Στη Βόνιτσα, πάνω σε ύψωμα που βρέχεται
από τα ήρεμα νερά του Αμβρακικού κόλπου
βρίσκεται το επιβλητικό κάστρο της Βόνιτσας.Το κάστρο κτίστηκε το 11ο αιώνα (περί το 1070)
επί αυτοκρατόρων Κομνηνών, από τους Ενετούς,
Έχει χαρακτηρισθεί ως «προέχον βυζαντινόν μνημείον» με Βασιλικό Διάταγμα του 1922. Οι πρώτες μαρτυρίες για την ύπαρξη της Βυζαντινής αυτής πόλης υπάρχουν από το τέλος του 10ου αιώνα.
Το κάστρο κτίστηκε το 11ο αιώνα (περί το 1070) επί αυτοκρατόρων Κομνηνών, από τους Ενετούς, οι οποίοι έλαβαν από το Βυζάντιο το προνόμιο να κτίσουν το φρούριο (και βασικά να εκμεταλλευτούν εμπορικά το λιμάνι). Μετά το 1204, η Βόνιτσα ήταν μέρος του Δεσποτάτου της Ηπείρου. Το 1294 δόθηκε στον πρίγκιπα του Τάραντα σαν μέρος της προίκας της κόρης του Δεσπότη της Ηπείρου. To 1362 έγινε κτήση του οίκου των Tocco της Κεφαλλονιάς και το 1448 ξαναπέρασε στα χέρια των Βενετών.
Για τους Ενετούς τα φρούρια της Βόνιτσας και της Ναυπάκτου αποτελούσαν στρατηγικά σημεία, που εξυπηρετούσαν την οικονομική και στρατιωτική πολιτική τους στο Ιόνιο. Τα τρία φρούρια στην είσοδο του Αμβρακικού, της Πρέβεζας, της Βόνιτσας και της Αγίας Μαύρας (Λευκάδα) διευθύνονταν από Ενετό Προβλεπτή.
Οι Τούρκοι κατέκτησαν τη Βόνιτσα το 1479, μετά τη λήξη του Α’ Τουρκοβενετικού πολέμου. Οι Ενετοί επέστρεψαν υπό τον Μοροζίνη το 1684 και οι κατέλαβαν το κάστρο. Οι εχθροπραξίες στην περιοχή κράτησαν για 15 χρόνια ώσπου με τη συνθήκη του Κάρλοβιτς (1699) η Βόνιτσα κατοχυρώθηκε επίσημα στη Βενετία. Το 1714 ξέσπασε νέος Ενετουρκικός πόλεμος και η Τούρκοι ξαναπήραν το κάστρο. Το φθινόπωρο του 1717 μια μεγάλη δύναμη Ενετών πολιόρκησε το κάστρο και μετά από σφοδρές μάχες το κυρίευσε. Η Βόνιτσα με το κάστρο της παρέμεινε Ενετική κτήση μέχρι την κατάλυση της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας από τον Ναπολέοντα το 1797. Η τελική διαμόρφωση του κάστρου έγινε αυτήν την περίοδο από τους Ενετούς κυρίως αλλά και από τους Τούρκους.
Το 1797 πέρασε για λίγο στην κατοχή των Γάλλων οι οποίοι όμως το έχασαν τον επόμενο χρόνο από τον Αλή πασά ο οποίος εκείνη την εποχή άρχισε να χτίζει κάστρα με φρενήρη ρυθμό στην ευρύτερη περιοχή. Οι Έλληνες κατέλαβαν το κάστρο στην επανάσταση του 1821 αλλά φαίνεται ότι δεν το κράτησαν γιατί αναφέρεται ότι παρέμεινε μια μικρή τουρκική δύναμη σε αυτό. Οι Τούρκοι αποχώρησαν το 1828 όταν οι δυνάμεις του Γιουσούφ πασά που είχαν συγκεντρωθεί στην περιοχή κατατροπώθηκαν από τον Μπότσαρη. Επισήμως, η Βόνιτσα αποδόθηκε στο Ελληνικό Κράτος μαζί με την υπόλοιπη Ακαρνανία στις 17 Απριλίου 1832.
Το πιο σημαντικό ιστορικό γεγονός που συνδέεται με την καστροπολιτεία της Βόνιτσας είναι ο θάνατος σε αυτήν του Νορμανδού κατακτητή της Σικελίας Ροβέρτου Γυισκάρδου, το 1085 (αν και η επικρατέστερη άποψη είναι ότι πέθανε στο Ληξούρι).
Δομικά, Αρχιτεκτονικά, Οχυρωματικά Στοιχεία
Το μεγαλύτερο μέρος των οχυρώσεων και των κτισμάτων που σώζονται σχεδιάστηκαν από Ενετούς μηχανικούς πάνω στα παλιά βυζαντινά ερειπωμένα τείχη. Είναι εκτάσεως 105 στρεμμάτων και το ανώτατο σημείο του είναι σε υψόμετρο 65 μέτρων από τη θάλασσα. Το κάστρο της Βόνιτσας παρουσιάζει την τυπική τριμερή διάταξη και δομή των μεσοβυζαντινών καστροπολιτειών. Αποτελείται από την άνω ακρόπολη, την κάτω ακρόπολη και τη Χώρα, δηλαδή την οχυρωμένη κάτω πόλη που ήταν το επίκεντρο του αστικού, οικονομικού και θρησκευτικού βίου.
Ο περίβολος της ακρόπολης έχει ακανόνιστο ατρακτοειδές σχήμα μήκους 265 και πλάτους 150 μέτρων, με προσανατολισμό από ΒΔ προς ΝΑ περικλείοντας έκταση 34 στρεμμάτων. Βορειοδυτικά της ακρόπολης ορθώνεται ένα κτίριο σχεδόν κυκλικό το οποίο σήμερα είναι ναός αφιερωμένος στην αγία Σοφία, ενώ λίγα βήματα πιο πέρα σώζεται ένα κτίριο, με οροφή που εσωτερικά στηρίζεται σε τόξα, το οποίο κάποτε θα πρέπει να είχε χρησιμοποιηθεί σαν αποθήκη. Οι ευρείες προθήκες και αλλαγές του 17ου και 18ου αιώνα κάλυψαν σε μεγάλο βαθμό τα βυζαντινά στοιχεία του κάστρου και του έδωσαν τη σημερινή μορφή του.
Εξετάζοντας προσεκτικά το κάστρο διαπιστώνει κανείς ότι ο αρχιτέκτονας ενέταξε στο σχέδιο του και αξιοποίησε όλες τις ανωμαλίες του βράχου και κατάφερε να εξασφαλίσει το φρούριο από στεριά και θάλασσα και να το καταστήσει απρόσβλητο ακόμη και αν το υπερασπιζόταν μικρή φρουρά.