Φαίνεται ότι η εκκλησία εξαιρείται όχι μόνο από τους νόμους της φύσης
αλλά και από κάθε κανονιστικό πλαίσιο πέρα από εκείνο που βάζει στον εαυτό της
- γράφει ο Κώστας Δουζίνας
Ηπρόσφατη αντιπαράθεση γύρω από την αντίδραση της ιεραρχίας στην ανάρτηση του Ηλία Μόσσιαλου μας θύμισε ότι οι σχέσεις εκκλησίας και επιστήμης υπήρξαν δύσκολες από την αρχή. Η επιστήμη με εμβληματική την δήλωση του Γαλιλέου ‘και όμως κινείται’ αντικατάστησε σταδιακά την αδιαμφισβήτητη υπεροχή του εκκλησιαστικού αλάθητου. Μια νέα έννοια της αλήθειας στηριγμένη στην παρατήρηση, τον πειραματισμό και την έκθεση νέων θεωριών και ιδεών στην κρίση της επιστημονικής κοινότητας (αρχή της διαψευσιμότητας) αντικατάστησε το θρησκευτικό δόγμα «πίστευε και μη ερεύνα». Από τότε η σχέση έχει περάσει από περιόδους δύσκολης συμβίωσης αλλά και μεγάλης σύγκρουσης.
Στην διάρκεια της πανδημίας της «Ισπανικής» γρίπης το 1918, που σκότωσε μεταξύ πενήντα και εκατό εκατομμύρια ανθρώπων σε όλον τον κόσμο, ο επίσκοπος της ισπανικής πόλης Zamora αψήφησε τις υγειονομικές αρχές και οργάνωσε μια εννιαήμερη ολονυχτία προς τιμήν του Αγίου Rocco, προστάτη για την πανώλη και τον λοιμό. Οι πιστοί μαζευόντουσαν στην εκκλησία, φιλούσαν τα λείψανα του αγίου, ενώ γύρω τους κορυφωνόταν η επιδημία. Η Zamora είχε το υψηλότερο ποσοστό θνησιμότητας στην Ισπανία και ένα από τα υψηλότερα στην Ευρώπη. Όπως θυμίζει η Laura Spinney, συγγραφέας βιβλίου για την Ισπανική γρίπη, το 1918 η θεωρία ότι οι αρρώστιες μεταδίδονται από μικρόβια δεν ήταν γνωστή.
Σήμερα είναι. Έγινε μεγάλη συζήτηση για τις προειδοποιήσεις των επιδημιολόγων να μην ανοίγουν οι εκκλησίες χωρίς περιοριστικά μέτρα που απορρίφτηκαν λόγω «σεβασμού στην Ορθοδοξία». Πιστοί εκκλησιάζονται και κοινωνούν, όπως έχουν κάνει επανειλημμένα και δεξιοί πολιτικοί που απαιτούν από τους πολίτες να συμμορφωθούν. Η ιεραρχία διαπίστωσε ότι η κατανοητή αγανάκτηση των πιστών για τους περιορισμούς και τις απαγορεύσεις της δίνει μια ευκαιρία να επιδείξει τη δύναμή της απέναντι στο κράτος και να επιβεβαιώσει την επιρροή της στο «ποίμνιο». Έτσι δήλωσε επιφανειακά συμμόρφωση με τα μέτρα ενώ υπόγεια έκλεινε το μάτι στους συνωμοσιολόγους, τους ακροδεξιούς και τους αρνητές.
Η πίστη ότι φυσικά φαινόμενα όπως η μετάδοση λοιμώξεων σε συναθροίσεις ή με το σάλιο αναστέλλονται σε εκκλησιαστικές εκδηλώσεις αποτελεί κοσμικά δεισιδαιμονία και θεολογικά μορφή ειδωλολατρίας. Γιατί αποτελεί «ειδωλολατρία» η πίστη ότι αντικείμενα και ανθρώπινες πράξεις αποκτούν υπερφυσικά χαρακτηριστικά και αδιαφορούν για τους φυσικούς νόμους. Ιερείς και αρχιερείς αρρώστησαν και απεδήμησαν εις Κύριον. Μεταξύ αυτών και ο Αρχιεπίσκοπος που φαίνεται να θεώρησε την αποθεραπεία του, αποτέλεσμα της μεγάλης προσπάθειας των λοιμωξιολόγων και ειδικών φαρμάκων, «θαύμα». Σημειώνω εδώ δηλώσεις ιερωμένου ότι υπάρχει «14 φορές μεγαλύτερη θνητότητα» μεταξύ των εκκλησιαζομένων απ’ ότι στον υπόλοιπο πληθυσμό. Αυτά θα έπρεπε να έχει εξεταστεί από επιστήμονες όπως γίνεται σε άλλες χώρες.
Η περίεργη πίστη της ιεραρχίας στις «θαυματουργές» ικανότητες της θρησκείας έδωσε θάρρος στον Αρχιεπίσκοπο να πει, πέρσι τέτοιες μέρες, κάτι που είναι απαράδεκτο για θρησκευτικό ηγέτη: «Το Ισλάμ, οι πολίτες του, δεν είναι θρησκεία, είναι πολιτικό κόμμα, είναι πολιτική επιδίωξη και είναι οι άνθρωποι του πολέμου, οι άνθρωποι της εξαπλώσεως, αυτό είναι χαρακτηριστικό του Ισλάμ, το λέει και η διδασκαλία του Μωάμεθ.» Σε οποιαδήποτε άλλη Ευρωπαϊκή χώρα θα υπήρχε άμεση καταδίκη από την κυβέρνηση και την πολιτική ηγεσία και θα δημιουργείτο θέμα αντικατάστασης του υβριστή μιας μεγάλης θρησκείας, εκατοντάδες χιλιάδες πιστοί της οποίας ζουν στην χώρα.
Στην Ελλάδα είχαμε χλιαρές αντιδράσεις από επίσημα χείλη. Φαίνεται ότι η Εκκλησία εξαιρείται όχι μόνο από τους νόμους της φύσης αλλά και από κάθε κανονιστικό πλαίσιο πέρα από εκείνο που βάζει στον εαυτό της. Η δεξιά στροφή της κυβέρνησης, η επέκταση της καταστολής συμπλέει εδώ με την αντιδραστική ιδεολογία που εκφράστηκε και στην επίθεση στον Μόσιαλο. Πολιτικοί που διαφήμισαν τον προοδευτικό Ευρωπαϊσμό τους δεν τόλμησαν να κατακρίνουν αυτές τις ανατριχιαστικές απόψεις, βουτηγμένες στην καταστροφική ιδεολογία της «σύγκρουσης των πολιτισμών». Γιγαντώνουν από την μια την ακροδεξιά, ρατσιστική και ισλαμοφοβική ιδεολογία και, από την άλλη, το συνηθισμένο της συμπλήρωμα: τον θρησκευτικό φανατισμό και φονταμενταλισμό. Οι δύο φανατισμοί αλληλλοτρέφονται παρά την επιφανειακή τους αντιπαράθεση.
Αλήθεια και εμπιστοσύνη
Η σχέση θρησκείας και επιστήμης παραμένει γεμάτη εντάσεις και συγκρούσεις. Από την πλευρά των οπαδών του ορθολογισμού, η θρησκευτική πίστη αποτελεί αναχρονιστική και αντιδραστική δεισιδαιμονία. Για τους πιστούς, η επιστήμη πρέπει να υποτάσσεται στις «αλήθειες» της θρησκείας. Η κοσμολογία της Γένεσης πρέπει να διδάσκεται τουλάχιστον εξ ίσου με αυτή περί «εξέλιξης των ειδών» του Δαρβίνου. Η διαφοροποίηση θρησκείας και επιστήμης είναι επομένως επιστημολογική. Η θρησκεία διδάσκει «πίστευε και μη ερεύνα», η επιστήμη στηρίζεται σε παρατήρηση, έρευνα και αποδείξεις.
Και όμως τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Η επιστημονική έρευνα και πρόοδος επηρεάζονται από το κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον. Οι επιστήμονες ζουν στην ίδια κοινωνία και επηρεάζονται από τις κυρίαρχες ιδέες, ακόμη και τις θρησκευτικές. Όπως κάθε πολίτης, έχουν τις ιδεολογικές και πολιτικές τους απόψεις. Για τη μεγάλη πλειονότητα, η αλήθεια της επιστήμης είναι αναπόφευκτα πράξη πίστης. Οι πιο πολλοί δεν έχουμε παρακολουθήσει πετυχημένα πειράματα ούτε και θα τα κατανοούσαμε αν το κάναμε.
Έτσι εμπιστευόμαστε άλλους για σημαντικά πράγματα για τα οποία δεν γνωρίζουμε – πόσοι ξέρουμε τι θα κάνει ακριβώς ο χειρουργός πριν αρχίσει η εγχείρηση; Τα βιβλία που εκλαϊκεύουν την επιστήμη είναι απαραίτητα για να δημιουργούν αυτή την εμπιστοσύνη. Πιστεύουμε ότι οι επιστήμονες δεν κρύβουν τα αποτελέσματα της έρευνας παρ’ ότι δεν μπορούμε να τα καταλάβουμε χωρίς τις απαιτούμενες γνώσεις. Η επιστημονική επανάσταση του 17ου αιώνα στηρίχτηκε στην αρχή ότι η γνώση δεν πρέπει να είναι ούτε μυστηριώδης σαν τα μυστικά των αλχημιστών του Μεσαίωνα αλλά ούτε και να στηρίζεται στην παράδοση και τα βιβλία των αρχαίων. Σήμερα αυτό δεν ισχύει πια. Η πίστη στην επιστημονική αλήθεια είναι αποτέλεσμα της εμπιστοσύνης στην επιστημονική κοινότητα όχι της κατανόησης του έργου της.
Ο μακαρίτης ο πατέρας μου, γιατρός και θρησκευόμενος, μου έλεγε ότι δεν υπάρχει αντιπαράθεση μεταξύ επιστήμης και θρησκείας.
Η επιστήμη προσπαθεί να τεκμηριώσει τον πραγματικό χαρακτήρα του κόσμου και να αναπτύξει θεωρίες που εξηγούν τα φυσικά φαινόμενα. Η θρησκεία λειτουργεί στο σημαντικό, αλλά διαφορετικό πεδίο των ανθρώπινων σκοπών, εννοιών και αξιών – θέματα που φωτίζει η επιστήμη, αλλά δεν μπορεί να απαντήσει πλήρως. Αποτελούν προσωπική απόφαση. Αν οι δύο παραμένουν στον χώρο τους, τότε δεν υπάρχει αντίθεση. Αλλά αν η μία υπεξαιρεί τα θέματα της άλλης, μπαίνουν σε εμπόλεμη κατάσταση. Και οι δύο ισχυρίζονται ότι λένε αλήθειες. Αλλά αυτό που εννοούν ως «αλήθεια», είναι ριζικά διαφορετικό.
Η επιστήμη με τα εργαλεία της – παρατήρηση, πειραματισμό, διαψευσιμότητα των θεωρητικών της υποθέσεων – διατυπώνει προτάσεις για τη φυσική πραγματικότητα. Ο Χριστιανισμός με τα δικά του εργαλεία – την αποκάλυψη, τα κείμενα των Γραφών και των ερμηνευτών τους – υποστηρίζει «αλήθειες» για θέματα μεταφυσικά: την ύπαρξη Θεού, την ενσωμάτωση του Χριστού, την Ανάσταση, την μετά θάνατο ζωή. Αλλά γι’ αυτά δεν υπάρχει, ούτε μπορεί να υπάρξει, εμπειρική απόδειξη. Όπως προειδοποιεί ο Παύλος τους Κορίνθιους, «αν δεν υπάρχει ανάσταση των νεκρών, τότε ο Χριστός δεν αναστήθηκε, κι αν ο Χριστός δεν αναστήθηκε, τότε το κήρυγμα μας είναι μάταιο και η πίστη μάταιη». Είναι επομένως θέματα πίστης για όσους πιστεύουν, γι’ αυτό τα λέμε «δογματικά».
Αν αποδεχόταν η Εκκλησία ότι ο ιός μεταδίδεται σε συνωστισμένους πιστούς όπως και με τη κοινή χρήση του κοχλιαρίου της μετάληψης, ότι το χιούμορ δεν αποτελεί επίθεση αλλά αποδοχή της κοινωνικής σημασίας της πίστης, αυτό δεν θα αναιρούσε ούτε θα εξασθενούσε τις αλήθειες της που, όπως λέει ο Χριστός, «δεν είναι του κόσμου τούτου». Εκτός αν θέλει να δημιουργήσει θύματα του θρησκευτικού φανατισμού και νεο-μάρτυρες που βάζουν την πίστη τους πάνω από την επιστημονική αλήθεια. Και να εργαλοποιεί την πίστη στην υπηρεσία μιας κυβέρνησης που χρησιμοποιεί όλα τα μέσα για να διατηρήσει την ιδεολογική της ηγεμονία.