«Ξέρω δυo λίμνες ξωτικές,
δυo λίμνες αδελφάδες»
(Κ. Παλαμάς)
Οι λίμνες παράγοντας ζωής:
Ιχθυοπαραγωγή – επικοινωνία
της Ελένης Γιαννακοπούλου - Τριανταφυλλίδη
Τα ακίνητα νερά των λιμνών ανταμώνονται με τα τρεχούμενα των χειμάρρων που χύνονται σ’ αυτές. Η Ερμίτσα – ο Τερμισσός των λογίων – με τα πολλά βυρσοδεψεία στις όχθες στη Λυσιμαχεία. Ο Δίμηκος επικοινωνεί μ’ αυτή και μαζί με το Νέσκιο, που ξεκινά από την Τριχωνίδα, εκβάλλουν στον Αχελώο. Το διχαλωτό ρεύμα της Μεγάλης Βρύσης, εκβάλλει στην Τριχωνίδα, αλλά διατρέχει και τα στάσιμα νερά του βάλτου κάτω από τα γεφύρια του Αλάμπεη. Η κίνηση συμπλέκεται με την ακινησία. Αντινομία για μεγάλη λιμναία έκταση. Οι ανισομεγέθεις κοιλότητες των βάλτων και το υψηλότερο επίπεδο της Τριχωνίδος διευκολύνει τη ροή των νερών από τη μεγάλη στη μικρή λίμνη. (Η Λυσιμαχία είναι το 1/3 της Τριχωνίδας).[20] Η ανανέωση των νερών είναι ζωοποιός για τις λίμνες. Η ιχθυοπαραγωγή είναι πλούσια, καθώς και η ποικιλία των ψαριών. Τα είδη τους διασώζονται ως σήμερα: Δρομίτσες, τσουρούκλες, γλανίδια – περίφημη ήταν η βραχωρίτικη γλανιδόπιττα – στρωσίδια, χέλια, κεφαλικά, αθερίνες, βούλκια είναι μερικά από αυτά. Τα ψάρια είναι τόσο πολλά στην Τριχωνίδα, ώστε η αλιεία να γίνεται και στα ρηχά νερά[21]. Τα χέλια της Λυσιμαχείας θεωρούνται περιζήτητα στο είδος τους για τη νοστιμιά τους και κάποιες ιαματικές ιδιότητες σύμφωνα με την αντίληψη των ντόπιων. Εκτός από νωπά τα έτρωγαν και παστωμένα. Τα τελευταία τροφοδοτούσαν τις εξαγωγές προς τα Επτάνησα και την Ιταλία.[22]
Ολόγυρα στις λίμνες υφαίνονται ιστοί ζωής. Ψαρότοποι, ψαροκαλύβες με όλα τα σύνεργα της ψαρικής, πλεούμενα χωρίς καρίνα για τα αβαθή νερά και τα τενάγη (μονόξυλα, γαΐτες, πριάρια), διαμορφωμένες αποβάθρες με όλα τ’ αχνάρια της ναυτοσύνης. Η περιγραφή του Pouqueville είναι εύγλωττη:[23]. «Παρατήρησα σε κάποιους πυλώνες σκαλιά που οδηγούν σε πλατώματα, κτισμένα γύρω από την προεξοχή των προβολών. Σχηματιζόταν ένα είδος μώλων, όπου διέκρινα δακτύλιους στους οποίους έδεναν τα σκάφη. Μ’ αυτά έκαναν εμπόριο στα παράλια της λίμνης, που άλλοτε περιβαλλόταν από πόλεις με ιδιαίτερη εμπορική κίνηση στα λιμάνια τους. Ξεχώρισα ακόμα μερικά σκάφη που ταξιδεύουν στην Τριχωνίδα και τον Οζερό της Ακαρνανίας για να εκμεταλλευτούν την οικοδομική ξυλεία που έχει άφθονη η περιοχή και τους ψαρότοπους κοντά στο αγκυροβολιό τους».
Τα ακίνητα νερά των λιμνών αυλακώνονται από τα μικρά πλοιάρια (μονόξυλα, γαΐτες μικρά καραβάκια), που πραγματοποιούν τις μεταφορές ανθρώπων και προϊόντων. Οι λίμνες μαζί με τα ποτάμια εντάσσονται στο δίκτυο επικοινωνίας. Οι μετακινήσεις συντομεύονται με τη διάβαση μέσω των λιμνών και είναι λιγότερο επικίνδυνες. Οι χερσαίοι δρόμοι είναι δυσκολοδιάβατοι. Για κάθε ταξίδι ήταν απαραίτητη η συνοδεία φρουράς για αντιμετώπιση των κλεφτών και των ληστρικών συμμοριών.
Η πλωτή επικοινωνία ήταν περισσότερο εφικτή στην Τριχωνίδα, όπου τα νερά ήταν βαθύτερα. Υπήρχαν μόνιμα πορθμεία – μονόξυλα στη θέση Κούβελο (κοντά στην Παραβόλα), για την διαπεραίωση των ταξιδιωτών στην απέναντι όχθη της Μακρυνείας.[24] Στη Λυσιμαχία, οι βαλτότοποι στις όχθες, καθιστούσαν δυσκολότερη την επικοινωνία. Ωστόσο και εκεί μικρό πλεούμενο έκανε το δρομολόγιο Μουστιάνου – Βραχώρι. Το νοτιότερο μέρος της λίμνης προς το Αγγελόκαστρο ήταν περισσότερο βατό, γι’ αυτό και θεωρούνταν δρόμος αντιπερισπασμού σε περίπτωση πολεμικών επιχειρήσεων.[25]
Η σύνδεση των λιμνών με τον πλωτό ως τη Στράτο Αχελώο μέσω των μικρών ποταμών Αμήκου και Νέσκιου διευκόλυνε την ευρύτερη επικοινωνία στην περιοχή με πλωτά μέσα. Έτσι τα δρομολόγια με πλεούμενα στις λίμνες εντάσσονται στο ευρύτερο πλωτό επικοινωνιακό δίκτυο του τόπου: τον πλουν στον Αχελώο και τις «περαταριές» – θέμα που θα μας απασχολήσει άλλοτε -. Ας σημειώσουμε ότι τα κανάλια του Αμήκου και Νέσκιου προς τον Αχελώο ήταν κατ’ εξοχήν ψαρότοποι, ιδιαίτερα στα σημεία εκβολής.[26]
Το ποτάμιο και λιμναίο σύστημα επικοινωνίας πρέπει να ατόνισε στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, κυρίως επί Τρικούπη που καταβάλλονται προσπάθειες για περιορισμό του ληστρικού βίου. Τότε τα μονοπάτια (μουλαρόδρομοι) έγιναν στράτες με καλοπελεκημένα καλντερίμια, καρόδρομοι και για τετράκυκλα, οι περίφημοι αμαξιτοί δρόμοι επί Τρικούπη.[27] Έτσι, ο Woodhouse που περιηγείτο την Ατωλία στα 1897, μετά βίας βρήκε ένα βαρκάρη στο Καινούριο για τη διαπόρθμευση στην απέναντι Μακρυνεία.[28]
Οι λίμνες καταφύγιο των ντόπιων
Οι κάτοικοι στην περιοχή μας αξιοποίησαν τις λίμνες σε πολλές φάσεις της ζωής τους κατά την ιστορική διαδρομή. Εκτός από χώρος επικοινωνίας οι λίμνες αναδεικνύονται κρησφύγετα αμάχων και καταδιωγμένων πληθυσμών. Σωτήριο ρόλο για τους ντόπιους έπαιξαν κατά την Επανάσταση του 1821. Είναι ευρύτερα γνωστή η εποποιία στις λίμνες της Λυσιμαχίας και του Λεσινιού. Περιοριζόμαστε στα γεγονότα της πρώτης.
Μετά το θάνατο του Μάρκου Μπότσαρη (9-10 Αυγούστουτου 1823) στο Καρπενήσι οι Τούρκοι κατέρχονταν ολοταχώς προς το Βραχώρι και το Μεσολόγγι. Τότε ο άμαχος πληθυσμός για να προστατευθεί κατέφυγε στους βάλτους της Λυσιμαχίας, ενώ οι Αγωνιστές έσπευσαν να κρατήσουν τα προπύργια της Δυτικής Ρούμελης Μεσολόγγι και Αιτωλικό.
Για δεύτερη φορά, κατά το 1825 οι βάλτοι έγιναν καταφύγιο των αμάχων προσφύγων της περιοχής για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Η εισβολή της στρατιάς του Κιουταχή στη Δυτική Ελλάδα, ύστερα από τη ρητή εντολή του Σουλτάνου «ή το Μεσολόγγι ή το κεφάλι σου», δημιούργησε αναστάτωση στην περιοχή. Ο άμαχος πληθυσμός έτρεξε να κρυφθεί στα βουνά, ή συνέρρε για ασφάλεια στα παράλια του Ιονίου και στη βενετοκρατούμενη Επικράτεια (Κάλαμο, Λευκάδα, Βόνιτσα). Μεγάλο μέρος των αμάχων αποτραβήχτηκε και στους βάλτους της Λυσιμαχίας. Οι καπεταναίοι της περιοχής Σταϊκαίοι, Βλαχοπουλαίοι και Μεγαπάνος πριν ξεκινήσουν για το Μεσολόγγι άφησαν μια φρουρά 100 ανδρών για τον άμαχο πληθυσμό που κρυβόταν στους βάλτους και στα δάση της λίμνης. Αυτοί ενισχύθηκαν αργότερα με 50 Βαλτινούς, 30 Ζυγιώτες και 50 Αγγελοκαστρίτες.[29]
Η βόρεια και βορειοδυτική πλευρά της Λυσιμαχίας ήταν τότε πολύ ξέβαθη. Ανάμεσα στους λογγωμένους βάλτους με τα πανύψηλα και πυκνά σκλήθρα και φράξα, τις ιτιές και τις φτελιές και την άλλη, όπως αναφέραμε υβροχαρή βλάστηση, υπήρχαν διάσπαρτες πολλές νησίδες. Οι σπουδαιότερες ήταν η νησίδα του Δοκιμιού κοντά στο ομώνυμο χωριό, η Λάμπρα προς το μέρος του Αγγελοκάστρου και η Συκιά στη γνωστή και σήμερα διασταύρωση προς Μακρυνεία. Στη νησίδα του Δοκιμιού κατασκήνωσαν πρόχειρα περί τις 100 οικογένειες, ενώ στη νησίδα της Λάμπρας 500. Στο νησάκι της Συκιάς βρίσκονται καταυλισμοί αμάχων και το επόμενο έτος (Ιανουάριος του 1826), χωρίς όμως να γνωρίζουμε τον αριθμό τους. Οι Τούρκοι περνώντας στις 7 Απριλίου του 1825 από το Βραχώρι με κατεύθυνση προς το Μεσολόγγι, άφησαν εκεί μια φρουρά με επικεφαλής τον Τούρκο ηγεμόνα των Γρεβενών Βελή-αγά που οι ντόπιοι εξελλήνισαν σε Βελιάγκα. Μια εχθρική εστία και μάλιστα αμάχων τόσο κοντά στο Βραχώρι, δεν θα περνούσε απαρατήρητη. Συγκεντρώθηκε πάραυτα σημαντική δύναμη Τούρκων στον Πλάτανο, το γνωστό χωριό πέντε χιλιόμετρα δυτικά του Αγρινίου και ένα χιλιόμετρο από την υπό εκ-καθάριση περιοχή. Με τσεκούρια και κόφτρες άνοιξαν δρόμο μέσα στους βάλτους και κατασκεύασαν μονόξυλα με στόχο την κατάληψη oπωσδήποτε των δύο νησίδων.
Στη Λάμπρα οι ταμπουρωμένοι Έλληνες πίσω από τους κορμούς δένδρων βρίσκονταν σε ετοιμότητα. Τους άφησαν να πλησιάσουν αρκετά και πέτυχαν να τους εξολοθρεύσουν ύστερα από αιφνιδιασμό. Την ίδια και χειρότερη τύχη είχαν οι εισβολείς στην άλλη νησίδα του Δοκιμιού. Εκεί ο αιφνιδιασμός ήταν τέτοιος ώστε δεν πρόλαβαν να χρησιμοποιήσουν τα τουφέκια τους. Όσοι επιτέθηκαν, εξολοθρεύτηκαν, ενώ οι διασωθέντες τράπηκαν σε φυγή οδυνηρή γι’ αυτούς. Έπεσαν σε ενέδρα ή πνίγηκαν στους βάλτους. Μια δεύτερη επίθεση του Βελιάγκα περισσότερο οργανωμένη και με το σύνολο του στρατού του (3000 άνδρες) απέτυχε και πάλι. Το εύστοχο πυρ των ταμπουρωμένων Ελλήνων σκόρπισε παντού το θάνατο. Όσοι οπισθοχωρούσαν, αχόρταγα τα βαλτόνερα τους κατάπιναν.
Ο Βελιάγκας μετά τη διπλή ήττα δεν ξανατόλμησε να πλησιάσει στους βάλτους. Με τα υπολείμματα του στρατού του τράβηξε και αυτός προς το Μεσολόγγι. Οι άμαχοι παρέμειναν στα βαλτοτόπια και στα βαλτονήσια και τον επόμενο χρόνο (1826). Άντεξαν όσο και οι πολιορκημένοι στο Μεσολόγγι. Οι θέρμες και η πείνα δεν τους αφάνισαν. Η επέμβαση της τότε Κυβέρνησης (1 Ιουνίου 1826) όπως φαίνεται από το παρακάτω έγγραφο, δείχνει το έσχατο της αθλιότητας:
Διατάσσεται η Επιτροπή του Εθνικού Ταμείου: «… να δώση προς τον καπετάνιο Πέτρο Ντόβα γρόσια πεντακόσια ογδόντα πέντε (585), τιμή 30 κάδων καλαμποκιού, το οποίον έδωκεν εις πολλούς δυστυχείς, καταφυγόντας διά την εισβολήν του Κιουταχή εις την Δυτικήν Ελλάδα, εις την Συκιάν, νησίον επαρχίας Ζυγού…».[30] Οι σκελετωμένοι και θερμασμένοι άμαχοι πρόσφυγες, από τους βάλτους της περιοχής μας, έδωσαν το παρόν στη μεγάλη ώρα του ξεσηκωμού.
Οι λίμνες, το πέλαγος του τόπου
Η απεραντοσύνη του υδάτινου στοιχείου στο αιτωλικό βαθύπεδο, καθώς οι δυο λίμνες είναι αξεχώριστες, υποβάλλει το μυστήριο και το δέος. Για τους εκείθεν του Ζυγού πληθυσμούς που δεν βλέπουν τη θάλασσα δεν είναι οι λίμνες, αλλά το πέλαγος. Έτσι χαρακτηρίζεται στα έγγραφα της Τουρκοκρατίας η μεγαλύτερη λίμνη, η Τριχωνίδα, που απλώνεται νωχελικά, ασημένιο ύφασμα σε σχήμα μισοφέγγαρου στο φως του ήλιου.[31] Για τα μάτια των κατοίκων είναι τόσο απέραντη, σα να μην έχει σύνορο στεριάς. Είναι το πέλαγος του τόπου που δεν έχει για τους ντόπιους ένα όνομα. Ήδη κατά την αρχαιότητα έδιναν διαφορετικές ονομασίες σε επιμέρους τμήματα της λίμνης που διασώθηκαν και μεταγενέστερα (Ύδρα, Σούντι κ.ά.).[32] Λίμνη στοιχειό για όλους που πιστεύουν ότι στην ανατολική εσχατιά στο Πετροχώρι, όπου οι βράχοι σχίζουν κατακόρυφα και βίαια τα νερά, το βάθος είναι απροσμέτρητο. Για βάθος χωρίς τέλος, για επικίνδυνες ρουφήχτρες μιλά μέχρι σήμερα η λαϊκή παράδοση που ερέθιζε την παιδική μας φαντασία.
Η ακινησία των νερών, ο κόσμος ενός απροσδιόριστου βυθού, τρέφουν το μύθο, πλάθουν το όνειρο. «Οι βάλτοι και οι λιμνοθάλασσες – γράφει ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος – αναδίνουν αδιάκοπη αργή γοητεία, δημιουργούν την ανάγκη να αισθανθεί και να χαρεί κανείς την ομορφιά της ζωής, συνταιριάζουν τ’ όνειρο με την πραγματικότητα, τις χίμαιρες της φαντασίας με τα πιο ασήμαντα… περιστατικά της ζωής».[33]
Στο έμπα του βραχωρίτικου κάμπου μετά το διάσελο στα Κλεισορρέματα, με καθηλώνει πάντα η γοητεία του τοπίου. Στο βάθος κέντημα στον αιθέρα, η βορεινή πλευρά της Κυρα- Βγένας. Τα Λυκοράχια στο μούχρωμα επιστέφουν το Βραχώρι, που όλο και περισσότερο φωλιάζει στην αγκαλιά του κάμπου του. Η λίμνη γαλαζοπράσινη, αστραφτερή, φαίνεται να κρατά καλά τα μυστικά του τόπου.
Στα παιδικά μου χρόνια, όταν μας πήγαιναν εκδρομή προς τον Μπίτσοβο, αναρωτιόμουν. Γιατί να μην υπάρχει μια αλέα με δένδρα που να ενώνει τη λίμνη με την πόλη μας; Και το ερώτημα αναδιατυπώνεται: Πότε άραγε θα ξαναπάρουν ζωή οι λίμνες και θα ξαναμπούν στη ζωή της περιοχής; Πότε θα επανασυνδεθούν με τον άνθρωπο και τις τύχες του; Πότε κάθε επέμβαση στο περιβάλλον θα εναρμονίζεται με το ανθρωπογεωγραφικό σύμπλεγμα;… Γιατί η λίμνη είναι για αέρινα καραβάκια και όχι για ογκώδη φέρυ- μπωτ.
Διαβάστε το Α΄ Μέρος
19. Δ. Βικέλα, Από Νικοπόλεως εις Ολυμπίαν, Αθήναι 1885, σσ. 76-79. | 20. Pouqueville, Voyage, όπ.π., τ.3, σς. So 3, 512, 514-515, Woodhouse, Aetolia, όπ.π., σ. 16. | 21. Leake, Travels, όπ.π.τ. Iσ. 128. Woodhouse, Aetolia, όπ.π. σ. 15, σημ. 2. | 22. Γιαννοπούλου, Η περιηγήσις του Εβλιά Τσελεμπή στη Στερεά Ελλάδα, Επετ. Εταιρ.Στερεοελλ. Μελ., τ. Β’ (1969-1978), σ. 191. | 23. Pouqueville, Voyage, όπ.π. σ. 523. | 24. Leake Travels, όπ.π. τ. I, σ. 128. | 25. βλ. σημ. 29. | 26. Pouqueville, Voyage, όπ.π. σσ. 502-503, 514, 523. | 27. Για τους δρόμους, Αλεξανδροπούλου, Αιτωλία, όπ.π. | 8. Woodhouse, Aetolia, όπ.π.σ. 15. | 29. Κ.Σ. Κώνστα, Οι βαλτότοποι της Δυτικής Ρούμελης το 1821, Η εποποιία των λιμνών της Λυσιμαχίας και του Λεσινιού. Στερεά Ελλάς, τχ. Απρ. 1971, σ. 110. | 30. Κ.Σ. Κώνστα, οι βαλτότοποι της Δυτικής Ρούμελης, όπ.π. σσ. 111-112. | 31. Σε δικαιοπρακτικά και κτηματολόγια της Τουρκοκρατίας κατά τις οριοθετήσεις συνόρων στα κτήματα η Τριχωνίδα αναφέρεται ως πέλαγος. Πρβλ. Woodhouse, Aetolia, όπ.σ. 15. | 32. Κατά τον Woodhouse, Aetolia, όπ.π. σ. 223, η αρχική ονομασία της μεγάλης λίμνης ήταν Λυσιμαχεία. Αργότερα ονομάστηκε Ύδρα ή Υδρία και στη συνέχεια Τριχωνίς. Για τις διαφορετικές ονομασίες σε διάφορα μέρη της λίμνης διαχρονικά, Pouqueville, voyage, όπ.π. τ. 3, σ. 423. Leake, Travels, όπ.π., τ. I, σ. 153. | 33. Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου, Μορφές της Ελληνικής γης, Αθήνα, (β’ έκδ. επηυξημένη, «Φιλιππότης») 1988.
Πηγή: Ρίζα των Αγρινιωτών