Ένα από τα σημαντικά εκδοτικά και πνευματικά συμβάντα
τα τελευταία χρόνια είναι η μνημειώδης (λέξη πολυχρησιμοποιημένη,
αλλά εδώ απαραίτητη) σειρά δοκιμίων του φίλου Παντελή Μπουκάλα
για το δημοτικό τραγούδι,
που έχει αρχίσει να εκδίδεται από τις εκδόσεις Άγρα
με τον γενικό τίτλο «Πιάνω γραφή και γράφω».
- του Νίκου Σαραντάκου
Ο πρώτος τόμος, (Όταν το ρήμα γίνεται όνομα – Η «αγαπώ» και το σφρίγος της ποιητικής γλώσσας των δημοτικών) κυκλοφόρησε τον Δεκέμβριο του 2016 και τον είχαμε παρουσιάσει εδώ στο ιστολόγιο, όπως και τον δεύτερο τόμο που κυκλοφόρησε τον Δεκέμβριο του 2017 με τίτλο «Το αίμα της αγάπης – Ο πόθος και ο φόνος στη δημοτική ποίηση». Ο τρίτος τόμος, «Κόκκιν’ αχείλι εφίλησα – Το ταξίδι του φιλιού και ο έρωτας σαν υπερβολή» κυκλοφόρησε το 2019 και, ενώ είχα σκοπό να τον παρουσιάσω, την έπαθα σαν τον γάιδαρο του Μπουριντάν που δεν ήξερε τι να διαλέξει, κι έτσι τελικά δεν έγραψα τίποτα.
Για να μην την πάθω για δεύτερη φορά, αφιερώνω το σημερινό άρθρο στον τέταρτο τόμο της σειράς, που βγήκε στις αρχές του χρόνου με τίτλο Ο έρως και το έθνος. Οι φυλές, οι θρησκείες και η δημοτική ποίηση της αγάπης. Στην πραγματικότητα πρόκειται για τον πρώτο ημίτομο του 4ου τόμου (Α’: Έλληνες, Βλάχοι, Μαύροι, Αρβανίτες, Τούρκοι). Θα ακολουθήσει, το πρώτο τρίμηνο του 2023, ο δεύτερος ημίτομος, που θα είναι αφιερωμένος στον έρωτα ανάμεσα σε άλλους συνδυασμούς φυλών και θρησκειών (Έλληνες και Ελληνίδες με Τσιγγάνους, Βούλγαρους, Εβραίους και Φράγκους). Το συνολικό έργο προβλέπει δέκα τόμους (που κάποιοι χωρίζονται σε ημίτομους), επομένως ακόμα δεν έχουμε φτάσει ούτε στα μισά.
Λέω για ημίτομο, αλλά μη σας παραπλανήσει: Μιλάμε για ένα βιβλίο 760 σελίδων, από τις οποίες οι 200 είναι σημειώσεις. Αλλά και όλοι οι τόμοι της σειράς, όσοι έχουν ως τώρα εκδοθεί, είχαν παρόμοια εντυπωσιακό μέγεθος. Ο συντομότερος ήταν ο πρώτος, που είχε «μόνο» 600 σελίδες. Ο δεύτερος είχε 832, ο τρίτος 856 σελίδες.
Το βιβλίο του Μπουκάλα διαρθρώνεται σε 6 μέρη συν την εισαγωγή και το επίμετρο, που το καθένα χωρίζεται σε λίγα ή πολλά κεφάλαια. Το κάθε κεφάλαιο συνδέεται χαλαρά με τα προηγούμενα και τα επόμενα. Έχουμε δηλαδή μια σειρά από ημιανεξάρτητα δοκίμια, που διαβάζονται και αυτοτελώς αλλά συνδέονται και μεταξύ τους.
Πολλά από αυτά τα ημιανεξάρτητα δοκίμια περιέχουν απολαυστικές παρεκβάσεις σε θέματα γλωσσικά ή λαογραφικά, που τα έχουμε θίξει και στο ιστολόγιο, όπως ας πούμε τα «ακληρήματα», τα πειραχτικά επίθετα που έχουν βγει για τους κατοίκους των διάφορων περιοχών (και το σχετικό μας άρθρο, που σηκώνει αναδημοσίευση) ή για τους βλάχους και τους Βλάχους (εδώ εκκρεμεί εδώ και χρόνια άρθρο).
Όπως είπαμε, στον παρόντα ημίτομο ο Μπουκάλας εξετάζει πώς θίγονται, από τη δημοτική ποίηση, οι σχέσεις Ελλήνων και Ελληνίδων με Βλάχους (μέρος «Εγώ είμ’ η Βλάχα η έμορφη»), Μαύρους/Σαρακηνούς (μέρος «Όσο καυχιόμουν κι ήλεγα Μαύρος μη με φιλήσει»), Αρβανίτες («Μωρ’ Αρβανιτοπούλα μου και κόρη μου γραμμένη») και Τούρκους («Τούρκος αγάπαγε μια Ρωμιοπούλα»). Εύλογα το τελευταίο μέρος είναι το εκτενέστερο αφού εκτείνεται σε περισσότερες από 320 σελίδες και απαρτίζεται από σχεδόν εξήντα κεφάλαια (ημιανεξάρτητα δοκίμια -ενδεικτικά τίτλοι κεφαλαίων: Το παιδομάζωμα κι ο Βιζυηνός, «Κάλλιο να δω το αίμα μου…», «Η Έλλη θέλει σκότωμα», Μεικτοί έρωτες το ’21, «Τον Κωνσταντίνο πιάσανε σε Τουρκοπούλας σπίτι», Κυρα-Φροσύνη, Βασιλική, Δέσπω Λιακατά, Οι κοτζαμπάσηδες σαν στόχος, Μάνα και κόρη, άρνηση και συναίνεση, Ένας άγιος δίβουλος και πλεονέκτης, «Φεγγαράκι μου λαμπρό»). Προτάσσεται το σχετικά σύντομο πρώτο κεφάλαιο, όπου εξετάζεται ο συγχρωτισμός των Ελλήνων με σύνοικους και περίοικους λαούς. Στο κεφάλαιο αυτό, κατ’ εξαίρεση, παρατίθενται κυρίως ιστορικά κείμενα ή επώνυμα ποιήματα, όχι δημοτική ποίηση.
Θα μπορούσα να διαλέξω κάποιο από αυτά τα κεφάλαια για να το παρουσιάσω εδώ, προτιμώ όμως να παραθέσω αποσπάσματα από το έκτο και καταληκτικό μέρος του βιβλίου, που επιγράφεται «Η φυσική αμεροληψία των δημοτικών τραγουδιών». Ο λόγος στον Μπουκάλα:
Το δημοτικό τραγούδι αναπτύσσεται στη διάρκεια πολλών αιώνων και σε περιοχές όπου οι σχέσεις των Ελλήνων με τους σύνοικους και τους περίοικους λαούς δεν είναι πάντα οι ίδιες, αλλά υπόκεινται στις ιστορικές εξελίξεις. Ούτε και τα δημοτικά τραγούδια μένουν αναλλοίωτα με το πέρασμα του χρόνου. Είναι και αυτά τμήμα της ιστορίας και παρακολουθούν τις διακυμάνσεις της.
Όπως έδειξε η μελέτη πάμπολλων παραλλαγών, που έχουν συνταχθεί σε κάθε ιδίωμα ή διάλεκτο της ελληνικής γλώσσας και έχουν δημοσιευτεί σε δεκάδες συλλογές και ανθολογίες από τις αρχές του 19ου αιώνα έως τις αρχές του 21ου, τα δημοτικά τραγούδια κατόρθωσαν να καλύψουν όλη την ποικιλία του ερωτικού βίου, με αμεροληψία και παρρησία. Ο λαϊκός ποιητής δεν αποκρύπτει σχέσεις που δεν συμφωνούν με τις κοινωνικές συμβάσεις ή με τις εθνικές και θρησκευτικές αξίες. Τιμά την Ελληνοπούλα που προτιμά τον θάνατο για να διατηρήσει την προσωπική και την εθνική της αξιοπρέπεια, τιμά όμως και κάθε άλλη γυναίκα, οποιασδήποτε εθνικότητας, που αρνείται σθεναρά τον βίαιο πόθο κάποιου αλλόφυλου.
Επίσης το ελληνικό δημοτικό τραγούδι τολμά να εκφράσει με θάρρος αλλά και με απίστευτη οξύτητα τη δυσαρέσκεια του ελληνικού λαού απέναντι στον κατεξοχήν άγιό του, τον άγιο Γεώργιο, που τον καταγγέλλει σαν πλεονέκτη και προδότη, όταν αφήνει αβοήθητη μια Ελληνοπούλα που καταδιώκεται από Σαρακηνό ή Τούρκο.
Συμπερασματικά, το δημοτικό τραγούδι αποδεικνύεται ακριβοδίκαιο και θαρραλέο. Δεν επιχειρεί να καθοδηγήσει με ντολές και απαγορεύσεις τον βίο των ακροατών του, που είναι ταυτόχρονα και συνδημιουργοί του, αλλά αποτυπώνει την ιστορία της ερωτικής επιθυμίας απροκατάληπτα και χωρίς κανένα λογοκριτικό πνεύμα. ….
Και συνεχίζει παραθέτοντας τραγούδια, ερωτικά και άλλα, που παινεύουν ή εκθέτουν τις ροπές, τις προτιμήσεις και τα αξιοζήλευτα στοιχεία και αντικείμενα διάφορων φυλών και θρησκειών, όπως το κρητικό:
Χαίρετ’ ο Τούρκος στ’ άλογο κι ο Φράγκος στο καράβι
κι ο Χριστιανός στην εκκλησιά κι ο Εβραίος στο λογάδι,
χαίρεται κι ένας νιος καλός μ’ απάρθενο κοράσιο,
να στέκει να τονε κερνά, να τον φιλεί στ’ αχείλι.
Αυτό είναι από τη συλλογή του Κριάρη (1920) και ο Μπουκάλας σε υποσημείωση παραθέτει το ερμήνευμα του Κριάρη για τη λέξη «λογάδι» (νήμα εκ βάμβακος χρώματος bleu ή κόκκινον, ενταύθα εννοεί ότι οι Εβραίοι αγαπούν το εμπόριον) με τρόπο που ίσως υπονοεί πως δεν ενστερνίζεται απόλυτα την εξήγηση. Και δίκιο έχει μάλλον, αφού μάλλον εδώ εννοείται το λογάρι (έτσι έχει διορθώσει τον στίχο ο Γ. Χατζιδάκις), δηλαδή τα πλούτη, που ταιριάζουν και με το στερεότυπο για τους Εβραίους.
Παραθέτει άλλη μια παραλλαγή του παραπάνω μόνο με τον πρώτο στίχο, κι ύστερα ένα μαλεβιζιώτικο νανάρισμα, όπου η μάνα στολίζει το παιδί της με ό,τι ομορφότερο και πολυτιμότερο βρίσκει σε διάφορες χώρες και θρησκείες:
Κοιμήσου, κούπα φράγκικη, εβραίικο σημαντήρι,
τσ’ Αγιάς Σοφιάς το θυμιατό και του Χριστού καντήλι.
Αδιαφορεί το ερωτικό εγκώμιο, λέει ο συγγραφέας, για το ποια πατρίδα έχουν τα πρότυπα ομορφιάς που προβάλλει, πχ
….μα γω το νιο που αγάπησα, του κόσμου διωματάρης,
είχε του Φράγκου λύγισμα, του Βενετσάνου χάρη
αλλά κι ο άντρας αποεθνικοποιεί τον έρωτά του, τρυγώντας με μεράκι αρετές ποικίλης προελεύσεως στο δίστιχο της Κω:
Στα μάτια είσαι Φράγκισσα, στα χείλη Ρωμιοπούλα
και στο επίλοιπον κορμί μοιάζεις βασιλοπούλα
ή στο ποντιακό:
Τούρκικον το πορπάτεμα σ’, Ρωμαίικον η θωρέα σ’
ή στο σαμιώτικο, όπου ο σεβνταλής στολίζει την καλή του με χαρές και από άλλο έθνος:
Το μπόι σ’ είναι μιναρές, τα χέρια σου λαμπάδες
και το κορμί σου σιτζαντές που προσκυνούν πασάδες
όπου σιτζαντές το χαλάκι προσευχής των μουσουλμάνων.
ή απο την Κω:
Νύφη μου, κούπα του Πασά, ποτήρι του βεζίρη
φρεγάδα του Μεμέτ Αλή, που πάει στο Μισίρι.
ή με ανατολίτικη γλύκα (παραλλαγή υπάρχει και στη Λωξάντρα της Μ. Ιορδανίδου):
Μουχαλεμπί και γκιουλ σερμπέτ είναι το μάγουλό σου
και του Χατζημπεκήρ λουκούμ ο άσπρος ο λαιμός σου.
Κι ένας Θρακιώτης καταργεί τα σύνορα για να τονίσει την ομορφιά:
Με τ’ άσπρα είσαι Φράγκισσα, με τα μαβιά σα Χιώτισσα
και με τα νερογάλαζα είσαι σα Φαναριώτισσα.
Τα εθνικά και θρησκευτικά σύνορα καταργούνται όταν πρόκειται να διαλαληθεί ο πόνος:
Εβγάτε Τούρκοι και Ρωμιοί, να δείτε τον καημό μου
να δείτε πού’ν’ ο Χάροντας σα φίδι στο λαιμό μου.
Στο δημοτικό τραγούδι, αυτός που έπαθε συμφορά εύχεται να μην έχει κανένας τη δική του μοίρα, ας είναι κι αλλόφυλος:
Το ντέρτι και τα πάθη μου κανείς να μην τα πάθει
ν-ούτε Τούρκος ν-ούτε Ρωμιός ν-ούτε κάνας διαβάτης.
(παραθέτει πέντε παραλλαγές του ίδιου μοτίβου)
Αλλά και ο πόθος δεν λογαριάζει εθνικές ταυτότητες:
Έχεις ματάκια σα βολβούς,
τρελαίνεις Τούρκους και Ρωμιούς
ενώ η Αργυρούδα, σ’ ένα χαλκιδικιώτικο:
Κάμνεις Τούρκοι και λουλένται [λωλαίνονται]
και Ρουμνοί κι αλλάζουν πίστη.
Παραλείπω πολλά σε παρόμοιο μοτίβο, κάνοντας εξαίρεση για ένα για τον φίλο μας τον Δον Μήτσο, από την Κύθνο:
Σαν πεθάνω κάνετέ με στην Αγιά Σοφιά κουμπέ [τρούλο]
να’ρχονται να προσκυνάνε Τουρκοπούλες και Ρωμιές.
Στη συνέχεια εξετάζει ένα μοτίβο που απαντά σε πάμπολλες παραλλαγές, δίστιχα, εκτενέστερα τραγούδια ή μαντινάδες, όπως αυτή της συλλογής του Γιανναράκη:
Δεν μπορώ να καταλάβω Τούρκαν είσαι γή Ρωμιά
γή Εγγλέζα γή Φραντσέζα κι έχεις τόσην ομορφιά [γή = το διαζευκτικό ή]
που βέβαια το έχει αξιοποιήσει ο Γιώργος Μπάτης στο ρεμπέτικο «Γυφτοπούλα στο χαμάμ».
Κι αφού αναφέρει διάφορα δείγματα «ερωτοτροπικού διεθνισμού» σε τραγούδια, καταλήγει:
Η τιμιότητα και η ερωτική του ανεξιθρησκία προσφέρουν στο δημοτικό τραγούδι ιδιαίτερα μεγάλο κύρος. Ελευθερόφωνο και ελευθερόγνωμο, διδάσκει -χωρίς καθόλου να προσπαθεί ή να το επιζητεί- ήθος και ευαισθησία, έτσι όπως αποβλέπει σταθερά στην υπόδειξη του γενικού μέσα από την ανάδειξη συγκεκριμένων περιστατικών και προσώπων, στην υπόδειξη της συλλογικής νοοτροπίας μέσα από την ιστόρηση ατομικών στάσεων. Άσχετα με την κατοπινή του χρήση ή κατάχρηση που το ενέταξε σε σχήματα προαποφασισμένα, «εθνικά», και το μείωσε αποκόπτοντας ή αποσιωπώντας σε κάθε «αντικανονικό» ποίημα ό,τι αντέβαινε στην «ορθότητα», η αδογμάτιστη πολυφωνία του είναι εδώ για όποιον θα ήθελε να τη διαβάσει -και κυρίως να την ακούσει. Τίποτα, είναι βέβαιο, δεν γνώριζαν τότε για το άλλο, το διαφορετικό, όπως το εννοούμε σήμερα και για την επιβεβλημένη υπεράσπισή τους. Αλλά το έπρατταν: υπεράσπιζαν το άλλο, το διαφορετικό, το έκνομο ή έκτροπο ή παράτυπο, απλώς και μόνο καταγράφοντάς το και απαθανατίζοντάς το· αυθορμήτως και φυσικά. Με τους ορους της εποχής μας, καινοτομούν. Το ότι δεν ήξεραν πως καινοτομούσαν, ούτε το σχεδίαζαν βέβαια, κάθε άλλο παρά μειώνει την αξία της στάσης τους.
Με δυο λόγια, ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον βιβλίο, και όχι μόνο για το δημοτικό τραγούδι.