«Ο κόσμος ακομμάτιαστος και απέραντος
όπου τελειώνουν οι στεριές,τα πέλαγα αρχινάνε»
(Κ. Παλαμάς).
Όταν βρεθείς δίπλα σε μία παραλία και στην ψηλότερη κορυφή ενός βουνού αναπόφευκτα οδηγείσαι σε μία διαπίστωση και βιώνεις την ίδια εμπειρία. Την απεραντοσύνη του κόσμου. Κι αυτό γιατί οι έννοιες αρχή και τέλος αποκτούν σχετικό περιεχόμενο, αφού τα όριά τους είναι δυσδιάκριτα. Κάπου νιώθεις ότι όλα αποτελούν μία ολότητα – ενότητα, μία συνέχεια και συνιστά ερμηνευτικό ολίσθημα στην κατανόηση του κόσμου – σύμπαντος ο σαφής προσδιορισμός του τέλους ή της αρχής.
Αρχή και Τέλος
Ίσως ψυχολογικά ο άνθρωπος να χρειάζεται να κατανοεί την αρχή και το τέλος ενός γεγονότος, ενός φαινομένου, μιας πράξης ή ακόμα και της ζωής του. Ίσως αυτή η αίσθηση (ψευδής) της αρχής και του τέλους να προκρίνεται για λόγους μεθοδολογικούς στην προσπάθειά του να κατανοήσει τον περιβάλλοντα χώρο και ανάλογα να καθορίσει τα βήματά του. Η ζωή του ανθρώπου, δηλαδή, είναι απόλυτα περιχαρακωμένη από τις έννοιες της «αρχής» και του «τέλους».
Όταν αδυνατεί να προσδιορίσει τα όρια της «αρχής» και του «τέλους», νιώθει αμήχανος, ανασφαλής, αβέβαιος και φοβισμένος. Νιώθει εσωτερικά αποδιοργανωμένος και βιώνει το αίσθημα της αταξίας του κόσμου αλλά και την αμηχανία ενός ναυαγού που δεν γνωρίζει προς ποια κατεύθυνση να πορευθεί, αφού ο ωκεανός δεν ορίζεται εύκολα.
Ωστόσο και όταν γνωρίζει τα όρια της «αρχής» και του «τέλους», πάλι αισθάνεται άλλοτε χαρά και άλλοτε λύπη. Άλλοτε, δηλαδή, η αρχήνοηματοδοτείται ως κάτι θετικό(αρχή ταξιδιού) κι άλλοτε ως κάτι αρνητικό(αρχή δοκιμασιών). Το ίδιο ισχύει και για το τέλος . Το τέλος μιας πορείας – και ιδιαίτερα όταν έχει ευτυχές τέλος – βιώνεται ως επιτυχία και σηματοδοτείται ως κάτι θετικό. Αντίθετα το τέλος της ζωής (ο θάνατος) ή το τέλος μιας ευχάριστης περιόδου (καλοκαίρι, διακοπές…) βιώνονται ως κάτι αρνητικό.
«Νοστάλγησα της θάλασσας την απεραντοσύνη και την γλυκειά αναμονή του κάθε λιμανιού»(.Μαντζουράνης Εμμ.Κουναδίνης).
Συνιστά μία επικίνδυνη πλάνη τόσο σε ψυχολογικό όσο και σε ιδεολογικό επίπεδο κάθε απόπειρα σαφούς προσδιορισμού του τέλους και της αρχής ενός κόσμου που από τη φύση του είναι συνεχής και απροσδιόριστος(«ακομμάτιστος κι απέραντος»). Κι αυτό γιατί η ψευδαίσθηση ότι μπορούμε με ασφάλεια να ορίσουμε τις έννοιες της αρχής και του τέλους μάς καθιστά «αυτάρκεις», αδιάλλακτους, δοκησίσοφους, μισαλλόδοξους, μοναδικούς και νάρκισσους.
Ίσως η έννοια της παγκοσμιοποίησης να μην ορίστηκε τόσο απλά και τόσο γλαφυρά όσο με τους στίχους του Παλαμά.Η εικόνα της στεριάς και του πελάγους ορίζει με περισσή σαφήνεια το φαινόμενο του ασύνορου κόσμου όσο δεν μπόρεσαν οι λέξεις και οι λεξικογράφοι.
Η θετική εκδοχή του «ακομμάτιαστου κι απέραντου κόσμου» είναι η απαλλαγή από την οίηση, η βίωση του «ωκεάνιου συναισθήματος»,η μετριοφροσύνη και η ταπεινότητα.
Η μικρότητα του ανθρώπου
Τα δύο τελευταία τα διδάσκει και τα ενισχύει ακόμη περισσότερο μία άλλη προτροπή του Κ. Παλαμά μέσα από εικόνες που καταδεικνύουν τη μικρότητα του ανθρώπου μπροστά στην απεραντοσύνη του κόσμου. «Όσα βουνά κι αν ανεβήτε, / από τις κορφές τους θ΄ αγναντεύετε άλλες / κορφές / ψηλότερες,μιαν άλλη πλάση ξελογιάστρα / και στην κορφή σα φτάστε την κατάλληλη, / πάλι θα καταλάβετε πως βρίσκεστε / σαν πρώτα κάτω απ΄ όλα τ΄ άστρα»
Όσες νίκες κι αν πετύχει ο άνθρωπος,ποτέ μη θεωρήσει ότι κατέκτησε και την κορυφή. Πάντοτε θα υπάρχει κάτι περισσότερο, κάτι ψηλότερο που καταδεικνύει τη μικρότητά μας αλλά και μάς υπενθυμίζει το χρέος μας να επιδιώξουμε το «ανέφικτο» και να πλησιάσουμε το «απρόσιτο». Ο συνεχής αγώνας για κάτι «ψηλότερο» είναι η κινητήρια δύναμη για πρόοδο και αλλαγή.
Μπορεί ο άνθρωπος να χαρακτηρίζεται από την περατότητάτου σε έναν απέραντο κόσμο, αυτό,όμως, δεν αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα για «άλλες κορφές ψηλότερες».Αντίθετα, αποτελεί κίνητρο και στοίχημα ως όντα να δοκιμάσουμε τη δύναμη και τις αντοχές μας σε δρόμους που μας καλούν να τους διαβούμε. Δρόμοι που δύσκολα μπορείς να ανιχνεύσεις την αρχή και το τέλος τους.
«…Δεν έχει ο δρόμος τελειωμό κι όλο τραβάω εμπρός….» (Κ. Παλαμάς).
Εξάλλου ο ανθρώπινος πολιτισμός αυτό είναι:Οι συναισθηματικές εξάρσεις και η χαλιναγώγησή τους από την καθαρή σκέψη και από το αξιακό – ηθικό σύστημα που αιώνες τώρα διδάσκει το μέτρο και την ταπεινότητα – μετριοφροσύνη μπροστά στην απεραντοσύνη του κόσμου και την απροσδιοριστία του. Όταν αποδέχεσαι το στοιχείο της απεραντοσύνης του κόσμου, ως εγγενές στοιχείο της βαθύτερης ουσίας του, νομοτελειακά αποδέχεσαι και το χαοτικό στοιχείο που ενυπάρχει σε αυτόν και δύσκολα μπορείς να αρνηθείς τις βασικές αρχές του νομού της «αβεβαιότητας», όπως ορίστηκε από το γεννήτορά του, τον Βέρνερ Χάϊζενμπεργκ.
Η ουτοπία για ψηλότερες κορφές
Όπως, λοιπόν, δεν μπορούμε με σαφήνεια να ορίσουμε αν η στεριά είναι το τέλος και το πέλαγος η αρχή (ή το αντίθετο), έτσι δεν μπορούμε να θέσουμε και όρια στην ανθρώπινη δύναμη και θέληση για κατάκτηση «ψηλότερων κορφών». Μπορεί να φαίνεται «ουτοπία» να θέλουμε να αναμετρηθούμε με την απεραντοσύνη του κόσμου,ωστόσο αυτό συνιστά μία παντοτινή πρόκληση. Κι αυτό γιατί η «απεραντοσύνη» και η «ουτοπία» μοιάζουν σε κάτι. Είναι σαν τους ορίζοντες, που όσο τους πλησιάζουμε τόσο απομακρύνονται.
O EduardoGaleano το είπε πιο καθαρά «Η ουτοπία βρίσκεται στον ορίζοντα. / Όπότε κάνω δύο βήματα να την πλησιάσω / αυτή απομακρύνεται δύο βήματα. / Αν προχωρήσω δέκα βήματα μπροστά / αυτή ξεγλιστράει δέκα βήματα ακόμα πιο / πέρα. /Όσο μακριά κι αν πάω ποτέ δεν τη φτάνω. /Τότε σε τι χρησιμεύει η ουτοπία; / Ακριβώς σε αυτό, / στο να μας κάνει να προχωράμε μπροστά».