.
Είναι μια ιστορία
Θεοφάνια με «ξύλο» και «Ρωμιοσύνη»
Τον αγιασμό των υδάτων ακολούθησαν αιματηρά επεισόδια
με περισσότερους από 11 τραυματίες!
Ο εορτασμός των Θεοφανίων στον Πειραιά είχε πολλές χρονιές έντονο πολιτικό χρώμα. Όμως το ταραγμένο πολιτικά 1966 σημαδεύτηκε από αιματηρά επεισόδια μεταξύ της Αστυνομίας και του συγκεντρωμένου πλήθους, με περισσότερους από 11 τραυματίες! Τα επεισόδια, κατά τα οποία χτυπήθηκε από αστυφύλακες και ο τότε βουλευτής Β΄ Πειραιά της ΕΔΑ και πρόεδρος της Νεολαίας Λαμπράκη, Μίκης Θεοδωράκης, έδωσαν το ερέθισμα στον συνθέτη να μελοποιήσει, την ίδια μέρα, 9 ποιήματα από την επική συλλογή του Γιάννη Ρίτσου «Ρωμιοσύνη», δημιουργώντας ένα από τα σημαντικότερα έργα στην ιστορία της Ελληνικής Μουσικής.
Πάντως, η ένταση εκείνης της ημέρας δεν ήρθε σαν κεραυνός εν αιθρία. Το πολιτικό κλίμα ήταν ιδιαίτερα οξυμένο από τον Ιούλιο του 1965, οπόταν ανατράπηκε η εκλεγμένη κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου έπειτα από αποστασία βουλευτών της Ενώσεως Κέντρου, και ακολούθησε αντισυνταγματική παρέμβαση του Παλατιού στη διακυβέρνηση της χώρας (ο βασιλιάς αρνούνταν στον πρωθυπουργό το δικαίωμα να αντικαταστήσει τον υπουργό Αμυνας). Τα γεγονότα εκείνης της περιόδου έμειναν στην Ιστορία ως «Ιουλιανά» ή «Αποστασία». Ωστόσο, το… φιτίλι, που πυροδότησε τα γεγονότα την ημέρα των Θεοφανίων, το άναψε και πάλι το Παλάτι, με το πρωτοχρονιάτικο διάγγελμα του τότε βασιλιά Κωνσταντίνου.
Όπως είχε επισημανθεί και από εφημερίδες της εποχής, ο Κωνσταντίνος στο διάγγελμά του αντί να περιοριστεί, όπως συνηθιζόταν, σε ευχές, επιχείρησε να δικαιολογήσει τις ωμές παρεμβάσεις του που οδήγησαν στην ανατροπή της κυβέρνησης της Ενώσεως Κέντρου και στην αντικατάστασή της από κυβέρνηση αποστατών με τη στήριξη της παράταξης της Δεξιάς, της ΕΡΕ, και του μικρού κόμματος του Σπ. Μαρκεζίνη.
Όμως, δεν είχε σταματήσει εκεί ο νεαρός –τότε– βασιλιάς. Κάνοντας ακόμα ένα βήμα… επανέφερε τον εμφυλιοπολεμικό διχασμό λέγοντας ότι «ο κομμουνισμός αποτελεί μίασμα γεννηθέν έξω της Ελλάδος εμπνεόμενον και κινούμενον έξωθεν. […] Μολύνει και καθιστά ανύποπτον εχθρόν της πατρίδος πάντα ερχόμενον εις επαφήν με αυτόν, άτομον ή ομάδα, πάντα καλόν Έλληνα, μη διαβλέποντα τον κίνδυνον». Προκλήθηκαν έντονες αντιδράσεις. Η Ένωση Κέντρου χαρακτήρισε το διάγγελμα «βαρύτατο λάθος» του βασιλιά, ενώ η ΕΔΑ το χαρακτήρισε «κήρυγμα μισαλλοδοξίας με γλώσσα αστυνομική και επιχειρηματολογία που χρησιμοποιείτο στις χειρότερες στιγμές του εμφυλίου πολέμου».
Λίγες μέρες αργότερα, το κόμμα της Αριστεράς έφερνε το θέμα στη Βουλή καταθέτοντας επερώτηση την οποία υπέγραφαν οι Ηλίας Ηλιού, Σ. Ηλιόπουλος, Αντώνης Μπριλλάκης, Λεωνίδας Κύρκος και Βασίλης Εφραιμίδης. Σύμφωνα με ορισμένα δημοσιεύματα («Μακεδονία» φ. 4.1.1966), αντιδράσεις υπήρξαν και από στελέχη των κομμάτων που στήριζαν την τρίτη κυβέρνηση των αποστατών υπό τον Στέφ. Στεφανόπουλο, που είχε τη διακυβέρνηση. Το προκλητικό βασιλικό διάγγελμα εκτός από τις εσωτερικές αντιδράσεις, όπως προκύπτει από δημοσιεύματα, είχε αντίκτυπο και στις σχέσεις της χώρας με την τότε Σοβιετική Ένωση.
Ο ραδιοφωνικός σταθμός της Μόσχας σχολίασε ότι «έχει νεκραναστηθή η πολιτική τού “από βορρά κινδύνου” και ότι οδηγεί η πολιτική αυτή εις δοκιμασίαν τας ελληνοσοβιετικάς σχέσεις». Αντίθετα, η φιλική προς τις κυβερνήσεις των αποστατών εφημερίδα «Ελευθερία» του Πάνου Κόκκα προσπαθούσε (φ. 4.1.1966) να διασκεδάσει τις εντυπώσεις διερωτώμενη «από ποία ενέργεια της σημερινής ελληνικής κυβερνήσεως» εξήγαγε τα παραπάνω συμπεράσματα η Μόσχα…
Χαρακτηριστικό του κλίματος που είχε δημιουργηθεί ήταν ότι ο αξέχαστος, εκ των κορυφαίων ηθοποιών μας, Μάνος Κατράκης, αρνήθηκε να παραλάβει τιμητική διάκριση από τον βασιλιά. Σε επιστολή του, που δημοσιεύτηκε στον Τύπο, εξηγούσε την απόφασή του αναφέροντας μεταξύ άλλων ότι το βασιλικό διάγγελμα εξέφραζε «πνεύμα εμπάθειας και εθνικού διχασμού» και «διέψευσε τις προσδοκίες μου, ότι θα επικρατούσε γενικώτερα ένα πνεύμα εθνικής ενότητος απηλλαγμένον από κάθε μισαλλοδοξίαν».
Την επομένη ξημέρωναν τα Θεοφάνια, κατά τα οποία παραδοσιακά ο επίσημος εορτασμός γίνεται στο μεγαλύτερο λιμάνι της χώρας, στον Πειραιά. Ο βασιλιάς και οι κυβερνητικοί παράγοντες ορθά διέγνωσαν ότι ο εορτασμός θα έπαιρνε μορφή συλλαλητηρίου και θα αποδοκιμάζονταν. Γι’ αυτό, από την παραμονή το απόγευμα ανακοινώθηκε ότι ο βασιλιάς και η κυβέρνηση δεν θα παρίσταντο στην καθιερωμένη τελετή της καταδύσεως του Τιμίου Σταυρού στο κεντρικό λιμάνι του Πειραιά. Επισήμως η αιτιολογία αυτής της απουσίας ήταν πως δεν αναγνωριζόταν, ως παρανόμως μετατεθείς στον Πειραιά, ο μητροπολίτης Χρυσόστομος.4
Όμως για τις… ανάγκες της ημέρας, ο Κωνσταντίνος πήγε λίγο πιο μακριά, στο Μικρολίμανο, για να παραστεί στον αγιασμό των υδάτων που θα τελούσε ο Ιστιοπλοϊκός Όμιλος Ελλάδας. Ωστόσο, είχε γίνει γνωστό ότι θα πήγαιναν στον Πειραιά ο αρχηγός της Ενώσεως Κέντρου Γεώργιος Παπανδρέου και αντιπροσωπεία της ΕΔΑ με επικεφαλής τον κοινοβουλευτικό εκπρόσωπό της, Ηλία Ηλιού. Από τις 9 το πρωί την ημέρα των Θεοφανίων, πάρα το σφοδρό ψύχος που επικρατούσε, στους δρόμους του Πειραιά βρίσκονταν πολλές χιλιάδες κόσμου. Ξένα ειδησεογραφικά πρακτορεία (Ασοσιέιτεντ Πρες) υπολόγιζαν τον κόσμο σε περίπου 40.000, ενώ άλλοι παρατηρητές μιλούσαν για περίπου 100.000 ανθρώπους (η Ένωση Κέντρου μιλούσε, υπερβολικά, για 200.000-300.000 πολίτες, ενώ η κυβέρνηση επίσημα για 10.000).
Από τις περιγραφές των εφημερίδων φαίνεται ότι αμέσως μετά την αναχώρηση του Γεωργίου Παπανδρέου από το Καστρί είχε σχηματιστεί αυτοκινητοπομπή που τον συνόδευε σε όλη τη διαδρομή μέχρι τον Πειραιά. Από την είσοδο του Νέου Φαλήρου η αυτοκινητοπομπή κινούνταν με αργούς ρυθμούς λόγω του κόσμου που βρισκόταν συγκεντρωμένος στα πεζοδρόμια και επευφημούσε τον Γ. Παπανδρέου. Μέσα στον Πειραιά, οι συγκεντρωμένοι σε δρόμους και πεζοδρόμια εξαπλώνονταν από το Δημοτικό Θέατρο μέχρι το λιμάνι, στην προβλήτα μπροστά από το εμβληματικό Ρόλοι (κατεδαφίστηκε επί χούντας από τον διορισμένο δήμαρχο Σκυλίτση), απέναντι από τον Τινάνειο κήπο, ενώ πολλοί ήταν ανεβασμένοι σε δέντρα.
Νωρίτερα, στην εξέδρα των επισήμων, όπου για πρώτη φορά βρέθηκαν και γυναίκες, καταργώντας στην πράξη μια ακατανόητη απαγόρευση του βασιλιά Γεώργιου του Β’, άρχισαν να καταφτάνουν άλλα στελέχη της Ενώσεως Κέντρου και της ΕΔΑ, τα οποία, όπως συνηθίζεται, υποδεχόταν ο δήμαρχος της πόλης, που ήταν τότε ο κεντροαριστερός γιατρός Γιώργος Κυριακάκος, με τα μέλη του δημοτικού συμβουλίου. Από τους πρώτους που έφτασαν ήταν ο Ανδρέας Παπανδρέου, τότε βουλευτής της Ενώσεως Κέντρου, με τη σύζυγό του Μαργαρίτα και βουλευτές του κόμματος, ενώ από την ΕΔΑ πήγε αντιπροσωπεία αποτελούμενη από τους Ηλία Ηλιού, Λεωνίδα Κύρκο και Μίκη Θεοδωράκη.
Μόλις έφτασε το αυτοκίνητο με τον Γεώργιο Παπανδρέου, πλήθος κόσμου το περικύκλωσε και τον επευφημούσε. Αμέσως έτρεξαν κοντά ο γιος του Ανδρέας και ο Πειραιώτης βουλευτής του Κέντρου, Σάββας Παπαπολίτης, για να τον βοηθήσουν να βγει, αλλά τελικά ο Γεώργιος Παπανδρέου δεν απέφυγε έναν ελαφρύ τραυματισμό στο χέρι από τις εκδηλώσεις του κόσμου.
Τα επεισόδια
Πριν αλλά και κατά τη διάρκεια της τελετής κυριαρχούσαν συνθήματα υπέρ της δημοκρατίας και του Γ. Παπανδρέου, ο οποίος μετά το τέλος επιβιβάστηκε σε αυτοκίνητο για να φύγει προς την Αθήνα. Αντίθετα, ο Ανδρέας με τη σύζυγό του και άλλους βουλευτές πήγαν στο δημαρχείο όπου, όπως συνηθίζεται μέχρι σήμερα, ο δήμαρχος της πόλης παραθέτει δεξίωση. Πολύς κόσμος, ωστόσο, άρχισε να ακολουθεί το αυτοκίνητο του Γεωργίου Παπανδρέου και μέσω της Ακτής Μιαούλη και της λεωφόρου Βασ. Γεωργίου Α΄ να κινείται προς το Δημοτικό Θέατρο. Αιφνιδιαστικά και απρόκλητα, στη διασταύρωση των λεωφόρων Βασ. Γεωργίου Α΄ και Βασ. Κωνσταντίνου (σήμερα Ηρώων Πολυτεχνείου) «οι αστυνομικοί επετέθησαν κατά των ακολουθούντων νέων και ήρχισαν να τους κτυπούν με τα γκλομπς διά να τους διαλύσουν».
Ακολούθησε κυνηγητό στην πλατεία Κοραή και όπως φαίνεται τα επεισόδια γενικεύτηκαν. «Η επίθεσις των αστυνομικών υπήρξεν ιδιαιτέρως σκληρά εναντίον μιας ομάδος, η οποία είχε φθάσει μέχρι των γραφείων της Εισαγγελίας Πειραιά, με επικεφαλής τον βουλευτήν της ΕΔΑ κ. Μίκην Θεοδωράκην», έγραφε την επόμενη μέρα το «Εθνος». Ο αριθμός των τραυματιών δεν είναι απόλυτα εξακριβωμένος, αλλά φαίνεται ότι ήταν τουλάχιστον 11, από τους οποίους 4 αστυνομικοί. Ανάμεσα στους τραυματισμένους πολίτες ήταν και τρεις ανήλικοι: ένας 14χρονος μαθητής, ένας 15χρονος και ένας 16χρονος. Έγιναν επίσης και τέσσερις συλλήψεις. Ανάμεσα στους συλληφθέντες ήταν ο αδελφός του βουλευτή της Ενώσεως Κέντρου και μετέπειτα προέδρου της Βουλής Γιάννη Αλευρά, Νίκος.
Την άλλη μέρα, οι φιλοκυβερνητικές εφημερίδες κατηγορούσαν την Ενωση Κέντρου για πολιτικοποίηση της εορτής των Θεοφανίων, ενώ οι αντιπολιτευόμενες τόνιζαν τη λαϊκή συμμετοχή και κατάγγελλαν τη στάση της αστυνομίας. Οι κρατικές πηγές ενημέρωσης, όπως ήταν τα «Επίκαιρα» που προβάλλονταν πριν από τις ταινίες στις κινηματογραφικές αίθουσες, αποσιωπούσαν πλήρως τον εορτασμό των Θεοφανίων στον Πειραιά και οι αναφορές που υπήρχαν με τα ανάλογα πλάνα αφορούσαν τον εορτασμό σε Καστοριά και Λιβαδειά!7
Η μελοποίηση της «Ρωμιοσύνης»
Στη διάρκεια των επεισοδίων χτυπήθηκε από αστυνομικούς και ο τότε βουλευτής Β΄ Πειραιά της ΕΔΑ Μίκης Θεοδωράκης. Ο Φώντας Λάδης στο βιβλίο του «Μίκης Θεοδωράκης – Το χρονικό μιας επανάστασης» (εκδ. Εξάντας, 2001) περιγράφει τα γεγονότα ως εξής:
«Έξι του Γενάρη 1966. Γιορτή των Θεοφανίων. Στο λιμάνι του Πειραιά η τελετή του αγιασμού των υδάτων γίνεται και φέτος […] Ο (καταργημένος έναν χρόνο πριν από τον Κωνσταντίνο πρωθυπουργός) Γ. Παπανδρέου δήλωσε ότι θα παραστεί κι εκείνος στην τελετή. Ο βασιλιάς αναγκάστηκε να πάει με τους επίσημους… λίγο πιο κει, στο Τουρκολίμανο. Στη μια τελετή, δεκάδες χιλιάδες κόσμου. Στην άλλη, μερικοί υπουργοί (από την κυβέρνηση των αποστατών) και διακόσια άτομα.
Στο κεντρικό λιμάνι, γύρω στις 11, έφτασε κι ο Μίκης Θεοδωράκης με την αντιπροσωπεία της ΕΔΑ. Όταν ο μητροπολίτης άρχισε να ψέλνει την καθιερωμένη δέηση για τη μακροημέρευση της βασιλικής οικογένειας, ένα μυριόστομο ρυθμικό σύνθημα σκέπασε και τη φωνή του και την μπάντα που παιάνιζε και τις σειρήνες των καραβιών: “Κάτω το διάγγελμα!” […]. Σε λίγο ένα τεράστιο, αυθόρμητο συλλαλητήριο είχε δημιουργηθεί. Μπροστά-μπροστά ο Μίκης: “Δημοκρατία! 1-1-4! Εκλογές!”.
Ένας υπαστυνόμος ούρλιαξε: “Ακούς εκεί να μην πάει κανένας στο βασιλιά και να ’ρθούν όλοι στον Παπανδρέου και την ΕΔΑ!”. Άρχισε η επίθεση της αστυνομίας. Έπεφταν με λύσσα σ’ όποιον έβρισκαν στο πέρασμά τους. Ρίχτηκαν πάνω στον Μίκη. Τον τραυμάτισαν. Ένας αρχιφύλακας ούρλιαξε με τη σειρά του: “Θεοδωράκη, Βούλγαρε!”». Ο Θεοδωράκης γυρίζοντας στο σπίτι του, στη Νέα Σμύρνη, ταραγμένος από τα επεισόδια, βρίσκει τους στίχους από τη «Ρωμιοσύνη» του Γιάννη Ρίτσου, που του είχαν δώσει, πριν από χρόνια, γυναίκες κρατούμενες. Κάθισε στο πιάνο και μελοποιεί 9 ποιήματα.
Την άλλη μέρα ο Μίκης ανακοινώνει σε συνέντευξη Τύπου για την παρουσίαση μιας σειράς τραγουδιών εμπνευσμένα από το βιβλίο του Ιάκωβου Καμπανέλλη «Μαουτχάουζεν» ότι άρχισε να μελοποιεί τραγούδια από τη «Ρωμιοσύνη» του Γιάννη Ρίτσου. Η μελοποίηση των ποιημάτων ήταν μια καινοτομία και ο μεγάλος μουσικοσυνθέτης έδειχνε αβέβαιος για την αποδοχή της από τον κόσμο. «Δεν αρκεί να καινοτομούμε, πρέπει και να βρουν απήχηση στους πολλούς τα τραγούδια μας. Τι ωφελεί να τα γράφουμε αν ο κόσμος δεν μπορεί ή δεν θέλει να τα τραγουδήσει;» έλεγε ο ίδιος σε μια συνέντευξή Τύπου, λίγο πριν από την πρώτη επίσημη παρουσίαση των νέων τραγουδιών, σε συναυλία με τον Χρήστο Λεοντή.
Ήταν μια καινοτομία για την εποχή διότι «ξέφευγε από τους περιορισμούς που του επέβαλλε ώς τώρα η φόρμα του λαϊκού τραγουδιού και η απαραίτητη επανάληψη της επωδού».
«Όπως η μετρική περιορίζει την ποίηση και ο ελεύθερος στίχος ανοίγει καινούργιους ορίζοντες, έτσι και η μουσική αποκτάει απεριόριστες δυνατότητες όταν ελευθερωθεί από τις καθιερωμένες φόρμες…» έλεγε στην ίδια συνέντευξη ο Μίκης.
Και δικαιώθηκε! Τα τραγούδια ακούστηκαν για πρώτη φορά, με ερμηνευτή τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, σε μεγάλη συναυλία που έγινε στις 28 Φεβρουαρίου 1966 στο κατάμεστο θέατρο «Κεντρικόν» και η αποδοχή από τον κόσμο ήταν εντυπωσιακή. Η συναυλία επαναλήφθηκε μία εβδομάδα αργότερα και εν συνεχεία δόθηκε στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, ενώ το ίδιο διάστημα κυκλοφόρησε και ο ομώνυμος δίσκος, που γνώρισε από την αρχή τεράστια επιτυχία.
Tο «άβατο» για τις γυναίκες στην εξέδρα
Ο εορτασμός των Θεοφανίων του 1966 στον Πειραιά, εκτός από το πολιτικό «χρώμα», είχε και μια άλλη ιδιαιτερότητα: για πρώτη φορά παραβρέθηκαν γυναίκες στην εξέδρα των επισήμων, απ’ όπου έγινε η τελετή του καθαγιασμού των υδάτων. Η απαγόρευση της παρουσίας των γυναικών στην εξέδρα των επισήμων είχε επιβληθεί, για άγνωστο λόγο, από τον βασιλιά Γεώργιο Β΄, στη διάρκεια της δικτατορίας Μεταξά. Όμως αυτό το ακατανόητο έθιμο συνεχιζόταν και μεταπολεμικά, προκαλώντας πολλές φορές ειρωνικά σχόλια, κυρίως από πρεσβευτές ξένων κρατών, στους οποίους γνωστοποιούνταν ότι απαγορευόταν να συνοδευτούν από τη σύζυγό τους στην εξέδρα των επισήμων, απ’ όπου παρακολουθούσαν την παραδοσιακή τελετή του αγιασμού των υδάτων με τη ρίψη του Σταυρού στη θάλασσα.
Ωστόσο, σε εκείνον τον ταραχώδη εορτασμό του 1966 γράφτηκε και το τέλος αυτής της τραγελαφικής απαγόρευσης. «Χθες κατελύθη έθιμον, κρατούν από της εποχής Γεωργίου του Β΄, ο οποίος είχεν απαγορεύσει την παρουσίαν γυναικών εις την εξέδραν των επισήμων. Κατά την χθεσινήν τελετήν πολλαί κυρίαι πρώην υπουργών και βουλευτών ενεφανίσθησαν εις την εξέδραν, ίσως εν αγνοία των, αλλά ίσως και διότι δεν έχει κανένα νόημα η απαγόρευσις», έγραφε την επομένη η εφημερίδα «Εθνος».
Κάπως έτσι έσπασε το… άβατο στην εξέδρα και από τον επόμενο χρόνο μπορούσαν, κανονικά, και οι γυναίκες να παρακολουθούν από την εξέδρα των επισήμων την παραδοσιακή τελετή.