«Ξέρω δυo λίμνες ξωτικές,
δυo λίμνες αδελφάδες»
(Κ. Παλαμάς)
Όλοι οι δρόμοι που οδηγούν στο Αγρίνιο,
είναι παραλίμνιοι
της Ελένης Γιαννακοπούλου - Τριανταφυλλίδη
Από τα Κλεισορρέματα φαίνεται να φιλεί τα πόδια της πόλης η ατλαζένια Λυσιμαχεία. Στη διαδρομή Θέρμου-Αγρινίου δεσπόζει η Τριχωνίδα. Καθώς κατηφορίζεις από τα υψώματα της Μυρτιάς, απλώνεται ηγεμονικά μπροστά σου, θαρρείς θάλασσα ατέλειωτη στα κράσπεδα της Μακρυνείας. Παράπλευρα στο δρόμο Αμφιλοχίας – Αγρινίου, ανάμεσα στην πράσινη θάλασσα του καπνού, ο Οζερός και η Αμβρακία, πρασινογάλαζα μάτια με μύριες ανταύγειες στο φως, μοιάζουν ζωγραφικοί πίνακες με φόντο τα Ακαρνανικά. Κάθε φορά που οδεύω προς τα πάτρια εδάφη, ατενίζοντας τις λίμνες, ακίνητες, μοναχικές, παράμερα από τη ζωή, δοχεία αποβλήτων και απορριμμάτων, αναπολώ αλλοτινούς καιρούς. Τότε που οι άνθρωποι – ένας κόσμος χωρίς φυτοφάρμακα και καυσαέρια – συμβίωνε αρμονικά με το υδάτινο στοιχείο, πόρος ζωής και προστασίας γι’ αυτόν, χωρίς ούτε να το μολύνει, ούτε να ανατρέπει την ισορροπία του. Μια είδηση πρόσφατα από τον τοπικό τύπο για καθιέρωση γραμμής μεγάλου φέρυ-μπωτ στην Τριχωνίδα με παρώθησε να στοχαστώ και πάλι γύρω από τον κόσμο των λιμνών της περιοχής μας.
Αρχαίοι και Βυζαντινοί χρόνοι
Είναι γνωστό από τις πηγές ότι κατά την αρχαιότητα υπήρχαν οι εξής λίμνες στην περιοχή μας: Η Κυνία, η Ανθίς, η Τριχωνίς και η Ουρία.
Η Τριχωνίδα που ταυτίζεται με τη σημερινή λιμνώδη έκταση βορείως του Αρακύνθου, φέρει προφανώς το όνομά της από το παραλίμνιο Τριχώνιο, αρχαία πόλη, κοντά στη σημερινή Γαβαλού. Μια άλλη εκδοχή για την ετυμολογία της λέξης από το Τριχονησίς υποβάλλει θέμα ύπαρξης τριών νησιών στον υδάτινο χώρο παρόμοια μ’ αυτά της Λυσιμαχείας που αναφέρουμε παρακάτω (Β’ Μέρος). Αυτό δείχνει το μεγάλο μέγεθος της λιμναίας έκτασης που διασώζεται ως σήμερα.
Εκτός από την Τριχωνίδα, οι άλλες λίμνες δεν έχουν απόλυτα ταυτιστεί με τις σημερινές λιμναίες περιοχές και υπάρχει γι’ αυτό διάσταση απόψεων των μελετητών.[1]
Δε θα σχολιάσουμε εδώ το θέμα της ταύτισης των αρχαίων λιμνών με τις σημερινές.[2] Θα επισημάνουμε μόνο τη συμβολή των δύο μεγάλων λιμνών Τριχωνίδας και Λυσιμαχείας διαχρονικά στη ζωή του τόπου.
Έχει διαπιστωθεί από την έρευνα ότι κατά την αρχαιότητα σπουδαίο ρόλο έπαιξαν στη ζωή της περιοχής οι λίμνες βορείως και νοτίως του Αρακύνθου. Θεωρούνται αξιόλογες για τα πλούσια γύρω απ’ αυτές εδάφη (κυρίως η Τριχωνίδα) που αρδεύονταν προφανώς από το νερό τους. Η παραλίμνια πεδιάδα υπήρξε σπουδαία τροφός των αιτωλικών ποιμνίων. Αλλά και η ιχθυοπαραγωγή ήταν αξιόλογη. Συνεισέφεραν έτσι οι λίμνες πολλαπλά στη διατροφή των κατοίκων. Γι’ αυτό, πριν οριστικοποιηθούν οι οικισμοί, παρατηρούνται συχνές μετακινήσεις των αιτωλικών φύλων προς τις παραλίμνιες περιοχές.[3]
Δεν είναι χωρίς ενδιαφέρον οι επισημάνσεις αρχαίων θέσεων ή ερειπίων πολισμάτων περιφερειακά της Τριχωνίδας. Η Μέταπα (κοντά στη σημερινή Μπουρλέσα), το Πάμφιο στο ανατολικό άκρο της λίμνης (κοντά στο σημερινό Μορόσκλαβο), οι Άκρες (σε κάποια κορυφή των αντερεισμάτων του Αρακύνθου), το Φύτειο (Παλιοχώρι Μακρινούς). Σπουδαιότερο πόλισμα, όπως αναφέραμε είναι το Τριχώνιο «το και αρίστην έχον γην» κατά το Στράβωνα. Στην απέναντι όχθη αξιολογότερα πολίσματα είναι το Βουκάτιο (κάστρο Παραβόλας), οι Θεστιείς (κάστρο Βλοχού), ο Φίστυο (κοντά στα χωριά Νερομάνα – Κρυονέρι)[4]. Αλλά και η θέση του Θέρμου στο ομώνυμο οροπέδιο με τους ραδινούς λόφους βρίσκεται σε ακτίνα αξιοποίησης του υδάτινου πλούτου της Τριχωνίδας. Δε θα πρέπει να παραλείψουμε και τα παραλίμνια πολίσματα της Λυσιμαχίας. Σε περίοπτο λόφο του Αγγελοκάστρου (θέση Καστρί ή Άγιος Θωμάς) βρισκόταν η αρχαία Κωνώπη (προφανώς ετυμολογείται από το κώνωπες-ούπια). Στα ελληνιστικά χρόνια η ίδια πόλη ανακαινίστηκε και μετονομάστηκε σε Αρσινόη προς τιμήν του συζύγου του στρατηγού του Μεγάλου Αλεξάνδρου Λυσιμάχου, φίλου των Αιτωλών (239-234). Προς τιμήν του ίδιου στρατηγού κτίστηκε (περί το 300 π.χ.), κατά μια εκδοχή κοντά στο σημε-ρινό χωριό Μουσπάνου, άλλο πόλισμα, η Λυσιμάχεια.[5]
Οι δυο λίμνες στη διαδρομή της ιστορίας μέχρι και τις αρχές του 20ου αιώνα δεν είναι αυτόνομες. Ενώνονται με μεγάλη ελώδη λωρίδα πλούσια σε θάμνους, βελανιδιές, αγριλιές. Όταν ο βαλτότοπος πλημμυρίζει από τις συχνές βροχές στην περιοχή, η λιμναία έκταση πίσω από το Ζυγό φαίνεται ενιαία, απέναντη, στοιχειό στη ζωή του τόπου.[6]
Η επιβλητικότητα των σχεδόν ενωμένων λιμνών επιτείνεται με τις δασώδεις απολήξεις των οροσειρών που κυκλώνουν τις λίμνες και τα πυκνά δάση στα παραλίμνια εδάφη.[7] Ήταν τόσο συμπαγή και χωρίς διόδους ώστε να δημιουργούν φυσικά αμυντήρια στην προέλαση του εχθρού. Κατά την εκστρατεία του Φιλίππου του Ε’ στην Αιτωλία (219) κατεύθυνση προς το Θέρμο μνημονεύεται το δυσδίοτον της περιοχής περιφερειακά της Τριχωνίδας.
«Ήν δε η έξοδος εκ του περί την λίμνην λειμώνος τε και πεδίου στενή διά τα κύκλω περιέχοντα όρη..,», «Έστι δε πας τόπος ορεινός και τραχύς, συνηγμένος ταις ύλαις, διό και παντελώς στενήν και δυσδίοτον έχει την πάροδον…».[8]
Αξιοσημείωτο είναι ότι η συμβολή των λιμνών στη ζωή του τόπου επι-σημαίνεται και στη διαδρομή των επόμενων αιώνων.
Δεν είναι τυχαίο ότι αξιόλογοι βυζαντινοί ναοί βρίσκονται σε παραλίμνιες εκτάσεις. Τα μνημεία, ως γνωστόν, δεν είναι αποκομμένα από το ανθρωπογεωγραφικό τους περιβάλλον και τη ζωή της περιοχής. Το νερό αποτελεί πάντοτε στη διαδρομή της ιστορίας ρυθμιστικό παράγοντα στη διαμόρφωση των πληθυσμιακών κατανομών και του οικιστικού χώρου. [9]
Έτσι, και στην περιοχή μας η επιλογή των βυζαντινών θέσεων, όπου και η ανέγερση μνημείων έχει ως κριτήριο την ύπαρξη και τη λειτουργία του υδάτινου στοιχείου. Τα μνημεία, μερικά απ’ τα οποία αναφέρουμε, το μαρτυρούν: Η Αγία Σοφία της Μόκιστας, ο Άγιος Νικόλαος και οι Ταξιάρχες της Μόκιστας (13ος αι.), το μοναστήρι της Μυρτιάς (12ος – 15ος αι.), το κάστρο του Βλοχού (13ος-14ος αι.), ο Άγιος Ταξιάρχης Ερμίτσας και το εκεί βυζαντινό νεκροταφείο (13ος – 15ος αι.), η Κοίμηση της Θεοτόκου του Κάστρου της Παραβόλας (τελική φάση 13ος αι.), η Αγία Τριάδα του Μαύρικα (9ος- 10ος αι.), ο Άγιος Στέφανος Ρίβιου (13ος αι.), το Αγγελόκαστρο, η Αγγελοπολίχνη των Κομνηνοδουκάδων με τον Άγιο Γεώργιο στο κάστρο (13ος – 14ος αι.)[10].
Νεώτεροι χρόνοι
Κατά τους αιώνες μετά την άλωση (15ο-19ο) οι πληροφορίες για τη ζωή γύρω από τις λίμνες είναι περισσότερες. Αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές στην περίπτωση της Τριχωνίδας. Στην περιφέρειά της αναδεικνύονται σταδιακά από αγροτικές, φεουδαρχικές ενότητες (ζευγάρια, τσιφλίκια, αναχαγιάδες) συμπαγή οικιστικά σύνολα.
Η ονομασία Ζευγαράκι προέρχεται από ένα τέτοιο ζευγολατιό. Πρόκειται για την αλυσίδα χωριών ολόγυρα στη λίμνη, τα περισσότερα από τα οποία υπάρχουν και σήμερα. Σπουδαιότερα είναι: τα τσιφλίκια της Γαβαλούς με την πλούσια γη, που είχε, όπως αναφέραμε επισημανθεί από την αρχαιότητα – ονομάζεται γι’ αυτό «στον κάμπο» – και το τσιφλίκι Κούβελο στην άλλη όχθη της λίμνης, όπου η σημερινή Παραβόλα. Η Λυσιμαχεία ζώνεται από βάλτους με πλούσια βλάστηση, γι’ αυτό ίσως δεν έχουν αναπτυχθεί εκεί νεότεροι οικισμοί[11].
Η Τριχωνίδα αυτά τα χρόνια είναι γνωστή ως λίμνη του Απόκουρου και κυρίως ως λίμνη του Βραχωριού, γιατί το γειτονικό Βραχώρι είναι το διοικητικό κέντρο στην περιοχή. Τη Λυσιμαχία αποκαλούν λίμνη του Αγγελόκαστρου, ονομασία που διατηρεί τις βυζαντινές μνήμες στον τουρ-κοκρατούμενο ελληνισμό. Αξιοσημείωτο είναι ότι και το παρακείμενο στις όχθες της Λυσιμαχείας δάσος ονομάζουν «δάσος της κυρά-Αγγελικής» (βυζαντινής ρήγισσας κατά τη λαϊκή αντίληψη). Δεν είναι το μοναδικό στον παραλίμνιο χώρο.[12]
Τα δάση και οι λογγωμένοι βάλτοι
Ένα δασικό πανόραμα από την κορυφή της Τριχωνίδας, στο Πετροχώρι ως και το Αγγελόκαστρο. Πλούσια δάση περιζώνουν τη λίμνη: βελανιδιές, αριές, αγριελιές, αγριάμπελα, καστανιές, κουμαριές, μυρτιές, φιλύκη, συμπλέκονται με καλάμια και θάμνους στις όχθες. Οκτώ μεγάλα δάση, κατάλληλα για εκμετάλλευση υπολογίζονται από τους Γάλλους στο δασικό χώρο από το Αγγελόκαστρο ως τη Μακρυνεία και τα χωριά του Ζυγού. Μετά τις Παπαδάτες οι δασωμένες πλευρές του Αρακύνθου κατεβαίνουν ως τον κάμπο. Πουρνάρια, αριές και βελανιδιές καλύπτουν τις παραλίμνιες ζώνες και στην αντίπερα όχθη ως το Βλοχό.
Ο μεγάλος βάλτος που ένωνε τις δύο λίμνες καλυπτόταν επίσης από δάσος σε έκταση δύο μιλίων. Ιτιές, λεύκες, αγριοσυκιές, πλατάνια και αγριάμπελα συμφύρονται με θάμνους από υδροχαρή βλάστηση δημιουργώντας αδιαπέραστο φράγμα[13]. Ο χώρος είναι αδιάβατος, γι’ αυτό και χρησίμευσε ως καταφύγιο των πληθυσμών των παραλίμνιων χωριών κα-τά την Επανάσταση. Ήταν επίσης κρησφύγετο των κλεφτών και μετεπαναστατικά των ληστών της περιοχής. Εδώ κρυβόταν στις πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας ο διαβόητος τελευταίος ληστής στην περιοχή του Βραχωριού, ο γνωστός ως ‘Οφις[14].
Η επικοινωνία ανάμεσα στις δυο λίμνες γινόταν με μονόξυλα και γαΐτες. Ώσπου στο στένεμα του Βάλτου, από τον Άη-Νικόλα ως το χάνι της Συκιάς, ο Μουσελίμης του Κάρλελι Αλάμπεης (1773) έκτισε τα περίφημα γεφύρια που φέρνουν το όνομά του (θαμμένα σήμερα κάτω από την άσφαλτο). Ο ίδιος κατέβαλε για το έργο μέρος της δεκάτης. Επεβάρυνε όμως με έκτακτες εισφορές και αγγαρείες (προσωπική εργασία) τους κατοίκους που αντέδρασαν γι’ αυτό σθεναρά.[15] Κατ’ άλλη εκδοχή η κατασκευή των γεφυρών επί Αλάμπεη θεμελιώθηκε σε προϋπάρχον ρωμαϊκό ή νορμανδικό ή έργο της εποχής του Σουλεϋμάν του Μεγαλοπρεπούς. Είναι πάντως θαυμαστό για την εποχή ότι ένας λιθόκτιστος δρόμος 3 περίπου χιλιομέτρων στηριγμένος σε 365 γεφύρια ένωσε τις δυο αδελφές λίμνες.[16] Κάτω από τα γεφύρια η συναυλία του νερού έπαιζε σε όλους τους τόνους… «Πέρασα τα νερόχαρα του Αλάμπεη τα γιοφύρια…» θα γράψει και ο Παλαμάς.[17]
Το ωραιότατο υδροχαρές δάσος που διέσχισαν τα λιθόκτιστα γεφύρια εξαφανίστηκε με την αποστράγγιση του βάλτου μετά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο. Μέχρι τότε αποτελούσε προσφιλή τόπο περιπάτου για τους κατοίκους της περιοχής, ιδίως την εποχή που καλυπτόταν ολοσχερώς από νούφαρα και κρίνα.[18]
Η παρακάτω περιγραφή από το οδοιπορικό του Βικέλα του 1885 είναι αποκαλυπτική: «Πλατύφυλλα φυτά καλύπτουν όλην την εκεί επιφάνειαν με τους πράσινους δίσκους των. Αναμέσον αυτών υψούνται άλλων φυτών λεπτότερα στελέχη, τα δε ποικιλόχροα άνθη… μετατρέπουν εις ανθώνα θεσπέσιον τον πλωτόν τούτον κήπον. Υπεράνω του επιπλέοντος μυριανθούς δαπέδου υψούνται οι ευμήκεις κορμοί δένδρων απείρων, διά δε των διασταυρωμένων πυκνών κλώνων ακτίνες τινές φωτός, διαπερώσαι μόλις το φύλλωμα, καταβαίνουν μέχρι των ανθών επί των ησύχων αοράτων υδάτων. Αλλά τα ύδατα δεν τα βλέπεις και θα ενόμιζες ότι ευρίσκεσαι καταμεσής ενός δάσους σκιερού, εάν δεν ήκουες τους βατράχους, τρομάζοντας καθόσον προχωρείς να βυθίζονται με πάταγον… ενώ οι σύντροφοί των μακράν… πληρούν τον δροσερόν αέρα με τα ηχηρά των κοάξ. Επί των κλώνων ψάλλουν εναρμονίως τα πτηνά, περιφρονούντα την βοήν των ενύδρων αντιζήλων των. Τις ήτο ο Αλάμπεης ούτος του οποίου η γέφυρα διαιωνίζει το όνομα; Εγνώριζεν άραγε, όταν έκτιζε διά μέσου των λιμνών την οδόν ταύτην, ότι εδημιούργει τον γοητευτικότερον επί γης περίπατον».
Το Β’ Μέρος ΕΔΩ