«…επικράτησε πανικός,
γιατί οι ανατινάξεις ήταν σφοδρές…»
- του Χρήστου Χατζηαγάπη
Μετά τη νικηφόρο μάχη των σοβιετικών δυνάμεων κατά των Γερμανών στο Στάλινγκραντ και την αιχμαλωσία της 6ης γερμανικής στρατιάς με το στρατηγό Πάουλους (250χιλ. ανδρών) στις αρχές του 1943, σήμανε η αρχή του τέλους της γερμανικής κυριαρχίας στην Ευρώπη. Ο κόκκινος στρατός με τον αέρα της νίκης και το ηθικό ανεβασμένο πήρε σβάρνα τους Γερμανούς και τους Συμμάχους, τους Ρουμάνους, Ιταλούς, Βούλγαρους και Ούγγρους και δεν άργησε να φτάσει κοντά στα σύνορά μας.
Οι Γερμανοί που ήταν στη χώρα μας, βλέποντας ότι θα αιχμαλωτίζονταν σαν τον ποντικό στη φάκα, αν παρέμειναν ακόμη, πήραν την εντολή να εγκαταλείψουν την Ελλάδα εσπευσμένα.
Το Αγρίνιο λόγω της θέσης του (αεροδρόμιο) και της κάλυψης που παρείχε ο ελαιώνας του Ρουπακιά, ήταν τόπος αποθήκευσης και μεταφοράς εφοδίων και πυρομαχικών για τον ανεφοδιασμό του γερμανικού στρατού που πολεμούσε στην Αφρική.
Στη θέση που είναι σήμερα το Πανεπιστήμιο και βορειότερα, μέχρι τις εργατικές κατοικίες (όλη αυτή η περιοχή ήταν λιοστάσια τότε), οι Γερμανοί είχαν αποθήκες πυρομαχικών (νάρκες, οβίδες, σφαίρες, φωτοβολίδες κ.λπ.)
Ο όγκος, το βάρος και η εσπευσμένη αναχώρησή τους όμως, δεν τους επέτρεπε να πάρουν μαζί τους όλα τα πυρομαχικά και για να μην πέσουν στα χέρια του ΕΛΑΣ αποφάσισαν να τα ανατινάξουν.
Ήταν αρχές του Σεπτέμβρη, θυμάμαι, που μια ομάδα από Γερμανοτσολιάδες ειδοποιούσαν τους κατοίκους που έμεναν στην κάτω Ντούτσαγα να φύγουν την επόμενη μέρα από τα σπίτια τους, γιατί θα γίνουν ανατινάξεις πυρομαχικών.
Ο πατέρας μας, την ημέρα που θα γίνονταν οι ανατινάξεις, μας πήρε και μαζί με άλλους γείτονες πήγαμε στα «Κουρκουνέικα», μια απόσταση δύο χιλιόμετρα μακριά από τη γειτονιά μας, όπου μείναμε μέχρι το απόγευμα. Από κει ακούγαμε το σκάσιμο των οβίδων και το σφύριγμα των σφαιρών, καθώς εκσφενδονίζονταν μαζί με πέτρες και χώματα, εκατοντάδες μέτρα ψηλά και περιμετρικά.
Κάποια στιγμή, αργά το απόγευμα, σταμάτησαν οι βροντές και οι εκπυρσοκροτήσεις και πιστέψαμε ότι τελείωσαν οι ανατινάξεις. Ξεκινήσαμε λοιπόν να επιστρέψουμε στα σπίτια μας. Όταν φτάσαμε στο δρόμο που είναι σήμερα το «Πιθάρι» , άρχισαν οι ανατινάξεις στο αεροδρόμιο. Τότε επικράτησε πανικός, γιατί οι ανατινάξεις ήταν πιο σφοδρές και τα υλικά που εκσφενδονίζονταν, αφού πήγαιναν εκατοντάδες μέτρα ψηλά, μετά έπεφταν σαν βροχή απάνω μας, χωρίς να μπορούμε να προφυλαχθούμε και από θαύμα γλιτώσαμε χωρίς να πάθουμε τίποτα. Αναγκαστήκαμε τότε να γυρίσουμε πάλι στα «Κουρκουνέικα», όπου παραμείναμε μέχρι που σταμάτησαν τελείως οι ανατινάξεις και αργά το απόγευμα επιστρέψαμε στα σπίτια μας.
Εκεί αντικρίσαμε μεγάλες υλικές ζημιές που είχαν προξενήσει πέτρες και χώματα, τα οποία έπεσαν από τις ανατινάξεις στα τζάμια και στα κεραμίδια. Μάλιστα μια πέτρα βάρους περίπου δέκα οκάδων, έπεσε πάνω στη μικρή πέτρινη σκάλα του σπιτιού μας και η οποία, αν έπεφτε στη στέγη, θα κατέστρεφε όλο το σπίτι
Η στενοχώρια μας για τις ζημιές που μας προξένησαν οι ανατινάξεις των πυρομαχικών δεν κράτησε πολύ, γιατί ύστερα από λίγες μέρες έφυγαν οι Γερμανοί και ο αέρας της ελευθερίας γέμισε τα στήθη μας με ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο.