Σουΐτα Ερωτική – «Έρως ανίκατε μάχαν»

«Έρως ανίκατε μάχαν»
και ο Μάριο Σολίνα ήταν βαθιά πληγωμένος
από το μικρό γιο της Αφροδίτης, τον Έρωτα

  • του Ανδρέα Τσαπάρα
  • αρχείον Αγρινίου τεύχος 13, σελ. 13
  • Δείτε το 1ο Μέρος

Έρως ανίκατε μάχαν

Ο συνταγματάρχης Χ στάθηκε πάντα ευγενικός και στις προβλέψεις και στις πληροφορίες του ήταν, όπως είπαμε, σωστός κι αληθινός. Παρ’ όλ’ αυτά όμως στο τέλος τα κατάφερε, αυτός που τον είχαμε ξεχωρίσει για την άψογη συμπεριφορά του, να μας «γελάσει» με το χειρότερο τρόπο. θα σας διηγηθώ το τελευταίο επεισόδιο της μικρής αυτής αντιστασιακής ιστορίας, για να καταλάβετε τι θέλω να πω. όλοι σας, άλλωστε, θα είχατε την περιέργεια να μάθετε τι απόγινε και πώς έφυγε από την Περιφέρειά μας ο συνταγματάρχης αυτός του Ιταλικού Στρατού που είχε δεθεί τόσο στενά με την πόλη μας. Αλλά και τι απόγινε πάλι με τον έρωτα, που, όσο ρομαντικό κι αν τον έδειχνε εξωτερικά, στο τέλος φάνηκε πως τον απασχολούσε πολύ ρεαλιστικά. Τι απόγινε λοιπόν;

Πάνω, ανάρηχα στα Λυκοράχια, το μικρό βουνό που στόλιζε όμορφα προς τα βορειοδυτικά το Αγρίνιο, βρίσκεται ένα συμπαθητικό με λίγα σπίτια χωριό, η Βελάουστα. Απέχει μιάμιση ώρα πάνω κάτω από την πόλη κι ο δρόμος που οδηγεί ίσαμε κει είναι πολύ ανηφορικός. Κι εμείς αναθυμόμαστε με συγκίνηση σήμερα πόσες και πόσες φορές δεν ανηφορίσαμε το δύσκολο, γεμάτο πέτρες και τρόχαλα μονοπάτι, τρέχοντας πάντα να τελειώσουμε κάποια δουλειά, από τις τόσες πολλές που πρόβαλλε κάθε λίγο και λιγάκι η ανάγκη του αγώνα. Από τη θέση του, βλέπετε, προσφερόταν κι αποτελούσε πραγματικά τότε το χωριό αυτό ένα κέντρο ανεφοδιασμού κι επικοινωνίας. Από κει άρχιζε, ας πούμε, για την περιοχή μας η «Ελεύθερη Ελλάδα» κι εκεί τοποθετούσαμε κατά διαστήματα κι ανάλογα με τις περιστάσεις ένα μέρος από τον εκδοτικό μηχανισμό κι από τις άλλες «πολιτικές» και «στρατιωτικές» υπηρεσίες της οργάνωσης. Ένα κέντρο, που όμως έπρεπε πάντα να φυλάγεται καλά για να προλαβαίνει τις ξαφνικές επιδρομές του εχθρού.

Εκεί, λοιπόν, στη Βελάουστα είχε εγκατασταθεί από την αρχή του καλοκαιριού του 1943 και η Χρυσούλα Αυγούλη με τη μητέρα της, μια πανέξυπνη νοικοκυρά, την κυρία Ευθυμία. Τ’ αδέλφια, που είχαν δοθεί όλα στον αγώνα και τον περισσότερο καιρό έλειπαν σε διάφορες αποστολές, είχαν θεωρήσει απαραίτητο τον υποχρεωτικό αυτό παραθερισμό για τη μητέρα και την αδερφή τους. Τις εξασφάλιζαν έτσι από τους κινδύνους που παρουσίαζε τότε γι’ αυτές η παραμονή τους στο Αγρίνιο. Κι από την άλλη μεριά με την ομαδική αλλά διακριτική αυτή απομάκρυνση από την πόλη, σκέπτονταν ίσως πολύ σωστά, πως έδιναν την ευκαιρία στον ερωτοχτυπημένο συνταγματάρχη ν’ απαλλαγεί κι ο ίδιος από το αίσθημά του, που τον βασάνιζε άσκοπα από την αρχή. Το καλύτερο μάλιστα ήταν να το ξεχάσει κιόλας για πάντα. Και καθώς έδειχναν όλα τα σημεία τώρα τελευταία μια τέτοια κατάληξη φαινόταν σχεδόν βέβαιη.

Οι μέρες περνούσαν γλήγορα στη Βελάουστα, που ζούσε κείνη την εποχή μέσα σ’ ένα δημιουργικό οργασμό από τη δραστηριότητα της πολιτικής αλλά και στρατιωτικής Οργάνωσης. Όλοι δούλευαν συντονισμένα για το μεγάλο σκοπό και μαζί τους οι δυο γυναίκες, που, δεν αρκούνταν να καμαρώνουν μονάχα το αεικίνητο πλήθος των αγωνιστών, παρά βοηθούσαν κιόλας κι αυτές, όσο μπορούσαν, στην κοινή προσπάθεια. Ώσπου, ένα πρωινό του Σεπτέμβρη, δυο μέρες, αν θυμάμαι καλά, πριν τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας, φτάνει ένας βιαστικός «μαντατοφόρος» από την πόλη, κατευθύνεται ρωτώντας στο σπίτι που έμενε η Χρυσούλα με τη μητέρα της και, μόλις μπήκε μέσα, σχεδόν τρέχοντας, τους είπε πως τον έστειλε κάποιος «υπεύθυνος» για να τους δώσει ένα σημείωμα. Μόλις άνοιξαν κι ανήσυχες διάβασαν το κλειστό γράμμα, οι γυναίκες κλονίστηκαν κι ένας μεγάλος πόνος ζωγραφίστηκε στα πρόσωπά τους. Το θλιβερό μήνυμα ήταν, πως ο Κωστάκης, ο αδελφός της Χρυσούλας, γυρίζοντας από κάποια αποστολή είχε τραυματιστεί και βρισκόταν σε δύσκολη κατάσταση σ’ ένα απόμερο καλυβόσπιτο, λίγο πιο έξω από το Αγρίνιο. Η Χρυσούλα έπρεπε να πάει αμέσως να τον δει και να φροντίσει γι’ αυτόν. Θα τη συνόδευε και θα την οδηγούσε ο συναγωνιστής που έφερε το σημείωμα.

Ο άλλος αδελφός, ο Δήμος, έλειπε κι αυτός κι έτσι οι δυο γυναίκες, ζαλισμένες καθώς ήταν από την ξαφνική είδηση, πήραν μόνες τους την απόφαση. Η Χρυσούλα έπρεπε να φύγει χωρίς αναβολή. Κι έφυγε πραγματικά αμέσως διαβεβαιώνοντας τη μητέρα της, πως, μόλις έφτανε στον τόπο που της όριζαν, θα φρόντιζε να την πληροφορήσει, όσο μπορούσε πιο σύντομα, για την κατάσταση του Κωστάκη. Όμως εδώ ήταν που γελάστηκε. Έδωσε μια υπόσχεση που δεν μπόρεσε να την κρατήσει. Γιατί, φτάνοντας στο μέρος που την καλούσαν, βρήκε, βέβαια, έναν τραυμα-τία, όμως ο τραυματίας αυτός δεν ήταν ο αδελφός της Κωστάκης. Ήταν ο Μάριο Σολίνα, πληγωμένος, όπως ξέρουμε, βαριά πριν από πολύν καιρό από το μικρό γιο της Αφροδίτης, τον Έρωτα. Τι ακριβώς έγινε στην απρόοπτη αυτή συνάντηση δε μπορώ να ξέρω. Το αυτοκίνητο πάντως βρέθηκε δίπλα στο δρόμο και το ζευγάρι φαίνεται, πως, μ’ ένα άγνωστο σε μας δρομολόγιο, ταξίδεψε προς τη χώρα της ευτυχίας, που, όπως είναι γνωστό, για όλες τις μεγάλες αισθηματικές ιστορίες, δε μπορεί να είναι άλλη παρά η ηλιόλουστη Ιταλία. Κι ο Σολίνα ολοκλήρωσε έτσι τον αντιφασιστικό του αγώνα, αφού θριάμβευσε πραγματικά στην πανανθρώπινη ειρηνική περιοχή της αγάπης. Κέρδισε μια μεγάλη νίκη. Κι όπως λένε πολλοί, είναι η μοναδική νίκη που, ύστερα από τόσους άδικους αγώνες, τόσες θυσίες και καταστροφές, κέρδισε η φασιστική Ιταλία στην Ελλάδα.

Ο αγώνας συνεχίζεται

Ύστερα από τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας ο απελευθερωτικός αγώνας συνεχίστηκε και στη Δυτική Στερεά πιο μαζικός, καλύτερα οργανωμένος, περισσότερο αποφασιστικός. Είναι η Περιφέρεια που έδωσε στον ΕΛΑΣ μια ολόκληρη Μεραρχία. Όμως, όσο η αντιφασιστική απελευθερωτική πάλη προχωρούσε προς το νικηφόρο της τέρμα, τόσο μεγάλωναν οι δυσκολίες και μαζί μ’ αυτές πολλαπλασιάζονταν και οι θυσίες. Ο εχθρός, με τη βοήθεια των εθνοπροδοτών συνεργατών του, έδειξε στην προσπάθειά του ν’ αποφεύγει την τελική ήττα, την πιο σκληρή κι απάνθρωπη όψη της φασιστικής θηριωδίας. Οι θυσίες αμέτρητες κι η προσφορά του λαού ανυπολόγιστη.

Ας θυμηθούμε άλλη μια φορά τους νεκρούς της γιγάντιας αυτής πάλης, τους νεκρούς που είναι οι δοξασμένοι μας ήρωες. Και μέσα στις εκατόμβες των θυμάτων, η ομαδική εκτέλεση των 120 πατριωτών, που, άντρες αυτοί και γενναίοι αγωνιστές, εκτελέστηκαν άναντρα στις 14 Απρίλη 1944 από τον εχθρό και τα ταπεινά και ισάξια σε φασιστική θηριωδία όργανά του, αποτελεί το κορύφωμα της θυσίας. Κορύφωμα, που χρέος έχουμε όλοι να το κρατήσουμε στη μνήμη μας σαν πένθιμο, μα κι ολόφωτο ορόσημο στους απελευθερωτικούς αγώνες του λαού.

Ο μεγάλος διωγμός

Όταν, ύστερα από την απελευθέρωση, σε μιαν ανάστροφη κίνηση της Ιστορίας, οι πατριώτες αγωνιστές, αντί να τιμηθούν και να στεφανωθούν με δάφνες για τη μεγάλη τους εθνική προσφορά, αντιμετώπισαν τον αδυσώπητο διωγμό της δοσίλογης εθνικοφροσύνης, τότε συντελέστηκε το πιο μεγάλο έγκλημα και τα θύματα πολλαπλασιάστηκαν. Θύματα του μεταπελευθερωτικού αυτού διωγμού ήταν και τα δυο αδέλφια Αυγούλη. Ο Κωστάκης Αυγούλης, κυνηγημένος για την πατριωτική του δράση στο διάστημα της Κατοχής, πιάστηκε αργότερα και με μια σκηνοθετημένη, σύμφωνα με το πνεύμα της εποχής, κατηγορία καταδικάστηκε σε θάνατο. Εκτελέστηκε το Γενάρη του 1949. Ο σεμνός αγωνιστής, που πρόσφερε αφειδώλευτα όλες του τις δυνάμεις για τη λευτεριά της πατρίδας, δε δέχτηκε να εξαγοράσει τη ζωή του με τη δήλωση. Κι η μάνα του, η κυρά Ευθυμία, που τόσο τον αγαπούσε κι έκανε το παν για να τον σώσει, ούτε κι αυτή δέχτηκε να του συστήσει την επαίσχυντη συνθηκολόγηση, που είχαν καθιερώσει για να εξευτελίσουν και τον άνθρωπο και την υψηλή πανανθρώπινη ιδεολογία του.

Ο Κωστάκης, είπε σ’ αυτούς, που της έκαναν την πρόταση να επέμβει, ξέρει και γιατί αγωνίστηκε και γιατί αν χρειαστεί θα πεθάνει. Ρωτάω, όμως, εσάς, αν ξέρετε για τι ζείτε. Τίποτε άλλο.

Ο Δήμος Αυγούλης, που κι αυτός έπεσε στο θανάσιμο αμάρτημα ν’ αγωνιστεί ενάντια στους φασίστες καταχτητές, διώχτηκε σκληρά από την αρχή. Καταδικάστηκε ισόβια κι αφού σύρθηκε σε πολλές φυλακές, ύστερα από μετριασμό της ποινής του και πολλά χρόνια κράτησης, αποφυλακίστηκε με κατεστραμμένη την υγεία του. Πέθανε το 1972.

Ο επίλογος

Ο Μάριο Σολίνα κι η Χρυσούλα, όταν σε λίγο, ύστερα από την «απαγωγή», το Σεπτέμβρη του 1943 έφτασαν στην Ιταλία, παντρεύτηκαν. Αυτός ανέβηκε σε ανώτατα αξιώματα κι όπως ήταν πλούσιος και προερχόταν από αρχοντική οικογένεια, εξασφάλισε στην αγαπημένη του ζωή άνετη και καλή.

Εγκαταστάθηκαν τελικά στη Ρώμη απ’ όπου επικοινωνούσαν ταχτικά με την Ελλάδα και περισσότερο με την Περιφέρεια της Δυτικής Στερεάς. Τη χώρα μας, όμως, δεν την επισκέφτηκε ποτέ πια ξανά ο Σολίνα ύστερα από την απελευθέρωση. Κι όταν ένας από τους γνωστούς του, δικηγόρος κι άμαχος δεξιός της εθνικοφροσύνης, περνώντας κάποτε από τη Ρώμη, τον κάλεσε να πάνε μαζί, για να τον φιλοξενήσει στο Αγρίνιο, αυτός απάντησε: «Θα’ θελα να ιδώ άλλη μια φορά τον τόπο σας. Όταν ήμουν εκεί σαν “εχθρός” προσπάθησα πολύ να κάνω -κι έκανα- πολλούς φίλους. Όμως στη σημερινή Ελλάδα, όπως την πλαστογραφούν με τα εγκλήματά τους οι δοσίλογοι κι οι άμαχοι εθνικόφρονες, δεν έχω πια θέση εγώ. Εσείς φερθήκατε στον ελληνικό λαό πιο άγρια από τους Ιταλούς φασίστες και τους Γερμανούς ναζί. Όλοι οι πραγματικοί φίλοι μου στην Ελλάδα είναι σήμερα κυνηγημένοι. Έναν αδελφό είχα, τον Κωστάκη, και τον σκοτώσατε. Και το Δήμο τον εξοντώνετε στη φυλακή. Τι να ζητήσω εγώ, λοιπόν, από τη σημερινή Ελλάδα και πώς ν’ αντικρίσω το καλό μας Αγρίνιο; Όχι δεν έρχομαι.

Ο Μάριο Σολίνα πέθανε το 1958.

 

Στη φωτογραφία ο Κώστας Αυγούλης και η μάνα του στην εξώπορτα του σπιτιού τους

AgrinioStories

Διαβάστε όλες
τις ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ του «ΑΡΧΕΙΟΝ ΑΓΡΙΝΙΟΥ»
κάνοντας clik πάνω στη διαφήμιση που ακολουθεί