.
Πολιτισμός
Οι εργασίες στα μνημεία της Αρχαίας Νικόπολης
Προχωράει η αναστήλωση των κιόνων στον Οίκο του Εκδίκου Γεωργίου,
καθώς και η διαμόρφωση των διαδρομών πρόσβασης στους χώρους του μνημείου
Το Υπουργείο Πολιτισμού προχωρεί με ταχείς ρυθμούς την αναστήλωση των κιόνων στον Οίκο του Εκδίκου Γεωργίου, καθώς και της διαμόρφωσης των διαδρομών πρόσβασης στους χώρους του μνημείου, αλλά και στη Βασιλική Δ’, στο πλαίσιο του στρατηγικού σχεδιασμού του για τη συντήρηση, την προστασία, την ανάδειξη και την αποκατάσταση των μνημείων της Νικόπολη. Οι επεμβάσεις εντάσσονται στο ολιστικό σχέδιο διαχείρισης του αρχαιολογικού χώρου της Νικόπολης και συνδυάζονται με τη μελλοντική υποψηφιότητα του χώρου για ένταξή του στον Κατάλογο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO. Συνολικά οι παρεμβάσεις του Υπουργείου Πολιτισμού, που έχουν ολοκληρωθεί από το 2019 έως σήμερα, αυτές που είναι σε εξέλιξη και όσες έχουν δρομολογηθεί για την τρέχουσα χρηματοδοτική περίοδο αγγίζουν τα 10.000.000 ευρώ, τα οποία προέρχονται από πόρους του Περιφερειακού Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ήπειρος» 2014-2020 και 2021-2027 και του Ταμείου Ανάκαμψης.
Οίκος του Εκδίκου Γεωργίου (Παλάτι)
Ο Οίκος του Εκδίκου Γεωργίου, έκτασης 10 στρεμμάτων, καταλαμβάνει ένα οικοδομικό τετράγωνο και αναπτύσσεται κλιμακωτά σε διάφορα επίπεδα. Έχει την τυπολογία της ρωμαϊκής οικίας (domus) με στοιχεία παραθαλάσσιας έπαυλης (villa maritima) και η κατασκευή της χρονολογείται στον 1ο αι. μ.Χ. Από σωζόμενη επιγραφή στη νότια στοά του περιστυλίου της, είναι γνωστό ότι τον 4ο αι. μ.Χ. η ιδιοκτησία περιέρχεται στον Έκδικο Γεώργιο. Το αξίωμα του Εκδίκου θα μπορούσε να είναι κάτι ανάλογο με τον σύγχρονο θεσμό του Συνηγόρου του Πολίτη. Οι ανασκαφές στο εν λόγω μνημείο ξεκίνησαν το 1913, οπότε και αποκαλύφθηκε το περιστύλιο, ορισμένοι χώροι περιμετρικά του και ψηφιδωτά δάπεδα. Το 1961 αποτυπώθηκαν τα κατάλοιπα και η κάτοψη του άνω τμήματος, και αναπαραστάθηκαν οι κίονες του περιστυλίου. Σε μεταγενέστερες ανασκαφές αποκαλύφθηκε μεγαλύτερο τμήμα του μνημείου. Το 2009, το έργο της αποκατάστασης των μνημείων και της ανάδειξης του χώρου της Νικόπολης έλαβε το ευρωπαϊκό βραβείο πολιτιστικής κληρονομιάς Europa Nostra. Σήμερα, υλοποιείται η προβλεπόμενη στη μελέτη εφαρμογής αναστήλωση τριών εκ των πέντε κιόνων, καθώς και η συγκόλληση των άλλων δύο που σώζονται σε όλο το ύψος τους, χωρίς όμως την αναστήλωσή τους, λόγω μη απολύτως τεκμηριωμένης της αρχικής τους θέσης.
Βασιλική Δ’
Η τρίκλιτη Βασιλική Δ’ Ασυρμάτου είναι χτισμένη έξω από τα τείχη της παλαιοχριστιανικής πόλης. Χρονολογείται στις αρχές του γ’ τέταρτου του 6ου αιώνα και φέρει ψηφιδωτά δάπεδα που απεικονίζουν κυρίως γεωμετρικά μοτίβα, ενώ ξεχωρίζουν πέντε τετράγωνοι πίνακες προ της Βασιλείου Πύλης με μαιάνδρους και ζεύγη αντωπών πτηνών. Παράλληλα, με τη συντήρηση και την αποκατάσταση των ψηφιδωτών, δημιουργούνται διαδρομές κίνησης των επισκεπτών, οι οποίες εξασφαλίζουν την απαίτηση για συνθήκες ασφαλούς προσέγγισης και άνετης κίνησης περιμετρικά και προς το μνημείο, με δυνατότητα πρόσβασης και των ΑμεΑ στο εσωτερικό του. Η προσβασιμότητα των ΑμεΑ επιτυγχάνεται μέσω κατάλληλα διαμορφωμένης κεκλιμένης ράμπας, ενώ προβλέπεται και η διαμόρφωση πλατώματος εισόδου ανάλογου για τη στάθμευση δύο ανάλογων οχημάτων.
Η Νικόπολη, να θυμίσουμε εδώ, ιδρύθηκε από τον Οκταβιανό Αύγουστο, σε ανάμνηση της νίκης του στη ναυμαχία του Ακτίου, στις 2 Σεπτεμβρίου του 31 π.Χ., έναντι του Μάρκου Αντώνιου και της Κλεοπάτρας Ζ’ της Αιγύπτου. Η γεωγραφική της θέση, σε σταυροδρόμι χερσαίων και θαλάσσιων οδών, και τα τρία φυσικά λιμάνια που διέθετε της παρείχαν σημαντικά οικονομικά και στρατηγικά πλεονεκτήματα. Η πόλη συνοικίστηκε από κατοίκους της Ηπείρου, της Αιτωλοακαρνανίας και της Λευκάδας και από Ρωμαίους αποίκους. Η ρωμαϊκή κρίση του 3ου αι. μ.Χ. σε συνδυασμό με τις βαρβαρικές επιδρομές συνέβαλαν στη βαθμιαία παρακμή της. Με τη διοικητική μεταρρύθμιση του Διοκλητιανού, η Νικόπολη ανακηρύχθηκε σε πρωτεύουσα της ρωμαϊκής επαρχίας Epirus Vetus.
Η ιστορία της Νικόπολης κατά τους πρώιμους βυζαντινούς χρόνους σημαδεύεται από τις βαρβαρικές επιδρομές, που σύμφωνα με τις γραπτές μαρτυρίες ξεκινούν ήδη από τα τέλη του 4ου και φθάνουν στα τέλη του 6ου αι. μ.Χ. Μετά το 540 μ.Χ., ο Ιουστινιανός, στο πλαίσιο της εφαρμογής ενός γιγαντιαίου προγράμματος ανακαίνισης των οχυρώσεων των πόλεων, ανανέωσε τα τείχη της πόλης. Ορόσημο στην ιστορία της πόλης αποτελεί η εξάπλωση του χριστιανισμού και η ίδρυση της εκκλησίας της Νικόπολης. Η χριστιανική διδασκαλία κηρύχθηκε στη Νικόπολη για πρώτη φορά από τον Απόστολο Παύλο, το 62-63 μ.Χ., όταν διαχείμασε στην πόλη.
Γύρω στα μέσα του 5ου αι. μ.Χ. τοποθετείται η κατασκευή της Βασιλικής Αλκίσωνος που θεωρείται ο μητροπολιτικός ναός της πόλης, γεγονός που σημαίνει ότι ο Χριστιανισμός εδραιώθηκε πλήρως στη Νικόπολη, η οποία αποτελούσε μητροπολιτική έδρα που υπαγόταν στο Πατριαρχείο της Ρώμης, μέχρι το 732/3 μ.Χ. Μετά τη μεταφορά της έδρας στη Ναύπακτο αποτέλεσε έδρα Επισκοπής. Οι πιο γνωστοί από τους επισκόπους ήταν οι δύο Δουμέτιοι και ο Αλκίσων, οι οποίοι έχουν συνδέσει το όνομά τους με δύο από τις πιο γνωστές βασιλικές της πόλης.