόν του Κάρλελι, έδινε το πλεονέκτημα σε αυτόν που το κατείχε να παρακολουθεί πολύ πιο εύκολα τις φυσικές πύλες εισόδου στο μέγα αιτωλικό πεδίο, έτσι ώστε οι αντιδράσεις του να είναι περισσότερο άμεσες και αποτελεσματικές.
Όπως ήδη έχουμε αναφέρει το σύνολο της Οθωμανικής δύναμης ήταν συγκεντρωμένο στην Ήπειρο: ο Χουρσίτ στα Γιάννενα και ο Ομέρ Βρυώνης στη Άρτα. Η υλοποίηση κάθε απόφασης τους να επιβάλουν την τάξη στο Κάρλελι ή να προχωρήσουν προς το νότο, τους ανάγκαζε να περάσουν μέσα από τα συγκεκριμένα περάσματα του Μακρυνόρους και τα αβαθή περάσματα του Αχελώου. Ο έλεγχος αυτών των περασμάτων, ήταν κοινά αποδεκτό πως βρισκόταν στα χέρια εκείνου που ήταν κύριος του Βραχωριού. Το γεγονός αυτό άλλωστε, ήταν εκείνο, που τα προηγούμενα χρόνια της επανάστασης του ’21 έκανε αυτή την πόλη διοικητικό κέντρο της περιοχής.
Στην εισαγωγή του δευτέρου κεφαλαίου της ιστορίας του ο Διονύσιος Κόκκινος[2] επιχειρεί να στηρίξει τη θέση του Μαυροκορδάτου για την μετατόπιση του κέντρου διοίκησης από το Βραχώρι στο Μεσολόγγι. Γράφει: «Η πτώσις των Τούρκων επέφερε και την πτώσιν του Βραχωρίου. Την επροκάλεσε η ανάγκη της επαναστάσεως. Το Βραχώρι δεν αποτέλει πλέον δι’ αυτήν επίκαιρον θέσιν, ούτε ήτο δυνατή εκεί η άμυνα. Υπήρχε νοτιώτερα σημείον ασφαλέστερον, σταθμός των συγκοινωνιών, με έρεισμα σοβαρόν, αν προέκυπτεν ανάγκη αμύνης, την θάλασσαν. Το Μεσολόγγι. Εκείθεν ήτο δυνατή η επικοινωνία με την Πελοπόννησον, την μεγάλην εστίαν του αγώνος και οι δρώντες εις την Δυτική Ελλάδα ημπορούσαν να έχουν την ενίσχυσιν των ελληνικών πλοίων».
Δύο είναι τα επιχειρήματα του Κόκκινου σε αυτή την παράγραφο: το Μεσολόγγι «σταθμός των συγκοινωνιών» και η θάλασσα «αν προέκυπτεν ανάγκη αμύνης» με την οποία «ημπορούσαν να έχουν την ενίσχυσιν των ελληνικών πλοίων». Και τα δύο όμως αυτά επιχειρήματα ήταν λάθος. Αν το Μεσολόγγι ήταν κατά την εκτίμηση του Κόκκινου «σταθμός των συγκοινωνιών», το Βραχώρι εκτός από το γεγονός ότι βρίσκονταν ακριβώς στη μέση του νομού, ήταν και το κυριότερο κομβικό οδικό σημείο, αφού από κει διέρχονταν όλες οι γνωστοί οδικοί άξονες της περιοχής. Από την άλλη το Βραχώρι μπορεί να μην είχε θάλασσα, αλλά είχε πίσω του το Παναιτωλικό και τα απάτητα βουνά της Ευρυτανίας και των Αγράφων, τα οποία ενίσχυαν σημαντικά την άμυνα του και έκαναν πιο ασφαλή την βοήθεια που μπορούσαν να του προσφέρουν οι οπλαρχηγοί της Ρούμελης.
Ο Μαυροκορδάτος όλα αυτά τα γνώριζε πολύ καλά. Γνώριζε όμως ταυτόχρονα ότι η Πελοπόννησος μπορεί να μην «τον σήκωνε» ακόμα, αφού τα «κουμάντα» ήταν εκεί, στα χέρια του Υψηλάντη και του Κολοκοτρώνη, στα χέρια δηλαδή των στρατιωτικών, αλλά η θάλασσα του Μεσολογγιού τον κρατούσε σε απόσταση αναπνοής από το ισχυρό κέντρο της εξέγερσης, τον Μωριά, του έκανε πιο εύκολη τη φυγή του από τη Ρούμελη, αν παρουσιαζόταν ανάγκη, και ταυτόχρονα του κάλυπτε τη φιλοδοξία να είναι ηγέτης και όχι ακόλουθος, αφού τα «κουμάντα» στο Βραχώρι δεν θα ήταν δικά του αλλά των καπετανάιων της περιοχής που είχαν την έδρα τους στο Βραχώρι. Αντίθετα στο Μεσολόγγι, ο Μαυροκορδάτος ήταν ο απόλυτος κυρίαρχος της κατάστασης, έχοντας όλους τους προεστούς και τους οπλαρχηγούς της πόλης με το μέρος του. Όλοι αυτοί, θαμπωμένοι από τη φήμη του, την ευφυΐα του και την πολυμάθεια του, είδαν στο πρόσωπο του τον αδιαμφισβήτητο κυβερνήτη της περιοχής, ο οποίος ήταν πρόθυμος να δουλέψει για τα συμφέροντά του… και μαζί μ’ αυτά και για τα δικά τους.