«Εισέπραξα πάρα πολλά [από τον Γκάτσο].
Πιο πολλά άκουσα
από αυτούς τους ανθρώπους για την ζωγραφική,
παρά στη Σχολή Καλών Τεχνών» Γ. Σταθόπουλος
Στον ιστότοπο της Sianti Gallery διαβάσαμε μία συνέντευξη του Αιτωλοακαρνάνα στην καταγωγή ζωγράφου, Γιώργου Σταθόπουλου, ο οποίος μίλησε για τη δουλειά του και για τους ανθρώπους που γνώρισε στη ζωή του στο Γιώργο Μυλωνά τον επισκέφτηκε στο εργαστήριο του μαζί με την Βασιλική Σιαντή.Ένα μέρος της συνέντευξης αφορά την προσωπική γνωριμία του ζωγράφου με τον Νίκο Γκάτσο και το «ιερατείο» του Φλόκα, όπως αναφέρεται.
Σήμερα, ημέρα μνήμης του Νίκου Γκάτσου, σταχυολογήσαμε μερικά αποσπάσματα της παραπάνω συνέντευξης τα οποία και αναδημοσιεύουμε. Για την διατήρηση του ρυθμού του κειμένου και μόνο, τις ερωτήσεις του κ. Μυλωνά τις ενσωματώσουμε μέσα σε αγκύλες, έτσι ώστε ο λόγος να πάρει τηυ μορφή της ενιαίας αφήγησης.
Στο τέλος του κειμένου θα βρείτε το link για να επισκεφτείτε τον ιστότοπο και να διαβάσετε όλη τη συνέντευξη του Γιώργου Σταθόπουλου. Με αυτόν τον τρόπο θα έχετε και μία ψηφιακή γνωριμία με τη Sianti Gallery.
[Συνδέθηκα περισσότερο] με τον Γκάτσο. Ήμουνα από τους ευνοούμενους της παρέας του τότε. Για κάποιον λόγο, μου είπε ότι μπορείς να έρχεσαι στου Φλόκα, χωρίς να τηλεφωνείς. Ενώ απέφευγε πολλούς που ερχόντουσαν εκεί, εγώ είχα θέση. Και μάλιστα, έδιωχνε πολύ σημαντικούς ποιητές και μουσικούς.
[Ο Γκάτσος εκτιμούσε] τον Σεφέρη και τον Ελύτη. Πολλές φορές έτυχε να είμαι παρών και με τους δύο. Ο Ελύτης μέχρι που πήρε το νόμπελ, ήταν σχεδόν θαμώνας. Ο Σεφέρης πήγαινε αραιά, ίσως μια φορά το μήνα. Σοβαρός άνθρωπος, είχε ένα μεγαλείο. Τον εκτιμούσε πολύ ο Γκάτσος κι έλεγε «αυτός ξέρει γράμματα». Ο Γκάτσος μιλούσε και ήσουν υποχρεωμένος εσύ να καταλάβεις τι εννοεί. Ποτέ δεν εξηγούσε. Μια φορά, θυμάμαι, είχα διαβάσει κάτι κείμενα θρησκευτικά που είχαν λογοτεχνικό ενδιαφέρον και του το ανέφερα. «Αυτά παιδί μου δεν είναι τίποτα. Ο Χριστιανισμός κατέστρεψε τη γλώσσα!». «Μα πως χαλάει μία γλώσσα;» τον ρώτησα. Και μου είπε μια κουβέντα που για καιρό με είχε απασχολήσει: «την έκανε, λέει, συναισθηματική. Όμως, η ελληνική γλώσσα δεν είναι συναισθηματική∙ είναι τελεσίδικη. Αυτό που λέει, το εννοεί». Εκεί δεν μπορούσες να έχεις αντιρρήσεις, ούτε και να επαναλάβεις. Ήταν όπως στη συνέντευξη του πρωθυπουργού.
«Ο μόνος που είναι καλλιτέχνης», [είναι ο Χατζιδάκις], έλεγε. Όταν έλειπε ο Μάνος στην Αμερική 10 χρόνια, κάθε μέρα στου Φλόκα γι’ αυτόν μιλούσαμε. Είχανε συνεχή αλληλογραφία. Άλλωστε, κι εγώ από τον Μάνο γνώρισα τον Γκάτσο. Ήμουνα στο νυχτερινό σχολείο με έναν φίλο του Χατζιδάκι κι έτσι γνωριστήκαμε. Έκανα και το πρώτο εξώφυλλο όταν ήρθε από την Αμερική («Ο Οδοιπόρος»). Και του λέει ο Γκάτσος «άλλον έναν οδοιπόρο άμα γράψεις, να πηγαίνεις με τα πόδια σπίτι».
[Στου Φλόκα] ο «θεός» ήταν ο Γκάτσος. Οι άλλοι ήταν ελάσσονες μπροστά του. Θυμάμαι μια φορά που ο Ελύτης έφερε το βιβλίο του που μόλις είχε κυκλοφορήσει από τον Ίκαρο. Ο Γκάτσος, λοιπόν, το ανοίγει και το διαβάζει μεγαλοφώνως. Του λέει, «ρε Οδυσσέα… βιάστηκες! Για να δούμε πώς μπορούμε να το κάνουμε». Και αρχίζει να διορθώνει τους στίχους. «Τώρα κάτι λέει». Ο άλλος ούτε ανάσα! Ο Χατζιδάκις δίπλα κιτρίνισε ολόκληρος.
Δεν τον ένοιαζε τον Γκάτσο [αν θα ενοχληθεί ο Ελύτης]. Αλλά, τι να λέμε, ήταν άλλη ιστορία! Ας πούμε, ερχόταν ένα σημαντικός άνθρωπος να χαιρετήσει κι ο Γκάτσος δεν έλεγε «καθίστε». «Βλέπετε ότι έχουμε δουλειά» απαντούσε με ύφος σοβαρό, ενώ δεν είχαμε καμιά δουλειά! Τι ήμουν εγώ τότε, ένας πιτσιρικάς. Αφού πήγαινα χειρόγραφα από τον Γκάτσο στον Σεφέρη και μια φορά με ρώτησε: «εσύ τι σχέση έχεις με τον Γκάτσο;». «Απλά, φίλος είμαι», απάντησα. «Και με τι ασχολείστε;». «Τελειώνω την Σχολή Καλών Τεχνών». Από τότε, λοιπόν, μου έδωσε σημασία και απ’ έξω από την πόρτα όπου περίμενα, πέρασα μέσα. Όχι βέβαια στο σαλόνι, αλλά πάντως μέσα από την πόρτα.
Δεν μιλούσαν όμως ποτέ για τέχνη προκειμένου να πούνε μεγαλοστομίες και ιδέες. Μια φορά ο Ελύτης μου είπε «να έχεις πάντα στο νου σου το μεγάλο έργο!». Και του λέει ο Γκάτσος αυστηρά «τι ανοησίες είν’ αυτές που λες, άστο παιδί να κάνει αυτό που θέλει». Μετά βεβαίως κατάλαβα ότι πράγματι, δεν μπορείς να έχεις στο μυαλό σου το μεγάλο έργο. Αν το έργο είναι καλό θα φανεί από μόνο του.
Δεν έχω απάντηση [τι ήταν αυτό που με έβαλε στη στενή του παρέα, παρά τη μεγάλη διαφορά ηλικίας που είχαμε]. Αλλά υπήρχαν και άλλοι συνομήλικοί μου, ο Μανώλης Μητσιάς και βέβαια ο Ξαρχάκος που ο Γκάτσος αγαπούσε πολύ. Τον έβλεπα μέχρι που πέθανε στο νοσοκομείο. Ήταν πολύ γοητευτικός άνθρωπος, χωρίς να παριστάνει τίποτα. Διάβαζε καθημερινά όλες τις εφημερίδες, αγγλικές, γαλλικές, ισπανικές ως και Πράβντα. Θυμάμαι στο περιοδικό Newsweek τον είχαν συμπεριλάβει στους τρεις πιο σημαντικούς ποιητές, μαζί με τον Καβάφη και τον Ελύτη. Αυτός λοιπόν που του το έφερε, ένας γνωστός Αμερικανός ελληνιστής, του επισήμανε την σπουδαιότητα του εντύπου και ο Γκάτσος αδιάφορος είπε: «Το περιοδικό μπορεί να είναι σοβαρό, αλλά αυτός που τα έγραψε, δεν είναι!». Αντιθέτως, μια μέρα μας είπε πολύ σοβαρά ότι ο σπουδαιότερος ποιητής στον κόσμο είναι ποιος νομίζεις; Ο Μπoμπ Ντίλαν! Ο Γκάτσος το είχε δει και συμπλήρωνε, θυμάμαι, ότι δεν μπορούμε εμείς να γράψουμε τέτοια πράγματα, δεν μας βοηθά η γλώσσα. Πρόσεξε, δεν ήξερε τα τραγούδια του, αλλά είχε διαβάσει στίχους του. Το «ιερατείο», λοιπόν, του Φλόκα έδωσε το βραβείο νόμπελ στον Ντίλαν 40 χρόνια πριν το πάρει!
Εισέπραξα πάρα πολλά [από τον Γκάτσο]. Πιο πολλά άκουσα από αυτούς τους ανθρώπους για την ζωγραφική, παρά στη Σχολή Καλών Τεχνών. Κι αυτό γιατί είχαν καθαρό μυαλό. Δεν θεωρώ ότι είμαι αντάξιος όλων αυτών που έχω ακούσει, αλλά απολάμβανα μεγάλη ελευθερία. Όταν έκανα τους «Δροσουλίτες» με τον Χάλαρη, εκτός από το εξώφυλλο έφτιαξα και ένα ένθετο με 12 ζωγραφιές για κάθε τραγούδι. «Διάβασε τους στίχους και κάνε ό,τι θέλεις» μου είπε ο Γκάτσος «μόνο μην κάνεις πράγματα περιγραφικά, γιατί γίνεται μίζερο!». Έτσι ελευθερώθηκα κι έκανα τα δικά μου.
Αλλά και ο Χατζιδάκις, με αφορμή το εξώφυλλο, έλεγε για την εποχή της Μελισσάνθης: «είναι μια εποχή που όλα καταρρέουν και η Μελισσάνθη είναι ένα όραμα». Όταν λοιπόν πήγα το έργο που έφτιαξα για εξώφυλλο στο «ιερατείο» του Φλόκα, οι δύο τους – ο Γκάτσος κι ο Χατζιδάκις – το ενέκριναν. Στο δρόμο της επιστροφής, όμως, όπως ήμουν με τη μηχανή, το έργο το πήρε ο αέρας και χάθηκε. Έκατσα κι έφτιαξα άλλο. Κι επειδή το είχα στο μυαλό μου, το έφτιαξα ξανά. Δεν το κατάλαβε κανείς. Το «ιερατείο» ήταν ελεύθερο, σου έλυνε τα χέρια, αλλά και συγχρόνως αυστηρό! Καμιά φορά, η κριτική τους ήταν απόλυτη, δεν υπήρχε δηλαδή περιθώριο αντίδρασης.
Μου έλεγε ο Γκάτσος ότι το θέμα δεν είναι να μιμηθείς τη φύση. Πρέπει η φύση να είναι αφορμή για τη δουλειά σου, όχι για να τη μιμηθείς, αλλά για να την εκφράσεις με τον δικό σου τρόπο. Αυτό, για μένα, ήταν μεγάλο μάθημα. Το να μιμηθείς ένα τριαντάφυλλο, δεν το φτάνεις ποτέ! Άρα, κοροϊδεύεις και τον εαυτό σου και το κοινό. Όταν βέβαια, ο κόσμος τα βλέπει αυτά, τα θαυμάζει. Αλλά το ζητούμενο στην τέχνη δεν είναι αυτό. Το λουλούδι έχει χίλια δύο πράγματα, άρωμα, χυμούς. Αυτή την κουβέντα που είπε ο Γκάτσος, δεν την άκουσα ποτέ στη Σχολή. Τέτοια είχα πολλά και τα δούλευα στο μυαλό μου. Ακόμη τα δουλεύω και νιώθω ευτυχής γι’ αυτό.
Πηγή: siantigallery.com