Παύλος Σιδηρόπουλος | Ελεγεία για έναν ηλεκτρικό ρεμπέτη


...

Παύλος Σιδηρόπουλος

| Ελεγεία για έναν ηλεκτρικό ρεμπέτη

Ήταν κάποτε ένας πρίγκιπας χωρίς στέμμα,
φορούσε σημάδια στα χέρια και συρμάτινες χορδές στη ψυχή
Μιλούσε τη γλώσσα των χαμένων, των πεισματάρηδων και των φλου

του Λευτέρη Τηλιγάδα


Τον έλεγαν Παύλο και είχε γεννηθεί στον αστερισμό των συγκρούσεων, από πατέρα βιομήχανο καπνού και μάνα από τη γενιά των Αλεξίου, συγγενής του Ζορμπά, δισέγγονο του χορού και του ανυπεράσπιστου παροξυσμού. Μεγάλη η γενιά, βαριά η κληρονομιά, αλλά εκείνος γύρεψε να χτίσει το δικό του βασίλειο, με δομικά υλικά την κιθάρα, τη μελωδία, τη νύχτα και την ηρωίνη.

Ποτέ δεν ταίριαξε στα μέτρα που οι άλλοι του πήραν. Γράφτηκε στο Μαθηματικό της Θεσσαλονίκης, αλλά αντί για ολοκληρώματα, ακολούθησε την άλγεβρα του Dylan και τη γεωμετρία των Animals. Η ζωή άρχισε να χύνεται σε συγχορδίες. Και μετά ο «Δάμων» βρήκε τον «Φιντία», τους Socrates, το Σαββόπουλο, το «Κύτταρο», τον Μαρκόπουλο τις γέφυρες και το κάψιμο… Γιατί το ροκ δεν ζητάει την άδεια κανενός.

Δεν ένιωσε το παλμό της «αντίστασης» παρά μονάχα τις πόζες της. Οι στίχοι του  χωρίς σημαίες και πρόσημα γέννησαν μια «φλου» ακροβασία ανάμεσα στο ρεαλισμό της πτώσης και την φαντασίωση του «Αν». Με τον Πουλικάκο και την «Σπυριδούλα» σκάλισαν τον ήχο μιας γενιάς χωρίς να γνωρίζουν αν το ροκ μπορούσε να χωρέσει μέσα στην ελληνική γλώσσα

Κι όμως. Και οι δυο τους το έκαναν όχι μόνο να χωρά, αλλά και να περισσεύει. Του φόρεσαν έναν κυνισμό γεμάτο ευαισθησία, μια μελαγχολία ανατρεπτική, ερωτικά βλέμματα υπόγεια και βραχνάδες, που είχαν καεί από μέσα αλλά άντεχαν να μασουλούν ουρανό.

Στο κέντρο του σύμπαντός του, η Γιόλα. Ποιήτρια, μούσα, συνταξιδιώτισσα στην τέχνη και στον εθισμό. Μαζί έγραψαν το βιβλίο της συνύπαρξης στο σκοτάδι. «Η ώρα του Stuff», το «Εν λευκώ» — ένα ροκ requiem, μια ομολογία πίστης στην πτώση.

Η σχέση τους τελειώνει, αλλά το ναρκοπέδιο μένει. Εκείνος δεν το διέσχισε ποτέ. Έμεινε μόνος, με τους Απροσάρμοστους. το «Zorba the freak», το «Rock in Athens»… Μια μεταπολιτευτική εκδίκηση. Μια Ελλάδα που αλλάζει και τον ξεχνά. Δηλώνει «καθαρός», μα μέσα του εξακολουθεί να βράζει η καύτρα. Διαβάζει Poe και De Quincey, γράφει σαν να μιλά στο φάντασμα του εαυτού του. Στην ουσία, είναι ένας Ορφέας χωρίς την Ευρυδίκη. Μόνο ένα λυχνάρι στο χέρι και μια έξοδος μέσα από το τούνελ που ο ίδιος άνοιξε.

Κι έπειτα — ο Δεκέμβρης. «Τον πρόλαβε η ιστορία», είπαν. Όχι όπως θέλησε, αλλά έτσι όπως άρμοζε σ’ ένα ροκ είδωλο που ποτέ δεν διεκδίκησε τον τίτλο. Οι δισκογραφικές έσπευσαν, οι εφημερίδες αναθεώρησαν. Το πρεζόνι έγινε θρύλος, το περιθώριο προτομή. Οι φήμες ξεχύθηκαν σαν καπνός σε υπόγειο: δολοφονία; αυτοκτονία; συνομωσία; Τίποτα από όλα αυτά δεν έμοιαζε πιο αληθινό απ’ το πρόσωπό του — ένα βλέμμα θλιμμένου προφήτη των Εξαρχείων.

Ο Παύλος δεν πέθανε στα 27. Δεν ήταν μέλος κάποιας διεθνούς ροκ λέσχης καταραμένων. Ήταν 42 χρονών. Πέθανε όρθιος, χτυπημένος απ’ ό,τι προσπάθησε να εξορκίσει με τα τραγούδια του. Πέθανε ποιητής και junkie. Πέθανε ρεμπέτης της σιωπής και ιππότης του ακάθαρτου ροκ, αλήτης και ευγενής με σπασμένα φτερά. Ο Σιδηρόπουλος δεν ήταν τραγουδιστής. Ήταν σώμα με φωνή, ήταν σύμπτωμα, ήταν κραυγή.

 

Σε πρώτο πρόσωπο

«Όχι, δεν χρειάζεται ο άνθρωπος να κάνει χρήση ηρωίνης
–το λέω κατηγορηματικά, γιατί έχω εμπειρία– δεν αξίζει το τράβηγμα.»

«H Αθήνα είναι ήδη πια παγκόσμιο ξενοδοχείο και στη μουσική έχουμε φαινόμενα όπως ο Fela Kuti, που τραγουδάει στα αφρικάνικα, η Nina Hagen στα γερμανικά, ένα ρώσικο συγκρότημα που τραγουδάει στη γλώσσα του και που ακούσαμε στο Live Aid. Η ελληνική γλώσσα έχει ήδη ταιριάξει στον ρυθμό του ροκ, και αυτό το ίδιο είναι παγκόσμιο φαινόμενο – είναι διεθνιστικό φαινόμενο, μπορούμε να πούμε, δεν έχει εθνικά σύνορα. Δεν έχει εθνική συνείδηση».

«Σκέφτομαι πάντα οικουμενικά, παγκόσμια. Υπάρχει η ελληνική ταυτότητα, όμως εμένα η σκέψη μου δεν έχει τέτοια σύνορα. Αυτή τη στιγμή θεωρείται παράδοση ο Αττίκ και ο Χαιρόπουλος – παρ’ όλα αυτά η μουσική τους είναι καθαρά γαλλικής κουλτούρας. Τα ρεμπέτικα είναι πάλι τούρκικη-αραβική κουλτούρα και τώρα κυριαρχεί η αγγλοσαξονική κουλτούρα, η δυτική κουλτούρα, με ματζόρε-μινόρε. Το ροκ τελικά έχει όμως και ανατολικά στοιχεία, είναι παγκόσμιο ξενοδοχείο, συγχωνεύει τα πάντα. Σήμερα υπάρχει ροκ που έχει δρόμους δικούς μας, λαϊκούς, αφρικάνικες κλίμακες, ινδικές ragas».

«…υπάρχουν οι παλιοί μπλουζίστες, που ο τρόπος ζωής τους μοιάζει πολύ με αυτόν των ρεμπέτηδων, κάτω βέβαια από άλλες συνθήκες και από άλλες εκφραστικές εικόνες. Άλλες φωτογραφίες θα είχαμε με λιμάνια, λουλάδες κ.λπ., κι άλλες θα ήταν οι φωτογραφίες με μπλουζίστες στην Αμερική, με κουνιστές πολυθρόνες, φυτείες και τέτοια. Όμως το feeling είναι το ίδιο. Απ’ αυτή την άποψη μπορούμε να πούμε πως οι δυο κουλτούρες έχουν κάποια συγγένεια. Επίσης η blue, η μελαγχολική κλίμακα των μπλουζ μοιάζει με το παράπονο των ρεμπέτηδων και με ορισμένους δρόμους τους. Αν αυτό το σκεφτεί κανείς και μουσικά μπορεί να βγάλει ένα μείγμα –ας το πούμε έτσι– που θα ‘ναι όμως δίκοπο μαχαίρι. Μπορεί να βγει κάτι ωραίο ή κάτι τελείως απαράδεκτο. Θα το καταλάβεις μόνο αν το κάνεις στην πράξη, γιατί όπως έλεγε κι ο Lou Reed –και το υποστηρίζω κι εγώ– μεταξύ ιδέας και έκφρασης υπάρχει μια ζωή ολόκληρη. Και στην Ελλάδα πολύς κόσμος έχει κάνει τέτοιες κρούσεις. Προσωπικά έχω ξεχωρίσει τον Νίκο Παπάζογλου, που είναι πιο «ρεμπέτης» απ’ όσο θα ήθελα εγώ, και τους Φατμέ (Νίκος Πορτοκάλογλου κ.ά.), που είναι πιο υποτονικοί, απ’ όσο θα ήταν η δικιά μου μουσική.»

«Δεν πήρα ποτέ πτυχίο, πρώτον, επειδή είχα την εντύπωση ότι έχανα τον καιρό μου, και δεύτερον, γιατί με ενοχλούσε πάρα πολύ εκείνη η εποχή της δικτατορίας. Βρίσκομαι πια σε μια θέση όπου δεν μπορώ να είμαι «μαθητής» με τίποτα – αισθάνομαι ότι πρέπει να εκφραστώ. Ακούω τους μουσικούς και αισθάνομαι συνάδελφος. Αρχίζω να νοιώθω αυτό που αργότερα έγινε παγκόσμια φάση: το “get together”.»

«Κατά το ’73 αρχίζω να γράφω μουσική και να μαθαίνω κιθάρα – όχι με σκοπό να γίνω κιθαρίστας, αλλά για να μπορώ να τραγουδάω τα τραγούδια στο σπίτι, για δική μου ευχαρίστηση και ταυτόχρονα για να έχω ένα όργανο, που πάνω του να μπορώ να συνθέσω.»

«Πρώτα-πρώτα είναι αδύνατο να παίζεις ροκ εντ ρολ με μουσικούς που δεν εμπιστεύεσαι. Δεν γίνεται τζουκ-μποξ με τίποτα. Οπότε, βασική προϋπόθεση είναι η εμπιστοσύνη σ’ αυτούς, όχι μόνο σαν μουσικούς, αλλά και σαν άτομα – το πώς κινούνται. Ο τρόπος που παίζουν στη σκηνή, τα κύματα που δίνουν, όλα αυτά λειτουργούν στο ροκ εντ ρολ. Ο τρόπος συνεργασίας μας με την Σπυριδούλα ήταν ο εξής: εμείς δεχόμαστε τις απόψεις σου κι εσύ τις δικές μας. Αν είχαμε κοινά σημεία, καλώς. Στην ενορχήστρωση των κομματιών έχει «άποψη» η Σπυριδούλα, κάτι που αναφέρεται και στον δίσκο.»

«Τότε ήταν διαχωρισμένοι οι ηρωινομανείς λαϊκοί (μπουζούκια, σκυλάδικα) και το κύκλωμα των ηρωινομανών στο ροκ. Αυτά μιξαρίστηκαν από το 1979 και μετά. Στους ρεμπέτες υπήρχε ο Ανέστης Δελιάς, που ήταν πρεζάκι. Η δική μου γενιά είναι της drug culture. Αυτή δεν είχε σχέση με την πρέζα ή με το body building, με τα δύο άκρα. Τώρα βλέπω μπλουζάκια νεαρών με το σύνθημα «no drug generation», έτσι απροκάλυπτα. Η ηρωίνη σαν ναρκωτικό του νευρικού συστήματος το καταστέλλει μέχρι πλήρους αδράνειας. Τότε, στη γλώσσα της ηρωίνης, έχουμε το «νοντάρισμα», το κουτούλημα. Όχι, δεν χρειάζεται ο άνθρωπος να κάνει χρήση ηρωίνης –το λέω κατηγορηματικά, γιατί έχω εμπειρία– δεν αξίζει το τράβηγμα. Είναι πολύ άνισο αυτό που παίρνεις μ’ αυτό που δίνεις –πέρα από την πρέζα–, ώστε να ξαναέρθεις σε κάποια ισορροπία. Εκτός αν αποφασίσεις να είσαι σε όλη σου τη ζωή πρεζάκιας, οπότε εκεί δεν ξέρω τι συμβαίνει, δεν μπορώ να πω τίποτα.»

 

 

———————————————————————————————————————————————
Τα λόγια του «Σε πρώτο πρόσωπο» είναι αποσπάσματα συνεντεύξεων που δημοσιεύονται στο διαδίκτυο | Πηγές φωτογραφιών:https://pavlos-sidiropoulos.gr
——–————————————————