Ο Βασίλης Αρτίκος δεν ήρθε στον κόσμο
για να «παίξει» μέσα στα όρια του ορίζοντα
- του Λευτέρη Τηλιγάδα
Αν κανείς γνωρίσει σήμερα τον Βασίλη Αρτίκο, θα αργήσει πολύ να καταλάβει (αν κάποιος φυσικά δεν του το «σφυρίξει»), ότι αυτός ο άνθρωπος που μόλις γνώρισε είναι επιστήμονας και μάλιστα οικονομολόγος. Κι αυτό γιατί ο Βασίλης έμαθε να μην κρατάει τα προσχήματα, να μην υπηρετεί συμβάσεις…
Ο Βασίλης Αρτίκος κρατάει μόνο ένα μέτρο, το μέτρο της ανοιχτής και ελεύθερης ματιάς του. Ζει για να παθιάζεται και να κοιτάει τον κόσμο με μια διαρκή ταλάντωση της ίριδας, σαν να ήρθε στον κόσμο, όχι για να παίξει ανάμεσα στα όρια του ορίζοντα, αλλά για να τον μεγαλώσει με το συναίσθημά του και να τον βαθύνει με το βλέμμα του.
Ο Βασίλης Αρτίκος γεννήθηκε το 1958 στη Γαβαλού Μεσολογγίου. Σπούδασε οικονομικές επιστήμες και εργάσθηκε ως οικονομολόγος και έκτακτος καθηγητής στα Τ.Ε.Ι. Μεσολογγίου επί σειρά ετών. Παράλληλα ασχολήθηκε με τη φωτογραφία ως ερασιτέχνης φωτογράφος, ώσπου αυτή η τέχνη τον κέρδισε και πλέον ασχολείται αποκλειστικά και επαγγελματικά. Έχει κάνει μία μεγάλη σειρά από εκθέσεις στο εξωτερικό και στην Ελλάδα και έχει εκδώσει έξι (6) φωτογραφικά λευκώματα. Ζει μεταξύ Μεσολογγίου και Αθήνας, όπου διοργανώνει εργαστήρια φωτογραφίας, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στο εξωτερικό (Αιθιοπία, Ινδία, κ.α.). Είναι επίσης ο ιδρυτής του Φεστιβάλ Φωτογραφίας Μεσολογγίου, το οποίο αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής του στο Μεσολόγγι.
«Από μικρό παιδί μου άρεσε να φτιάχνω εικόνες-σχεδίες με το μυαλό μου και να ταξιδεύω μ’ αυτές στους μέσα και έξω μου βυθούς. Ήμουν ένας αθεράπευτος εικονολάτρης ή αλλιώς «ματάκιας», όπως θα έλεγε ένας φίλος μου στο καφενείο. Έχω περάσει ατέλειωτες ώρες στο παράθυρο του σπιτιού μου να γεμίζω το κάδρο του ορίζοντα με όγκους και κατασκευές ιδανικές και αυθαίρετες. Επιχειρούσα μια άυλη σκηνοθεσία, χωρίς να υπάρχει καμιά άλλη σκέψη ή φιλοδοξία πίσω από αυτό. Για την ευχαρίστησή μου μόνο.»
«Είμαι παιδί μιας οικογένειας που με δυσκολία τα «έφερνε βόλτα» εκείνα τα χρόνια. Μπορεί να μην είχαμε πολλά, είχα όμως έναν πατέρα που αγαπούσε πολύ τα βιβλία. Κι απ’ αυτά στο σπίτι υπήρχαν μπόλικα. Πρώτος μου δάσκαλος στην τέχνη: η «Εγκυκλοπαίδεια του Ηλίου». Μια εγκυκλοπαίδεια γεμάτη με γκραβούρες και φωτογραφίες. Με θυμάμαι ώρες ατέλειωτες να κάθομαι και να κοιτάζω όλο αυτό το «θησαυρό» των παιδικών μου χρόνων και να χάνομαι, όπως ο δύτης στο βυθό του. Έτσι, σιγά – σιγά, όπως συμβαίνει με τις πιο βαθιές επιθυμίες, και με μοναδικό εργαλείο μερικές κηρομπογιές άρχισα να ζωγραφίζω τις εικόνες που «έβλεπα». Ήταν μια διαδικασία όλη αυτή αυστηρά ιδιωτική, ένας τόπος δικός μου, που ευτυχώς τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας το σέβονταν και το ενθάρρυναν.
Κάποια στιγμή μας επισκέφθηκε στο σπίτι ένας αγιογράφος, οπότε ο πατέρας μου του έδειξε κάποια από αυτά που ζωγράφιζα. Κυρίως αγιογραφίες, γεγονός που το ευνοούσε και το περιβάλλον του σπιτιού, ως παπαδοπαίδι που ήμουν. Να υπογραμμίσω εδώ, ότι οι εικόνες στην εκκλησία της Γαβαλούς, στην Αγία Φωτεινή, στην οποία λειτουργούσε ο ιερέας πατέρας μου ήταν και είναι ζωγραφισμένες από τον Φώτη Κόντογλου, οπότε, όπως μπορείς να αντιληφθείς, η επιρροή τους μέσα μου ήταν σημαντική. Αυτές διαμόρφωσαν από κείνα τα χρόνια μέσα μου μια αισθητική αφαιρετική με έντονους όμως συμβολισμούς.
Όσο μεγάλωνα, το μάτι μου και το χέρι μου δούλευαν σχεδόν ερήμην μου την τεχνική και όλο και γινόμουν καλύτερος. Φοιτητής πια στη Θεσσαλονίκη, συνειδητοποίησα ότι αυτό το χάρισμά μου θα μπορούσε ίσως και να με ζήσει. Άρχισα λοιπόν να συχνάζω σε γνωστά εργαστήρια ζωγραφικής και κοιτούσα με λαίμαργα μάτια γνωστούς ζωγράφους της συμπρωτεύουσας να δουλεύουν. Τα καλοκαίρια άρχισα να βγάζω και τα πρώτα μου χρήματα για τις διακοπές μου στα διάφορα νησιά που πήγαινα.»
Λίγο πριν από τη φωτογραφία ασχολήθηκα ερασιτεχνικά με την κινούμενη φωτογραφία. Το πρώτο μου φωτογραφικό εργαλείο δεν ήταν η φωτογραφική μηχανή… Ήταν μια βιντεοκάμερα. Αγόρασα βέβαια λίγο αργότερα και μια φωτογραφική μηχανή, αλλά όλο μου το ενδιαφέρον ήταν στραμμένο στην καταγραφή των κινούμενων εικόνων. Τη φωτογραφική μηχανή την αντιλαμβανόμουν τότε ως ένα βοηθητικό εργαλείο για την ζωγραφική μου. Φωτογράφιζα για να έχω θέματα να ζωγραφίζω.
Κάθε φορά που επέστρεφα από ένα ταξίδι όμως, ένας φίλος μου, ο Δημήτρης ο Ντόβας, έπαιρνε τα αρνητικά και τα τύπωνε. Τον θυμάμαι σαν τώρα: «Βρε, ασχολήσου με την φωτογραφία», μου έλεγε.. «Πότε θα καταλάβεις ότι είσαι φωτογράφος και μάλιστα πολύ καλός». Αλλά εγώ αρνούμουν πεισματικά σχεδόν να ακούσω τις προτροπές του.
Εκείνη την εποχή στην Ελλάδα υπήρχε μόνο ένα φωτογραφικό site, με το οποίο συνεργάζονταν όλοι οι γνωστοί και καταξιωμένοι φωτογράφοι της εποχής… Ο Μπεχράκης και άλλοι πολλοί… Άρχισα να στέλνω λοιπόν φωτογραφίες μου για δημοσίευση με το ψευδώνυμο “artik“. Κάποια στιγμή η διεύθυνση του site αποφάσισε να κάνει ένα ημερολόγιο. Από τις δώδεκα φωτογραφίες που επιλέχτηκαν οι τρεις ήταν δικές μου. Πραγματικά δεν το πίστευα. Ο Μπεχράκης μάλιστα κάποια στιγμή εκφράστηκε με πολύ αφοπλιστικά λόγια για μένα: «Εμείς είμαστε φωτογράφοι», είχε πει, «ο Αρτίκος είναι καλλιτέχνης». Πραγματικά με αφόπλισε. Δεν καλοθυμάμαι τι κατάφερα να ψελλίσω με πάρα πολύ συστολή. «Ρε παιδί μου», μου απάντησε βλέποντας την αμηχανία μου, «πάρε μια καλή μηχανή, και ασχολήσου με αυτή τη τέχνη. Αφού το΄χεις».
Έτσι ξεκίνησα… Τόσο απλά. Με μια καλή φωτογραφική μηχανή, που μου έκανε δώρο η γυναίκα μου.
Ε, μετά από αυτό ξεθάρρεψα και άρχισαν να βγαίνουν μέσα από άλλο δρόμο πια όλα εκείνα που με είχαν επηρεάσει μέχρι τότε στη ζωγραφική μου.
Ήρθε η πρώτη έκθεση στη «Διέξοδο», του Νίκου Κορδόση, άρχισα κι εγώ σιγά-σιγά να συνειδητοποιώ τις φωτογραφικές μου δυνατότητες, να αντιλαμβάνομαι τις ουσιαστικές εκφραστικές δυνατότητες της φωτογραφικής τέχνης και όλα αυτά με οδήγησαν να ασχοληθώ και με το τεχνικό κομμάτι της φωτογραφίας. Να φανταστείς, είχα κάνει δύο εκθέσεις και ακόμα διάφραγμα δεν ήξερα τι είναι. Πήγα λοιπόν ξανά στον Ντόβα και του είπα μεταξύ σοβαρού και αστείου – για μένα σοβαρό, για κείνον αστείο ίσως – το ακόλουθο: «Άκου να σου πω… Εσύ με έσπρωξες στη φωτογραφία, εσύ θα μου πεις τώρα, τι είναι το διάφραγμα».
Είχε πάψει πια η φωτογραφία να είναι ένα απλό χόμπι. Έγινε πάθος. Ένα πάθος που για να λειτουργήσει θέλει τρία πράγματα: ένα βλέμμα, μια μηχανή και το φυσικό φως της μέρας. Βέβαια, για να τα λέμε όλα, δεν ξέρω πόσο καλός φωτογράφος θα ήμουν, αν πριν δεν είχα δουλέψει πολύ με τη ζωγραφική. Δεν χρειάστηκε, για παράδειγμα, να μπω καν στον κόπο να καταλάβω το πόσο σημαντικό είναι το κάδρο, οι τονικότητες, οι γωνίες και ένα σωρό άλλες τεχνικές λεπτομέρειες, αφού αυτές τις κουβαλούσα ήδη μέσα στο αίμα μου. Απ’ την άλλη αυτή η τέχνη δεν είχε καθόλου κόπο, αφού η παραγωγή μιας φωτογραφίας δεν απαιτούσε τόσο πολύ κούραση όσο η ζωγραφική.»
«Το μεγαλύτερο πρόβλημα όχι μόνο για την τέχνη της φωτογραφίας, αλλά για κάθε μορφή τέχνης είναι η εύκολη και γρήγορη καταξίωση. Εκεί θέλει προσοχή… Δεν πρέπει να χάσεις το μέτρο.
Όταν είχα αρχίσει να ανεβαίνω φωτογραφικά, και οι φωτογραφικές μου υποχρεώσεις με οδηγούσαν συχνά πυκνά στην Αθήνα, όπως ήταν φυσικό βρέθηκα ανάμεσα στους πιο αξιόλογους φωτογραφικούς κύκλους της χώρας, οι οποίοι άρχισαν να με επηρεάζουν αρχικά σε ένα πολύ μεγάλο βαθμό, με αποτέλεσμα να ξεστρατίσω από το δρόμο μου και να χάσω την μοναδικότητά μου… Να το πω καλύτερα: Τη δική μου ταυτότητα. Ό,τι με είχε κάνει δηλαδή, να ξεχωρίζω. Τελικά το φωτογραφικό μου αποτέλεσμα εκείνης της μικρής περιόδου ήταν… «κάπως». Λίγο δικό μου, λίγο ξένο. Αυτά όμως που αναγκάζουμε τον εαυτό μας να κάνει έχει πάντα ένα όριο. Δε μπορεί να μας πάει μακριά.
Ευτυχώς ξέμπλεξα νωρίς με το δήθεν της «κουλτούρας». Ξαναντάμωσα τα πράγματα που αγαπούσα, ξαναείδα τον κόσμο με τα δικά μου μάτια. Δεν με ενδιέφερε να λένε για μένα ο Αρτίκος «είναι έτσι», «είναι αλλιώς», «είναι…». Ένα σωρό «είναι», αλλά ο Αρτίκος να μην είναι τίποτα από αυτά».
Αυτός είναι ο Αρτίκος και αυτή είναι η ψυχή του.
Κοιτώντας τις φωτογραφίες του ποτέ δεν ξέρεις, αν το βλέμμα των ειδώλων του, είναι το δικό του βλέμμα ή αν το δικό του βλέμμα, είναι το βλέμμα των ειδώλων του.