.
Είναι μια ιστορία
Σχέδιο εκκαθάρισης «Περιστερά»
Στρατηγός Πετζόπουλος (διαταγή 18/12/1948): «Προβείτε προκαταρκτικάς ενεργείας,
ώστε την 27 – 12 – 48 συλληφθώσι ταυτοχρόνως εκ των αστικών κέντρων απάσης υμών περιοχής
εν συνεννοήσει μετά των κατά τόπους στρατιωτικών αρχών, άπαντες ιδιώται κομμουνισταί,
ανεξαρτήτως εάν θεωρούνται ύποπτοι ή ου και ανεξαρτήτως επαγγέλματος
Οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του κυβερνητικού στρατού στην Πελοπόννησο άρχισαν στις 5/12/1948 – με τη μετακίνηση στρατευμάτων στην περιοχή – και ουσιαστικά ολοκληρώθηκαν στις 30/1/1949. Πριν την έναρξη της επιχείρησης, υπήρχαν στην περιοχή η 72η Ταξιαρχία, 14 Τάγματα ελαφρού πεζικού, 3 Τάγματα Χωροφυλακής, δύο Μοίρες ΛΟΚ, ένα Σύνταγμα αναγνωρίσεως (θωρακισμένα), μια Πυροβολαρχία και φυσικά οι παρακρατικές δυνάμεις. Για την πραγματοποίηση της επιχείρησης, μεταφέρθηκαν από το Βίτσι η 9η Μεραρχία, δύο Μοίρες ΛΟΚ, ένα Σύνταγμα Πεδινού και μια Μοίρα Ορειβατικού Πυροβολικού, ένας Λόχος Μηχανικού. Επίσης επιστρατεύτηκαν μια Μοίρα Στόλου (αντιτορπιλικά και αρματαγωγά και δύναμη Αεροπορίας. Ουσιαστικά, γίνεται λόγος για δυνάμεις που κυμαίνονταν, συνολικά, γύρω στις 40 χιλιάδες άνδρες. Απέναντι σ’ αυτές τις δυνάμεις, ο ΔΣΕ είχε να αντιτάξει την 3η Μεραρχία του με διοικητή τον Στ. Γκιουζέλη και δύναμη μαχητών περί τις 3.500. Κι αν λάβει κανείς υπόψη του ότι αυτοί οι αγωνιστές δεν είχαν σύνδεση με τις υπόλοιπες δυνάμεις του ΔΣΕ στην Ελλάδα και ότι ο ανεφοδιασμός τους γινόταν από τη θάλασσα, γίνεται αντιληπτή η τραγικότητα της κατάστασής τους.
Το σχέδιο εκκαθάρισης της Πελοποννήσου που εφάρμοσε ο κυβερνητικός στρατός πήρε την επωνυμία “Περιστερά”. Ομως, μόνο περιστερά δεν ήταν. Τη διεύθυνση της επιχείρησης ανέλαβε ο στρατηγός Τσακαλώτος και τη στρατιωτική διοίκηση είχε ο στρατηγός Θ. Πετζόπουλος, τον οποίο ο λαός, για τα όργια τρομοκρατίας που διέπραξε, πολύ ορθά αποκαλούσε “Ιμπραϊμ”.
Εντείνεται η μαζική βία
Πρώτη ενέργεια της επιχείρησης “Περιστερά” ήταν η πλήρη απομόνωση της Πελοποννήσου από την υπόλοιπη Ελλάδα. Κανείς δεν μπορούσε να μπει ή να βγει από την περιοχή της, χωρίς την άδεια της Αστυνομίας και των στρατιωτικών δυνάμεων. Η θαλάσσια περιοχή ελεγχόταν από το στόλο, ούτως ώστε να εμποδιστεί ο ανεφοδιασμός των ανταρτών και στα λιμάνια γινόταν εξονυχιστικός έλεγχος των ταξιδιωτών και των φορτίων των καραβιών. Δίπλα σ’ αυτά τα μέτρα, προστέθηκαν και οι αδίστακτες μαζικές συλλήψεις πληθυσμού, που θεωρούνταν ύποπτος ότι συμπαθούσε ή βοηθούσε τις δυνάμεις του ΔΣΕ. Η σκληρότητα αυτών των μέτρων απεικονίζεται ανάγλυφα στις διαταγές που εξέδωσε ο στρατηγός Πετζόπουλος προς τις μονάδες στρατού που διοικούσε. Συγκεκριμένα, σε διαταγή του στις 18/12/1948 ανέφερε:
“Προβείτε προκαταρκτικάς ενεργείας, ώστε την 27 – 12 – 48 συλληφθώσι ταυτοχρόνως εκ των αστικών κέντρων απάσης υμών περιοχής εν συνεννοήσει μετά των κατά τόπους στρατιωτικών αρχών, άπαντες ιδιώται κομμουνισταί, ανεξαρτήτως εάν θεωρούνται ύποπτοι ή ου και ανεξαρτήτως επαγγέλματος (δημόσιοι υπάλληλοι, επιστήμονες). Εφιστώ την προσοχή σας επί γεγονότος ότι είθισται συλλαμβάνονται εργάται ή μικροεπαγγελματίαι και παραμένωσι ελεύθεροι οι πλέον επικίνδυνοι οι επιστήμονες και άλλοι. Ουδεμίαν τοιαύτην εξαίρεσιν θα ανεχθώ. Τουναντίον, συλλήψεις ενεργηθώσιν από τους πλέον επικινδύνους τούτους μέχρι τελευταίου κομμουνιστού”.
Στις 28/12/1948 ο νέος Ιμπραϊμ της Πελοποννήσου τηλεγραφούσε στην Καλαμάτα και στην Πάτρα:
“Σύνολον συλληφθέντων εντός πόλεως ΚΑΛΑΜΩΝ απαράδεκτον. Φαίνεται δε με αντελήφθητε. Επαναλαμβάνω ουδείς κομμουνιστής δέον παραμείνη ελεύθερος ΚΑΛΑΜΑΣ, ένθα σοβαρωτέρα κομμουνιστική εστία ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ. Δέον αντιληφθήτε ότι αστικά κέντρα δέον εκκαθαρισθώσι απολύτως από κομμουνιστικόν μίασμα. Διά κομμουνιστάς διαμένοντας αστικά κέντρα ουδείς οίκτος. Συλλήψεις συνεχισθώσι”.
“Ανακοινώσατε αστυνομικόν διευθυντήν Πατρών κάτωθι διαταγήν μου. Αναφερθείς αριθμός συλληφθέντων εν Πάτραις 63 προξενεί αλγεινήν εντύπωσιν και τον θεωρώ απαράδεκτον. Φαίνεται ότι οι αρμόδιοι και υπεύθυνοι δεν αντελήφθησαν ότι εκκαθάρισις αστικών κέντρων και γενικώς μετόπισθεν στρατού από κομμουνιστικά στοιχεία αποτελεί ύψιστον εθνικόν καθήκον και ανάγκην…”. (Βλέπε: Θ. Πετζόπουλου: “1941 – 1950 Τραγική πορεία”, σελ. 204 και 206 -207. Επίσης: Σ. Γρηγοριάδη: “Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας”, τόμος 3ος, σελ. 345 – 346).
Στο ερώτημα ποιοι ήταν αυτοί που συλλαμβάνονταν δεν είναι δύσκολο να δοθεί η απάντηση. Οι αρχές κάτω από τέτοιου είδους διαταγές δεν πολυσκοτίζονταν για το ποιους θα έβαζαν στο χέρι. Προχωρούσαν αδιακρίτως σε συλλήψεις, αρκεί να είχαν υπόνοιες ότι ο υποψήφιος προς σύλληψη δεν τους έμοιαζε και τόσο εθνικόφρονας. Ετσι, μαζί με τους κομμουνιστές, αριστερούς και προοδευτικούς πολίτες, τα κρατητήρια γέμισαν και από δεξιούς, συντηρητικούς και βασιλόφρονες, οι οποίοι δεν είχαν επιδείξει κάποια ιδιαίτερη αντικομμουνιστική δραστηριότητα για να μπορούν να τους ξεχωρίσουν τα στρατιωτικά και αστυνομικά όργανα.
Από τα στοιχεία που υπάρχουν γίνεται λόγος για 4.500 συλληφθέντες, οι οποίοι χωρίστηκαν σε δύο κατηγορίες. Οσοι θεωρήθηκαν ιδιαίτερα επικίνδυνοι – περί τους 2.500 – φορτώθηκαν σε αρματαγωγά και στάλθηκαν στη Μακρόνησο και το Τρίκκερι. Οι άλλοι κλείστηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Σκηνές ιλαροτραγωδίας
Οι συλλήψεις συντηρητικών πολιτών, όπως ήταν επόμενο, προξένησαν αντιδράσεις που πολύ γρήγορα έφτασαν ως την Αθήνα. Ετσι, κινήθηκαν πολιτικοί και άλλοι παράγοντες για να σώσουν ανθρώπους που κινδύνευαν να χαθούν – ή, το λιγότερο, να υποστούν συνέπειες χωρίς λόγο – μέσα σ’ αυτήν την ξέφρενη παραζάλη του αντικομμουνισμού. Να πώς περιγράφει αυτή την ιλαροτραγωδία ο στρατηγός Θρ. Τσακαλώτος: “Ως ήτο επόμενον, η πληροφορία των συλλήψεων μετεδόθη αμέσως εις Αθήνας και οι πολιτικοί παράγοντες εκινητοποιήθησαν προς πάσας τας κατευθύνσεις να ματαιώσουν τας συλλήψεις. Τα τηλέφωνα του Στρατηγείου του Σώματος Στρατού ήρχισαν να κωδωνίζουν συνεχώς. Το Αρχηγείον Χωροφυλακής εζήτη να αποκεφαλίση τον επιθεωρητήν Χωροφυλακής, το ΓΕΣ εζήτη τον λόγον πώς και διατί ανελήφθη αυτή η πρωτοβουλία, άνευ υπολογισμού των συνεπειών κλπ., διάφοροι παράγοντες των κομματαρχών πασάδων της Πελοποννήσου είχον συγκεντρωθή εις την εξώπορταν του στρατοπέδου, κρατούντες καταλόγους συλληφθέντων προσώπων, φίλων των εν κυβερνήσει υπουργών και απαιτούντες την άμεσον απόλυσίν των.
Το Επιτελείον του Σώματος και ειδικώς ο αρχηγός του Α Κλάδου, συντ/ρχης τότε, Κετσέας Γρ., μη θέλων να επικοινωνήση τηλ/κώς με τον διοικητήν του Σώματος Στρατού, διά να αναφέρη τα συμβαίνοντα και να ζητήση διαταγάς και αφ’ ετέρου αντιλαμβανόμενος ότι θα έπρεπε να τον απαλλάξη από τας πιέσεις που ασφαλώς θα υφίστατο εις Αθήνας, απεφάσισε να δημιουργήση κατάστασιν αδυναμίας επεμβάσεως εις οιονδήποτε μέχρις ότου αποπλεύσουν τα πλοία. ΠΡΟΣ ΤΟΥΤΟ ΔΙΕΤΑΞΕ ΤΗΝ ΑΠΟΚΟΠΗΝ ΤΩΝ ΤΗΛΕΦΩΝΙΚΩΝ ΓΡΑΜΜΩΝ ΜΕ ΤΑΣ ΑΘΗΝΑΣ ΩΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΙΝ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΩΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΞΩΠΟΡΤΑΝ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΗΓΕΙΟΥ ΕΙΣ ΑΠΟΣΤΑΣΙΝ 500 ΜΕΤΡΩΝ. Καθησύχασε τον επιθεωρητήν Χωροφυλακής, ο οποίος εφαίνετο στενοχωρημένος και διέταξε την εκτέλεσιν της αποφάσεώς μου, ήτοι την αναχώρησιν οπωσδήποτε των πλοίων προ του μεσονυχτίου και την αποστολήν σήματος αφίξεως εις Μακρόνησον… Το απόγευμα της επομένης, ελήφθη σήμα των πλοίων ότι έφτασαν εις Μακρόνησον και απεβίβασαν συλληφθέντας.
Διέταξε την αποκατάστασιν της τηλεφωνικής γραμμής και ανέφερε εις ΓΕΣ, δι’ εκτάκτου δελτίου, τη σύλληψιν και μεταφοράν εις Μακρόνησον.
Το ΓΕΣ και οι εν Αθήναις πολιτικοί, μη γνωρίζοντες τη μεταφοράν εις Μακρόνησον, αλλά νομίζοντες ότι οι συλληφθέντες κρατούνται εις Πελοπόννησον, ήλπιζαν ότι θα επιτύγχανον την απόλυσίν των. Οταν επληροφορήθησαν ότι είχον ήδη μεταφερθή εις Μακρόνησον, εξέσπασαν εις εντόνους διαμαρτυρίας, αλλά ήτο πλέον αργά, διότι ουδείς ετόλμα, εν όψει των περιστάσεων και της πιέσεως των Αμερικάνων, να αναλάβη την ευθύνην της μεταφοράς των πάλιν εις Πελοπόννησον” (Θρ. Τσακαλώτος: “40 Χρόνια στρατιώτης της Ελλάδος”, τόμος β, σελ. 203 – 204).
Μέσα σε τέτοιες συνθήκες, με συντριπτικό συσχετισμό δυνάμεων εις βάρος του και χωρίς δυνατότητες ανεφοδιασμού του σε πυρομαχικά, ο ΔΣΕ στην Πελοπόννησο, παρά την ενεργητικότητα, το θάρρος και των ηρωισμό των μαχητών του, οδηγήθηκε εκ των πραγμάτων σε ήττα και συντριβή. Σ’ αυτόν τον αγώνα έδωσαν τη ζωή τους πολλοί αγωνιστές και τα καλύτερα στελέχη του ΔΣΕ Πελοποννήσου. Ανάμεσά τους και ο Στ. Γκιουζέλης, ο οποίος στο τελευταίο, πριν τον θάνατό του, άρθρο που έστειλε στο περιοδικό “Δημοκρατικός Στρατός”, με ημερομηνία 13/1/1949, γράφει ανάμεσα στα άλλα: “Η πείρα από την αντιμετώπιση 25 τώρα μέρες, της επιδρομής του εχθρού, δείχνει πως ο λαός του Μοριά με μαχητική του πρωτοπορία τον ΔΣ του θα φανούν αντάξιοι κληρονόμοι των ηρωικών παραδόσεων της κλεφτουριάς του ’21 και θα συντρίψουν τις ορδές των νέων Μπραϊμηδων του μοναρχοφασιμού” (βλέπε: “ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟΣ ΣΤΡΑΤΟΣ”, έκδοση”Ριζοσπάστης”, 1996, τόμος Β, σελ. 85 – 87).
Στις 29 Γενάρη του 1949, ο στρατηγός Τσακαλώτος παρέδιδε τη διοίκηση όλων των δυνάμεων της Πελοποννήσου στον στρατηγό Πετζόπουλο. Η παράδοση αυτή σήμαινε ότι για τον κυβερνητικό στρατό η εκκαθάριση της Πελοποννήσου από τους αντάρτες του Δημοκρατικού Στρατού ουσιαστικά είχε τελειώσει.