Στο πρόσωπο του παιδιού
κάποιοι είδαν όσα μισούν, είδαν αυτά που φοβούνται
- από το προφιλ του
Κωστή Παπαϊωάννου
Ο τίτλος από εφημερίδα των πρώτων μεταναστευτικών χρόνων του 20ου, όπως τον μετέφερε ο ομογενής από το Ντιτρόιτ Dan Georgakas. Τους νοτιοευρωπαίους δεν τους θεωρούσαν λευκούς, οι Έλληνες ήταν «ανατολίτες», εξ ορισμού δηλαδή μη λευκοί. Κατά τόπους ίσχυαν για αυτούς όσα ίσχυαν για τους μαύρους. Σε κινηματογράφους η πλατεία προοριζόταν για λευκούς, το πατάρι/εξώστης για μαύρους και μη λευκούς (Έλληνες, Ιταλούς κ.ο.κ.).
Το θυμήθηκα με τον ρατσιστικό οχετό για το γλυκύτατο κοριτσάκι που ανέβηκε στη σκηνή με τον νέο δήμαρχο. Στο πρόσωπο του παιδιού κάποιοι είδαν όσα μισούν, είδαν αυτά που φοβούνται. Είδαν χρώμα προσφυγικό, μεταναστευτικό, λάθρο, αλλοδαπό, ξένο. Είδαν, αλί και τρισαλί, στην κεντρική πλατεία της λευκής μας πόλης, στη γιορτή της Πρωτοχρονιάς, μειωμένη λευκότητα, λειψή καθαρότητα. Αλή και τρισαλή με ήτα δηλαδή.
Αυτό είναι το αστείο με το λευκότερο λευκό που στοιχειώνει το μυαλό του ελληνόφρονος ελληνόψυχου πατριώτη: ακριβώς αυτό δείχνει την πικρή του αλήθεια: μισεί τη φτώχεια, μισεί την εικόνα που θα δείξει στον καθρέφτη τους κρυφούς του εφιάλτες. Γιατί το χρώμα καθρεφτίζει κοινωνικές και ταξικές ιεραρχήσεις. Γιατί με γνώμονα το λευκότερο λευκό οι Έλληνες κόβονταν σε όλες τις εξετάσεις. Έφταναν στην Αμερική και ήταν φυλετικά αμφίβολης καθαρότητας. Πήγαιναν στη Γερμανία και ήταν γενετικά κατώτεροι από τους δήθεν καθαρούς δήθεν προγόνους. Γιατί, χτες ακόμα, με άρρητο γνώμονα το χρώμα κι ο Σόιμπλε έκοβε τους Έλληνες.
Γιατί χαζέ μου αρχαιόπληκτε κι ο Περικλής ο ίδιος να έφευγε από την Αρχαία Αθήνα και να πήγαινε μετανάστης στο Έλις Άιλαντ, μαύρος θα φαινόταν. Κι ο Λεωνίδας σου υποσαχάριος θα έμοιαζε.
Γιατί το χρώμα ηλίθιε φτωχέ μου ρατσιστή είναι στα μάτια αυτού που το βλέπει. Ιδίως το μαύρο και το λευκό, μικρέ μου βλάκα.