Στη σπηλιά του Δαφνιά στο Ρίβιο
«Πήγαμε για κυνήγι και σκοτώσαμε πέντε λαγούς»
- Έρευνα | Κείμενο | Φωτογραφίες: Γιώργος Κατσιπάνος
Τον Ιούλιο του 1945 στο Ρίβιο γράφτηκε μια από τις πιο αιματηρές ιστορίες του εμφυλίου στη Δυτική Στερεά. Έχοντας ξεσπάσει το πογκρόμ τυφλής βίας και με τη Λευκή Τρομοκρατία να είναι στο ζενίθ της, οι αντάρτες έπρεπε συνεχώς να αναζητούν κρυψώνες για να επιβιώσουν.
Σε μια σπηλιά, στην τοποθεσία Δαφνιάς, στη δυτική όχθη της λίμνης Αμβρακίας, βρήκαν καταφύγιο για να αποφύγουν το δολοφονικό μένος των παρακρατικών οι αγωνιστές: τα αδέρφια Βασίλης, Ευγένιος και Δημοσθένης Σκούρτας, ο εξάδελφός τους Τάκης Σκούρτας, και ο Απόστολος Κωστακιώτης, όλοι τους από την Κωνωπίνα. Μαζί τους στην σπηλιά κρύβονταν επίσης ο Γιάννης Παπακωνσταντίνου, ο Γιάννης Βλάχος και ο Νώντας Μπουμπούλης με το γιο του Χρήστο, από την Κατούνα.
Η τροφοδοσία τους γινόταν με βάρκα, που ξεκινούσε από το χωριό Ρίβιο διέσχιζε τη λίμνη και έδενε κάτω από τη σπηλιά. Υπεύθυνος της τροφοδοσίας ήταν ο καπετάν Κώστας Καραμπάς (μέλος του ΕΛΑΝ[1]), από το Ρίβιο.
Το γιο του Κώστα Καραμπά, Νικόλα, συνάντησα στο χωριό, όπου μου αφηγήθηκε την ιστορία και ύστερα διασχίσαμε τη λίμνη για να πάμε στις σπηλιές.
Ο καπετάν Κώστας τροφοδοτούσε, όπως προαναφέραμε, τους αντάρτες. Οι λοιποί χωριανοί τον υποπτεύθηκαν γιατί συνεχώς πήγαινε προς τις σπηλιές. «Έχει πολλά ψάρια στο Δαφνιά και πας συνέχεια εκεί;» τον ρωτούσαν χαρακτηριστικά. Μια μέρα τον ακολούθησε από μακρινή απόσταση ο βαρκάρης Ε.Μ.[2], ο οποίος είδε τους αντάρτες, γύρισε κατευθείαν στο χωριό και τους μαρτύρησε στους Χίτες, οι οποίοι με τη συγκατάθεση της Χωροφυλακής ξεκίνησαν για να τους «συλλάβουν».
Μαζεύτηκαν λοιπόν στο χωριό οι ταγματοσυμμορίτες από το Ρίβιο, την Κατούνα και την Κωνωπίνα, και ξεκίνησαν βράδυ για να πάνε στις σπηλιές. Μετά από ολιγόλεπτη μάχη, συνέλαβαν τους αντάρτες και τους οδήγησαν στο Μαχαλά, τις σημερινές Φυτείες. Η κάθε ομάδα συμμοριτών ανέλαβε τους συγχωριανούς της. Στο δρόμο προς το Βοϊδολείβαδο της Κωνωπίνας, όπου τους περίμενε εκτελεστικό απόσπασμα, τα δύο αδέλφια Ευγένιος και Δημοσθένης κατάφεραν να λυθούν και έτρεξαν σε διαφορετικές κατευθύνσεις δυστυχώς χωρίς αποτέλεσμα. Ο Ευγένιος πυροβολείται από τον παρακρατικό Μήτσο Σ. Τραυματίζοντάς τον στον αστράγαλο, τον προλαβαίνουν και τον κατακρεουργούν με τα μαχαίρια.
Ο Δημοσθένης, που τους είχε ξεφύγει, σκοτώνεται άδικα από το Μαχαλιώτη αγροφύλακα Χ. Κ. Ο Τάκης Σκούρτας τραυματισμένος από σφαίρα στο λαιμό διασώθηκε αλλά παρέμεινε ανάπηρος στο πόδι από τα βασανιστήρια. Ο Βασίλης έμεινε στον τόπο του εγκλήματος αναίσθητος από το πολύ ξύλο. Τον Κωστακιώτη πρόλαβαν οι δικοί του άνθρωποι και τον έσωσαν στο χωριό Παπαδάτου. Η Παπαδάτου τίμησε τους νεκρούς αδελφούς και με πάνδημη κηδεία οργής, αγανάκτησης και κατάρας τους οδήγησε στην τελευταία τους κατοικία στο νεκροταφείο του χωριού. Τον Τάκη Σκούρτα τον περιέθαλψαν οι συγγενείς του. Δυστυχώς, δεν έχουμε συγκεκριμένες πληροφορίες για τους άλλους αγωνιστές που πιάστηκαν στην σπηλιά. Οι πληροφορίες είναι μπερδεμένες. Η επικρατέστερη πάντως από αυτές είναι, ότι εκτελέστηκαν στην πλατεία της Κατούνας.
Οι «νικητές» αφού λιάνισαν τα θύματά τους, σύμφωνα με τη μαρτυρία του καπετάν Κώστα, επέστρεψαν στο καφενείο του Ρίβιου, και χαριτολογώντας υπερήφανα βροντοφώναζαν «Σήμερα πήγαμε για κυνήγι και σκοτώσαμε πέντε λαγούς». Έτσι αντιμετώπιζαν τις ανθρώπινες ζωές οι «πατριώτες».
Κλείνοντας ο μπάρμπα Νίκος, με ένα γλυκό παράπονο μου εκμυστηρεύτηκε συνωμοτικά. «Εγώ στο Θεό δεν πιστεύω. Ούτε πουθενά. Αλλά η οικογένεια του Ε.Μ. (σ.σ. που πρόδωσε τους αντάρτες) ξεκληρίστηκε σχεδόν ολόκληρη». Και κάπως έτσι τέλειωσε η κουβέντα μας. Κατεβήκαμε από τη βάρκα, αυτός άναψε το τσιγάρο και μελαγχολικά με αποχαιρέτησε…
Πληροφορίες για τα δύο αδέρφια τον Ευγένιο και το Δημοσθένη που σκοτώθηκαν στο Βοϊδολείβαδο της Κωνωπίνας βρίσκουμε και στο βιβλίο του Α. Θεοχάρη με τον τίτλο «Στην Στερεά Ελλάδα με τον Δημοκρατικό Στρατό».
Αναφέρεται λοιπόν στο βιβλίο « Γεννιέται εύλογα το ερώτημα τι είδους άνθρωποι ήταν τα δύο αδέλφια για να βρουν έναν τόσο φρικτό θάνατο και μάλιστα από τους συγχωριανούς τους; Ο μεγαλύτερος αδελφός, ο Ευγένιος, ήταν δάσκαλος στο επάγγελμα, έφεδρος ανθυπολοχαγός του Ελληνικού στρατού με αριστείο ανδρείας στο Αλβανικό μέτωπο. Από τους πρώτους αντάρτες του ΕΛΑΣ στην περιοχή του Ξηρομέρου, υποδειγματικά σεμνό παλικάρι. Με το παράδειγμά του και την πειθώ του διαπαιδαγωγούσε ως δάσκαλος τους μαθητές του και τους νέους αντάρτες, όπου υπηρέτησε. Απλός στα επιχειρήματά του και ακούραστος συζητητής έπειθε τους χωρικούς για το δίκιο του αγώνα. Όσοι τον γνώρισαν, τον εκτίμησαν και τον αγάπησαν. Από τα φοιτητικά του χρόνια υπήρξε μέλος της ΟΚΝΕ. Διετέλεσε δάσκαλος στο χωριό Αμπελάκια Βάλτου Αιτωλοακαρνανίας. Όταν επέστρεψε από τον πόλεμο του ‘40 οργανώθηκε στο ΕΑΜ και ύστερα προσχώρησε στον ΕΛΑΣ. Πήρε μέρος σε μά-χες και τραυματίστηκε επιστρέφοντας από αποστολή από την Κεφαλλονιά με καΐκι του ΕΛΑΝ. Έπεσαν σε ενέδρα των Γερμανών στο Λεσίνι. Ήταν ένας από τους ελάχιστους αγωνιστές που γλίτωσαν τη ζωή τους πέφτοντας στη θάλασσα για να του την αφαιρέσουν μετά την απελευθέρωση οι ταγματοσυμμορίτες.
Ο νεότερος αδελφός, ο Δημοσθένης, φοιτητής της Νομικής Σχολής Αθηνών, στέλεχος του ΕΑΜ, νέος καλοσυνάτος, ευγενέστατος, ακούραστος, γλυκομίλητος, σε σκλάβωνε με τη συμπεριφορά του, θα γινόταν α-ναμφίβολα ένας πολύ καλός νομικός. Τι έφταιγε λοιπόν και πήγε σαν το σκυλί στο αμπέλι, όπως λέει ο λαός; Προφανώς η αγωνιστική ιδιότητα η μόρφωση και η αταλάντευτη πίστη στην κοινωνική πρόοδο αυτών των παλικαριών αποτελούσε κατά την κρίση και την ηθική των κομπλεξικών και διεστραμμένων παρακρατικών το ασυμβίβαστο για αυτό και τα δολοφόνησαν. Το δράμα εκτυλίχθηκε στις 9/7 1945, μέρα Δευτέρα.»
Οι ιστορίες που διαδραματίζονται στον εμφύλιο είναι συνήθως αιματηρές και θλιβερές. Στον «αδελφοκτόνο» αυτό πόλεμο, όπως χαρακτηρίστηκε μετέπειτα, υπάρχουν νικητές και ηττημένοι. Ακρότητες σίγουρα έ-γιναν και από τις δύο πλευρές, αφού μιλάμε για πόλεμο. Όμως, οι «ηττημένοι» ζούσαν συνεχώς στην παρανομία – πολλές φορές μην έχοντας άλλη επιλογή – ενώ οι «νικητές» είχαν την ασυλία και την εύνοια του κράτους και της χωροφυλακής. Σχεδόν κανένας από αυτούς δεν δικάστηκε. Σχεδόν κανένας δεν τιμωρήθηκε. Χρέος όλων είναι να αναδείξουμε τέτοιες ιστορίες, για να αποφεύγουμε τα ίδια λάθη στο μέλλον αλλά και να μαθαίνουμε χωρίς φόβο και πάθος το παρελθόν.