Το Παναιτώλιο είναι…
μα ό,τι λέει η λέξη: παν-αιτωλοί!
του Κώστα Τριανταφυλλίδη*
Τι ωραίος που είναι ο τόπος μας; – την Αιτωλία λέγω. Ποικίλος σε μορφές και ανεξάντλητος σε πλαστικές κλίμακες και χρωματικές διαβαθμίσεις. Εδώ και το ακίνητο τέναγος και το δαντελλωτό ακρογιάλι και ο γλαφυρός κόλπος και η μαρμαίρουσα λίμνη και ο ορμητικός ποταμός. Εδώ και η ανοιχτή πλουτοφόρα πεδιάδα και το κλειστό οροπέδιο και η προσηνής γραμμή του ήμερου λόφου και η αγέρωχη χιονισμένη βουνοκορφή. Η Αιτωλία, σύνοψη του κόσμου όλου!
Σκεφθείτε τι σημαίνει τούτη η γεωγραφική – και ανθρωπογεωγραφική – ποικιλία: Τόσο στη Δύση (ας πούμε στις ατέρμονες πεδιάδες του αμερικανικού Βορρά), όσο και στην Ανατολή (ας πούμε στην ατελεύτητη ρωσική στέπα) ισχύει το άμετρο μέτρο της απεραντοσύνης. Η απεραντοσύνη – αμετρία «καταπίνει» τους όγκους και καταλύει τις προσηνείς συνόψεις. Τι ’ αυτό και τα χτίσματα, στην αγωνία τους να διασωθούν, γίνονται ογκώδη και καταθλιπτικά. Και ο άνθρωπος μια ασήμαντη κουκκίδα μπροστά στην καταποτική και εξουθενωτική πρόθεση του περιβάλλοντος χώρου. Καταλαβαίνουμε, λοιπόν τι ψυχολογικές, κοινωνικές – ακόμα και πολιτισμικές – προεκτάσεις έχει η ερασμιότητα και ο «ανθρώπινος» χαρακτήρας του ελληνικού χώρου.
Το Παναιτώλιο βρίσκεται σε τόπο μαγευτικό. Ανατολικά υψώνονται οι φαλακρές – συχνά χιονοσκέπαστες – κορφές της Κυρα -Βγένας, στα νότια ακινητούν – ολόφωτος καθρέφτης – οι λίμνες «του Βραχωριού» (Τριχωνίδα) και «του Αγγελοκάστρου» και πλάι χαϊδευτά εκτείνεται ο πλουτοφόρος κάμπος, το «Αιτωλών πεδίον μέγα» των αρχαίων.
Το σύνολο -θρυλείται- θάμπωσε κάποτε τα μάτια του Βύρωνα. Στάθηκε εκστατικός μπροστά στο θέαμα και είπε: Στην Κυρα-Βγένα είναι ο χειμώνας, πλάι στη λίμνη η χαριτωμένη άνοιξη και στον κάμπο του Βραχωριού το ξανθό καλοκαίρι!
Ο Byron το είδε από κοντά. Ένας άλλος, αρχαιολόγος αυτός, ο Γάλλος Leon Heuzey το αντίκρυσε απ’ τον εξώστη της ακαρνανικής Παναγίας του Λιγοβιτσιού. Γράφει, λοιπόν, ο Heuzey στο σπουδαίο έργο του «Le mont Olympe et l Acamanie», Paris 1860 σελ. 367- μεταφράζω: «Όμως το πιo θαυμάσιο θέαμα είναι προς την ανατολή. Από την άλλη πλευρά της λίμνης Οζερός, πίσω απ’ τη λευκή γραμμή του Αχελώου, απλώνεται η αιτωλική πεδιάδα. Εκεί εκτείνονται, η μία μετά την άλλη, αντίκρυ στις σκιώδεις κατωφέρειες τον Αρακύνθου και τους τολμηρούς βράχους του Παναιτωλικού, οι δύο ωραίες γλαυκές λίμνες της Τριχωνίδας. Φαίνονται πως πάνε να ενωθούν -χωρίζονται μόνο από μια λωρίδα δασωμένης έκτασης.
Ο ίδιος ήλιος που θερμαίνει τους βράχους της Αττικής, διαχέει μέσα στα νερά και τα δάση μιαν απίστευτη ανταύγεια. Ένα φλογερό φως πλημμυρίζοντας τις κορφές μετεωρίζεται πάνω απ’ τη μεγάλη υδάτινη επιφάνεια και πάει να σβήσει μέσα στις πρασινάδες.
Στο βάθος το γκρίζο αέτωμα και τα σύννεφα τον Κόρακα ιχνογραφούν στο στερέωμα τη δαντελλένια των γραμμή»!
Στα πόδια, κυριολεκτικά, του Παναιτωλίου απλώνεται η τραγουδισμένη λίμνη Τριχωνίδα («του Βραχωριού», «της Καλυδώνας», «του Απόκουρου» -έτσι την είπαν κατά καιρούς οι λόγιοι). Δίκαια οι Παναιτωλιώτες λένε «η λίμνη μας» – αφού και αυτή ορίζει τον πλούτο, το ύφος και τις αναφορές του τόπου. Κι εγώ δεν αντέχω στον πειρασμό να παραθέσω ένα απόσπασμα απ’ τις «Μορφές της Ελληνικής Γης» του I. Μ. Παναγιωτόπουλου – ύμνο σ’ εκείνη. Γράφει, λοιπόν, ο αλησμόνητος Γιαννάκης: «Ο δρόμος του Βραχωριού περνά ανάμεσα στις δυο τούτες λίμνες. Το ταξίδι, την άνοιξη ιδίως, έχει απερίγραπτη γοητεία. Τα νερά είναι σκεπασμένα από πλήθος ανθισμένα νούφαρα, από πυκνούς στοίχους καλάμια. Το φως κατακάθεται μέσα στο πράσινο, πέφτει μαλακό πάνω στ’ άσπρα πλατιά λουλούδια των νούφαρων, φιλτράρεται και αναδίνεται σε ήρεμες συλλογισμένες ανταύγειες. Η καρδιά ξεκουράζεται σε μια γαλήνη χωρίς τέλος. Καθώς το μάτι γυροφέρνει τις λίμνες, που είναι σαν δύο τεράστιες κούπες γεμάτες καταπραϋντική δροσιά, με τα φρύδια του Παναιτωλικού ανασηκωμένα σαν προστατευτικά προχώματα σε μεγάλη απόσταση περίγυρό τους, με τις αγροτικές συμφωνίες των ανθισμένων χωριών, που αναπαύονται στις κατάφυτες πλαγιές της ακρολιμνιάς, μια χαρούμενη λυρική διάθεση, κάτι σαν ευτυχισμένη υπνοφαντασιά και σαν αναπάντεχο ξύπνημα στο φως του ταξιδιώτη κι απλώνεται σε μεγάλους ομόκεντρους κύκλους».
Το Παναιτώλιο είναι… μα ό,τι λέει η λέξη: παν-αιτωλοί!
Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας η περιοχή ήταν τσιφλίκι του Μουσταφά αγά (γι’ αυτό και «Μουσταφούλι»).
Μετά την Παλιγγενεσία τα πιο ζωντανά και ανήσυχα στοιχεία της αιτωλικής ενδοχώρας (κυρίως της ορεινής Τριχωνίδας) αναζήτησαν μοίρα στον καρπερό κάμπο του Βραχωριού – κι ο μόχθος αλογάριαστος. Έτσι ξεκίνησε η ραγδαία ανάπτυξη του οικισμού. (Στα 1861 – απογραφή- το Μουσταφούλι έχει 316 κατοίκους).
Το Παναιτώλιο είναι ένα πρότυπο αφομοιωμένου πληθυσμιακού συνόλου. Η κοινωνία διακρίνεται: Για την προσήλωσή στη γη – την ένθερμη αγάπη στην παράδοση – την ευαισθησία απέναντι σε ζωτικά αιτήματα του καιρού μας -την ανάδειξη πνευματικών αξιών και την ενεργό συμμέτοχη στην αναγέννηση του τόπου μας. Αλλά περί αυτών άλλοτε
Πηγή: Πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Το Παναιτώλιο».
Φωτογραφία: Η προβλήτα στα Αμπάρια
Διαβάστε περισσότερα στην ενότητα Μαρτυρίες με click πάνω στην κάρτα που ακολουθεί ή στο Posted in Μαρτυρίες