Τα όσα διαδραματίστηκαν στην φετινή απονομή των Όσκαρ
μεταξύ του οικοδεσπότη και του ηθοποιού Will Smith είναι γνωστά
- γράφει ο Βαγγέλης Γέττος
Υπάρχει ολόκληρη συζήτηση για το πού μπορεί να φτάσει η διάρρηξη της πολιτικής ορθότητας στο stand up comedy. Η πιο υγιής – για μένα – άποψη υποστηρίζει ότι δεν μπορείς να προσβάλεις κανέναν και καμία με σκοπό να τον κάνεις να νιώσει άσχημα αν με τη συμπεριφορά του δεν έχει βλάψει τους συνανθρώπους του. Η σάτιρα δεν προσβάλλει. Η σάτιρα σατιρίζει, καυτηριάζει. Αυτή είναι η δύναμή της. Και αυτό το κάνει με στόχο την υπογράμμιση των κακώς κειμένων. Στόχος δηλαδή του stand up αλλά και κάθε είδους κωμωδίας, θα έλεγα, είναι η βελτίωσης της βιοτικής συνθήκης εντός της οποίας γίνεται η κωμωδία ως θέαμα, ακρόαμα ή ανάγνωσμα.
Κάτι τέτοιο προϋποθέτει σεβασμό στην αυταξία της – μη βλαπτικής προς τους άλλους – προσωπικότητας και της φυσικής και ψυχολογικής αρτιμέλειας του καυτηριαζόμενου. Συνεπώς το αστείο που ακούστηκε ήταν προσβλητικό γιατί στερείτο αυτού του σεβασμού. Ο ανθρώπινος πόνος δεν μπορεί να καυτηριάζεται per se. Το να είναι όχημα για την «επίθεση» σε κάτι άλλο, είναι υγιές, λειτουργικό και καλλιτεχνικά πρόσφορο.
Παρέλκει οποιαδήποτε συζήτηση για τη βία. Όπως ένας χαζοχαρούμενος που παριστάνει τον κωμικό δεν μπορεί να προσβάλει την ανθρώπινη υπόσταση ανθρώπων που δεν έχουν βλάψει κανέναν, το γρονθοκόπημα είναι, στην καλύτερη, έμπρακτη λογοκρισία και, στην χειρότερη, αυτοδικία. Και στις δυο περιπτώσεις ανεπίτρεπτο. Όχι στα Oscar αλλά παντού.
Αν κοιτάξουμε από πιο κοντά το στιγμιότυπο, θα αντιληφθούμε για μια ακόμα φορά ότι η βία φέρνει βία. Η προσβολή ενός ανθρώπου που είναι άρρωστος συνιστά βία. Η αυτοδικία για την προστασία της «τιμής» του προσβαλλόμενου ατόμου, επίσης. Το να κρατώ μικρόφωνο και να λέω τα αποτρόπαια αστεία μου είναι εξουσία. Το να γρονθοκοπώ αυτόν που κρατά το μικρόφωνο γιατί είμαι μια διάσημη περσόνα που απολαμβάνει μιας ασυλίας παραπάνω από την μέσο θνητό, και αυτό είναι επίδειξη μιας άλλης αντίρροπης, ανταγωνιστικής εξουσίας.
Ερώτημα που άπτεται των κατηγοριών για σεξιστική αντίδραση: θα ήταν διαφορετικό αν αντί για αυτόν, τον κωμικό γρονθοκοπούσε η γυναίκα του; Κάποιοι και κάποιες ίσως να επέχαιραν αλλά και αυτή η βία δεν θα υπολείπετο πατριαρχικής εκκίνησης: «με πρόσβαλες, σε χτυπάω «όπως θα έκανε ο πατέρας μου ή ο άντρας μου». Το ζήτημα δεν είναι ποιός ή ποιά χτυπά αλλά η ίδια η πράξη που επιδιώκει να υπογραμμίσει με τρόπο παρανοϊκό ότι «σε μια εποχή όπου όλοι απειλούνται, εγώ είμαι εδώ για να προστατεύσω». Η εξάσκηση πατριαρχικής συμπεριφοράς, τελικά, δεν έχει φύλο. Είναι άφυλος ρόλος που ενίοτε τον αναλαμβάνει τόσο ο άνδρας όσο και η γυναίκα.
Τελικά τι μένει; Δύο επίδοξοι. Δύο άτομα που συμβολίζουν σε λίγα δευτερόλεπτα όλον τον παραλογισμό που ζούμε εδώ και καιρό: μια αλογόκριτη, διατρανωμένη σύγκρουση χωρίς περιφράσεις. Ζούμε την υπερίσχυση του μέσα ζώου που τρέφει την σκοτεινή πλευρά του ανθρώπου. Ό,τι συνέβη στα Oscar το βλέπουμε εδώ και μερικά χρόνια στους δρόμους του Charleston, στο Κερατσίνι, στο Χάρκοβο και όπου αλλού η κτηνώδης άγνοια γίνεται έστω και για μερικά δευτερόλεπτα δύναμη αδιαμφισβήτητη και νομιμοποιημένη.
Τίτλος στην πηγή: Όσκαρ υποκρισίας