Τα Σκιαδικά – Η νεολαία στους δρόμους

Για πρώτη φορά από την ίδρυση του ελληνικού κράτους,
η νεολαία έβγαινε στους δρόμους, ως αυτοτελής κοινωνική κατηγορία,

Ενάντια στον κρατικό αυταρχισμό,
συγκρούεται με την αστυνομία
και σφραγίζει τις πολιτικές εξελίξεις

Ο Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής υπουργός εξωτερικών το 1859, είχε διατυπώσει πολλές φορές σε οικογενειακές συγκεντρώσεις την άποψη ότι οι πιο εύπορες τάξεις έπρεπε να στραφούν στην αγορά ελληνικών προϊόντων, προκειμένου να ενισχυθεί η εγχώρια παραγωγή, που η ενίσχυσή της για τον Ραγκαβή αποτελούσε εθνική ανάγκη. Ο γιος του Κλέωνα διέδωσε την ιδέα σε μαθητές και φοιτητές οι οποίοι στις 10 Μαΐου του 1859 βγήκαν περίπατο στο πεδίο του Άρεως φορώντας ψάθινα καπέλα από τη Σίφνο, που ονομάζονταν σκιάδια. Όλοι οι εισαγωγείς καπέλων από το εσωτερικό που πλήττονταν από αυτήν την πρωτοβουλία, έστειλαν στο πεδίο του Άρεως υπαλλήλους τους που φορούσαν αστεία και κουρελιασμένα σκιάδια για να διακωμωδήσουν τους νέους, με αποτέλεσμα να γίνουν επεισόδια. Οι ταραχές αυτές της 10ης Μαΐου και 11ης έμειναν στην Ιστορία ως τα «σκιαδικά».

 

 

Η ρήξη

Το εναρκτήριο επεισόδιο ξεκίνησε ως διαμάχη των «σκιαδιστών» μαθητών με τους υπαλλήλους των εμπόρων που θίγονταν από την προπαγάνδα κατά της εισαγόμενης πολυτέλειας. Στις 3 Μαΐου 1859, μισή ντουζίνα «υπηρέται και φίλοι» των τελευταίων «επαρουσιάσθησαν εις την μουσικήν» με «άλλο είδος πίλων, αλλοκότων, προς περίγελων των μαθητών» («Αθηνά» 12/5). Η πρόκληση επαναλήφθηκε την επόμενη Κυριακή (10/5) από περισσότερους «χλευαστάς», οπλισμένους με ρόπαλα. «Ρυπαρά και εσχισμένα, γελοία το μέγεθος και το σχήμα» κατά τον Ραγκαβή (σ.6), «περιβεβλημένα ταινίαν απρεπή» σύμφωνα με το ανακριτικό βούλευμα, τα επίμαχα καπέλα προκαλούσαν «ομολογουμένως τον γέλωτα»: κάποια ήταν «κωνοδειδή», άλλα «είχον σχήμα αεροστάτου», τα περισσότερα όμως «ήσαν απαράλλακτα ως τα ουροδοχεία» (Φαλέζ, όπ.π., σ.42).

Ακόμη και το επίσημο χρονικό του Πανεπιστημίου, που εκφωνήθηκε το 1887 από τον πρύτανη Πανταζίδη, θεωρεί πάντως ότι η πρόκληση οργανώθηκε «κατ’ εισήγησιν της αστυνομίας», καθώς η κίνηση των μαθητών «υπελήφθη υπό της εξουσίας, όπως και αληθώς ήτο, επίδειξις κατά του κυβερνητικού συστήματος».

Η στάση των οργάνων επιβεβαίωσε αυτές τις εκτιμήσεις. Οταν οι ροπαλοφόροι «πολίται της εργατικής τάξεως» («Αιών» 12/5) και οι σαφώς περισσότεροι «σκιαδιστές» (σε 150 τους εκτιμά ο «Αιών», σε 300-400 ο βιβλιοπώλης του Αρχείου Βλαχογιάννη) «ήλθαν εις λόγους πρώτον και έπειτα εις χείρας», η αστυνομία με τον Δημητριάδη επικεφαλής «επέπεσεν κατά των μαθητών με βούνευρα και άλλας ράβδους». Οι δερόμενοι αντέδρασαν «συρρίζοντας» τον διευθυντή παρουσία του βασιλικού ζεύγους, οι δε αστυνομικοί «έτι περισσότερον [τους] εραβδοκοπούσαν, ως εκφραζομένους ίσως κατά της βαρβάρου διαγωγής των» («Αθηνά» 12/5).

Ο πρώτος γύρος των επεισοδίων θα κλείσει με τρεις συλλήψεις μαθητών (οι δυο 18-20 ετών) και μεταγωγή τους «προς φυλάκισιν προσωρινήν εις το εν Νεαπόλει κατάστημα της Αστυνομίας». Η επίθεση κατά των μαθητών προκάλεσε σοκ στους αστούς της πρωτεύουσας, αντίδραση ευδιάκριτη στον Τύπο των ημερών. «Χρέος της Αστυνομίας ήτο να διαλύση την σκηνήν άνευ ύβρεων, άνευ βιαιοπραγιών», αποφαίνεται χαρακτηριστικά ο συντηρητικός «Αιών». Ακόμη και η κυβερνητική «Ελπίς» κάνει λόγο για κατάχρηση εξουσίας, παραδεχόμενη πως η αστυνομία «δεν έδειξε την απαιτουμένην φρόνησιν», σπεύδει όμως ν’ απαλλάξει τον Δημητριάδη από κάθε ευθύνη, ισχυριζόμενη ψευδώς ότι «παρεξηγήθη υπό των κλητήρων, διότι η διαταγή του ήτο ν’ αποδιωχθώσι της μουσικής οι ροπαλοφόροι και όχι οι μαθηταί».

Ο καθεστωτικός «Ελλην» του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου διαβεβαιώνει πάλι πως «η Κυβέρνησις, πληροφορηθείσα τα γενόμενα, ελυπήθη πολύ και εν τω άμα ήρχισεν εξετάζουσα την διαγωγήν της αστυνομίας, ίνα επιβάλη την δέουσαν τιμωρίαν κατά των δημοσίων εκείνων υπηρετών, οίτινες πρώτον μεν δεν επρόλαβον την ρήξιν, και έπειτα μετεχειρίσθησαν την βίαν, εις υπόθεσιν ήτις δεν έφερεν κανένα σπουδαίον χαρακτήρα».

 

 

Διαφορετική ήταν φυσικά η εκτίμηση της φιλελεύθερης «Αθηνάς»: «Διαγωγή τοιαύτη κατά μαθητών των γυμνασίων και σχολείων, υβρισθέντων και ξυλισθέντων υπό αστυνομικών οργάνων, δόντος το παράδειγμα της αταξίας αυτού του διευθυντού της αστυνομίας, ήτο επόμενον ότι ήθελε προκαλέσει ατοπήματα». Οι άμεσα θιγόμενοι δεν περίμεναν, άλλωστε, να διαβάζουν τις εφημερίδες για ν’ αντιδράσουν. Τους συλληφθέντες ακολούθησαν μέχρι το τμήμα «πολλοί άλλοι μαθηταί και πολίται», απαιτώντας από τον Δημητριάδη την απελευθέρωσή τους. Η άρνησή του θα επιφέρει κλιμάκωση της έντασης: «του πλήθους αυξάνοντος», διαβάζουμε στο ανακριτικό βούλευμα, «ήρχισαν να κραυγάζουν το “γιούχα” του Διευθυντού»· όταν δε αυτός με «τινάς των κλητήρων» επιχείρησαν «επίθεσιν κατά τινων μαθητών, ερρίφθησαν και εκ μέρους τούτων λίθοι τινές κατά των κλητήρων».

Εκτός από πέτρες, στα επεισόδια της Νεάπολης θα πέσουν τελικά και κάποια μπουκάλια: «Η νεολαία μη έχουσα άλλο να αντιτάξη εις την βίαν, ήρπασε τα πλήρη ζύθου βωκάλια ενός παντοπώλου και δι’ αυτών ημύνετο, εκσφενδονίζουσα ενίοτε τινά εξ αυτών κατά του διευθυντού και των κλητήρων» («Αθηνά» 12/5). Ο δεύτερος γύρος θα λήξει με τη σύλληψη ενός ακόμη -19χρονου- μαθητή, απώθηση των πολιορκητών από στρατιωτικό απόσπασμα και παράδοση των κρατουμένων στην εισαγγελία. Υπήρξε και τρίτος. Μέσα στη νύχτα, συνεχίζει το ίδιο ρεπορτάζ, «η σκηνή μετεφέρθη εις τας οδούς Ερμού και Αιόλου, όπου συνηθροίσθη άπασα η νεολαία και πλήθος περιέργων, ζητούντων την αποφυλάκισιν των τριών μαθητών».

Στις 9 μ.μ. οι διαδηλωτές συγκεντρώνονται μπροστά στα ανάκτορα, με συνθήματα «Ζήτω ο Βασιλεύς, κάτω ο Αστυνόμος»· το ίδιο θα κάνουν λίγο αργότερα κι έξω από το σπίτι του υπουργού Εσωτερικών, Κωνσταντίνου Προβελέγγιου. (Σε καθεστώς μοναρχίας, η ρητή διάκριση του βασιλιά από τα όργανά του συνιστά αναγκαία προϋπόθεση κάθε νομιμότητας). Τελικά «ο στρατός, αι περίπολοι και η χωροφυλακή πανστρατιά κινήσαντες διεσκόρπισαν τας συναθροίσεις, μόλις περί το μεσονύκτιον διαλυθείσας».

Η έκρηξη

Την επομένη, 11 Μαΐου, οι αντιδράσεις όχι μόνο συνεχίστηκαν αλλά και κλιμακώθηκαν. Στις 9 π.μ. «τριακόσιοι περίπου μαθηταί, εξ ων και τινες του Πανεπιστημίου μετά πολιτών», εμφανίζονται ξανά μπροστά στα ανάκτορα με το σύνθημα «Ζήτω ο Βασιλεύς, κάτω η Αστυνομία» («Αιών» 12/5). Κατεβαίνουν ύστερα την Ερμού μέχρι την πλατεία Δημοπρατηρίου, έδρα της αστυνομικής διοίκησης, «όπου υπέρ την ώραν εφώναζον “κάτω ο διευθυντής!”». Το πλήθος διογκώνεται κι αποκτά λαϊκότερο χαρακτήρα: «Η αγορά έκλεισε, ο δε λαός βεβαρυμένος εκ των κακώσεων της αστυνομίας ταύτης συνηνώθη μετα της νεολαίας και διατρέχων τας οδούς εφώναζεν “Κάτω η διεύθυνσις! Ζήτω ο στρατός!”». Ο τελευταίος «υπήρξε απλούς θεατής των συμβαινόντων και ηρήσκετο τρόπον τινά εις τα γινόμενα» («Αθηνά» 12/5).

Από τις 10 π.μ. ώς το μέσημέρι, το πλήθος πολιορκεί το υπουργείο Εσωτερικών (στη σημερινή Κλαυθμώνος), απαιτώντας «την παύσιν του Αστυνόμου» («Αιών» 12/5). Επιτροπή διαδηλωτών συνομιλεί με τον υπουργό, που υπόσχεται γενικόλογα ότι θα μελετήσει το θέμα («Αθηνά» 12/5). Για τον φιλοκυβερνητικό Τύπο οι μαθητές είχαν ξεπεράσει πια κάθε όριο, «παρακολουθούμενοι υπό μωρών περιέργων, ως συνήθως συμβαίνει, και υπό τινων αισχρών αγγείων, ζητησάντων να ωφεληθώσι της περιστάσεως ίνα γενήσωσι σκάνδαλον» («Ελπίς» 12/5). «Εννοείται ότι η αρχή δεν ηδύνατο να ενδώση εις απαιτήσεις τοιουτοτρόπως εκφερομένας, και προσεκάλεσε τα αθροίσματα εκείνα να διαλυθώσιν, όπερ επί τέλους εγένετο», ξεκαθαρίζει ο «Ελλην» του Παπαρρηγόπουλου (11/5).

Από την Κλαυθμώνος, το κυνηγημένο πλήθος μπούκαρε μεσημεριάτικα στο γειτονικό Πανεπιστήμιο. «Μεταξύ μόλις εκατόν μαθητών ηκολούθει όχλος πολύς», διαβάζουμε στον «Αιώνα» της επομένης· για διαδηλωτές «το πλείστον κατωτάτης τάξεως και πάσης ηλικίας» κάνει λόγο η Σύγκλητος (Λάππας, όπ.π., σ.505), η δε «Αθηνά» εξηγεί πως «ο Πρύτανης επροσπάθησε να αποχωρήση τους μαθητάς από των ετερογενών στοιχείων, των πολιτών, αλλ’ αυτοί δεν εδέχθησαν ειπόντες ότι ο λαός αυτός είναι αδελφός μας, και ημείς είμεθα τέκνα αυτού».

Η «Ελπίδα» παραδέχεται πάλι πως οι φοιτητές που παρακολουθούσαν εκείνη την ώρα μαθήματα, «παρασυρθέντες υπό της εσφαλμένης ιδέας ότι οι προσελθόντες ηδύναντο να επικαλεσθώσιν το δικαίωμα της φιλοξενίας, ηνώθησαν μετ’ αυτών». Τις επόμενες ώρες, «πλήθος μεν περιέργων πολιτών παρεκολούθει τους εκατόν ή εκατόν πεντήκοντα μαθητάς των Γυμνασίων τους συρρεύσαντας εις το Πανεπιστήμιον, η δ’ ένοπλος δύναμις επετήρει τα γινόμενα εν άκρα αταραξία» («Ο Ελλην» 17/5).

Επιτροπή των καταληψιών συνελήφθη μόλις βγήκε από το κτίριο, αφέθηκε όμως ελεύθερη από τον εισαγγελέα. Μια δεύτερη θα φτάσει μέχρι τα ανάκτορα, ζητώντας ακρόαση από το βασιλιά, που απαξίωσε φυσικά να τη δεχτεί. Κάποια στιγμή, μια ίλη ιππικού εισβάλλει στο Πανεπιστήμιο με διαταγή του φρουράρχου, αποσύρεται όμως γρήγορα με παρέμβαση «φρονίμων τινών» (κατά την «Αθηνά») ή του υπουργού Δικαιοσύνης (κατά τον «Ηλιο»). Σε αντίθετη περίπτωση, μας πληροφορεί η πρώτη, «η αταξία ήθελεν έτι μάλλον αυξήσει, διότι όλοι ένα σκοπόν είχον, ν’ αποκρούσωσι την βίαν διά της βίας και προς τούτο είχον εφοδιασθή διά σωρών λίθων». Η κατάληψη θα λήξει γύρω στις 3 μ.μ., «ότε ο υπουργός των Εσωτερικών υπεσχέθη εις επιτροπήν αυτών ότι εξώσει τον Αστυνόμον» («Ηλιος» 13/5).

Τι μεγέθη αντιπροσώπευε η όλη κινητοποίηση; Οι περισσότερες πηγές καταμετρούν συνήθως μόνο τον σκληρό μαθητικό πυρήνα (λίγες εκατοντάδες), αποφεύγοντας να υπολογίσουν τον (δεδηλωμένα πολυάριθμο) ενεργό περίγυρο· η διάκριση αυτού του τελευταίου από τους απλώς περίεργους δεν ήταν, άλλωστε, καθόλου εύκολη υπόθεση.

Πιο ενθουσιώδεις περιγραφές κάνουν αντίθετα λόγο για 4.000 «παίδας πάσης ηλικίας» («Ηλιος» 13/5), ο δε Σοφοκλής Καρύδης (φοιτητής, δημοσιογράφος, ποιητής και θεατρικός συγγραφέας, δημιουργός του δημοφιλούς θουρίου «Εως πότε η ξένη ακρίδα») εμφανίζει 5.000 πολίτες να πολιορκούν το πρωί την αστυνομική διεύθυνση και διπλάσιους στον δρόμο το απόγευμα: «Δεν επίστευον ποτέ, φίλοι μου», γράφει από τη φυλακή στις 17/5, «ότι υπάρχει τοσαύτη εν ημίν τόλμη και αφοβία ώστε ν’ αποφασίσωμεν να πάρωμεν με το γιούχα και με τα λεμόνια ένα τόσω τρομερόν και παντοδύναμον άνθρωπον, οίος ήτον ο Δημητριάδης, και να τον φέρωμεν από την Μουσικήν μέχρι του αστυνομικού του καταστήματος χωρίς καπέλλον, χωρίς καμτσίκι και χωρίς χαλινούς. Την δ’ επιούσαν να περιζώσωμεν την Αστυνομίαν, το Υπουργείον των Εσωτερικών και να συγκεντρωθώμεν τέλος εις το Πανεπιστήμιον υπέρ τας 10 χιλιάδας μαθηταί, φοιτηταί και πολίται, επιμένοντες και απαιτούντες την παύσιν του» («Ο Αριστοφάνης και η μαγνητιζομένη», 5-7/1859, σ.116).

Δεδομένη μπορεί πάντως να θεωρηθεί τόσο η μαζικότητα του ξεσπάσματος όσο κι η ιδιοποίησή του από τα λαϊκά στρώματα, που είχαν τους δικούς τους λόγους να μισούν τα σώματα ασφαλείας.

Η καταστολή

Το απόγευμα της 11ης Μαΐου συνέρχεται το υπουργικό συμβούλιο για ν’ αποφασίσει πώς θα χειριστεί την κατάσταση. «Η θέσις ην δεινή», θυμάται ο τότε υπ. Εξ. Ραγκαβής, «διότι δύσκολον μεν εκρίνετο να ληφθώσιν αυστηρά μέτρα κατά των τέκνων πασών των διαπρεπεστέρων οικογενειών, άτινα εφαίνοντο απόφασιν έχοντα να μη ενδώσωσιν, ασύμφορον δε να υποχωρήση η κυβέρνησις ενώπιον στασιαζόντων μαθητών» (όπ.π., σ.7).

Τελικά αποφασίστηκε εκτόνωση με εύσχημη αντικατάσταση του Δημητριάδη, κλείσιμο των σχολείων κι ολιγοήμερη κατάληψη του Πανεπιστημίου από τον στρατό «προς αποφυγήν πάσης νέας συγκεντρώσεως» («Αθηνά» 12/5). Προσωρινός αντικαταστάτης του διευθυντή, ο γραμματέας της αστυνομίας μετέφερε το χαρμόσυνο μήνυμα στους συγκεντρωμένους, προτρέποντάς τους να διαλυθούν («Ηλιος» 13/5).

Με ανακοίνωσή του προς «τους φιλονόμους κατοίκους της πρωτευούσης», ο νομάρχης προειδοποίησε ταυτόχρονα «ότι ουδέ χάριν περιεργείας δεν πρέπει να αναμιγνύωνται και εξογκώνωσι τας τοιαύτας συναθροίσεις, διά να αποφεύγωσι τας δυσαρέστους συνεπείας» («Αθηνά» 16/5). Τη διάλυση του πλήθους ανέλαβε τέλος ο στρατός, με την εντολή όμως «να μη κάμη χρήσιν των όπλων» («Ελπίς» 12/5).

Το ίδιο βράδυ ο εισαγγελέας Κοντόσταυλος, γιος του ανθρώπου που πλούτισε τσεπώνοντας τα εθνικά δάνεια του Εικοσιένα, υπογράφει εντάλματα σύλληψης για μια εικοσαριά «πρωταιτίους» με τη βαριά κατηγορία της «στάσης» («Μέριμνα» 19/5).

Οι συλλήψεις γίνονται τα ξημερώματα, με τελική σοδειά 17 προφυλακισμένους («Αυγή» 12/5). Οι διαδηλώσεις θα επαναληφθούν το πρωί της 12ης Μαΐου, αν και με μικρότερο δυναμισμό («Αιών» 12/5), τον τόνο όμως τον δίνει πλέον η καταστολή −και η κινητοποίηση των αλληλέγγυων: «Χθες ήτον η πόλις ολόκληρος εις το ποδάρι· άνθρωποι πάσης τάξεως συνερχόμενοι και συμπυκνούμενοι τρέχουν πλήρεις ελευθέρου οργασμού εις την αστυνομίαν, εις τα νομοθετικά σώματα, εις τα υπουργεία, εις τ’ ανάκτορα. […] Πόσοι αθώοι και φιλήσυχοι πολίται διερχόμενοι χθες εκ των οδών δεν υπέπεσαν εις την αστυνομικήν λύσσαν! Τις δεν έβλεπε μετά ποίας βαρβαρότητος κατεδίωκον τους διαβαίνοντας οι ιππείς και οι αστυνομικοί κλητήρες;» («Φιλελεύθερος» 13/5).

Ο καθεστωτικός Τύπος πανηγυρίζει ότι, «μετά τα δραστήρια και συνετά μέτρα της Κυβερνήσεως προς κατεύνασιν των οχλαγωγικών ταραχών, η ησυχία και τάξις δεν διεταράχθη πλέον» («Φιλόπατρις» 16/5). Για λόγους που μπορούμε να φανταστούμε, ο εισαγγελέας μετατίθεται ωστόσο ξαφνικά στην επαρχία (και παραιτείται), το δε ανακριτικό βούλευμα περιορίζει τελικά τις διώξεις στο ασήμαντο πλημμέλημα της «απείθειας», αποφυλακίζει τους συλληφθέντες κι απαλλάσσει τον γιο ενός πρώην υπουργού από κάθε κατηγορία (23/5).

Στην κορυφή της εξουσίας, οι λογαριασμοί θα τακτοποιηθούν με τον ανασχηματισμό της 29ης Μαΐου και την απομάκρυνση δυο υπουργών, οι γόνοι των οποίων πρωτοστάτησαν στα επεισόδια (Ραγκαβής – Ράλλης), του στοχοποιημένου Προβελέγγιου και του υπουργού Στρατιωτικών Λεωνίδα Σμόλεντς. Σύμφωνα με αντιοθωνικό μανιφέστο του Γούδα, απροσδιόριστης φερεγγυότητας, ο τελευταίος είχε αγνοήσει οδηγία του Οθωνα «να στιγματισθώσιν οι νέοι» σκιαδιστές, με ρίψη βιτριολιού στα πρόσωπά τους από τους φαντάρους («Υπόμνημα Τρίτον», Κέρκυρα 1862, σ.18).

Το μανιφέστο

Από τη δικαστική εκκαθάριση της υπόθεσης, γνωρίζουμε μόνο τη δευτεροβάθμια δίκη (18/1/1860) τριών από τους 36 διωχθέντες, καταδικασμένων πρωτόδικα ερήμην σε δεκαήμερη φυλάκιση για απείθεια. Η εκδίκαση «υπήρξεν αρκετά περίεργος», σημειώνει η «Αθηνά» (26/1), «διότι οι κατηγορούμενοι ανέλαβον μόνοι των την υπεράσπισιν και διότι υπήρχε μεγάλη συρροή ακροατών»· ένας άλλος κατηγορούμενος για τα συμβάντα του Ιουνίου, που ακολούθησε συμβατική γραμμή, αθωώθηκε απεναντίας από το ίδιο δικαστήριο.

Η περιγραφή της δίκης των τριών από «Το Μέλλον της Πατρίδας» (20/1/1860), νεοσύστατη εφημερίδα του κινήματος, επιβεβαιώνει πως την υπερασπιστική γραμμή τους υπαγόρευσε η ανάγκη πολιτικής υπεράσπισης, όχι μόνο των γεγονότων του Μαΐου αλλά και της δράσης της νεολαίας ως αυτόνομης κοινωνικής κατηγορίας: «Συναισθανόμενοι και την θέσιν αυτών και την αξίαν της νεολαίας της οποίας είναι προσφιλή μέλη», διαβάζουμε, «μετεχειρίσθησαν την έδραν του κατηγορουμένου διά να υπερασπίσωσι την τιμήν της νεολαίας, εξηγούντες ακριβώς και αληθώς όπως εγένοντο τα κινήματα εκείνα. Αποδοθέντα, ως μη ώφειλεν, εις υποβολείς, και διά να δείξωσιν ακόμη μίαν φοράν ότι η φιλότιμος και πατριωτική νεότης, η οποία ήρχισε προ τινων μηνών να επιθυμή την εν τη πολιτεία νόμιμον επιρροήν της απ’ ουδενός άλλου ορμάται παρά από του διακαούς πόθου της επανορθώσεως της φθισικής ημών καταστάσεως. Οι κατηγορούμενοι ωμολόγησαν έκαστος ποίον μέρος έλαβεν εις τα κινήματα εκείνα, τα οποία, ως ορθώς παρετήρησαν, όχι μόνον η κοινωνία ολόκληρος επεδοκίμασεν αλλά και αυτή η Κυβέρνησις παύσασα τον Δημητριάδην».

Οταν οι δικαστές επιβεβαίωσαν την πρωτόδικη ποινή, καταλήγει το ρεπορτάζ, «οι τρεις έντιμοι κατάδικοι αρνηθέντες πάσαν αναβολήν διευθύνθησαν αμέσως εις τας φυλακάς του Γκαρβολά, παρακολουθούμενοι υπό πλείστον νέων συνοδευσάντων αυτούς μετ’ αδελφικής στοργής μέχρι του νέου διαιτήματός των».

Δικαίωση κι αποκήρυξη

Τα χρόνια πέρασαν. Ο Οθωνας ανατράπηκε το 1862, η ηγεσία των εξεγερμένων νέων του 1859 διαδέχτηκε τους γονείς της στους θώκους της εξουσίας. Η συντηρητική επανεξέταση του πρόσφατου παρελθόντος από τη νικήτρια αστική τάξη, που μας απασχόλησε σε άλλο αφιέρωμα (16/3/2019), μοιραία επέφερε και την αντίστοιχη επανεκτίμηση των Σκιαδικών από τους ίδιους τους πρωταγωνιστές τους και τους πολιτικούς που καβάλησαν, τότε, το κύμα.

Ο Αναστάσιος Βυζάντιος π.χ. δεν μετάνιωσε μόνο για «τας ανεξηγήτους σήμερον παραφοράς της εποχής εκείνης», αλλά και αναγόρευσε την αφοσίωσή του στη νέα δυναστεία σαν «τον μόνον ευπρόσδεκτον εξιλασμόν» του νεανικού κινηματισμού του («Εργα», Εν Τεργέστη 1893, σ.η΄).

 

 

Ακόμη πιο εύγλωττη είναι η αποκήρυξη των Σκιαδικών από τον Επαμεινώνδα Δεληγιώργη, που θεωρήθηκε όπως είδαμε υποκινητής τους. Οταν «το κυβερνητικόν σύστημα πνίγει την φωνήν της νομίμου αντιπολιτεύσεως», φέρεται να σημειώνει στο ημερολόγιό του ένα μόλις μήνα μετά τα γεγονότα, «η αγανάκτησις υπερχειλίζουσα μεταφέρει αλλαχού την αντιπολίτευσιν. Αλλά δυστυχώς την μεταφέρει όπου δεν έπρεπε να υπάρχη, εις την άωρον νεολαίαν, ήτις αποπλανάται του προορισμού της, παραμελούσα τα έργα της και εξασθενεί επιλαμβανομένη των έργων της ωρίμου γενεάς» («Πολιτικά Ημερολόγια», τ.Α΄, Εν Αθήναις 1896, σ.11-12).

Την εντυπωσιακότερη ανατροπή θ’ αποτελέσει η υπηρεσιακή και πολιτική αποκατάσταση του λαομίσητου Δημητριάδη, αφού για μιαν ακόμη φορά φρόντισε ν’ αλλάξει έγκαιρα στρατόπεδο. Πρωθυπουργός πλέον, ο Δεληγιώργης θα τον ξαναδιορίσει αστυνομικό διευθυντή της πρωτεύουσας το 1870, σε μια συγκυρία βαριά σημαδεμένη από το φονικό του Δήλεσι −κι ο «Αιών» θα πανηγυρίσει (16/7) για την αλλαγή των καιρών: «Αι πολιτικαί περιπέτειαι της εποχής του 1859, ότε εξώθουν την αβράν νεολαίαν εις τα ατακτήματα οι σήμερον καθήμενοι εν τη εξουσία, ή τινές αυτών, κατέστησε τότε το όνομα του Κ. Δημητριάδου μισητόν παρ’ αυτοίς. Μετά δεκαετίαν επέπρωτο να καλέσωσιν αυτόν εις τα πράγματα αυτοί οι υβρισταί του».

«Παιδάρια» και «αγανακτισμένοι πολίτες»

Τρεις βδομάδες μετά τα «Σκιαδικά», τον σωφρονισμό των αντιφρονούντων ανέλαβε το παρακράτος. Στις 3 Ιουνίου 1859 ροπαλοφόροι τσολιάδες ξυλοκόπησαν αλύπητα αντικυβερνητικούς φοιτητές, όταν αυτοί έκαψαν συμβολικά φύλλο της «Ελπίδος» με κύριο άρθρο κατά του ηγέτη της αντιπολίτευσης (και παλαίμαχου αγωνιστή του ’21) Κωνσταντίνου Κανάρη. Ακολούθησαν συλλήψεις εννιά ηγετικών φυσιογνωμιών του κινήματος, με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας («απόπειρα πρόκλησης εμφυλίου πολέμου»).

Το επόμενο κύριο άρθρο της «Ελπίδος» (9/6/1859), διά χειρός του ιδιοκτήτη της Κωνσταντίνου Λεβίδη, αποτελεί ένα γλαφυρότατο δείγμα των διαχρονικών στερεοτύπων που επιστρατεύονται για την απαξίωση των νεανικών εξεγέρσεων, τη νομιμοποίηση της καταστολής τους και τη συγκάλυψη της διαπλοκής κράτους κι «αγανακτισμένων πολιτών»:

«Οταν τινα παιδάρια των Αθηνών, λησμονούντα ότι εστάλησαν υπό των γονέων των εις την πόλιν μας ίνα σπουδάσωσι, και όχι ίνα οχλαγωγώσι, εθεώρησαν την, καθ’ ημάς, λίαν αξιοκατάκριτον ανοχήν της κυβερνήσεως ως αδυναμίαν και ενόμισαν ότι δύνανται να οφεληθώσιν αυτής, ίνα διαδραματίσωσιν ενταύθα την επί της Γαλλικής επαναστάσεως του 1789 δημαρχίαν [=κομμούνα] των Παρισίων, ώφειλον να λάβωσι προ οφθαλμών ότι η αυθάδεια αυτών ήθελεν ερεθίσει την αυθάδειαν άλλων και ότι επομένως, ταχέως ή βραδέως, ήθελον επέλθει ξυλοκοπήματα μεταξύ των μεν και των δε.

 

 

Οταν η κυβέρνησις από της πρώτης στιγμής, καθ’ ην τα παιδάρια οχλαγώγησαν, ηθέλησε να τιμωρήση τινα αυτών, τα αισχρά όργανα της αναρχίας μέχρι τετάρτου ουρανού εφώναξαν κατά της Εξουσίας, ότι ήτο άνανδρον να θέλη να τιμωρήση παιδία, τα οποία ουδένα είχον κακόν σκοπόν κατά της τάξεως· η κυβέρνησις εφάνη επιεικής, απέλυσε τους κρατηθέντας· το αποτέλεσμα ήτο, οποίον έκαστος φρόνιμος πολίτης το περιέμενεν· οι υποκινήσαντες τα παιδάρια εγένοντο θρασύτεροι και από οχλαγωγίας, εις ην έδωκαν αφορμήν τα ψάθινα σκιάδια, κατήντησαν να παρουσιάζωσιν αυτά και ως αντιπροσώπους της κοινωνίας, εις οχλαγωγίας καθ’ ας να υβρίζωσι πάντα τον μη συμμεριζόμενον την μωρίαν των και μη επιθυμούντα την διατάραξιν της τάξεως, και να ζητώσι να επιβάλωσιν εις τον ανώτατον άρχοντα την θέλησίν των. Αν άλλοι, βιαιότεροι αυτών, ηθέλησαν διά της ράβδου να δείξωσιν εις αυτούς ότι δεν τους αναγνωρίζουσιν ως αντιπροσώπους της κοινωνίας, ας αιτιώνται εαυτούς και ουδένα άλλον. Το να ζητώσι δε οι των οχλαγωγών υποκινηταί να ενοχοποιήσωσι την κυβέρνησιν, ότι εζήτησε δι’ ανθρώπων ενεργούντων κατ’ εισήγησίν της να επιτεθή κατά των νεανιών εν τοις καφενείοις, αφού ασυγχώρητον προς αυτούς έδειξεν ανοχήν εις ταις οδοίς οχλαγωγούντας, είναι συκοφαντία τόσον γελοία, ώστε ούτε αναιρέσεως χρήζει. […]

Η Βασιλεία, έχουσα υπέρ αυτής τον φορολογούμενον λαόν, το εμπόριον, την βιομηχανίαν, την ναυτιλίαν, όλους τους έχοντας τι να χάσωσιν εκ της αναρχίας, έχουσα υπέρ αυτής τον στρατόν της πατρίδος, ήθελε φοβηθή οχλαγωγίας υποκινουμένας υπό πέντε έξ μοχθηρών ανάνδρων, κρυπτομένων όπισθεν παιδαρίων, διότι ενόμιζον ότι η κυβέρνησις δεν ήθελε μεταχειρισθή την βίαν κατά των τελευταίων!!».

Διαβάστε περισσότερα στην ενότητα
με click πάνω στην κάρτα που ακολουθεί
ή στο Posted in Της ημέρας