Οι επιζήσαντες | «Κάναμε ό,τι κάναμε για να επιζήσουμε»


.

Είναι μια ιστορία

Οι επιζήσαντες

«Κάναμε ό,τι κάναμε για να επιζήσουμε»
«Ένα από τα πιο οδυνηρά πράγματα,
ήταν η συνειδητοποίηση ότι ο κόσμος συνέχιζε χωρίς εμάς»


Η ναυλωμένη πτήση ενός Fairchild FH-227D από το Μοντεβιδέο της Ουρουγουάης προς το Σαντιάγο της Χιλής, που συνετρίβη στα βουνά των Άνδεων στις 13 Οκτωβρίου 1972 έχει περάσει στην ιστορία των αεροπορικών δυστυχημάτων ως το Θαύμα των Άνδεων (ισπανικά: Milagro de los Andes‎‎) από το γεγονός ότι, μετά από 72 μέρες, 16 επιβάτες από τους 45 επιβαίνοντες της πτήσης κατάφεραν να σωθούν δύο μέρες πριν τα Χριστούγεννα.

Η σύγκρουση

Ο πιλότος Φεράντας είχε πετάξει στις Άνδεις 29 φορές στο παρελθόν. Σε αυτή την πτήση εκπαίδευε τον συγκυβερνήτη Λαγκουράρα, ο οποίος βρισκόταν στα χειριστήρια. Καθώς πετούσαν μέσα από τις Άνδεις, τα σύννεφα έκρυβαν τα βουνά. Το αεροσκάφος ήταν τεσσάρων ετών και είχε 792 ώρες πτητικού έργου. Θεωρήθηκε από μερικούς πιλότους ως υποδύναμη και είχε το παρατσούκλι από αυτούς ως «μολυβένιο έλκηθρο».

Δεδομένης της νεφοκάλυψης, οι πιλότοι πετούσαν υπό μετεωρολογικές συνθήκες οργάνων σε ύψος 18.000 ποδιών και δεν μπορούσαν να επιβεβαιώσουν οπτικά τη θέση τους. Ενώ ορισμένες αναφορές αναφέρουν ότι ο συγκυβερνήτης εκτίμησε εσφαλμένα τη θέση του χρησιμοποιώντας νεκρό υπολογισμό, βασιζόταν στην ραδιοπλοήγηση. Το όργανο VOR/DME του αεροσκάφους εμφάνισε στον συγκυβερνήτη μια ψηφιακή ανάγνωση της απόστασης από τον επόμενο ραδιοφάρο στο Κουρίκο. Στο πέρασμα Πλάντσον, το αεροσκάφος έπρεπε ακόμα να διανύσει 60-70 χλμ. για να φτάσει στο Κουρίκο.

 

Ένα Fairchild FH-227 D, που χρησιμοποιήθηκε στην ταινία Alive του 1993.

 

Ανεξάρτητα από αυτό, στις 3:21 μ.μ., λίγο μετά τη διέλευση του περάσματος, ο Λαγκουράρα επικοινώνησε με το Σαντιάγο και ειδοποίησε τους ελεγκτές εναέριας κυκλοφορίας ότι ανέμενε να φτάσει στο Κουρίκο ένα λεπτό αργότερα. Ο χρόνος πτήσης από το πέρασμα προς το Κουρίκο είναι συνήθως 11 λεπτά, αλλά μόλις τρία λεπτά αργότερα ο συγκυβερνήτης ανέφερε στο Σαντιάγο ότι περνούσαν το Κουρίκο και έστριβαν βόρεια. Ζήτησε άδεια από τον έλεγχο εναέριας κυκλοφορίας για να προσγειωθεί. Ο ελεγκτής στο Σαντιάγο, χωρίς να γνωρίζει ότι η πτήση ήταν ακόμα πάνω από τις Άνδεις, τον εξουσιοδότησε να κατέβει στα 11.500 πόδια. Αργότερα ανάλυση της διαδρομής πτήσης διαπίστωσε ότι ο συγκυβερνήτης όχι μόνο είχε στρίψει πολύ νωρίς, αλλά είχε ενεργοποιήσει μια κατεύθυνση 014 μοιρών, όταν έπρεπε να είχε γυρίσει στις 030 μοίρες.

Καθώς το αεροσκάφος κατέβαινε, δημιουργήθηκαν έντονες αναταράξεις. Οι παίκτες του ράγκμπι αστειεύονταν αρχικά για τις αναταράξεις, μέχρι που κάποιοι επιβάτες είδαν ότι το αεροσκάφος βρισκόταν πολύ κοντά στο βουνό. «Αυτή ήταν μάλλον η στιγμή που οι πιλότοι είδαν τη μαύρη κορυφογραμμή να υψώνεται μπροστά τους». Ο Ρομπέρτο Κανέσα είπε αργότερα ότι νόμιζε ότι ο πιλότος γύρισε βόρεια πολύ σύντομα και άρχισε την κάθοδο προς το Σαντιάγο ενώ το αεροσκάφος ήταν ακόμα ψηλά στις Άνδεις. Μετά «άρχισε να ανεβαίνει, ώσπου το αεροπλάνο ήταν σχεδόν κάθετο και άρχισε να σταματά και να κουνιέται». Ο συναγερμός επίγειας σύγκρουσης του αεροσκάφους ακούστηκε, ανησυχώντας όλους τους επιβάτες.

 

 

Ο συγκυβερνήτης εφάρμοσε τη μέγιστη ισχύ σε μια προσπάθεια να κερδίσει ύψος. Μαρτυρίες και στοιχεία έδειξαν ότι το αεροπλάνο χτύπησε το βουνό δύο ή τρεις φορές. Ο συγκυβερνήτης μπόρεσε να φέρει το ρύγχος του αεροσκάφους πάνω από την κορυφογραμμή, αλλά στις 3:34 μ.μ., το κάτω μέρος του κώνου της ουράς μπορεί να κόπηκε στην κορυφογραμμή στα 13.800 πόδια. Η επόμενη σύγκρουση έκοψε τη δεξιά πτέρυγα. Ορισμένα στοιχεία δείχνουν ότι πετάχτηκε πίσω με τέτοια δύναμη που έσκισε τον κατακόρυφο σταθεροποιητή και τον κώνο της ουράς. Όταν ο κώνος της ουράς αποσπάστηκε, πήρε μαζί του το πίσω μέρος της ατράκτου, συμπεριλαμβανομένων δύο σειρών καθισμάτων στο πίσω τμήμα της καμπίνας επιβατών, το μαγειρείο, τον χώρο αποσκευών, τον κατακόρυφο σταθεροποιητή και τους οριζόντιους σταθεροποιητές, αφήνοντας μια τρύπα με κενό στο πίσω μέρος της ατράκτου. Τρεις επιβάτες, ο πλοηγός και ο αεροσυνοδός χάθηκαν με το τμήμα της ουράς.

Το αεροσκάφος συνέχισε προς τα εμπρός και προς τα πάνω άλλα 200 μέτρα (660 πόδια) για μερικά ακόμη δευτερόλεπτα, όταν το αριστερό φτερό χτύπησε στα 4.400 μέτρα (14.400 πόδια), σπάζοντας. Μία από τις έλικες κόπηκε μέσα από την άτρακτο, καθώς το φτερό στο οποίο ήταν συνδεδεμένο κόπηκε. Δύο ακόμη επιβάτες έπεσαν έξω από το ανοιχτό πίσω μέρος της ατράκτου. Το μπροστινό μέρος της ατράκτου έφυγε κατευθείαν στον αέρα πριν γλιστρήσει κάτω από τον απότομο παγετώνα με ταχύτητα 350 χλμ/ώρα σαν ένα έλκηθρο υψηλής ταχύτητας και κατέβηκε περίπου 725 μέτρα (2.379 πόδια). Όταν η άτρακτος συγκρούστηκε με έναν όγκο χιονιού, τα καθίσματα αποκόπηκαν από τη βάση τους και πετάχτηκαν στο εμπρός διάφραγμα. Η πρόσκρουση συνέτριψε το πιλοτήριο με τους δύο πιλότους μέσα, σκοτώνοντας αμέσως τον Φεράντας.

 

Όταν το αεροσκάφος ακινητοποιήθηκε τελικά, δέκα επιβάτες ήταν νεκροί. Οι υπόλοιποι τραυματίες θα υποκύψουν τις επόμενες ημέρες.

Σε υψόμετρο 3.500 μέτρων, οι επιζώντες προσπαθούν να οργανωθούν. Κοιμούνται στο εσωτερικό της ατράκτου και διαχειρίζονται αυστηρά τα λιγοστά τρόφιμα: σοκολάτα και τυρί.

«Η πρώτη νύχτα, ήταν η πιο τρομερή», θυμάται ο Ρόι Χάρλεϊ, ένας από τους 16 επιζώντες της συντριβής αεροσκάφους,  περιγράφοντας τον φόβο, το τσουχτερό κρύο και τις φωνές των τραυματιών. «Εκείνο το βράδυ, πέρασα από την κόλαση», θυμάται ο Ρόι Χάρλεϊ, αφηγούμενος την περιπέτεια στο Γαλλικό Πρακτορείο Ειδήσεων. «Στα πόδια μου ήταν ένα αγόρι που του έλειπε ένα μέρος του προσώπου του και πνιγόταν στο αίμα του. Δεν είχα το θάρρος να του απλώσω το χέρι, να του κρατήσω το χέρι, να το παρηγορήσω. Φοβήθηκα πολύ».  Το επόμενο πρωί, άλλοι τέσσερις άνθρωποι κείτονταν νεκροί.

«Ήμασταν τόσο κρύοι, ήταν τόσο σκληρά», θυμάται από την πλευρά του, ο 69χρονος σήμερα, Κάρλος Πάεζ, τονίζοντας πως πίστεψε πολλές φορές, ότι έφθασε η τελευταία του ημέρα στην ζωή.

Αλλά αυτό που ήταν, ίσως, ακόμη πιο δύσκολο, συνέβη την δέκατη ημέρα παραμονής τους σ’ εκείνο το σημείο με τις εξαιρετικά δυσμενείς συνθήκες, όταν άκουσαν από το ραδιόφωνο, ότι οι έρευνες για τον εντοπισμό τους, διεκόπησαν. «Ένα από τα πιο οδυνηρά πράγματα, ήταν η συνειδητοποίηση ότι ο κόσμος συνέχιζε χωρίς εμάς», επισημαίνει ο Πάεζ, ο οποίος έχει εξειδικευτεί στην κινητοποίηση του ατόμου. Ωστόσο, αυτό το γεγονός, τούς έκανε να συνειδητοποιήσουν ότι μπορούσαν να βασίζονται μόνο στον εαυτό τους για να σωθούν. Και ότι πρέπει να κάνουν υπομονή.

Δύο από τους επιζώντες, βρήκαν την δύναμη να περπατήσουν για δέκα ημέρες στο κρύο και στο χιόνι για να βρουν ίνη πολιτισμού, ενώ οι υπόλοιποι προσπάθησαν αρχικά να επιβιώσουν και εν τέλει το κατάφεραν, τρώγοντας τις παγωμένες σάρκες των νεκρών συντρόφων τους. Η πλειοψηφία από εμάς ψηφίσαμε «ναι», λέει ο Χάρλεϊ, εξηγώντας ότι πριν από αυτό, είχαν προσπαθήσει να καταπιούν ό,τι μπορούσε να τους ταΐσει, όπως δερμάτινες σόλες παπουτσιών, τσιγάρα ή ακόμα και οδοντόκρεμα.

«Πεθαίναμε. Όταν έχεις την επιλογή να πεθάνεις ή να χρησιμοποιήσεις το μόνο πράγμα που μένει… Κάναμε ό,τι κάναμε για να επιζήσουμε», απολογείται ο 70χρονος συνταξιούχος, ανακαλώντας από την μνήμη του εκείνες τις τραγικές στιγμές. Κι όμως, αυτό δεν ήταν το μόνο που είχαν ν’ αντιμετωπίσουν, καθώς μια χιονοστιβάδα έθαψε την άτρακτο του αεροπλάνου, που τους χρησίμευε ως καταφύγιο όταν έπεφταν για ύπνο. Οκτώ από αυτούς πέθαναν τότε. Από τους 32 που είχαν επιζήσει από την συντριβή, έμεναν πλέον μόνο 19 οι επιζώντες. Ακόμα τρεις πέθαναν τις επόμενες ημέρες.

 

 

«Η χιονοστιβάδα ήταν σαν πισώπλατο μαχαίρωμα από τον Θεό», σχολιάζει ο Πάες, ο οποίος μαζί με τους άλλους επιζώντες, κλήθηκαν να επιδείξουν απίστευτη επιμονή για να επιβιώσουν, χρησιμοποιώντας τα συντρίμμια του αεροπλάνου για να φτιάξουν καπέλα, γάντια, χιονοπέδιλα, παπλώματα και ακόμη σκούρα γυαλιά κατά της χιονοτύφλωσης. Τελικά, χάρη στα δύο μέλη της ομάδας, Ρομπέρτο Κανέσα και Φερνάντο Παράδο, οι οποίοι πήγαν να αναζητήσουν βοήθεια με γνώμονα το ένστικτό τους και μόνο, η βοήθεια που όλοι περίμεναν, έφτασε. Οι δύο άνδρες περπατούσαν ατελείωτα και στα όρια της κατάρρευσης, βρέθηκαν σε ένα ποτάμι και συνάντησαν έναν έφιππο, ο οποίος και ειδοποίησε τις αρμόδιες αρχές για το δυστύχημα.

Όταν πετούσε με το αεροπλάνο, ο Ρόι Χάρλεϊ ζύγιζε 84 κιλά. Και όταν διασώθηκε, ζύγιζε μόλις 37 κιλά. Κατά μέσο όρο, οι επιζώντες έχασαν 29 κιλά, σύμφωνα με τα αρχεία του ιδιωτικού μουσείου του Μοντεβιδέο που αποτίει φόρο τιμής στους 29 νεκρούς και στους 16 επιζώντες του «Θαύματος των Άνδεων».

«Είναι μια εξαιρετική ιστορία που παρουσιάζει απλούς ανθρώπους», επισημαίνει ο Πάες και προσθέτει: «Στο τέλος θριάμβευσε η ζωή».

 

————————————————————————————
https://el.wikipedia.org/ | https://www.in.gr/ | https://www.lifo.gr/

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *