Θεόφιλος | Ο «Παπαδιαμάντης» της  ζωγραφικής μας


.

Θεόφιλος Χατζημιχαήλ

Ο «Παπαδιαμάντης»* της  ζωγραφικής μας

Στις 24 Μαρτίου του 1934, έφυγε από τη ζωή ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ,
κατά κόσμον Θεόφιλος Κεφαλάς, αλλά περισσότερο γνωστός ως Θεόφιλος.


«Η παρουσία του Θεόφιλου αποτελεί στιγμή ιστορική
για τη ζωγραφική στην Ελλάδα». (Γιώργος Σεφέρης)

Γεννήθηκε ως Θεόφιλος Κεφαλάς (αν και συνήθιζε να υπογράφει με το μητρώνυμό του ως Χατζημιχαήλ) γύρω στο 1870 – άγνωστο πότε ακριβώς – στη Βαρειά της Λέσβου κι ίσως κληρονόμησε τη ζωγραφική του φλέβα από τον αγιογράφο παππού του.

Νιώθοντας πλήξη στο σχολείο, γέμιζε τα τετράδιά του με ζωγραφιές, ενώ ως αριστερόχειρας υφίστατο τις προκαταλήψεις της εποχής, με το δάσκαλο να του δένει το χέρι. Νέος ακόμα πήγε απέναντι στη Μικρά Ασία, όπου δούλεψε αρχικά σε τσιφλίκι και στη συνέχεια ως θυροφύλακας του Ελληνικού προξενείου Σμύρνης, μη σταματώντας παράλληλα να ζωγραφίζει. Εκεί υιοθέτησε και τη δια βίου συνήθειά του να κυκλοφορεί με φουστανέλα, εισπράττοντας συνεχή χλεύη για την επιλογή του αυτή. Παρολίγον να πολεμήσει στον “ατυχή” πόλεμο του 1897, όταν όμως γύρισε για να καταταγεί οι εχθροπραξίες είχαν λήξει. Εγκαταστάθηκε στο Βόλο και το  Πήλιο, όπου έκανε διάφορες δουλειές του ποδαριού, τοιχογραφώντας επίσης μαγαζιά της περιοχής για λίγα χρήματα. Μετά το 1910 άρχισε να παίρνει και παραγγελίες προσωπογραφιών, ενώ «μαικήνας» του αναδείχθηκε ο κτηματίας Ιωάννης Κοντός, που του ανέθεσε το 1912 τη διακόσμηση του αρχοντικού του, που σήμερα αποτελεί και το μουσείο Θεόφιλου στην Ανακασιά.

Οικία Κοντού στην Ανακασιά

Μια άσχημη φάρσα σε βάρος του από θαμώνες ενός μαγαζιού στο οποίο ζωγράφισε τον έκανε το 1927 να γυρίσει στην πατρίδα του. Εκεί ζούσε σε συνθήκες ακραίας φτώχειας, γυρνώντας σε ταβέρνες και καπηλειά για να της ζωγραφίσει με αντάλλαγμα λίγο φαΐ και κρασί. Θα πέθαινε με βεβαιότητα στην αφάνεια, αν δεν τον ανακάλυπτε το 1929 ο συντοπίτης του Στρατής Ελευθεριάδης (Teriade) εκδότης και τεχνοκριτικός που είχε εγκατασταθεί στο Παρίσι.

Εντυπωσιασμένος από τη μορφή και την τέχνη του, αγόραζε τα έργα του, τον προμήθευσε με χρώματα και πινέλα (ως τότε ο Θεόφιλος ζωγράφιζε με ευτελή υλικά) και του ανέθεσε τη δημιουργία 50 ακόμα έργων. Δυστυχώς ο Θεόφιλος δεν έζησε αρκετά ώστε να χαρεί την όψιμη αναγνώριση που κέρδισε, αφού το 1934 έφυγε από ανακοπή καρδιάς ή κατ’ άλλους από τροφική δηλητηρίαση. Δυο χρόνια μετά ο Ελευθεριάδης θα οργάνωνε την πρώτη έκθεση του καλλιτέχνη στο Παρίσι, ενώ το 1961 πραγματοποιήθηκε και αναδρομική του έκθεση στο Λούβρο. Ο Teriade είναι επίσης ο εμπνευστής του Μουσείο Θεόφιλου στη Βαρειά.


Στρατής Ελευθεριάδης (Teriade)

Στην εδραίωση της φήμης συνέβαλε ιδιαίτερα η ανακάλυψή του από τη “Γενιά του ’30”, με προεξάρχοντα τον Οδυσσέα Ελύτη, που του αφιέρωσε το βιβλίο “Ο ζωγράφος Θεόφιλος”. Για τη γενιά αυτή ο Θεόφιλος αποτελούσε τον κατ’ εξοχήν εκπρόσωπο της “ελληνικότητας” στη ζωγραφική, μιας έννοιας καίριας στη σκέψη των αστών λογοτεχνών της περιόδου, όχι ασύνδετη με την προσπάθεια της άρχουσας τάξης να ανακτήσει την αυτοπεποίθησή της μέσα από ένα νέο εθνικό αφήγημα, μετά το τραύμα που επέφεραν οι τυχοδιωκτισμοί της το 1922.

Ο Θεόφιλος πέθανε τον Μάρτιο του 1934, παραμονές του Ευαγγελισμού, πιθανότατα από τροφική δηλητηρίαση, στη Μυτιλήνη.


Ο Θεόφιλος με την μητέρα του                                                                                                                                                                        Ο Θεόφιλος του Τσαρούχη

Οι τρεις «εποχές» του Θεόφιλου

«…Τη δουλειά του Θεόφιλου μπορούμε να τη χωρίσουμε σε τρεις μεγάλες περιόδους, που ξεχωρίζουν αρκετά μεταξύ τους. Πρώτη είναι η περίοδος της Θεσσαλίας. Όπως είπαμε και στην αρχή, τα έργα τα καμωμένα στη Θεσσαλία, αν εξαιρέσουμε τα πετυχημένα κι αριστουργηματικά του, είναι τις περισσότερες φορές σφιγμένα, με μια τάση για σχέδιο, που σπάνια φτάνει σ’ αποτέλεσμα, ενώ στο χρώμα έχουν μια περιορισμένη κλίμακα που, εκτός από σπάνιες περιπτώσεις -έχω υπ’ όψη μου μερικά θαυμάσια έργα- έχουν κάτι το σχεδιαστικό και συγχρόνως το σκληρό.

»Η εποχή της επανόδου του στη Μυτιλήνη αποτελεί τη δεύτερη περίοδο της ζωγραφικής του. ένα είδος δισταγμού μαζί κι επιμέλειας, που υπάρχει στα έργα του Βόλου, εξαφανίζεται εδώ για να δώσει τη θέση του σε μια χρωματική ευφορία, με πλήθος σπάνιους τόνους, λεπτότατους μα και συγχρόνως γεμάτους ευδαιμονία. Τα έργα αυτά επιζητούν λιγότερο το σχέδιο, μα ίσως στο βάθος να είναι πιο σχεδιασμένα. Το χρώμα τους φτάνει σε μια λάμψη που εκφράζει ευτυχία, ξενοιασιά και, συγχρόνως, εκστασιακή αυτοσυγκέντρωση. Έχουν μιαν απίστευτη ποιότητα στην ύλη τους, μια δυνατή συνείδηση των κανόνων του έργου τέχνης, με την ανατολίτικη και βυζαντινή σημασία του όρου.

Εκεί γύρω στην εποχή που θα συναντήσει τον Τeriade, ίσως όμως και λίγα χρόνια πριν, η ζωγραφική του αλλάζει. Αυτή είναι η τρίτη περίοδός του. εδώ τα εντυπωσιακά και πολύτιμα χρώματα αρχίζουν να υποχωρούν κάπως, για να δώσουν τη θέση τους σε χρώματα πιο σωστά, πιο ζωγραφικά. Ό,τι ήθελε να κάνει στον Βόλο με το επιμελημένο και σφιχτό σχέδιο, το καταφέρνει τώρα με τα δικά του μέσα: με το χρώμα…» (Γιάννης Τσαρούχης.)

 
Ο καπετάν Αντρούστος                                                                                                                                                                                     Ερωτόκριτος και Αρετούσα

Ο «τρελός»

«Ο «τρελός» λαϊκός ποιητής έβγαινε στα σοκάκια της Σμύρνης και του Βόλου με την καρναβαλίστικη ντυμασιά του, και με κείνο το λαμπερό βλέμα του από τα γαλανά του μάτια και την ονειροπαρμοσύνη του “ξετρέλαινε τον κόσμο και τα παιδιά της γειτονιάς, που τον ακολουθούσαν κι έφτιαχνε μ’ αυτά το “θίασό” του, για τις αποκριάτικες παράστασες και τα “δρώμενα” που παρουσίαζε.

»Τις Απόκριες και τις μεγάλες γιορτές, έφτιαχνε το “θίασό” του με ηθοποιού παιδιά. Τα έντυνε αρχαιοελληνικά, με περικεφαλαίες, ασπίδες όπου πάνω τους ζωγράφιζε αϊτούς και φίδια, κοντάρια, ξίφη και τη σημαία ή το λάβαρο. Έκανε σπουδαία δουλειά. Το θίασό του τον ζωγράφιζε με μπογιές. Τα πρόσωπα των “ηθοποιών”, τα ρούχα τους, τ’ αντικείμενα που κρατούσανε.

»Αυτός έκανε πραγματικά λαϊκό θέατρο, αλλά δε βρέθηκε κανένας από τους βαθυστόχαστους μελετητές του να γράψει κάτι και γι’ αυτήν ακόμα την προσφορά του στην λαϊκή τέχνη. Κι ο ίδιος γινότανε Μεγαλέξανδρος με κοντάρι, περικεφαλαία, ασπίδα, χλαμύδα και θώρακα».

»Κατόπιν έπαιρνε το θίασό του φωτογραφιζότανε και τις φωτογραφίες τις πουλούσε για καρτ – ποστάλ. Και τούτο, γιατί η πενία τέχνας κατεργάζεται. Σ’ όλη του τη ζωή, σαν τον Καραγκιόζη, πεινασμένος ήταν ο Θεόφιλος.

»Κι όλο το μεράκι του πάνω στο λαϊκό θέατρο είχε χρώμα καραγκιοζίστικο, μ’ όλη τη σπουδαία τέχνη του αυτοσχεδιασμού πάνω στην υπόθεση του δρώμενου, το σκηνικό του διάκοσμο, τα κοστούμια, τα χρώματα. Κι ίσως ακόμα στο φωτισμό και τη μουσική ή το τραγούδι.

»Αυτό είναι πραγματικά Λαϊκό Θέατρο. Ο ίδιος ο λαός γίνεται δημιουργός, μελετητής, εκφραστής, θεατής. Ούτε κλίκες θιασαρχικές, αλλούτε και καθοδήγηση κρατική». (Βασίλης Πλάτανος)

 

————————————————————————————————————————-

Πηγές κειμένου: *Τον χαρακτηρισμό τον απέδωσε ο Τάκης Μπάρλας (Έλληνας δημοσιογράφος και λογοτέχνης)
Ο ζωγράφος Θεόφιλος και η πικάντικη και τραγική ιστορία της “Ωραίας Αδριάνας των Αθηνών”, από https://www.katiousa.gr/ | Γιάννης Θ. Διαμαντής, Θεόφιλος: Ο «τρελός» λαϊκός ήρωας της ελληνικής ζωγραφικής, από https://www.in.gr/
Πηγές φωτογραφιών: Από Θεόφιλος Κεφαλάς – Χατζημιχαήλ – http://www.pi-schools.gr/lessons/aesthetics/eikastika/afises/index.php?id=39&v=1, Κοινό Κτήμα, https://commons.wikimedia.org/w/index.php?curid=4436509
——–————————————————
Επιμέλεια Λ.Τ.


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *