175.000 άνθρωποι πήγαν να ψηφίσουν
για να επιστρέψει το ΠΑΣΟΚ στο όνομα του ΚΙΝΑΛ.
Τι παρακίνησε τόσο κόσμο να συμμετάσχει σε μια διαδικασία, χωρίς ουσιαστικό επίδικο;
Η επαναφορά, άλλωστε, του ονόματος δεν σηματοδοτεί και αλλαγή πολιτικής – είναι καθόλα συμβολική
- του Δημήτρη Τσίρκα
Η νοσταλγία είναι η απάντηση. Οι οπαδοί του ΚΙΝΑΛ είναι κυρίως άνθρωποι προχωρημένης ηλικίας που πέρασαν τα καλύτερα χρόνια τους (πολιτικά και βιολογικά) όταν το ΠΑΣΟΚ μεσουρανούσε στα πολιτικά πράγματα της χώρας. Έχουν επομένως μια έντονη συναισθηματική ταύτιση με το όνομα και θέλουν να το ξαναδούν στον τίτλο του κόμματός τους.
Η πασοκονοσταλγία όμως αγγίζει και νεότερο κόσμο και ας μην έζησε ποτέ τη χρυσή περίοδο του ΠΑΣΟΚ. Οι νεότεροι γνωρίζουν το ΠΑΣΟΚ μέσα από την ποπ κουλτούρα, τα memes και τις σατιρικές σελίδες όπως «Παλιό ΠΑΣΟΚ, το Ορθόδοξο», οι οποίες αναμορφώνουν τα χρόνια της κυριαρχίας του ως μια περίοδο καθολικής ευημερίας και απενοχοποιημένης χλιδής, με έντονο το λαϊκό αποτύπωμα.
Ένα ειδυλλιακό παρελθόν δηλαδή ιδιαιτέρως ελκυστικό για ανθρώπους που γνώρισαν μόνο κρίση, ανεργία και φτώχεια. Μια αφήγηση ελκυστική αλλά όχι και πολιτικά αθώα αφού η δήθεν ξέφρενη κραιπάλη εκείνης της περιόδου στην οποία όλοι συμμετείχαν είναι που έφερε τη χρεοκοπία αργότερα. Άρα, «μαζί τα φάγαμε»…
Τίποτα το περίεργο μέχρι εδώ, η νοσταλγία τείνει να γίνει κυρίαρχο πολιτικό μοτίβο στις χώρες τις Δύσης οι οποίες όχι μόνο γερνάνε ηλικιακά, αλλά βλέπουν και τη θέση τους στον κόσμο να υποχωρεί διαρκώς. Αποτυπώνει απλώς τη βαθιά εδραιωμένη αίσθηση μεγάλου μέρους του πληθυσμού ότι οι καλύτερες μέρες είναι πίσω τους και όχι μπροστά τους. Η νοσταλγία εδώ λειτουργεί «αποκαταστατικά», ως ένας αμυντικός (ψυχικός) μηχανισμός που βοηθά τους ανθρώπους να προσαρμοστούν στους καταιγιστικούς ρυθμούς και τις δραματικές ανακατατάξεις της εποχής.
Η νοσταλγία προσφέρει ανακούφιση από το κοινωνικοοικονομικό άγχος. Μπροστά στις τεκτονικές δημογραφικές, τεχνολογικές και γεωπολιτικές αλλαγές, η αναζήτηση παρηγοριάς σε ένα παρελθόν όπου η ζωή ήταν αναμφισβήτητα απλούστερη και (φαντασιακά) ευκολότερη είναι απολύτως κατανοητή.
Αυτό το αίσθημα επιχειρούν συστηματικά να εκμεταλλευτούν πολιτικοί, από την εθνικιστική δεξιά κυρίως, όπως ο Τραμπ, υποσχόμενοι να επαναφέρουν τη χώρα τους στα περασμένα μεγαλεία της, να την «κάνουν μεγάλη ξανά». Όταν το παρόν είναι άσχημο και το μέλλον φαντάζει ακόμα χειρότερο, τότε η πολιτική εκφυλίζεται σε μια κόντρα για ένα καλύτερο παρελθόν – το χθες συνδέεται με την πρόοδο, το αύριο με τη στασιμότητα ή την οπισθοδρόμηση.
Νιώθοντας απογοήτευση από το παρόν και αγωνία για το μέλλον όλο και περισσότεροι άνθρωποι βρίσκουν καταφύγιο στις αναμνήσεις τους και αποσύρονται σε ένα εξωραϊσμένο παρελθόν, όπου ο κόσμος ήταν ακόμα σε τάξη και «κοιμόμασταν με τα παράθυρα ανοιχτά».
Στην περίπτωση, ωστόσο, των οπαδών του ΚΙΝΑΛ η (πασοκο)νοσταλγία δεν εκκινά από την πίστη ή έστω την κρυφή ελπίδα ότι το κόμμα μπορεί να επιστρέψει στα περασμένα μεγαλεία του ΠΑΣΟΚ, πόσο μάλλον στις παλιές πολιτικές του ΠΑΣΟΚ. Αυτές άλλωστε αποτιμώνται αρνητικά από την ηγεσία του αλλά και μεγάλο μέρος της βάσης του, ως καταστροφικός λαϊκισμός που ευθύνεται για τη μετέπειτα κακοδαιμονία της χώρας.
Πρόκειται, επομένως, για μια ιδιαίτερη νοσταλγία που εξαντλείται σχεδόν αποκλειστικά στη μορφή – το όνομα – απορρίπτοντας πλήρως το περιεχόμενο, την πολιτική κληρονομιά του ΠΑΣΟΚ – του Ανδρέα, τουλάχιστον. Από πολλές απόψεις, το ΠΑΣΟΚ ήταν νοσταλγικό κόμμα ήδη από τη δεκαετία του 1990, από την εποχή του Σημίτη, ο οποίος στο όνομα του εκσυγχρονισμού βάλθηκε να κατεδαφίσει κάθε κληρονομιά του προκατόχου του. Οι εκσυγχρονιστές, που σήμερα κυβερνάνε στο πλευρό του Μητσοτάκη και στελεχώνουν το ακραίο κέντρο, πάντοτε επικαλούνταν το παπανδρεϊκό ΠΑΣΟΚ για να συγκινήσουν τις μάζες, αφού η δική τους ιδεολογία ουδέποτε απέκτησε ανάλογη συναισθηματική δύναμη, παρότι είχε μεγάλη επιρροή λόγω της (φούσκας) οικονομικής ανάπτυξης με δανεικά που διαχειρίστηκαν. Ποιος ξεχνά το «συντρόφισσες και σύντροφοι, για το σοσιαλισμό αγωνιζόμαστε όλοι» του Γιάννου Παπαντωνίου, στο συνέδριο του ΠΑΣΟΚ εκεί στα τέλη της δεκαετίας;
Η επίκληση του σοσιαλιστικού παρελθόντος υπεραναπλήρωνε στο φαντασιακό των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ, τις ιδιωτικοποιήσεις και την πρωτοφανή διαφθορά των κυβερνήσεων Σημίτη.
Ομοίως, το σημερινό ΚΙΝΑΛ είναι από πολλές απόψεις η άρνηση του ΠΑΣΟΚ του Αντρέα. Δεν συγκυβέρνησε απλώς με τον (άλλοτε) μισητό εχθρό, ακόμα και σήμερα οι ψηφοφόροι του αποτιμούν θετικά την κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, σε ποσοστά συγκρίσιμα με αυτά των ψηφοφόρων της ΝΔ. Βλέπουν επίσης πολύ πιο θετικά την προοπτική μιας νέας συνεργασίας με τη ΝΔ, παρά με τον ΣΥΡΙΖΑ που διεκδικεί την παπανδρεϊκή κληρονομιά. Τέλος, επέλεξαν για πρόεδρο, έναν άνθρωπο που τόσο ως φυσιογνωμία, όσο και ως πολιτική, ελάχιστη σχέση έχει με το ιστορικό ΠΑΣΟΚ.
Ο Ανδρουλάκης κατηγορήθηκε και κατηγορείται ότι δεν έχει σαφείς πολιτικές θέσεις, ότι δεν λέει τίποτα. Στερούμενος μάλιστα ρητορικού χαρίσματος, αυτή η ασάφεια τον κάνει να δείχνει σαν τον αντιπρόεδρο του Εδεσσαϊκού, που πότε θα εκστομίζει ακαταλαβίστικους χρησμούς και άλλοτε κοελικές ανοησίες. Ήδη έχει γίνει και αυτός meme στα social media.
Βέβαια, ο Αδρουλάκης διαθέτει δύο προτερήματα: την ελαφρώς κρητική προφορά του που τον κάνει να δείχνει σαν το παιδί της διπλανής πόρτας στους ηλικιωμένους ψηφοφόρους, και φυσικά, είναι νέος. Είναι όμως ένας νέος που δε κομίζει την παραμικρή νέα ιδέα ή πρακτική. Απλώς δεν είναι γέρος, ένας νεόγερος. Χωρίς συγκεκριμένες θέσεις, δίχως διακριτό στίγμα, ο Ανδρουλάκης είναι ένα κενό σημαίνον που πάνω του μπορεί ο καθένας και η καθεμία να προβάλλει τις επιθυμίες και τις φαντασιώσεις της, όπως περίπου στο παλιό ΠΑΣΟΚ, ως νοσταλγία, χωρίς όμως να διακινδυνεύει κάτι στο σήμερα. Δεν συγκινεί αλλά ούτε και πολώνει, ενσαρκώνει με δυο λόγια, τη σταθερότητα και τη σιγουριά που έχει ανάγκη το ηλικιωμένο εκλογικό κοινό του ΚΙΝΑΛ και φυσικά το διαπλεκόμενο, πλήρως κρατικοποιημένο, στελεχιακό δυναμικό του. Not great, not terrible.
Η πασοκονοσταλγία των οπαδών του ΚΙΝΑΛ είναι μια αναστοχαστική νοσταλγία, δεν επιθυμούν να αποκαταστήσουν το ηρωικό παρελθόν, αλλά δέχονται ότι αυτό έχει χαθεί δια παντός. Για πολλούς από αυτούς μάλιστα, καλώς χάθηκε. Αλλά τότε γιατί επιμένουν στο όνομα;
Γιατί ακριβώς αυτή η αποδοχή της ανεπανόρθωτης απώλειας τους επιτρέπει να στέκονται κριτικά απέναντι στο παρελθόν τους, ακόμη και να το απορρίπτουν, την ίδια στιγμή που συνεχίζουν να το απολαμβάνουν ως ανάμνηση, όπως απολαμβάνουμε μια ταινία ή ένα βιβλίο.
Οι οπαδοί του ΚΙΝΑΛ μπορεί να έχουν αποδεχτεί ρητά ή άρρητα το ακροκεντρώο ιδεολόγημα ότι οι υπερβολές και οι σπατάλες του παπανδρεϊκού ΠΑΣΟΚ έριξαν τη χώρα στα βράχια, ήταν όμως οι δικές τους υπερβολές και σπατάλες και τις απόλαυσαν δεόντως. Ενώ συνδέονται άρρηκτα με τη δική τους ακμή, τη βιολογική και πολιτική νεότητά τους. Και ως γνωστόν, ως νέοι κάνουμε πολλές μαλακίες, αλλά τις χαιρόμαστε.
Για αυτόν τον κόσμο, το ΠΑΣΟΚ δεν είναι παρά ένα φετίχ, το όνομα που πάνω του επενδύουν την (εναπομένουσα) λίμπιντό τους, προκειμένου να συνεχίσουν να επιτελούν απενοχοποιημένα τον σημερινό πολιτικό τους ρόλο – αυτόν της τσόντας στη ΝΔ. Και τα φετίχ μας τα απολαμβάνουμε.