Το δημογραφικό ζήτημα της Ελλάδας

Το δημογραφικό ζήτημα στη χώρα μας, δεν είναι πρόσφατο

Η δημογραφική κατάρρευση της Ελλάδας
Άλλαξε το πρόβλημα και δεν το καταλάβαμε

Συμβαίνει εδώ και τουλάχιστον 40 χρόνια

Σε όλη αυτή τη περίοδο, η διεξαγωγή του γίνεται υπό τους ίδιους όρους ακολουθώντας, σχεδόν ευλαβικά, ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο. Ξεκινάει πάντα με την εμφάνιση ανησυχητικών στοιχείων σε σχέση με την εξέλιξη των κυριότερων δημογραφικών δεικτών.Έπειτα, έρχεται η διατύπωση δυσοίωνων προβλέψεων σχετικά με το άμεσο μέλλον του πληθυσμού αυτής της χώρας. Αργότερα, διαπιστώνεται η ανάγκη άμεσης πολιτικής παρέμβασης και καταλήγει πάντα με την επίκληση για διακομματική συναίνεση που θα οδηγήσει σε συντονισμένη δημογραφική πολιτική που θα στηριχθεί από όλες τις πολιτικές παρατάξεις τόσο στην θέσπιση όσο και στην υλοποίησή της.

Όπως σημειώνει η Αλεξάνδρα Τραγάκη στο policyjournal.gr, έχουν περάσει περισσότερα από 40 χρόνια από το 1981, όταν για πρώτη φορά η γονιμότητα (ο μέσος αριθμός παιδιών που αποκτά μια γυναίκα) έπεσε κάτω από το ελάχιστο απαιτούμενο για την αναπλήρωση του πληθυσμού επίπεδο των δύο παιδιών ανά γυναίκα. Αν και αυτό αποτελεί ένα κρίσιμο ορόσημο στην σύγχρονη δημογραφική πορεία της χώρας, δεν είναι το μοναδικό (Σχήμα 1). Λίγα χρόνια αργότερα, το 1986, ο δείκτης γονιμότητας έπεσε κάτω από το όριο που οι δημογράφοι χαρακτηρίζουν ως χαμηλό και έκτοτε δεν ανέκαμψε ποτέ. Επί 30 χρόνια, ο μέσος αριθμός παιδιών ανά γυναίκα κυμαίνεται ανάμεσα στο 1,3 και το 1,5 παιδιά, τοποθετώντας την Ελλάδα, σταθερά, στις τελευταίες θέσεις της παγκόσμιας κατάταξης ως προς τον δείκτη γονιμότητας. Το 2011, αποτελεί ένα ακόμα κρίσιμο ορόσημα: ο πληθυσμός της χώρας κατέγραψε για πρώτη φορά μείωση και έκτοτε ακολουθεί σταθερά πτωτική πορεία. Τα δύο τελευταία χρόνια, ο αριθμός των θανάτων είναι σχεδόν διπλάσιος αυτού των γεννήσεων.

Οι εξελίξεις αυτές μοιραία προκάλεσαν ανησυχία και κάποια ευαισθητοποίηση. Μέσα στα τελευταία 35 χρόνια έχουν συσταθεί δύο Ειδικές Διακομματικές Επιτροπές της Βουλής με αντικείμενο την αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος και έχουν συνταχθεί αντίστοιχα πορίσματα. Παράλληλα, πλήθος άλλων μελετών αναδεικνύει το δημογραφικό ως το μείζον πρόβλημα που, χωρίς τις κατάλληλες ενέργειες, μπορεί να θέσει σε κίνδυνο το μέλλον της χώρας. Παρ’όλα αυτά εξακολουθούμε να εντυπωσιαζόμαστε από την παράθεση στοιχείων και από τη συνεχιζόμενη δημογραφική επιδείνωση της χώρας μας. Εξακολουθούμε να συζητάμε αρνούμενοι πεισματικά να περάσουμε από την διαπίστωση στην ανάληψη ουσιαστικής δράσης, αφήνοντας το πρόβλημα να λυθεί κάποια άλλη καταλληλότερη στιγμή, να αντιμετωπισθεί από την επόμενη γενιά.

Τα μέτρα πολιτικής που μέχρι σήμερα επιλέγουν να υιοθετήσουν οι διαδοχικές κυβερνήσεις προσπαθούν να θεραπεύσουν το σύμπτωμα και όχι την αιτία του προβλήματος. Παρέχονται επιδόματα σε οικογένειες με παιδιά αλλά οι 25άρηδες και 30άρηδες στην χώρα μας παραμένουν με περιορισμένες επαγγελματικές προοπτικές και χαμηλές αμοιβές. Δίνονται φορολογικά κίνητρα για την προσέλκυση κάποιων από όσους έφυγαν από την χώρα τα χρόνια της κρίσης, χωρίς να γίνεται προσπάθεια δημιουργίας ένα κλίματος εργασιακής και κοινωνικής ασφάλειας που θα απέτρεπε νέα κύματα εκροής. Διαπιστώνεται η έλλειψη εργατικού δυναμικού και οι επιπτώσεις της σε συγκεκριμένους τομείς της οικονομίας, ενώ συνεχίζεται η υποβάθμιση της επαγγελματικής εκπαίδευσης και αναβάλλεται η σύνδεση των Πανεπιστημίων με την αγορά εργασίας. Ανακυκλώνονται συζητήσεις και διαπιστώσεις χωρίς ουσιαστική δράση, μόνο με την υιοθέτηση μικρών και κατά κανόνα ανεπαρκών παρεμβάσεων.

Μέσα από την επανάληψη βαρύγδουπων εκφράσεων και την αναπαραγωγή στερεότυπων προτάσεων που καταλήγουν στην ευχή για «άμεση λήψη αποφασιστικών μέτρων πριν να είναι πολύ αργά» δίνεται η εντύπωση ότι ακόμα υπάρχει χρόνος και τίποτε δεν έχει αλλάξει. Στην πραγματικότητα, όμως, δεν υπάρχει πλέον χρόνος δράσης και, ως εκ τούτου, τίποτε δεν είναι πια ίδιο. Αυτό που έχει αλλάξει είναι το ίδιο το δημογραφικό πρόβλημα.

Η αμείλικτη δημογραφική αριθμητική

Είναι πλέον ξεπερασμένο από την πραγματικότητα να μιλάμε για πολιτικές που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην αύξηση του ετήσιου αριθμού γεννήσεων. Οι γεννήσεις για τις επόμενες δυο με τρεις δεκαετίες δεν πρόκειται να αυξηθούν σημαντικά, ώστε να ανατρέψουν τη συνεχιζόμενη μείωση του πληθυσμού. Ο λόγος είναι διπλός: οι νέες συμπεριφορές και επιλογές ζωής από τη μια πλευρά και η δημογραφική αριθμητική από την άλλη. Είναι κοινά πλέον αποδεκτό ότι ο σύγχρονος τρόπος ζωής δεν είναι συμβατός με τις μεγάλες οικογένειες. Στις σημερινές προτεραιότητες των νέων η δημιουργία οικογένειας βρίσκεται σχετικά χαμηλά. Οικονομική και επαγγελματική αβεβαιότητα, ένα γενικό κλίμα ανασφάλειας, και οι περιορισμένες ευκαιρίες δεν τους επιτρέπουν να προγραμματίσουν την ζωή τους –όχι τουλάχιστον με τον τρόπο και στην ηλικία που το έκαναν οι προηγούμενες γενιές.

Η δημογραφική αριθμητική από την άλλη πλευρά είναι αμείλικτη. Ακόμα και αν άλλαζαν οι αξίες της εποχής και η οικογένεια ανέβαινε ξαφνικά στις προτεραιότητες των millennials και της γενιάς Ζ, οι γυναίκες ηλικίας 20-40 ετών είναι σήμερα κατά 500.000 λιγότερες σε σχέση με μόλις 20 χρόνια πριν. Πρόκειται για γυναίκες που ποτέ δεν γεννήθηκαν λόγω της επί σαράντα χρόνια χαμηλής γονιμότητας. Ο αριθμός των γεννήσεων δεν εξαρτάται μόνο από το πόσα παιδιά αποκτά κάθε γυναίκα, αλλά και από τον αριθμό των γυναικών σε αναπαραγωγική ηλικία. Το σημαντικό έλλειμμα σε «εν δυνάμει μητέρες» που καταγράφεται σήμερα καθιστά αδύνατη την όποια προσπάθεια ουσιαστικής ανάκαμψης του αριθμού των γεννήσεων, τουλάχιστον για τα επόμενα 20 χρόνια. Συνεπακόλουθα, είναι εντελώς αδύνατο να αποτραπεί η περαιτέρω μείωση του πληθυσμού της χώρας για τις επόμενες τουλάχιστον δυο δεκαετίες.

Το δημογραφικό ζήτημα έχει αλλάξει γιατί δεν συνοψίζεται πλέον στη μείωση των γεννήσεων.

Μέρος του δημογραφικού ζητήματος είναι όλες εκείνες οι στρεβλώσεις που κάνουν τους νέους να μην σκέφτονται να αποκτήσουν παιδιά παρά μετά τα 35 ή 40 χρόνια τους -όταν αντικειμενικά οι πιθανότητες δεν είναι πια με το μέρος τους.

Τεράστιας δημογραφικής σημασίας δεν είναι μόνο τα παιδιά που δεν γεννιούνται. Μεγάλης δημογραφικής αξίας είναι κάθε «διαρροή» ατόμων τόσο με την κυριολεκτική όσο και τη μεταφορική έννοια που συμβαίνει στον εφηβικό, νεανικό, και ενήλικο πληθυσμό: είτε μιλάμε για αυτοκτονίες νέων, για βία ανηλίκων, για γυναικοκτονίες, για τροχαία ατυχήματα, για brain-drain, ακόμα και για το κύμα της μεγάλης παραίτησης.

Και τέλος, ίσως η πιο σημαντική διάσταση του δημογραφικού ζητήματος, έτσι όπως αυτό διαμορφώνεται σήμερα, είναι η γήρανση του πληθυσμού. Το ποσοστό των άνω των 80 ετών έχει σημειώσει αύξηση κατά 132% τα τελευταία 20 χρόνια, όταν στο ίδιο διάστημα ο συνολικός πληθυσμός μειώθηκε κατά 4,5%, ο πληθυσμός σε εργάσιμη ηλικία κατά 10%, και τα παιδιά κάτω των 10 ετών μειώθηκαν κατά 18%.

Η μακροχρόνια φροντίδα αποτελεί τεράστια ευθύνη που επιβαρύνει σχεδόν αποκλειστικά την οικογένεια. Σημαντικό ποσοστό των ηλικιωμένων που δυσκολεύονται να αυτοεξυπηρετηθούν καταφεύγουν στην άτυπη περίθαλψη, αφού οι δομές είναι περιορισμένες για να καλύψουν τις ανάγκες, και η ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών είναι σε αρκετές περιπτώσεις εξαιρετικά χαμηλή.

Η μεγαλύτερη πρόκληση της επόμενης δεκαετίας είναι η διαχείριση του αυξανόμενου αριθμού ηλικιωμένων παράλληλα με τις όλο και πιο περιορισμένες δυνατότητες για υποστήριξη από την οικογένεια. Ποιες θα είναι οι κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις της γήρανσης ατόμων χωρίς οικογενειακή στήριξη; Πώς θα μπορέσουν να γεράσουν με αξιοπρέπεια χωρίς να τεθεί σε κίνδυνο η κοινωνική συνοχή;

Όμως, η μακροβιότητα δεν ενέχει μόνο προβλήματα αλλά και ευκαιρίες ανάπτυξης. Υπάρχουν σήμερα αρκετά εργαλεία ώστε να μπορέσουμε να επωφεληθούμε από την ανάπτυξη της αργυρής οικονομίας. Οι δημογράφοι το αποκαλούν longevity dividend και περιγράφει τις ευκαιρίες απασχόλησης, ανάπτυξης, και ανταγωνιστικότητας που καλούμαστε να αδράξουμε ώστε να μη διακινδυνεύσει το βιοτικό επίπεδο από τις δημογραφικές εξελίξεις. Για να το πετύχουμε χρειάζεται μόνο ένα πράγμα: έγκαιρη προετοιμασία. Η στιγμή για αυτήν είναι τώρα.

Το σχέδιο που δεν υπάρχει

Η κατάρτιση ενός Εθνικού Σχεδίου Δράσης για το Δημογραφικό στοχεύει ακριβώς στον έγκαιρο εντοπισμό των προκλήσεων, το συντονισμό των δράσεων, την λήψη αποτελεσματικών για κάθε περιοχή και για κάθε άτομο μέτρων, την κατάρτιση ενός χρονοδιαγράμματος και την παρακολούθηση της πορείας υλοποίησής του. Δεν αποτελεί πανάκεια, ούτε αρκεί για να λυθεί ένα χρόνιο ζήτημα που ταλανίζει την χώρα μαζί με το σύνολο των ανεπτυγμένων χωρών. Είναι, όμως, προϋπόθεση για την εφαρμογή μιας ολιστικής και συντονισμένης δημογραφικής πολιτικής που θα απευθύνεται σε όλους τους πολίτες ανεξαρτήτως ηλικίας και θα ανταποκρίνεται στις ανάγκες του.

H δημογραφική πορεία της Ελλάδας, όπως και της Ευρώπης, είναι μεσοπρόθεσμα προδιαγεγραμμένες. Σε βάθος χρόνου, όμως, δεν αποκλείονται οι εκπλήξεις καθώς η αλληλεπίδραση της δημογραφίας με την οικονομία και οι επιπτώσεις της στις κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις δεν είναι διαχρονικά αμετάβλητες. Η παγκόσμια ιστορία έχει επισημάνει την δυνατότητα των δημογραφικών εξελίξεων να υποκινήσουν αλλαγές στην συμπεριφορά, να προκαλέσουν τεχνολογικές καινοτομίες, και να προωθήσουν θεσμικές μεταρρυθμίσεις αντισταθμίζοντας τις αρχικά διαφαινόμενες αρνητικές προοπτικές. Έτσι, ενώ ο παγκόσμιος πληθυσμός διπλασιαζόταν από 3 σε 6 δισεκατομμύρια κατά το δεύτερο μισό του προηγούμενου αιώνα, οι νεο-μαλθουσιανές προβλέψεις όχι απλά δεν επαληθεύτηκαν αλλά αντίθετα το κατά κεφαλήν εισόδημα αυξήθηκε, το προσδόκιμο ζωής επιμηκύνθηκε κατά περισσότερο από 15 χρόνια, τα ποσοστά φτώχειας και αναλφαβητισμού μειώθηκαν σε όλο τον κόσμο. Το επίπεδο ζωής βελτιώθηκε συνολικά και οι ανισότητες, χωρίς να εκλείψουν, μειώθηκαν δραματικά.

Οι δύο πρώτες δεκαετίες του 21ου αιώνα είναι ίσως λιγότερο ενθαρρυντικές. Η παγκόσμια οικονομική κρίση ανέκοψε την ανοδική πορεία της οικονομίας, η πανδημία Covid-19 προκάλεσε παγκόσμια υγειονομική κρίση και μείωσε (προσωρινά) το προσδόκιμο ζωής σε πολλές ανεπτυγμένες χώρες. Ο συνεχιζόμενος πόλεμος στην Ουκρανία, μετά την ενεργειακή, απειλεί με επισιτιστική κρίση σχεδόν όλο τον πλανήτη. Ο νέος πόλεμος στη Μ. Ανατολή εξελίσσεται σε πόλεμο πολιτισμών. Η κλιματική κρίση εξελίσσεται ταχύτερα από το προβλεπόμενο, διαταράσσοντας την καθημερινότητα εκατομμυρίων ανθρώπων. Όλα τα παραπάνω θέτουν σε κίνδυνο την επίτευξη των 17 στόχων βιώσιμης ανάπτυξης του ΟΗΕ μέχρι το 2030. Όμως η ανθρωπότητα φαίνεται ότι διαθέτει και τώρα κάποια εργαλεία: η τεχνητή νοημοσύνη δίνει ελπίδες για την αποτελεσματική αντιμετώπιση όλων των παραπάνω κρίσεων, συμπεριλαμβανομένης και της δημογραφικής κρίσης.

Η μακροβιότητα ήταν το τεράστιο ανθρώπινο επίτευγμα του 20ου αιώνα. Η σωστή διαχείρισή της προς όφελος των σημερινών αλλά και μελλοντικών γενεών οφείλει να γίνει το επίτευγμα του 21ου αιώνα.

 

Πηγή: www.rosa.gr

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *