Η ποτοαπαγόρευση – Γκάνκστερς και speakeasies

Για τους Προτεστάντες
η ποτοαπαγόρευση ήταν μία ευκαιρία
για ολοκληρωτικό κοινωνικό ρεφορμισμό

Στις ΗΠΑ του δεκάτου ενάτου αιώνα
η κατανάλωση αλκοόλ ήταν ευρέως διαδεδομένη
.

Οι προστάτες των ηθών προσπάθησαν με κάθε μέσο, ακόμη και με την ίδρυση πολιτικού κόμματος,
του «Κόμματος της Απαγόρευσης» (Prohibition Party) να αντιταχθούν στη διάδοση του αλκοόλ.
Η τεράστια πίεση που ασκούσαν κορυφώθηκε στις 16 Ιανουαρίου 1919

Εκείνη την ημέρα μπήκε στο Αμερικανικό Σύνταγμα η 18η τροπολογία, σύμφωνα με την οποία απαγορευόταν η πώληση και κυκλοφορία αλκοολούχων ποτών στις ΗΠΑ, η οποία τέθηκε σε ισχύ σε ομοσπονδιακό επίπεδο έναν χρόνο αργότερα. Εξαιρέσεις επιτρέπονταν μόνο για ιατρικούς και θρησκευτικούς σκοπούς, ενώ η χρήση αλκοόλ έπρεπε να καταγράφεται και να ελέγχεται κάθε φορά με αυστηρότητα.

Μία ημέρα μετά την 18η τροποποίηση του αμερικανικού Συντάγματος και την ισχύ του νόμου Volstead, τα μπαρ ετοιμαζόντουσαν για το οριστικό τους κλείσιμο. Ήταν σύμφωνα με καταγεγραμμένες μαρτυρίες μία από τις πιο περίεργες μέρες, καθότι πολλά μπαρ έδιναν δωρεάν ποτά στον κόσμο που ήθελε να γίνει στουπί την τελευταία μέρα, ενώ άλλα χρέωναν 2 και 3 δολάρια ένα ποτήρι ουίσκι ή και μέχρι 30 δολάρια το μπουκάλι. Ξεκινούσε μία νέα εποχή που θα διαρκούσε περίπου 13 χρόνια και θα γεννούσε έναν αλλιώτικο υπόκοσμο που δεν θα βασιζόταν πια σε παράνομα στοιχήματα και σε προστασίες, αλλά στο ίδιο το παράνομο ποτό. Μπορεί σήμερα η Ποτοαπαγόρευση να έχει συνδεθεί με την άνοδο της Μαφίας, τον Al Capone και τα speakeasies (παράνομα ποτοπωλεία), αλλά η πικρή αλήθεια είναι πως οι ίδιοι οι Αμερικάνοι έστρωσαν τον δρόμο για να φτάσει η 16η Ιανουαρίου του 1920.

Στη χώρα, ήδη από τις αρχές του 1800, υπήρχαν σύλλογοι και λέσχες από παραθρησκευτικές οργανώσεις που απαξίωναν το ποτό και όσους το έβαζαν στην καθημερινότητα τους (σ.σ.: το American Society for the Promotion of Temperance που ιδρύθηκε το 1826 ήταν ένα από αυτά). Το 75% των Πολιτειών των ΗΠΑ είχε ευθυγραμμιστεί με την τροπολογία, ενώ κόμματα όπως το Prohibition Party είχαν λάβει μέρος στις εκλογές.

Οι Προτεστάντες ήταν ίσως οι πιο σκληροί κριτές αυτής της περιόδου. Για εκείνους, η Ποτοαπαγόρευση ήταν μία ευκαιρία για ολοκληρωτικό κοινωνικό ρεφορμισμό, μία ευκαιρία να γίνουν οι αμαρτωλοί ενάρετοι και να οδηγήσουν τον κόσμο σε μία νέα Σταυροφορία εκκαθάρισης από το αλκοόλ. Δεν τους άρεσε το γεγονός ότι οι μετανάστες δημιουργούσαν την ανάγκη για περισσότερα σαλούν και περισσότερα ποτά, αλλά ούτε και όσα έφερναν μαζί τους οι εγκαταστάσεις αυτές. Στα σαλούν υπήρχαν μόνιμοι καβγάδες, σύζυγοι που απατούσαν τις γυναίκες τους με πόρνες και τακτικές χαρτοπαικτικές λέσχες που εκτός από οικονομική καταστροφή οδηγούσαν και σε εγκληματικές ενέργειες. Για τους Προτεστάντες, ήταν η τέλεια ευκαιρία να χτυπήσουν το Κακό από την ρίζα και να κερδίζουν πολλά περισσότερα από τον αφανισμό του ποτού.

Δεν είναι τυχαίο πως η πρώτη Πολιτεία που απαγόρευσε το ποτό και κράτησε ψηλά την σημαία της Ποτοαπαγόρευσης, είναι το πάλαι ποτέ οχυρό των Προτεσταντών. Το Maine. Το ποτό εξαφανίστηκε ολοσχερώς και με απειροελάχιστα παράνομα ποτοπωλεία -τα οποία έκλειναν την ίδια στιγμή- ενώ η Πολιτεία κατάφερε να κρατήσει απαγορευμένο το αλκοόλ για μία επιπλέον πενταετία ακόμη και μετά το τέλος της Ποτοαπαγόρευσης το 1933. Το Maine ξεχώριζε ανέκαθεν για μία σειρά ακτιβιστών-σταυροφόρων ενάντια στο ποτό, όπως η ευαγγελίστρια Carrie Nation που έγινε σύμβολο για τους μετριοπαθείς της εποχής, σπάζοντας μπαρ με πέτρες και μπαλτάδες ενώ την ίδια στιγμή συνοδευόταν από γυναίκες που έψαλλαν. Όλα αυτά πολύ πριν την Ποτοαπαγόρευση, αν σκεφτεί κανείς πως η Nation πέθανε το 1911.

 

 

Όμως η προετοιμασία είχε ήδη ξεκινήσει. Να φανταστεί κανείς πως λίγο πριν την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, 26 από τις (τότε) 48 Πολιτείες δεν είχαν στάλα αλκοόλ στα μπαρ τους. Με την ένταξη των ΗΠΑ στον Πόλεμο, η αποχή από το αλκοόλ συνδέθηκε με τον πατριωτισμό μιας και στην αντίπαλη όχθη, υπήρχαν οι Γερμανοί με τις μπίρες τους, τα ζυθοποιεία τους και τα μεθύσια τους. Δύο μέρες μετά την έναρξη της Ποτοαπαγόρευσης, ο νόμος Volstead  έδινε ουσιαστικά το ελεύθερο στις ομοσπονδιακές αρχές των ΗΠΑ, να μπορούν να διεξάγουν έρευνες και να συλλαμβάνουν τους παραβάτες. Το να πίνεις, είχε μετατραπεί σε ομοσπονδιακό κακούργημα.

Το θέμα όμως είναι πως και οι ίδιοι οι Αμερικάνοι, στην πλειοψηφία τους, είχαν αποφασίσει να αφήσουν κάτω τα ποτήρια και τα μπουκάλια. Αυτό ωστόσο δημιούργησε τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα. Οι ιστορικοί εκτιμούν πως μέχρι το 1925 υπήρχαν 100.000 καινούργια μπαρ μόνο στη Νέα Υόρκη, ενώ σε περιοχές που βρισκόντουσαν κοντά στον Καναδά όπως το Detroit, η αστυνομία είχε μόνιμα μπλόκα για να κατασχέσει παράνομα φορτία με ποτό που ερχόντουσαν μέσα σε καμιόνια με γούνες, σιτηρά ή άλλα αγαθά. Υπήρχαν αυτοκίνητα με ψεύτικους πάτους, φορτηγά με κρυφές καρότσες, βαρέλια που στο πάνω μέρος είχαν παστή σαρδέλα και όλο το υπόλοιπο μέρος περιείχε ποτό. Και παρόλους τους νόμους, δεν ήταν και λίγοι οι αξιωματούχοι της κυβέρνησης που ήταν παράνομοι πελάτες έτσι ώστε να μπορέσουν να απολαύσουν ένα ποτάκι. Και εδώ έρχονται στο προσκήνιο οι μεγάλοι κερδισμένοι της Ποτοαπαγόρευσης.

 

Σχεδόν όλοι οι μαφιόζοι στην Αμερική, είδαν τα παράνομα κέρδη τους να τριπλασιάζονται μετά την ενασχόλησή τους με το λαθρεμπόριο ποτού. Ο νόμος βρισκόταν μόλις μία ώρα σε ισχύ, όταν έξι ένοπλοι αποπειράθηκαν να κλέψουν ένα τρένο που περιείχε κατασχεμένα βαρέλια με ουίσκι, αξίας 100.000 δολαρίων. Ήταν μία τέλεια ευκαιρία για τους γκάνγστερς να βγάλουν λεφτά, χωρίς να πρέπει να ληστέψουν τράπεζες και να εκβιάσουν ιδιοκτήτες μικροεπιχειρήσεων. Ο περίφημος Arnold Rothstein που μέχρι πριν την Ποτοαπαγόρευση έβγαζε τον μεγαλύτερο όγκο χρημάτων στήνοντας παιχνίδια μπέιζμπολ, είδε τα κέρδη του να εκτοξεύονται όταν κινήθηκε γρήγορα και εξασφάλισε την διαρκή ροή αλκοόλ από το Hudson του Καναδά, μέσα από το Lindy’s Restaurant, το κεντρικό του «αρχηγείο» στο Manhattan. Λέγεται μάλιστα πως ο Scott Fitzgerald έγραψε το Great Gatsby βασισμένο στον Rothstein και χάρη στα μοναδικά του υπόγεια πάρτι γεμάτα ποτό και θεάματα.

Μέσα σε λίγα χρόνια, ένας γκάνγκστερ εξελίχθηκε σε ένα νέο μοντέλο αμερικανικού ήρωα, μόνο και μόνο επειδή κατάφερε να εξασφαλίσει στον κόσμο αυτό που ο ίδιος απαξίωσε.

Όμως αν πρέπει να μιλήσουμε για τον πιο πετυχημένο από άποψη εσόδων, τότε αυτός ήταν σίγουρα ο Al Capone. Ένας άλλοτε κακοποιός που κατάφερε να ξεχωρίσει και να σκαρφαλώσει στην ιεραρχία και που χάρη στα παράνομα καζίνο και τα παράνομα ποτάδικα του, είχε κέρδη 100 εκατομμύρια το χρόνο. Ο Capone ειδικά την περίοδο της Ποτοαπαγόρευσης, εξελίχθηκε σε έναν Ρομπέν των Δασών. Έκανε μεγάλες δωρεές σε ορφανοτροφεία, έχτιζε γηροκομεία και ξενώνες για βετεράνους πολέμου, ενώ οι γνωστές κατασκευές του ήταν τα περίφημα «soup kitchen» του όπου προσέφερε φαγητό σε απόρους.

 

 

Παρότι ωστόσο προσπαθούσε να παριστάνει τον καλό και να διαμηνύει πως δεν είναι τίποτε περισσότερο από επιχειρηματίας, τα γεγονότα του Valentine’s Day Massacre έσβησαν την καλή γνώμη που είχε για εκείνον το κοινό. Ήταν η ίδια χρονιά που ο Eliot Ness και η Αδιάφθορη ομάδα του, κατάφεραν να στριμώξουν τον Capone για φοροδιαφυγή και να τον κλείσουν για 11 χρόνια στη φυλακή – οπού εκεί έχασε και την ζωή του. Το τέλος του Al Capone σήμανε και την αρχή του τέλους για την Ποτοαπαγόρευση, με ρεπορτάζ εφημερίδων να αναφέρουν πως 8 στους 10 Γερουσιαστές έπιναν στα κρυφά, ενώ ο μέσος Αμερικάνος είχε τουλάχιστον ένα μπουκάλι στο σπίτι του. Ο πόλεμος ενάντια του αλκοόλ είχε αποτύχει.

 

Η σφαγή του Αγίου Βαλεντίνου

 

Τον Μάρτιο του 1933 και μετά από πιέσεις που δεχόταν από όλα τα μέτωπα, ο πρόεδρος Roosevelt τροποποίησε το νόμο Volstead, επιτρέποντας την παραγωγή και πώληση μπίρας που δεν ξεπερνούσε τους 3,2% βαθμούς αλκοόλ. Το Κραχ είχε κάνει ήδη την εμφάνισή του, το ηθικό του κόσμου βρισκόταν στα Τάρταρα και η ατάκα του Προέδρου «Δεν θα μας έκανε κακό μία μπίρα παραπάνω», ουσιαστικά έσβησε μία ολόκληρη Σταυροφορία που ξεκίνησε από το πουθενά και χωρίς λόγο, για να δώσει την σειρά της στην Μεγάλη Αναστροφή. Τον Δεκέμβρη του 1933, η Utah έγινε η πρώτη Πολιτεία που έστειλε την Ποτοαπαγόρευση στο χρονοντούλαπο της ιστορίας. Μαζί με το Maine που το κράτησε αντάρτικο για μία επιπλέον πενταετία, αξίζει να πούμε πως και ο Μισισιπής δεν νομιμοποίησε ποτέ την πώληση αλκοόλ πριν το 1966.

Η ουσία ωστόσο παραμένει. Οι Αμερικάνοι ξεκίνησαν ένα πόλεμο σε αγαθά προτού αποφασίσουν πρώτα να πολεμήσουν τον συντηρητισμό και τον αποτυχημένο τρόπο ζωής τους. Μπήκαν σε ένα σκεπτικό απαξίωσης και ολοκληρωτισμού και δεν είναι τυχαίο ότι σε πολλές γωνιές της Αμερικής, ακόμη και σήμερα, η Ποτοαπαγόρευση έχει αφήσει τα ίχνη της. Μόνο για να θυμίζει ότι αυτοί που φωνάζουν, καταστρέφουν και σπάνε, είναι και οι πρώτοι που ανοίγουν κρυφά το φλασκί με το αλκοόλ για να πιούν. Ή και το φλασκί που κρύβουν συνωμοτικά τους ανέμους του Αιόλου, έτοιμοι να τα διαλύσουν όλα

 

Πηγή | Ποτοαπαγόρευση: Η αμερικανική περίοδος
των gangsters και των speakeasies | Επιμέλεια: Λ.Τ.
Διαβάστε περισσότερα στην ενότητα Της ημέρας
με click πάνω στην κάρτα που ακολουθεί
ή στο Posted in Της Ημέρας