Αρκετοί καλλιτέχνες
υπήρξαν οπαδοί και υμνητές της χούντας
«Μαγεύτηκαν» από τα εκατομμύρια
που επενδυόταν στα «θεάματα»
και επέλεξαν τη βολική σιωπή και τη συμμετοχή
- Επιμέλεια: Λ. Τηλιγάδας
Είναι εύκολο από τη μια να μιλάς με την ασφάλεια και απόσταση που δίνει ο χρόνος για επιλογές που γίνονται υπό ασφυκτική πίεση κι από την άλλη είναι δύσκολο να αγνοήσεις πόσοι άνθρωποι μέσα στις ίδιες ακριβώς καταστάσεις σηκώθηκαν λίγο ψηλότερα από το μπόι τους και όρισαν την ιστορία της δημοκρατίας στη χώρα μας με το αίμα τους και την αξιοπρέπειά τους. Κάθε άνθρωπος, θα μου πείτε, έχει τα δικά του βάρη να κουβαλήσει, τις δικές του υποχρεώσεις και τις δικές του αντοχές, όμως, όπως είναι γνωστό, αρκετοί καλλιτέχνες υπήρξαν οπαδοί και υμνητές του καθεστώτος. Άλλοι απλά «μαγεύτηκαν» από τα εκατομμύρια που επενδυόταν στα «θεάματα» και επέλεξαν το δρόμο της βολικής σιωπής. Στην πλειονότητα τους όμως ήταν άνθρωποι που απέναντι σε ένα δικτατορικό καθεστώς, που εξόριζε, φυλάκιζε και βασάνιζε κατά το δοκούν, δεν είχαν το ψυχικό σθένος να πουν «όχι» και υπέκυψαν στις κάθε είδους πιέσεις. Κάπως έτσι άλλωστε η δικτατορία πέτυχε τη λαϊκή ανοχή και άντεξε επτά ολόκληρα χρόνια.
Από το diskoryxeion.blogspot.com του Φώντα Τρούσα, ο Κώστας Μπαλαχούτης αναδημοσίευσε μερικά αποσπάσματα στο ogdoo.gr από μια παλιότερη συνέντευξη του Γιάννη Βόγλη στην κυπριακή εφημερίδα: «Η Μάχη», στην οποία ο Βόγλης, αφού κάνει λόγο για την δική του «ντροπή» παραδεχόμενος ότι: «Λεφτά έβγαλα με τη χούντα. Ντρέπομαι που το λέω, αλλά αυτή είναι η αλήθεια», αναφέρεται σε μια διαμάχη ανάμεσα στη Μερκούρη και την Βλαχοπούλου.
«Ξέρω ότι η Μελίνα Μερκούρη», είχε πει, «δεν χώνευε και δεν ήθελε να βλέπει μπροστά της τη Ρένα Βλαχοπούλου. Καθόλου δεν την ήθελε. Κάτι είχε γίνει και είχε ονομάσει, δεν θυμάμαι πώς, η Ρένα την Μελίνα και η Μελίνα την είπε ότι είσαι παλιοχουντικιά. Η Βλαχοπούλου ήταν πάρα πολύ δεξιά».
(Όπως περιγράφουν άνθρωποι που γνωρίζουν τι έγινε, στις αρχές της δεκαετίας του ’70 ανέβηκε στην Αθήνα μία επιθεώρηση με πρωταγωνίστρια τη Ρένα Bλαχoπoύλoυ, η οποία υποδυόταν μία γυναίκα που επέστρεφε από το Παρίσι και τη ρωτούσαν τη συνάντησε εκεί. Η Bλαχoπoύλoυ, μεταξύ άλλων, απαντούσε: «Και πάνω σε μια φοpάδα είδα τη Μελίνα Μερκουρ… δα». Η φράση δεν άργησε να μαθευτεί από τη Μελίνα Μερκούρη και λίγο καιρό αργότερα, όταν οι δύο γυναίκες συναντήθηκαν, πλησίασε τη Βλαχοπούλου, την άρπαξε από τα μαλλιά και της είπε: «Ποιον είπες Μερκουρ… δα μωpή χoυvτάpα;» Μετά από αυτό το περιστατικό η σχέση τους δεν αποκαταστάθηκε ποτέ, δεν μίλησαν ποτέ οι δύο γυναίκες.)
Συνεχίζοντας ο Βόγλης αναφέρει: «Δεν ήθελε να βλέπει και τους Ηλιόπουλο, Κωνσταντάρα και Παντελή Ζερβό η Μελίνα. Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας ήταν βασιλικός και πολύ φίλος με τον δημοσιογράφο Σάββα Κωνσταντόπουλο (σ.σ. της χουντικής εφημερίδας Ελεύθερος Κόσμος) από την περίοδο της Κατοχής. Ο Ηλιόπουλος ήταν πάρα πολύ δεξιός, όπως και ο Ζερβός. Μεταξύ μας όμως είχαμε πολύ καλές σχέσεις και δεν κοιτούσαμε αν ο ένας είναι κομμουνιστής ή δεξιός. Αυτά δεν τα κοιτούσαμε εμείς τότε. Εμείς κάναμε ωραίο και αληθινό έργο. Να με τον Λάμπρο, παράδειγμα, ιδεολογικά ήμασταν αντίθετοι, με αγαπούσε όμως και τον αγαπούσα πάρα πολύ.
»Ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος μετά το 1967 όποτε τον έβλεπα στα γυρίσματα ή συναντιόμασταν έξω έλεγε συνέχεια: “επιτέλους φύγανε οι κερατάδες και βρήκαμε την ησυχία μας”. Κερατάδες έλεγε όλους τους πολιτικούς. Αυτός μαζί με τον Γιάννη Γκιωνάκη ήτανε κάργα χουντικοί και οι δυο τους.
»Τεράστιο ταλέντο, μεγάλη μορφή, ιστορία ολόκληρη ήταν ο Γιώργος Οικονομίδης. Ο Γιώργος βοήθησε πάρα πολλούς ηθοποιούς. Έπεσε σε δυσμένεια μετά επειδή ήταν χουντικός. Σε δυσμένεια όχι από εμάς. Ο Καραμανλής τον κυνήγησε πολύ και το Πασόκ τον ισοπέδωσε τελείως.(…)
»Στις φιέστες που έκανε το στρατιωτικό καθεστώς της 21ης Απριλίου συμμετείχανε οι πάντες, χωρίς να τους πιέσει κανένας. Ο Σταυρίδης ήταν από τους πρώτους που πήγε στις φιέστες. Αυτό το θυμάμαι καλά. Η Μοσχολιού τραγουδούσε τον ύμνο της 21ης Απριλίου σε κάθε επέτειο. Ο Μπιθικώτσης δεν μιλούσε για πολλά χρόνια με τον Μίκη Θεοδωράκη, είχανε παρεξηγηθεί πολύ οι δυο τους για την χούντα.»
Από το βιβλίο του Μάκη Μάτσα, της MINOS, με τίτλο «Πίσω από την Μαρκίζα» μαθαίνουμε ότι:
«Μπιθικώτσης και Μοσχολιού παρουσιάζουν για πρώτη φορά τον ύμνο της δικτατορίας σε απευθείας σύνθεση του Ραδιοφωνικού Ιδρύματος από τα “Δειλινά” τον Ιούλιο του 1967. Ο Θεοδωράκης που είχε ενημερωθεί για την εξέλιξη αυτή, φέρεται να είχε προσπαθήσει να τον αποτρέψει σύμφωνα με δημοσίευμα της φιλοχουντικής εφημερίδας «Ελεύθερος Κόσμος».
Στην επιστολή που είχε στείλει ο συνθέτης στον τραγουδιστή του «Άξιον Εστί» έγραφε:
«Γρηγόρη. Διάβασα με κατάπληξη ότι πρόκειται να τραγουδήσεις στα “Δειλινά” τον “Υμνο της Επαναστάσεως”. Νομίζω ότι είσαι αρκετά μεγάλος για να καταλαβαίνεις τι πρόκειται να κάνεις. Πόσες ευθύνες επωμίζεσαι και σε τι σοβαρούς κινδύνους μπαίνεις. Κάθισε σπίτι σου με αξιοπρέπεια. Μην γκρεμίζεις με μια κλωτσιά αυτό που χτίσαμε μαζί τόσα χρόνια. Μην ακούς τους κερδοσκόπους και τους προσκυνημένους. Μη ρίχνεις στον βούρκο το όνομά σου και το όνομα των παιδιών σου, που σε λίγο θα ντρέπονται για σένα. Κάνε τον άρρωστο. Φύγε για το εξωτερικό. Εκεί μπορείς ν’ αρχίσεις μια καινούργια καριέρα. Η Μελίνα σε περιμένει.
Γιατί αν εσύ ο Μπιθικώτσης, το πρωτοπαλίκαρο του Θεοδωράκη, γίνεις επίσημος τραγουδιστής της Δικτατορίας τραγουδώντας αυτό το άθλιο κατασκεύασμα, θα πρέπει να ξέρεις ότι θα γίνεις ο πιο αχάριστος και τιποτένιος προδότης που γέννησε ο Λαός μας. Στο όνομα της φιλίας μας και για χάρη της γυναίκας σου, των παιδιών σου και όλων των αμέτρητων φίλων μας, σε ικετεύω να μ’ ακούσεις για τελευταία φορά. Μετά την Πέμπτη θα είναι αργά. Πάρα πολύ αργά».
«Έλα, μωρέ Γρηγόρη, αυτά είναι ερωτικά!…»
Μια άκρως ενδιαφέρουσα ιστορία διηγείται ο Σακελλάρης Σκουμπουρδής στο andro.gr, για τη στιγμή που ο Μίκης Θεοδωράκης ξανασυνάντησε τον Γρηγόρη Μπιθικώτση μετά τη δικτατορία. Ο Σκουμπουρδής ήταν παρών σ’ αυτή συνάντηση και καταθέτει αυτό το ιστορικό ντοκουμέντο.
«Εκείνες τις μέρες, λοιπόν», αναφέρει ο Σκουμπουρδής, «το έφερε η τύχη ο Μίκης να σχεδιάζει την επανασυμφιλίωσή του με τον Μπιθικώτση. Η συνεννόηση γινόταν με τον Γιάννη Στεφανίδη, παλιό του φίλο από τους Λαμπράκηδες και ηγετικό στέλεχος του Κ.Π.Ε., για ένα δείπνο με τον Γρηγόρη, όπου θα έκλειναν οι πληγές της μεταξύ τους ψυχρότητας. Και μια που εγώ ήμουν η συμπαθητική γνωριμία των ημερών, αποφάσισε να με καλέσει και μένα.Βέβαια, αυτό ήταν περίεργο, καθώς εγώ ήμουν εντελώς άσχετος για τέτοια περίσταση, μια που ποτέ δεν είχαμε γνωριστεί άλλοτε με τον «Σερ», οπότε η παρουσία μου θα του προκαλούσε αμηχανία. Είχε, λοιπόν, φτάσει η στιγμή που θα ξανασυναντιόταν για πρώτη φορά ο Μίκης με τον Γρηγόρη μετά από σχεδόν μια δεκαετία.
»Το δείπνο πραγματοποιήθηκε στην ταβέρνα «Το στέκι του Νιόνιου» (μπαίνοντας, στο πρώτο τραπέζι δεξιά δίπλα στην τζαμαρία) στην Βασιλίσσης Όλγας, στο Φάληρο. Εγώ, περιδεής, δεξιά μου ο Μίκης, αριστερά ο Στεφανίδης και απέναντι ο Μπιθικώτσης, που γρήγορα κατάλαβα ότι μάλλον ήταν περιδεέστερος εμού. Στην αρχή έπεσαν οι παγωμάρες με διάφορα αστειάκια ποντιακά που έλεγε ο Γιάννης, μετά ο Μίκης άρχισε να εξηγεί στον Γρηγόρη πώς φτιάχτηκε και τι πλάνα έχει το ‘Κίνημα’ (Κ.Π.Ε.) και μετά τα πρώτα ποτηράκια οι γλώσσες λύθηκαν.Εννοείται ότι εγώ, παρά τα ειωθότα, έλεγα λιγότερα από όσα άκουγα.
»Η συζήτηση μπήκε στο ψητό και άρχισε να χοντραίνει, ο Μίκης μιλούσε σκληρά για την γνωστή «προδοσία» του Γρηγόρη, ο οποίος σιγά σιγά, όπως ήταν και αναμενόμενο, άρχισε να καταρρέει. Προέβαλε, βέβαια, τα γνωστά και κάπως εύλογα, ότι «εγώ δεν άντεχα άλλες ταλαιπωρίες, με εκβιάσανε και υπέκυψα, για την οικογένειά μου, δεν ήμουνα και τόσο σκληρός όσο εσύ Μίκη» κτλ. “Ναι αλλά δεν ήσουν ο μόνος που είχες οικογένεια, όλοι μας είχαμε, αλλά κρατηθήκαμε στο επίπεδο της ευθύνης απέναντι στην Ιστορία, μόνο εσύ λάκισες” κτλ, του αντέτεινε ο Μίκης.
»Με την κλιμάκωση της πίεσης εγώ αρχίζω να αισθάνομαι κάπως άσχημα. Ολοένα και περισσότερο ο Μπιθικώτσης καταρρέει και μαζί μέσα μου στιγμιαία κλονίζεται το εντυπωμένο μυθικό θηρίο που εμβληματικά λαλεί “Της αγάπης αίματα με πορφύρωσαν”. Φοβάμαι ότι σε λίγο θα δω τον μεγάλο βράχο να πέφτει. Τότε τους λέω ότι μάλλον δεν θα έπρεπε να βρίσκομαι εκεί τέτοια στιγμή, “μήπως να φύγω”; “Κάτσε κάτω”, μου κατεβάζει το χέρι ο Μίκης, “φίλοι είμαστε όλοι εδώ, κάτσε να μαθαίνεις πόσο σκληρή είναι η ζωή…”
»Ο Γρηγόρης πλέον με αγνοεί, όπως και τους τριγύρω θαμώνες, από την ένταση έχει χάσει τον έλεγχο, δεν νοιάζεται πια για το πρεστίζ του. Και συνεχίζει να ψελλίζει διάφορα γοερά τύπου “εγώ πάντα σε αγαπούσα”, χωρίς την χαρακτηριστική του ξερική λεβεντιά, εκλιπαρώντας τον οίκτο του Μίκη. Τότε εκείνος του απαντάει με την φοβερή ατάκα: “Έλα, μωρέ Γρηγόρη, αυτά είναι ερωτικά!…”. Ο Γρηγόρης ξεσπάει στα κλάματα, πέφτει στην αγκαλιά του Μίκη, σηκώνονται όρθιοι αγκαλιασμένοι, τώρα και οι δύο συγκινημένοι. Ταβέρνα και θαμώνες ακινητοποιημένοι, αποσβωλωμένοι όλοι κοιτάνε τις δύο γνωστές φιγούρες. Το δράμα έχει λήξει.
»Ο μεγαλόκαρδος Μίκης φαινόταν ολοφάνερα ότι εξ αρχής ήθελε δύο πράγματα. Και να απαιτήσει στεγνά μια συγγνώμη από τον Απολωλότα Γρηγόρη, αλλά και να του ανοίξει μια μεγάλη αγκαλιά και να τα ξαναβρούνε (η Ιστορία έδειξε ότι είχε ακόμα πλάνα σημαντικά για τον Τραγουδιστή του, άλλωστε)». (Διαβάστε όλο το κείμενο ΕΔΩ)