Όταν δεν είχαμε Predator
Μια ματιά στις παρακολουθήσεις
των τηλεφώνων της ΕΔΑ,
ένα τυχαίο διήμερο του 1953
Μπορεί το καθοδηγητικό κέντρο του επιτελικού μας κράτους να έκανε τη συγκεκριμένη πρακτική λάστιχο, παρακολουθώντας ακόμη και τις εκδηλωτικότερες από τις συμβίες βασικών στελεχών της κυβέρνησης και της Ν.Δ., όπως όμως μας θύμισε με την πρωτοχρονιάτικη συνέντευξή του στην «Καθημερινή» ο πρόεδρος της ΑΔΑΕ, «νόμιμες» παρακολουθήσεις «γίνονταν πάντα, γίνονται και τώρα, θα γίνονται και στο μέλλον». Για «εθνικούς», εννοείται, λόγους ή στο πλαίσιο της διακρίβωσης συγκεκριμένων (και σοβαρών, κατά τεκμήριο) εγκλημάτων.
Φυσικά, τα μηχανήματα των υποκλοπών δεν καταγράφουν μονάχα ό,τι αφορά τη διερευνώμενη κάθε φορά υπόθεση, αλλά και πλήθος άλλες παράπλευρες προσωπικές πληροφορίες, αξιοποιήσιμες όχι μόνο από την πολιτική και υπηρεσιακή ηγεσία αλλά κι από τα ίδια τα εντεταλμένα όργανα. Δεν είναι δύσκολο λ.χ. να φανταστούμε τι είδους γαργαλιστικά στοιχεία οικογενειακής φύσης μπορεί να αντλήθηκαν από τις εκτεταμένες τηλεφωνικές παρακολουθήσεις διαφόρων ανυποψίαστων αθλητικών παραγόντων, κατά την παλιότερη μεγάλη «έρευνα» της ΕΥΠ για τα «στημένα παιχνίδια»· ούτε τον πειρασμό στον οποίο θα μπήκαν κάποιοι επιχειρησιακοί ωτακουστές και λοιποί πράκτορες, να βελτιώσουν τις αποδοχές τους με εκβιαστική αξιοποίηση των σχετικών ευρημάτων και τεκμηρίων.
«Αρσεις απορρήτου γίνονταν πάντα, γίνονται και τώρα, θα γίνονται και στο μέλλον. Το ζήτημα κάθε φορά είναι η σχολαστική τήρηση της συνταγματικής νομιμότητας» | Χρήστος Ράμμος, πρόεδρος ΑΔΑΕ (συνέντευξη στην «Καθημερινή», 31.12.2022)
Για τον ιστορικό του μέλλοντος, πάλι, το υλικό αυτό –στον βαθμό που θα διασωθεί κι αξιοποιηθεί– ενδέχεται ν’ αποτελέσει μια σπάνια πηγή μελέτης, όχι μόνο της πολιτικής ζωής αλλά και των διάχυτων κοινωνικών νοοτροπιών και πρακτικών μιας ολόκληρης εποχής. Από τη στιγμή που το τηλέφωνο αντικατέστησε τη γραπτή αλληλογραφία ως βασικό μέσο επικοινωνίας εξ αποστάσεως, η επιστήμη βρίσκεται γαρ μπροστά σ’ ένα δυσαναπλήρωτο κενό, το οποίο θα μπορούσε ενδεχομένως να καλυφθεί (στο μακρινό, εννοείται, μέλλον) από τα υποπροϊόντα της δουλειάς των υπηρεσιών ασφαλείας. Για να θυμηθούμε λίγο την άπαιχτη ειρωνεία του Ανατολικογερμανού Βολφ Μπίρμαν, στο τραγούδι του το αφιερωμένο «στης Ασφάλειας τα φτωχά λαγωνικά» που μετέφρασε ο Δημοσθένης Κούρτοβικ και μελοποίησε ο Θάνος Μικρούτσικος: «Αδέρφια μου ασφαλίτες εσείς μόνο / το δικό μου ξέρετε τον πόνο. / Λόγια που αλλιώς θα είχανε χαθεί / στα μαγνητόφωνά σας έχουνε γραφτεί». Οι στίχοι αναφέρονταν ως γνωστόν στη Στάζι, θα μπορούσαν όμως να αφορούν οποιοδήποτε ομοειδές ευαγές ίδρυμα.
Προς το παρόν, πρέπει δυστυχώς να αρκεστούμε σε όσα ψιχία έχουν ήδη κατατεθεί στα προσπελάσιμα αρχεία ορισμένων ιστορικών προσωπικοτήτων του παρελθόντος, που σε κάποια στιγμή της ζωής τους χρημάτισαν πολιτικοί προϊστάμενοι των αυτών των μηχανισμών. Μια τέτοια δέσμη τεκμηρίων θα μας απασχολήσει στο σημερινό μας αφιέρωμα: το απομαγνητοφωνημένο περιεχόμενο των τηλεφωνημάτων από και προς τα κεντρικά γραφεία της Ενιαίας Δημοκρατικής Αριστεράς (ΕΔΑ) στην Αθήνα, πριν από πενήντα ακριβώς χρόνια, όπως τα κατέγραψε η τότε Ασφάλεια. Τα σχετικά σημειώματα καλύπτουν ένα μονάχα, μάλλον τυπικό διήμερο (12-13.5.1953) και εντοπίστηκαν στο αρχείο του Παυσανία Λυκουρέζου, υπουργού Εσωτερικών του στρατάρχη Παπάγου (19.11.1952-11.4.1954), το οποίο έχει κατατεθεί εδώ και δυο δεκαετίες στο ΕΛΙΑ από τον γιο του (και γνωστό ποινικολόγο) Αλέξανδρο Λυκουρέζο.
Ο λόγος της διατήρησης των συγκεκριμένων ντοκουμέντων παραμένει ασαφής, καθώς δεν αφορούν κάποια συγκεκριμένη υπόθεση, αλλά αποτυπώνουν απλώς την καθημερινή ρουτίνα της συγκεκριμένης μορφής επιτήρησης του εσωτερικού εχθρού. Ισως η ένταξή τους στο προσωπικό αρχείο του τότε υπουργού Εσωτερικών να συνδεόταν με την ίδρυση, ελάχιστες μέρες νωρίτερα (9.5.1953), της Κρατικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (ΚΥΠ, νυν ΕΥΠ). Υπαγόμενη απευθείας στον πρωθυπουργό, σε στενή σύνδεση με τα εδώ κλιμάκια της μητρικής CIA, η τελευταία αφαιρούσε, γαρ, από τα παραδοσιακά Σώματα Ασφαλείας (και τους προϊσταμένους τους υπουργούς) το μονοπώλιο αυτής της πολιτικά σημαντικής επιτήρησης. Καθόλου απίθανο, λοιπόν, τα έγγραφα που παρουσιάζουμε σήμερα να χρησιμοποιήθηκαν, σαν τεκμήρια εθνικής προσφοράς ή/και υπηρεσιακής αποτελεσματικότητας, στο πλαίσιο του σχετικού διυπηρεσιακού ανταγωνισμού.
Κατά τη μεταγραφή τους διορθώθηκαν τα (σχετικά λίγα) ορθογραφικά λάθη του πρωτοτύπου και προστέθηκαν κάποια σημεία στίξης. Ανωνυμοποιήθηκαν, επίσης, όσα από τα αναφερόμενα άτομα, προσωπικά δεδομένα των οποίων παραθέτουν οι ασφαλίτες, δεν μπορούν να θεωρηθούν «δημόσια πρόσωπα».
Ο «κονιορτός» των ανωνύμων
Την εποχή που μας αφορά, η ΕΔΑ –νόμιμη έκφραση της Αριστεράς από το 1951– είχε αποσπάσει ένα διόλου ευκαταφρόνητο 9,55% των ψήφων στις πιο πρόσφατες εκλογές (16.11.1952)· δεν διέθετε όμως την παραμικρή κοινοβουλευτική εκπροσώπηση, λόγω του πλειοψηφικού συστήματος που είχε επιβάλει με δημόσιες παρεμβάσεις της η εδώ αμερικανική πρεσβεία, ως προϋπόθεση της επιθυμητής πολιτικής «σταθερότητας». Οχι μόνο τα οργανωμένα μέλη αλλά και οι απλοί οπαδοί της, εφόσον γίνονταν αντιληπτές οι ιδέες τους, θεωρούνταν δε επίσημα πολίτες β΄ κατηγορίας − θεσμικά αποκλεισμένοι από την άσκηση πολλών συνταγματικών δικαιωμάτων τους, εφόσον η Ασφάλεια αρνούνταν να τους χορηγήσει το απαραίτητο «πιστοποιητικό υγιών κοινωνικών φρονημάτων». Η παρακολούθηση και το φακέλωμά τους από τις αρμόδιες υπηρεσίες δεν ήταν δηλαδή μια σχετικά ανώδυνη γραφειοκρατική υπόθεση, αλλά μια διοικητική πρακτική με άμεσες, οδυνηρές συνέπειες στην καθημερινή ζωή τους.
Στην περίφημη κοινοβουλευτική αγόρευσή του κατά τη θέσπιση του ΛΖ΄ ψηφίσματος (4.12.1947), βάσει του οποίου θα αφαιρούνταν οι ιθαγένειες των πολιτικών προσφύγων του Εμφυλίου, ο Γεώργιος Παπανδρέου είχε αντιδιαστείλει καθησυχαστικά τον «ελάχιστον αριθμόν επωνύμων προσώπων» (που στόχευε αρχικά η επίμαχη ρύθμιση) με τον «κονιορτόν των ανωνύμων ανθρώπων» (που, θεωρητικά, δεν επρόκειτο να θιγούν). Οι εξελίξεις των επόμενων χρόνων δεν διέψευσαν αυτή την υπεροπτική διάκριση μόνο σε σχέση με τη συγκεκριμένη μορφή πολιτικής δίωξης.
Όπως διαπιστώνουμε από τη σοδειά της διήμερης τηλεφωνικής παρακολούθησης που σώζεται στο Αρχείο Λυκουρέζου, μεγάλο μέρος της δραστηριότητας των εντεταλμένων οργάνων αποσκοπούσε στην ταυτοποίηση των συστατικών στοιχείων αυτού ακριβώς του «κονιορτού». Περισσότερο από το περιεχόμενο των συνομιλιών, ανάμεσα σε συνδιαλεγόμενους που έτσι κι αλλιώς πρόσεχαν συνήθως τα λόγια τους, διαφωτιστικά αποδεικνύονται έτσι τα υπηρεσιακά ίχνη των πρώτων ενεργειών που ακολούθησαν την καταγραφή τους.
Αρκούντως χαρακτηριστική, μια τυπική καταγραφή τηλεφωνήματος εξερχόμενου από τα γραφεία της ΕΔΑ (13.5.1953, 10.10 π.μ.):
«Ο Τάσος επήρε τον Ιωάννην Χ. και είπε:
− Ο κ. Χ.;
− Ναι… λέγετε.
− Εδώ ο Τάσος.
− Α… γεια στο Τάσο.
− Τι κάνεις, Γιαννάκη;
− Καλά… Τα νέα σου…
− Πώς τα είπες το βράδυ;
− Θα σου πω… Θα περάσω από το σπίτι το μεσημέρι.
− Τι ώρα θα έλθης;
− Θα έλθω κατά τας τρεις.
− Α… τότε σε περιμένω εκεί. Καλημέρα.
− Γεια σου».
Μπορεί να μη γίναμε ούτε εμείς ούτε οι αρχικοί συνακροατές σοφότεροι για το ακριβές αντικείμενο της συνομιλίας των δυο φίλων, γνωστών ή συντρόφων, οι ασφαλίτες ενδιαφέρθηκαν ωστόσο αμέσως να εντοπίσουν ποιος βρισκόταν στην άλλη άκρη του σύρματος. Το κείμενο της απομαγνητοφώνησης, γραμμένο με μολύβι, ακολουθεί μια ποιοτικά διαφορετική σημείωση, από άλλο χέρι και με μελάνι, με τους καρπούς της συνακόλουθης αναζήτησης στους ατομικούς φακέλους φρονημάτων:
«Υπό το ονοματεπώνυμον Χ. Ιωάννης υπάρχουν 7 φ. Εικάζεται ότι θα πρόκειται περί του Χ. Ιωάννου του Ηλία, κατοίκου Καβάλας, καπνεργάτου γεν. 1895, όστις έχει σημειώσει κομμουνιστικήν δράσιν και όστις είναι πολύ πιθανόν να ευρίσκεται κατ’ αυτάς ενταύθα, λόγω της εν Πειραιεί σημειωθείσης απεργίας καπνεργατών, συνυφασμένης με το επάγγελμά του».
Η ίδια ακριβώς πρακτική ακολουθείται στα περισσότερα σημειώματα. Κάποιες φορές, όπως στο πρώτο χρονικά τηλεφώνημα (12.5.1953, 10 π.μ.), εξερχόμενο επίσης, οι ασφαλίτες διαπιστώνουν ότι μένει ακόμη πολλή δουλειά για την πλήρη χαρτογράφηση του εσωτερικού εχθρού:
«Μ. Γεώργιος από ΕΔΑ εζήτησε τον Βασίλη Ντ.
− Εμπρός.
− Ο κ. Ντ. μήπως είναι εκεί ο Βασίλης;
− Μόλις έφυγε. Ποιος τον ζητάει;
− Δεν μου λέτε, μήπως θα επιστρέψη;
− Δεν δουλεύει σήμερα.
− Ούτε πρόκειται να περάση απ’ αυτού;
− Επέρασε και έφυγε, ποιος τον ζητάει, ο Κυριάκος εδώ.
− Ποιος;
− Ο Κυριάκος ο Κ.
− Καλά, αφού δεν θάρθη, γεια σου.
− Γεια σου».
Ο ασφαλίτης σημειώνει από κάτω με εμφανή αμηχανία:
«Μ. Γεώργιος. Αναφέρεται και εις προηγούμενα δελτία. Κομμουνιστής. Εργάζεται εις γραφεία ΕΔΑ. Ντ. ή Δ. Βασίλειος. Δεν έχει φ.»
Ιδια γεύση και στις 6.40 μ.μ. Το τηλεφώνημα αφορά τη στάση ενός δικαζόμενου αριστερού απέναντι στο κατηγορητήριο (ή τα προτεινόμενα υπερασπιστικά επιχειρήματα), οι ασφαλίτες ενδιαφέρονται όμως περισσότερο να φακελώσουν τον ΕΔΑΐτη που είχε διαφύγει μέχρι στιγμής από τα δίχτυα της υπηρεσίας. Η ταυτότητα του δικαζόμενου τους φαίνεται, αντίθετα, μάλλον αδιάφορη – ίσως επειδή βρισκόταν ήδη στα χέρια του νόμου:
«Μπ. από την ΕΔΑ επήρε Μιχαλογιάννη.
Μιχαλογιάννης: Ναι.
Μπ. [με άλλο μολύβι:
“(ή Μπ…)”]: Τον κ. Μιχαλογιάννη.
− Ο ίδιος.
− Μπ. εδώ.
− Γειά σου κ. Μπ.
− Μήπως ξαναείδατε τον κ. Βασιλόπουλο;
− Τηλεφώνησα προ ολίγου και δεν τον βρήκα, θα τον ξαναπάρω και θα τον δω εντός των ημερών.
− Ξέρετε, κ. Μιχαλογιάννη, ο Πολίτης, ο κρατούμενος, του έχει γράψη να μην σταθή σε ορισμένα σημεία που δεν θέλει.
− Ναι. Ακου, είσαι πολύ μακριά;
− Οχι.
− Τότε δεν περνάς μια στιγμή απ’ εδώ;
− Ευχαρίστως. Σε ένα τέταρτο, είκοσι λεπτά.
− Καλώς – καλώς».
Ακολουθεί σημείωση με μελάνι:
«Μπ. ή Μπ… δεν έχει φ.
Μιχαλογιάννης: Ισως πρόκειται περί του δικηγόρου Μιχαλογιάννη Γεωργίου του Ιωάννου εκ Κρήτης, όστις είχε ανάμιξιν και παρίσταται ως συνήγορος Κομμουνιστών. Ηδη εργάζεται εις γραφείον Αδαμοπούλου (Υπουρ. Προνοίας;) Σοφοκλέους 9».
Σε κάποιες περιπτώσεις, η ταυτότητα των εμπλεκόμενων συνάγεται σχεδόν αυτόματα. Οταν ένας άγνωστος άντρας τηλεφωνεί στην ΕΔΑ και ζητά με φορτικότητα τον «κ. Καρκαγιάννη Αντώνιο», περιγράφοντάς τον ως «φοιτητή» και «νεαρό», ο αρμόδιος ασφαλίτης δεν διστάζει ιδιαίτερα: «Η ερώτησις πρέπει ν’ αφορά τον κατ’ επανάληψιν απασχολήσαντα την υπηρεσίαν μας γνωστόν κομμουνιστήν – φοιτητήν Νομικής Καρκαγιάννην Αντώνιον, κάτοικον Σισμάνη 10 Ζωγράφου. Φ. 162043».
Αλλοτε, πάλι, τα λαγωνικά μένουν μετέωρα, δυσκολευόμενα ν’ αποφασίσουν σε ποιον ακριβώς πρέπει να χρεώσουν την επίμαχη κλήση. Το δίλημμα έχει ιδιαίτερη σημασία όταν αφορά υπαλλήλους του Δημοσίου με ΕΑΜικό μεν παρελθόν, πλην «αποχαρακτηρισθέντες», ο «επαναχαρακτηρισμός» των οποίων θα οδηγούσε σε απόλυση λόγω «ελλείψεως νομιμοφροσύνης». Ποιος μπορούσε λ.χ. να θέλει να μιλήσει στον στρατηγό Σαράφη, πάλαι ποτέ αρχηγό του ΕΛΑΣ και μέλος πλέον της Διοικούσας Επιτροπής της ΕΔΑ, στις 10 το πρωί της 13ης Μαΐου;
«Ο Αγγ. Ιωάννης επήρε τα γραφεία της ΕΔΑ και εζήτησε τον Σαράφην.
− Τι είναι εκεί παρακαλώ; ΕΔΑ;
− Ναι, ναι.
− Ο Στρατηγός Σαράφης μήπως είναι εκεί;
− Ναι… αλλά έφυγε προ ολίγου.
− Ερχεται κάθε μέρα από εκεί;
− Βέβαια… έρχεται…
− Πέστε του σας παρακαλώ αύριο… Αγγ…. στο τηλέφωνο.
− Αγγ. Γιάννης;
− Ναι. Πες του σε παρακαλώ ότι τον θέλω να τον δω επειγόντως πάντως. Θα τον πάρω αύριο κατά τις 11 στο τηλέφωνο.
− Εγώ θα του το πω. Αυτήν την ώρα θα βρίσκεται οπωσδήποτε εδώ».
Ο εξερευνητής των φακέλων μπερδεύεται. Σε μια πρώτη φάση σημειώνει στο ίδιο χαρτί: «Υπό τα στοιχεία Αγγ. Ιωάννης υπάρχουν 6 φ. Εκ της ερεύνης μου εικάζεται ότι μάλλον πρόκειται περί του Αγγ. Ιωάννου του Μιλτιάδου, καθηγητή Μαθηματικών Θ΄ Αρρένων, απολυθέντος βάσει Θ΄ Ψηφίσματος και επαναδιορισθέντος βάσει του Ν. 2130/52 (Φ.1350718)»· ο επαναδιορισμός, υπογραμμισμένος με κόκκινο μελάνι. Στη συνέχεια, ωστόσο, καρφιτσώνει στο σημείωμα ένα δεύτερο χαρτάκι, με το ίδιο μελάνι και γραφικό χαρακτήρα, διαφορετική όμως εκτίμηση: «Ισως όμως να πρόκειται και περί του Αγγ. Ιωάννου του Δημητρίου υπαλλήλου ΟΤΕ κατοίκου ενταύθα Λυκαβηττού 9, αποχαρακτηρισθέντος το 1950». Το περιεχόμενο του αρχείου δεν μας διαφωτίζει, τελικά, αν και πού ακριβώς έκατσε η μπίλια.
Διαβάστε ΕΔΩ τη συνέχεια