O Εβλιγιά Τσελεμπή στο Βραχώρι

Βραχώρι:
«Είναι τόπος εξοχικός,
θαυμάσιος και παράδοξος»

Το 1667 φθάνει στο Βραχώρι ο Τούρκος χρονογράφος και περιηγητής Εβλιγιά Τσελεμπή[1] (τουρκ. Evliya Çelebi, αραβ. اوليا چلبي), ο οποίος γεννήθηκε στη συνοικία Ουνκαπάν της Κωνσταντινούπολης στις 25 Μαρτίου του 1611 και πέθανε περίπου το 1684. Σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη βιογραφία του στην ελληνική ιστοσελίδα του οργανισμού wikipedia, εικάζεται πως το όνομα Εβλιγιά είναι ψευδώνυμο που υιοθέτησε προς τιμή του δασκάλου του Εβλιγιά Μεχμέτ Εφέντη, του οποίου υπήρξε μαθητής, αν και στο έργο του ο ίδιος δεν κάνει καμία σχετική αναφορά.

Ο πατέρας του ήταν χειροτέχνης κοσμημάτων στην Αυλή του Σουλτάνου, πιθανότατα από την Κιουτάχεια της βορειοδυτικής ασιατικής Τουρκίας, ο οποίος εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη μετά την κατάκτησή της από τους Οθωμανούς και η μητέρα του από τον Καύκασο. Το 1636 διακρίθηκε με μία αφήγησή του κατά τη διάρκεια της «Νύχτας του Πεπρωμένου» και έγινε δεκτός στο παλάτι. Εκεί εκπαιδεύτηκε στην καλλιγραφία, στη μουσική και στην αραβική γραμματική. Αφού περιηγήθηκε αρχικά στην Κωνσταντινούπολη και έγραψε λεπτομερώς για κτίρια, αγορές, ήθη, έθιμα και πολιτισμό, ξεκίνησε από το 1640 μέχρι το 1676 τις περιηγήσεις του εκτός της Πόλης και οι γραπτές του εντυπώσεις συγκεντρώθηκαν σε ένα δεκάτομο έργο, με τον τίτλο «Seyahatnâme» (Σεγιαχατναμέ – «Βιβλίο των ταξιδιών») ή σύμφωνα με το χειρόγραφο της Βιέννης Tarikh-i Seyyah («Χρονικό του περιηγητή»). Σ’ αυτό περιλαμβάνονται εντυπώσεις από τα ταξίδια του στον ελλαδικό χώρο, τη Βαλκανική, την Αυστρία, τη Βόρειο Αφρική, την Ανατολία, την Περσία και το Κάιρο.

Ξεκινάει την περιγραφή του Βραχωριού με την ερμηνεία στα ελληνικά της ονομασίας της κωμόπολης, η οποία όμως είναι δυσανάγνωστη στο αραβικό κείμενο, με αποτέλεσμα η πληροφορία αυτή να παραμένει άγνωστη ως τις μέρες μας, ενώ στη συνέχεια προχωράει στον καθορισμό της θέσης της με βάση το διοικητικό διαχωρισμό της περιοχής. Βρίσκεται «στα χώματα του Κάρλελι», αναφέρει, και είναι δήμος της επαρχίας του Βλοχού, έχει συνολικά τριακόσια σεράγια, τα οποία είναι χτισμένα µε πέτρα και σκεπασμένα µε κεραμίδι, ενώ δεν υπάρχει κανένα σπίτι, που να µην είναι αρχοντικό. Οι κάτοικοι είναι όλοι πασάδες, και ευγενείς πασάδες, μπέηδες και ευγενείς μπέηδες, και -γενικά- είναι οικογένειες ηγεμονικές.

Η κωμόπολη του Βραχωριού, βρίσκεται στη βάση μιας πλαγιάς και περιτριγυρίζεται, και από τις τέσσερες πλευρές του από αμπέλια και παραδεισένιους κήπους. Έχει συνολικά τρία τζαμιά σκεπασμένα με κεραμίδια και πετρόχτιστους μιναρέδες, έντεκα συνοικιακά τεμένη χωρίς μιναρέ, δύο ιεροδιδασκαλεία, τρία σχολεία για μικρά παιδιά, δύο μοναστήρια και ένα ευχάριστο χαμάμ. Διαθέτει σαράντα καταστήματα, χωρίς σκεπαστή «Αγορά» πολύτιμων εμπορευμάτων, αλλά αυτό δε σημαίνει τίποτα, αφού στο παζάρι μπορείς να βρεις όλα τα πολύτιμα υφάσματα κι άλλα ακριβά και σπάνια εμπορεύματα. Η αγορά βρίσκεται σε πολύ ωραία τοποθεσία, που σου φτιάχνει τη διάθεση για ψώνια. Το κλίμα είναι ευχάριστο. Και η περιοχή είναι γεμάτη µε πελώρια πλατάνια, που όμοια δε βρίσκεις πουθενά αλλού στη Ρούμελη, την Περσία ή την Αραπιά. Είναι ένας τόπος εξοχικός, θαυμάσιος και παράδοξος.

Χάρη στο πυκνό φύλλωμα των υψηλών δένδρων ο ήλιος δεν έχει καμιά επίδραση στη γη. Και η ζέστη δεν επηρεάζει την περιοχή ούτε τον αφόρητο Ιούλιο. Ακόμα, υπάρχει ένα πηγάδι αµπού χαγιάτ, που, – μέσα στη μεγαλύτερη καλοκαιριάτικη θέρμη – το κρυστάλλινο, ζωοπάροχο νερό του σου παγώνει το χέρι.

Πάνω στο κεφαλάρι ενός από τα «µάτια» της γέφυρας, υπάρχει ένα καφενείο που σου δίνει την εντύπωση κινέζικου εργαστήριου ζωγραφικής, έτσι όπως είναι στολισμένο µε κεντήματα. Στο καφενείο αυτό μαζεύονται όλοι οι περιηγητές της υφηλίου – της θάλασσας και της ξηράς – και ανταλλάσσουν απόψεις. Πρόκειται, για χώρο επιστημονικών συγκεντρώσεων. Στο άκρο του καφενείου, στην υπερυψωμένη πλευρά, βρίσκονται σιδερένια ανάκλιντρα. Εκεί μπορούν να καθίσουν οι διερχόμενοι και να νοιώσουν «σαν στο σπίτι τους». Μπορούν να ξαπλώσουν και να ξαποστάσουν, να πάρουν τον καφέ τους, να φάνε και να πιούνε, ή να διασκεδάσουν και να ξεφαντώσουν. Στο θεσπέσιο αυτό περιβάλλον τα κλαδιά των δέντρων είναι γεμάτα µε φωλιές πουλιών που, όταν αρχίζουν τα μελαγχολικά αλλά τόσο μελωδικά κελαϊδίσματα τους, οι ψυχές των ανθρώπων που τα ακούν, αναπτερώνονται. Τέτοια πλατάνια µόνο σε κάποια νησιά της Άσπρης Θάλασσας[2] μπορείς να συναντήσεις. Ίσως, μονάχα ο μεγάλος πλάτανος µε τα εβδομήντα επτά μαρμάρινα στηρίγματα, που βρίσκεται μπροστά στην καστρόπορτα του φρουρίου της Κω, γίνεται να συγκριθεί µε τούτα τα ευλογημένα δέντρα.

 Η κωμόπολη μπορεί να είναι μικρή, αλλά είναι περιποιημένη, συμπαθητική και πλούσια. Ανάμεσα στους αιάνηδες [3] ξεχωρίζουν οι φαμελιές των: Τουρνάζογλου, Απτί Πασά – που είναι κι αυτοί «μίρμιράν [4]» και αλαϊμπέηδες [5] – καθώς και των επτά αδερφών του, που είναι κι αυτοί «µιρµιράν» και αλαϊµπέηδες. (Και τόσοι άλλοι ντεριμπέηδες [6] της περιοχής – όλοι ντυμένοι µε σαμαρογούνια).

Τα σεράγια έχουν τόσο μεγάλους αυλόγυρους, που μερικοί άρχοντες ζεύουν εκατό άλογα και οργανώνουν ιπποδρομίες µε τύμπανα και μουσικές ή παίζουν το τζιρίτ [7] µες στις τεράστιες αυλές τους. Όλα αυτά τα πλουσιόσογα έχουν τέτοιες συγγένειες μεταξύ τους, που στο Βραχώρι δεν υπάρχουν πια ξένοι. Οι µόνοι πραγματικοί ξένοι είναι οι μεροκαματιάρηδες στα υποστατικά. Κάθε άρχοντας έχει διακόσια µε τριακόσια παλικάρια, που τρέχουν πάνω-κάτω για τις δουλειές τους».

 

1. EVLİYÂ ÇELEBİ, SEYAHATNÂME {σ. 628-629 στο χειρόγραφο με αραβική γραφή}, «Ταξίδι στην Ελλάδα, (ελεύθερη μετάφρ. Ν. Χειλαδάκης, έκδ. Εκάτη, 1991), σ. 220-222, | Γιαννόπουλος Ιωάν., «Η περιήγησις του Εβλιά Τσελεπί ανά την Στερεάν Ελλάδα”, ΕΠΕΤΗΡΙΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΣΤΕΡΕΟΕΛΛΑΔΙΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ, τ. Β’, 1969-1970, σσ. 191-193, καθώς και Ιωάννης Γ. Νεραντζής, «Βραχώρ – Vrahor – Vvra – cori – Vracori – Vvricori-Vurachacori – Vlahor – Lahor – Lahoz – Imrahoar – Viacouij – Βρακοχώρι – Wrachori – Vrachori – Αγρίνιον: η περιπέτεια της ονοματοδοσίας μιας πόλεως στον μεσαίωνα», ΤΑ ΑΙΤΩΛΙΚΑ (της ΑΙ.ΠΟ.Ε.), τχ. 18 (Ιαν.-Ιούν. 2012), σ. 268-286 και τχ. 19 (Ιούλ.-εκ. 2012), σ. 103-129. | 2. Η Μεσόγειος Θάλασσα | 3. Εύπορος, νοικοκύρης, πρόκριτος | 4. Πασάδες, αξιωµατούχοι | 5. Αρχηγοί των σπαχήδων. Οι σπαχήδες απάρτιζαν το οθωμανικό ιππικό και οργανώθηκαν σε σώμα κα-τά τον 14ο αιώνα σε φεουδαρχική βάση. Οι αξιωματικοί κατείχαν φέουδα (τιμάρια) κατά το βυζαντινό πρότυπο, που παρέχονταν από τον σουλτάνο, και επιτηρούσαν τους χωρικούς που ερ-γάζονταν στη γη τους. Επίσης, καρπώνονταν τα ει-σοδήματα που προέρχονταν από τα φέουδα, εις αναγνώριση της στρατιωτικής υπηρεσίας τους προς το σουλτάνο. Έως τα μέσα του 16ου αιώνα ήταν το σημείο αιχμής του οθωμανικού στρατού. Δεσμευμένοι, ωστόσο, στην παράδοση του ελα-φρού ιππικού άργησαν να υιοθετήσουν τα πυροβόλα όπλα, η ανάπτυξη των οποίων έκανε το ιπ-πικό λιγότερο σημαντικό για τις πολεμικές συγκρούσεις. Όπως και οι Γενίτσαροι, διέθεταν σημαντική πολιτική δύναμη έως ότου ο Μαχμούτ Β΄ ανακάλεσε την εξουσία τους στα φέουδα το 1828, και τους αντικατέστησε στο πεδίο της μάχης με σύγχρονο πυροβολικό, στην προσπάθειά του να χτίσει έναν σύγχρονο στρατό. | 6. Άρχοντας, ευγενής, πρόκριτος | 7. Είδος πολεμικής τέχνης και παιχνίδι εξάσκησης των Οθωμανών εφίππων στρατιωτών με ακόντιο. Εξέλιξη αυτού του παιχνιδιού είναι το παιδικό παιχνίδι «Σκλαβάκια», το οποίο παίζονταν σε πολλές περιοχές της χώρας μέχρι και τα τέλη του 20ου αιώνα. Μια παραλλαγή του συγκεκριμένου παιχνι-διού στην περιοχή μας ήταν το «μαρμαρωτό». Η φωτογραφία πάνω, αποτυπώνει το παιχνίδι των Οθωμανών και βρίσκεται τυπωμένη στην έκδοση του Σουηδού διπλωμάτη και συγγραφέα Ignace Mouradja d’Ohsson (1740-1807) με τον τίτλο: «Γενικός Πίνακας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας», ο οποίος είναι χωρισμένος σε δύο μέρη. Το ένα από αυτά περιλαμβάνει το νόμο του Μωάμεθ και το άλλο πραγματεύεται την ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Εκδόθηκε σε τρεις τόμους στο Παρίσι, από το τυπογραφείο του Φίρμιν Ντιπότ, το 1820 και βρίσκεται στη συλλογή της Γενναδείου Βιβλιοθήκης – Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα.

 

 


AgrinioStories

Διαβάστε όλες
τις ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ του «ΑΡΧΕΙΟΝ ΑΓΡΙΝΙΟΥ»
κάνοντας clik πάνω στη διαφήμιση που ακολουθεί