Από Νικοπόλεως έως Ολυμπίαν | Το Αγρίνιον (Βραχώρι) το 1884

«Γράφω Αγρίνιον αφού το εθέσπισαν ούτω,
αλλά το γράφω υπό διαμαρτύρησιν

Προκρίνω το όνομα Βραχώρι…
τούτο είναι η της κοινής και καθημερινής χρήσεως…

«…το άλλο, η εορτάσιμος ούτως ειπείν ονομασία, η δια τας Κυριακάς»

Εις το περί Ακαρνανίας σύγγραμμα του ο κ. Ηeuzey, καίτοι περί αρχαιολογίας ιδίως πραγματευόμενος, περιγράφει όμως με πολλήν και χάριν και ακρίβειαν την φύσιν και την παρούσαν κατάστασιν της μεγαλοπρεπούς και αγρίας ταύτης χώρας. Αι περιγραφαί του μου ήλθον συχνάκις εις την μνήμην και προχθές ότε παρέπλεα τους κόλπους και τα ακρωτήρια της, αλλ’ έτι περισσότερον σήμερον, ότε διηρχόμην τα ενδότερα της. Εν τούτοις (συγχώρησόν μου την επανάληψιν, αλλ’ ομολογώ ότι αρέσκομαι επαναλαμβάνων τούτο), από το 1856, ότε ο κ. Ηeuzey περιήλθε την Ακαρνανίαν, τα πράγματα μετεβλήθησαν ενταύθα διττώς. Πρώτον, δεν λυμαίνεται πλέον την χώραν η ληστεία, και δεύτερον δύναται τις να την διέλθη σήμερον εφ’ αμάξης. Ούτω ήλθομεν ημείς εντός τεσσάρων ωρών από Καρβασαράν εις Αγρίνιον.

Γράφω Αγρίνιον αφού το εθέσπισαν ούτω, αλλά το γράφω υπό διαμαρτύρησιν. Προκρίνω το όνομα Βραχώρι, υπό το οποίον η πόλις αύτη είναι εισέτι γνωστή καθ’ όλην την Ελλάδα· τούτο είναι η της κοινής και καθημερινής χρήσεως, το άλλο η εορτάσιμος ούτως ειπείν ονομασία, η δια τας Κυριακάς.

Χάρις εις την σχολαστικότητα ήτις επεκράτησε κατά τον σχηματισμόν του Ελληνικού βασιλείου, πολλαί ονομασίαι μετεβλήθησαν τοιουτοτρόπως. Ηθέλησαν να αναστήσωσι την αρχαίαν Ελλάδα, δίδοντες εις τας πόλεις και τα χωρία μας τα αρχαία ονόματα των, όπου νέαι ονομασίαι τα αντικατέστησαν. Ελησμόνησαν όμως ότι την αρχαίαν ιστορίαν διεδέχθη νεωτέρα ιστορία, ήτις αφήκε και αύτη τα ίχνη της εις την πατρίδα μας, ίχνη άτινα δεν έχομεν το δικαίωμα ν’ αποσβέσωμεν. Ηδυνάμεθα δε να σεβασθώμεν τα δια μακράς παραδόσεως καθιερωθέντα νέα ονόματα, χωρίς δια τούτο να φανώμεν ασεβείς προς τους ένδοξους προγόνους μας. Απ’ εναντίας, αδικούμεν την κλασσικήν αρχαιότητα όσω και την νεωτέραν ιστορίαν δια της συγχύσεως την οποίαν επιφέρουν ενίοτε τοιούτοι αναχρονισμοί και τοιαύται αναβαπτίσεις. Ούτω περί Αγρινίου, είναι μήπως βέβαιον ότι το Βραχώρι κατέχει την τοποθεσίαν της αρχαίας πόλεως; Ουδαμώς! Οι αρχαιολόγοι ανευρίσκουν τα ίχνη της εις απόστασιν τινά του Βραχωρίου.

Η εξακρίβωσις της τοποθεσίας του Αγρινίου ήτο έργον των αρχαιολόγων, των δε διοργανωτών μας καθήκον ήτο, νομίζω, να μη επεμβαίνωσιν εις τα της αρχαιολογίας και να διατηρήσωσι το όνομα Βραχώρι. Το όνομα τούτο συχνάκις αναφέρεται εις την ιστορίαν της Επαναστάσως. Οι Βραχωρίται επανέστησαν εκ των πρώτων και έδιωξαν τους κατέχοντας την πατρίδα των Τούρκους, ευρισκόμενοι δε επί της οδού του εχθρού οπότε ούτος κατήρχετο εξ Ηπείρου εις την Ελλάδα, πολλάκις ηγωνίσθησαν προς αναχαιτισμόν της πορείας του. Τώρα λοιπόν ο ιστορικός, ο μνημονεύων τα γεγονότα της εποχής εκείνης, πρέπει να τα εξιστορή ως διαδραματισθέντα εις Αγρίνιον και όχι εις Βραχώρι; – Σήμερον σκεπτόμεθα ορθότερον και νομίζω ότι δεν ηθέλομεν περιπέσει εις παρόμοια σφάλματα εξ υπερβολικής αρχαιολατρείας, αλλά το κακόν έγεινεν ως προς το Βραχώρι και αναγκάζομαι να χρονολογώ τας επιστολάς μου κατά τας απαιτήσεις της επισήμου γεωγραφίας μας.

[Στο σημείο αυτό παρεμβάλλεται το κείμενο του Δημήτρη Βικέλα,
που δημοσιεύσαμε στις 18/9/2024, κάτω από τον τίτλο
«Από Νικοπόλεως έως Ολυμπίαν | Ο Καρβασαράς το 1884»]

Άμα διέλθης την μεγάλην κεντρικήν οδόν του Καρβασαρά (δεν απαιτείται δε πολλή ώρα προς τούτο), και τους παρά την πόλιν αγρούς, ευρίσκεσαι δια μιας εντός χώρας ερήμου και αγρίας. Τα τρία ή τέσσαρα μικρά χωρία, άτινα και μόνα καθ’ όλον του δρόμου το διάστημα βλέπεις μακρόθεν επί απεχόντων υψωμάτων εκατέρωθεν της οδού, επαυξάνουν αντί του να ελαττώσωσι την εντύπωσιν της ερημιάς. Οι σκύλοι σε υποδέχονται ενταύθα με υλακάς θηριωδεστέρας του συνήθους, η δε αγριότης των υποδεικνύει ότι και οι σκύλοι και οι κύριοι των δεν συνείθισαν εισέτι να βλέπωσι ξένους πλησίον των κατοικιών των. Αλλά και η οδός αυτή επιμαρτυρεί τούτο· πολλαχού την καλύπτει το χόρτον, μόλις δε μένει εις το μέσον λωρίς κενή δια την διάβασιν των τροχών. Η οδός αύτη εχαράχθη εν βία προ ολίγων ετών δια την στρατιωτικήν κατάληψιν των νέων επαρχιών, ηλπίζετο δε τότε ότι θα παρεκταθή μέχρις Ιωαννίνων. Πληροφορούμαι ότι πρόκειται ήδη να επισκευασθή και να ‘ συνενωθή μετά της από Μενίδι εις ‘Αρταν οδού.

Ο δρόμος διέρχεται την μακράν κοιλάδα, ήτις χωρίζει τα όρη του Ξηρομέρου από τα του Βάλτου, μέχρις ου ευρυνομένη σχηματίζει την πεδιάδα της Τριχωνίας, την οποίαν διαβρέχει ο Αχελώος. Ο ποταμός φαίνεται μόνον αφού πλησίασης εις τα ερείπια της αρχαίας πόλεως Στράτου, αλλ’ άμα διέλθης το στενόν του Καρβασαρά και το επέκεινα δάσος δρυών, βλέπεις, προς τα δεξιά, την λίμνην της Αμπρακίας, ήτις εκτεινομένη κατά μήκος φαίνεται μακρόθεν ως πλατύς ποταμός. Εις τα κυανά νερά της κατοπτρίζεται το πέραν αυτής υψηλόν, κατάφυτον όρος. Βλέπων τα πυκνά δάση του, φαντάζεσαι κάπρους και ελάφους και τα υπό την σκιάν κλέφτικα λημέρια της δημοτικής μας ποιήσεως.

Η αφθονία των δένδρων και των νερών ευφραίνει ενταύθα τον οφθαλμόν, ύστερον μάλιστα από τα ωραία  μεν αλλά γυμνά όρη της ξηράς Αττικής. Μακρύτερα. προς τα δεξιά πάντοτε ακτινοβολεί υπό την λάμψιν του ηλίου η μικρά στρογγύλη λίμνη του Οζερού, εις τους πρόποδας βουνών εξ’ ίσου πολυδένδρων.

Αριστερόθεν τα όρη είναι απόκρημνα, γυμνά και άγρια, τα δε πετρώδη πλευρά των έχουν ενίοτε σχήματα τόσω παράδοξα, τόσω λαξευθέντα από τους ανέμους και τας καταιγίδας, ώστε δεν ηξεύρεις μακρόθεν εάν βλέπεις βράχους ή φαντασιώδη ερείπια μυθικών τειχών. Η οδός παρακουλουθεί τους πρόποδας των βουνών τούτων. Που και που τα πλευρά των αποκλίνοντα ημικυκλικώς περικλείουν κοίλωμα καλλιεργημένον, εις δε το βάθος του αγρού υπάρχει μικρά καλύβη αχυροσκεπής, όπου ο σκληροδίαιτος γεωργός διανυκτερεύει κατά τας ώρας της σποράς ή του θέρους.

Μην περιμένεις λεπτομερείς περιγραφές των ερειπίων της αρχαίας πόλεως Στράτου. Σε παραπέμπω εις το βιβλίον του κ. Heuzey. Παρεκτός της αναμνήσεως των περιγραφών του, επαυξάνουν αι σημεριναί μου εντυπώσεις την επιθυμίαν αν επισκεφθώ άλλοτε λεπτομερέστερον την Ακαρνανίαν. Έχει τις πολλά να ίδη ενταύθα τα δε πολυάριθμα λείψανα της αρχαιότητας είναι αυτά και μόνα άξια διαμονής μακράς εις τα απόκεντρα ταύτα μέρη. Περί των μηνμείων τούτων ουδεμία ελήφθη φροντίς αφότου ο κ. Heuzey επεσκέφθη την Ακαρνανίαν, αλλά μη μεμφώμεθα δια τούτο την εν Αθήναις αρχαιολογικήν Εταιρίαν, ήτις εξετέλεσε εις το αναμεταξύ, πολλάς αξιολόγους εργασίας εις άλλα προσιτώτερα μέρη. Δεν γίνονται τα πάντα δια μιάς, θα έλθη και τηε Ακαρνανίας η σειρά, πρέπει δε, καθώς έλεγεν ο Beule, να επιφυλάξωμεν και δι επερχομένας γενεάς την ευχαρίστησιν αρχαιολογικών ανακαλύψεων. Αλλ’ η πλούσια γη της Ελλάδος θα παρέξη εις πολλάς εισέτι γενεάς τοιαύτας επιχειρήσεις

Τα τείχη της Στράτου καταβαίνουν μέχρι των όχθων του Αχελώου, η δε νέα οδός διασχίζουσα αυτά διέρχεται το παρά τον ποταμόν μέρος του περιβόλου της. Εις ολίγην εκείθεν απόστασιν η οδός διαπερνά τον Αχελώον και εισέρχεται εις την Αιτωλίαν. Παρά τας όχθας του ποταμού βόσκουν ποίμνια πολυάριθμα υπό την επιτήρησιν ολοκλήρου οικογενείας ποιμένων και μανδροσκύλων υπέρ το δέον άγρυπνων. Παρέκει δε δύο ποιμενίδες, γονατισταί επί πετρών κοπανίζουν τα λινά των εις του Αχελώου τα νερά

Άλλοτε γέφυρα δεν υπήρχε, η δε διάβασις του ποταμού ήτο δύσκολος, ιδίως εν καιρώ χειμώνας, οπότε ο Αχελώος καταβαίνει από τα βουνά εξογκωμένος και μανιώδης. Αι φάραγγες τας οποίας διατρέχει ευρύνονται ενταύθα, τα δε ορμητικά νερά του ευρίσκοντα ευρυχωρίαν μεγαλειτέραν τρέχουν διαιρούμενα εντός της πλατείας κοίτης των. Εδώ τα χωρίζει νησίδιον χλοερόν ή άμμος επισωρευθείσα πέριξ ογκώδους πέτρας, παρέκει συνενούνται πάλιν, και μετ’ ολίγον εκ νέου χωρίζονται.

Επί τοιούτων της κοίτης εξοχών εθεμελιώθησαν υψηλά υποστηλώματά, βαστάζοντα την ξυλίνην γέφυραν, ήτις εκτίσθη προ τριών ή τεσσάρων ετών, οπότε και η οδός εχαράχθη. Αλλ’ η οικοδομή δεν φαίνεται πολύ στερεά, ούτε προμηνύεται μεγάλη η διάρκεια της. Ο αμαξηλάτης μας προσεκάλεσε να καταβώμεν της αμάξης προς ελάττωσιν του βάρους της, εις δύο μάλιστα ύποπτα μέρη έλυσε και τους ίππους, την δε άμαξαν έσυρεν αυτός βραδέως και μετά προσοχής, δια να μη υποβάλη εις δοκιμασίαν μεγάλην την στερεότητα της γέφυρας. Κατά τον παρελθόντα χειμώνα η “ορμή του ποταμού επέφερε καταστροφήν εις τα δύο εκείνα σημεία της γέφυρας. Εγένετο επισκευή τις αλλ’ όχι πολύ ασφαλής, τούτο δε προς αποφυγήν περιττής δαπάνης, καθόσον πρόκειται να κτισθή νέα ξιλίνη γέφυρα εκεί πλησίον.

Εννοείς εκ τούτων ότι δόσις ανησυχίας παρακολουθεί τον επί της μακράς και υψηλής ξύλινης γέφυρας περίπατον. Αλλά λησμονείς τον κίνδυνον ενώπιον της μεγαλοπρεπούς εκείθεν θέας. Εξ ενός η φάραγξ, βαθμηδόν στενουμένη, κλείεται επί τέλους δια της στροφής των βουνών. Αι κλιτύες της εκατέρωθεν καλύπτονται υπό δένδρων και θάμνων, αναμεταξύ δ’ αυτών ρέει ο ποταμός, και τα ακράτητα νερά του συντρίβονται με πάταγον διαρκή επί των προσκομμάτων τα οποία εμποδίζουν τον δρόμον του. Εκ του άλλου μέρους η πεδιάς απλούται πλατυνομένη, μακράν δε φαίνονται τα περικλείοντα αυτήν υψηλά όρη.

Μετά την Αιτωλικήν άκραν της γέφυρας η οδός ανέρχεται επί λόφου, όπισθεν του οποίου αρχίζει η πεδιάς του Αγρινίου. Ενταύθα η καλλιέργεια γίνεται πυκνότερα, η εξοχή δεν είναι πλέον έρημος, η οδός συντηρείται μετά πλειοτέρας επιμελείας, αισθάνεσαι δε ότι πλησιάζεις εις κέντρον πληθυσμού και εργασίας.

 

Το Αγρίνιον είναι μικρά εισέτι πόλις

 

Το Αγρίνιον είναι μικρά εισέτι πόλις περιέχουσα εξ περίπου χιλιάδας κατοίκους, αλλ’ ευρίσκεται εις πρόοδον, οφείλει δε κατ’ εξοχήν την ανάπτυξίν της εις την καλλιέργειαν του καπνού. Καθώς δε πανταχόθεν πληροφορούμαι, είχε προς τούτοις την τυχην ν’ απόκτηση δήμαρχον αξιόλογον, εκ δευτέρου εκλεχθέντα επί νέαν τετραετίαν, πράγμα όχι πολύ σύνηθες παρ’ ημίν. Τόσω το καλλίτερον δια το Αγρίνιον! Ο λαός εν Ελλάδι δεν στερείται νοημοσύνης και προθύμως υποβάλλεται εις θυσίας χάριν της προόδου, της οποίας εννοεί την χρησιμότητα και εκτιμά τα αγαθά, αλλ’ έχει ανάγκην καταλλήλου διευθύνσεως, δεν την ευρίσκει δε πάντοτε. Εάν υπήρχον πανταχού δήμαρχοι ευφυείς και δραστήριοι, οποίον μου περιγράφουν τον του Αγρινίου, εάν εξελέγοντο, διωρίζοντο και προπάντων διετή ρούντο ως έπαρχοι και νομάρχαι άνθρωποι έχοντες τας γνώσεις, την θέλησιν και την δύναμιν όπως φανώσιν αληθώς άξιοι της αποστολής των, τότε η πρόοδος θα ήτο ταχύτερα έτι και γενικωτέρα καθ’ όλην την Ελλάδα. Η ώθησις περιμένεται άνωθεν. Δια τούτο είναι λυπηρόν ότι οι υπουργοί και οι βουλευταί εν γένει επισκέπτονται σπανίως τας επαρχίας, παρεκτός ότε πρόκειται περί εκλογών, ευχής δ’ έργον θα ήτο εάν και ο Βασιλεύς περιήρχετο συχνότερον το κράτος του. Πανταχού είναι επιθυμητή η παρουσία του, ήτις θα εχρησίμευε και εις τους διοικούντας και εις τους διοικούμενους ως κέντρον προς νέους αγώνας.

Την εσπέραν επεσκέφθημεν οικογένειαν εκ των εγκρίτων των Αγρινίου. Επεθύμουν να λάβω πληροφορίας περί διαφόρων ενταύθα αντικειμένων, αλλά δεν το κατώρθωσα, διότι η ομιλία εστρέφετο πάντοτε περί τα πολιτικά, δηλαδή τα προσωπικά. Τα μέλη της οικογενείας διαιρούνται εις υπουργικούς και αντιπολιτευόμενους, ώστε η συζήτησις ελάμβανε ζωηρόν χαρακτήρα χάρις εις την υπάρχουσαν εμφύλιον διάστασιν. Αι κυρίαι ήσαν υπέρ του υπουργείου, τούτε δε αναντιρρήτως έχει μεγάλην ηθικήν βαρύτητα και σημασίαν, αλλά νομίζω ότι δεν αδικώ τον κ. Τρικούπην υπόθετων ότι, ενόσω αι γυναίκες δεν έχουν δικαίωμα ψήφου, θα επρόκρινε του μη ωραίου φύλου την υποστήριξιν. Εξ όσων βλέπω και ακούω, ο νέος επί του καπνού φόρος δεν συνετέλεσεν εις αύξησιν της δημοτικότητας του μεταξύ των καλλιεργητών και εμπόρων του καπνού. Άλλως δε ευρέθη, ως φαίνεται ενταύθα, ο τρόπος ώστε να μη πλουτισθή υπερβάλλοντος το δημόσιον ταμείον εκ του προϊόντος του φόρου τούτου. Μετά πολλής δυσκολίας ηδυνήθην να προμηθευθώ μικράν ποσότητα εκ του αξιόλογου ενταύθα καπνού, μου λέγου δε ότι αμέσως μετά την ψήφισιν του νόμου τα καπνοπωλεία μετετράπησαν εις γαλακτοπωλεία, χωρίς να πάθωσιν ένεκα τούτου έλλειψιν καπνού οι εγχώριοι καπνιστοί. Πώς και πού όμως τον προμηθεύονται; Ιδού το μυστήριον. Τούτο μόνον δύναμαι να βεβαιώσω, ότι δεν καπνίζουν εκ του φορολογημένου. Το αληθές είναι ότι πανταχού και πάντοτε έχει τας δυσκολίας της η επιβολή νέας φορολογίας.

Οι ενταύθα φίλοι ήθελον, κατά την Ελληνικήν συνήθειαν, να μας φιλοξενήσωσιν, αλλ’ επροτιμήσαμεν να μείνωμεν εις το μικρόν «Ξενοδοχείον του ύπνου», όπου απεθέσαμεν τα πράγματα μας. Την αυτήν επιγραφήν φέρει και το άλλο της πόλεως ξενοδοχείον, πράγματι δε αμφοτέρων ο προορισμός περιορίζεται εις το να κοιμίζωσι τους ξένους. Δια να κοιμίσωσι δε όσω το δυνατόν περισσοτέρους δεν ενοικιάζουν δωμάτια, αλλά κλίνας. Ευτυχώς ευρέθη δι’ ημάς δωμάτιον διαθέσιμον περιέχον τρεις μόνον κλίνας, των οποίων ελάβομεν κατοχήν, ως να είμεθα εισέτι εις τον κοινόν επί της Πάρου κοιτωνίσκον μας. Αι σινδόνες είναι καθαρώταται και τούτο είναι το ουσιώδες.

Το ξενοδοχείον του φαγητού κείται παραπλεύρως του υπνωτηρίου μας, εδειπνήσαμεν δ’ εκεί εξαίρετα, πλησίον της εστίας όπου έβραζε το πιλάφι μας, υπηρετούμενοι από τον φουστανελοφόρον μάγειρον. Ευρισκόμεθα ενταύθα εντός της Ελλάδος γνήσιας και άδολου. Δεν έχομεν καθώς εις Αθήνας Γαλλικούς δήθεν καταλόγους φαγητών, ούτε υπηρέτας φέροντας λευκόν δήθεν λαιμοδέτην.

Σου γράφω εκ του ξενοδοχείου, επί τραπέζης εις αλλάς χρήσεις προορισμένης, ουχί εντός του δωματίου μας όπου κοιμώνται οι συνοδοιπόροι μου, αλλ’ εις τον διάδρομον εκατέρωθεν του οποίου είναι αι θύραι των υπνωτηρίων. Ούτω δε μοι εδόθη, σήμερον κατά πρώτον, να ίδω φουστανελοφόρους με τα νυκτικά των. Χρεωστώ να ομολογήσω ότι φαίνονται ωραιότεροι την ημέραν.

 

Φωτογραφία: Ο Καρβασαράς το 1897
Το παραπάνω κείμενο αποτελεί αναδημοσίευση από την έκδοση
των «Επιστολών προς φίλο» του Δ. Βικέλα με τον τίτλο:
«Από Νικοπόλεως εις Ολυμπίαν», το 1886 στο τυπογραφείο του Ανέστη Κωνσταντινίδου
Η συνέχεια αύριο 20/9/2024