Σέλλος: «Αγρίεψε ο τόπος»

Σέλλος: «Αγρίεψε ο τόπος»
λένε για τα έρημα χωριά που τα καλύπτει η φύση

  • Επιμέλεια: Λ. Τηλιγάδας

Στην πινακίδα που στέκεται ακόμη όρθια, το όνομα έχει ξεθωριάσει και μόλις διαβάζεται ο προορισμός: Το τοπίο στον Σέλλο παντού το ίδιο: εκτάσεις, μονοπάτια, αυλές, σπίτια σκεπασμένα από βλάστηση.

Ο Σέλλος βρίσκεται προς τα ανατολικά όρια με την Περιφερειακή Ενότητα Φωκίδας και είναι κτισμένος στις πλαγιές του όρους Μακρυνόρος σε υψόμετρο 712 μέτρων, ανάμεσα στα χωριά Αναβρυτή, Ασπριά και Κεντρική. Σύμφωνα με την προφορική παράδοση, την εποχή του Αλή Πασά, αναφέρεται τοποθεσία με το όνομα “Σέλλος” ως τσιφλίκι Ελλήνων της περιοχής Ναυπακτίας. Οι εργάτες που καλλιεργούσαν τα κτήματα, αφού εγκαταστάθηκαν μόνιμα στην περιοχή αποτέλεσαν το πρώτο χωριό, στο οποίο έκτισαν και εκκλησία του Αγίου Αθανασίου. Αργότερα όμως το εγκατέλειψαν και μετακινήθηκαν σε άλλες καλύτερες τοποθεσίες. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι τελικά κατέληξαν στην Ανδρίβιστα ή Ανδροβίστα, την σημερινή Κεντρική.

Ως οικισμός αναφέρεται επίσημα, μετά την απελευθέρωση, το 1835 στο ΦΕΚ 19Α – 07/12/1835 να προσαρτάται στον τότε δήμο Αποδωτίας γραμμένος ως Σέλος (με ένα “λ”), ενώ το 1879 με το ΦΕΚ 50Α – 25/07/1879 καταργήθηκε. Αναφέρεται ξανά το 1961, ως Σέλλος (με 2 “λ”) να απογράφεται στην τότε κοινότητα Κεντρικής. Την περίοδο 1999 – 2010, σύμφωνα με το πρόγραμμα Καποδίστριας, ανήκε στο Δήμο Αποδοτίας. Με την εφαρμογή του προγράμματος Καλλικράτης μαζί με την Κεντρική αποτελούν την Τοπική Κοινότητα Κεντρικής που ανήκει στη Δημοτική Ενότητα Αποδοτίας του Δήμου Ναυπακτίας και σύμφωνα με την απογραφή του 2011 δεν κατοικείται.

Ένα κείμενο του Αλέκου Λιδωρίκη από την Καθημερινή
στις 20.08.2019 υπάρχει μια εξαιρετική περιγραφή του χωριού

 

 

Σε μία από τις απόκρημνες πλαγιές του Αννινου από την πλευρά του νομού Αιτωλοακαρνανίας, το φορτηγάκι σταματάει για να κατέβουν δύο από τους τέσσερις επιβάτες του, προκειμένου να περπατήσουν για μερικά μέτρα μέχρι την επόμενη στροφή, καθώς νιώθουν τη γη να χάνεται κάτω από τα πόδια τους.

Κατευθυνόμαστε σε ένα χωριό της Ελλάδος που όχι απλά δεν κατοικείται, αλλά σκεπάστηκε ολόκληρο από την άγρια φύση. Εσβησε κυριολεκτικά από τον χάρτη, καθώς ο χρόνος σταμάτησε για αυτό περίπου 40 χρόνια πριν, όταν έφυγε και ο τελευταίος του κάτοικος.

Στην πινακίδα που στέκεται ακόμη όρθια, λίγο πριν από τη στροφή, το όνομα έχει ξεθωριάσει και μόλις διαβάζεται ο προορισμός: Σέλλος.

«Η μητέρα μου γεννήθηκε και μεγάλωσε στον Σέλλο, ήταν τόπος που τα είχε όλα», μας αναφέρει η Ανθούλα Σωτηρίου, που είναι μαζί μας, καθώς κατεβαίνουμε από το φορτηγό για να περπατήσουμε στον οικισμό που «πνίγηκε» από τη φύση. «Εδώ που βλέπετε τα έλατα και την πυκνή βλάστηση, μόλις τέσσερις δεκαετίες περίπου πριν, ήταν ακόμη καλλιεργήσιμη γη. Στις δεκαετίες του ’50 και του ’60 έμεναν περισσότερα από 80 άτομα», μας αναφέρει καθώς μπαίνουμε στην αυλή ενός σπιτιού του οποίου η εξώπορτα έχει πέσει.

Ρίχνοντας μια ματιά από το παράθυρο στο εσωτερικό, αισθανόμαστε ένα ρίγος να μας διαπερνά. Τα πάντα σχεδόν είναι στη θέση τους. Στο τραπέζι υπάρχουν ακόμη πιάτα και ποτήρια. Τα πατώματα έχουν σκεπαστεί από χόρτο, καθώς ο χρόνος τα έχει διαβρώσει, οι γωνιές στα ταβάνια είναι γεμάτες από ιστούς αράχνης. Μέρος της σκεπής από κεραμίδια έχει καταρρεύσει. Διακρίνουμε κάποια παλιά παιχνίδια σκορπισμένα στα πατώματα.

 

 

«Τι συνέβη και ο χρόνος σταμάτησε;», ρωτάμε την Ανθούλα Σωτηρίου.
«Μπορεί να τα είχαν όλα οι κάτοικοι του χωριού, αλλά η ζωή δεν ήταν εύκολη. Ο αγώνας καθημερινός από τα ξημερώματα. Οι γονείς μου μεγάλωσαν σε μια πολυμελή οικογένεια, όπως και όλοι οι κάτοικοι του οικισμού, σε συνθήκες δύσκολες πριν έρθει το ηλεκτρικό, το νερό και φυσικά το τηλέφωνο. Δεν παραπονέθηκαν ποτέ, δεν ζήτησαν κάτι. Τα παιδιά όλα βοηθούσαν, ήταν το στήριγμα, η μεγάλη χαρά των γονιών. Οι αποστάσεις, το καθημερινό ατελείωτο περπάτημα, η αδυναμία να γίνουν δρόμοι, το κλείσιμο σχολείων γειτονικών οικισμών τούς οδήγησαν να μετακινηθούν σε άλλα γειτονικά χωριά. Εφυγαν όλοι οι κάτοικοι».

Το τοπίο στον Σέλλο παντού το ίδιο: εκτάσεις, μονοπάτια, αυλές, σπίτια σκεπασμένα από βλάστηση. Μια εικόνα βγαλμένη από ταινίες. Καθώς αφήνουμε το χωριό, περνάμε από το καφενείο της Κόκκιανης, όπου μετακινήθηκαν και έζησαν μέχρι το τέλος της ζωής τους οι γονείς της Ανθούλας Σωτηρίου. Ενα χωριό με περίπου 10 μόνιμους κατοίκους σήμερα. Ενα χωριό όπως και πολλά άλλα της περιοχής, η Αλιμπίστα με έναν κάτοικο, η Κόνισκα και ο Διπλάτανος με περίπου 10 κατοίκους το καθένα, που μάχονται να κρατηθούν όρθια.

«Τι ζητάτε από την πολιτεία;
»
Από την πολιτεία δεν ζητάμε τίποτα. Ζητάμε από τους μεγαλύτερους, από τα παιδιά μας, να φέρνουν τα εγγόνια μας τα καλοκαίρια στο χωριό. Οπως σήμερα, μετά το Δεκαπενταύγουστο που το καφενείο στην πέτρινη πλατεία της Κόκκιανης είναι γεμάτο με κάθε ηλικίας ανθρώπους μετά την πρωινή λειτουργία στη μνήμη αγαπημένων προσώπων που έφυγαν. Τους ζητάμε να αγαπήσουν το χωριό όπως το αγαπήσαμε εμείς. Να επιστρέφουν στα εδάφη όπου γεννήθηκαν και μεγάλωσαν οι παππούδες και οι γιαγιάδες τους. Να έρχονται στα καλοκαιρινά πανηγύρια. Οπως ερχόμαστε εμείς κάθε καλοκαίρι από τόπους μακρινούς και ας πλησιάζουμε και την ένατη δεκαετία της ζωής μας», μας αναφέρει θαμώνας του καφενείου.

«Μόνον εάν οι νέοι το αγαπήσουν θα το κρατήσουν ζωντανό, καθώς έχουν ιδέες και σχέδια που μέσα σε αυτά περιλαμβάνονται και τα χωριά τους. Είμαστε σίγουροι ότι μαζί με το χωριό θα θυμούνται και εμάς, πάντα με πολλή αγάπη, και θα κρατήσουν στη μνήμη τους αναμνήσεις που θα λένε στα εγγόνια μας».

 


AgrinioStories