Υπάρχει όμως και ένας άλλος κόσμος
στο μετεπαναστατικό Βραχώρι που προσπαθεί να επιβιώσει
- της Ελένης Γιαννακοπούλου – Τριανταφυλλίδη
[…] Υπάρχει όμως και ένας άλλος κόσμος στο μετεπαναστατικό Βραχώρι που προσπαθεί να επιβιώσει. Είναι οι αυτόχθονες Βραχωρίτες, κολίγοι και μικροκαλλιεργητές, που επανέρχονται στις μπαρουτοκαπνισμένες εστίες. Από τις 600 χριστιανικές οικογένειες που υπήρχαν προεπαναστατικά, αριθμούνται στις απογραφές του Καποδίστρια (1828-1830) 249 στο Βραχώρι που έχουν και ιδιόκτητες οικίες και 343 στην επαρχία Βλοχού. Δηλαδή όλοι μαζί, Βραχωρίτες, Βελαουστιάνοι και Βλοχαΐτες που αποτέλεσαν τον πρώτο πυρήνα της πόλης, αριθμούν 1.020 ανθρώπους[1]. (Την ίδια εποχή το Μεσολόγγι απογράφεται με 4.000-5.000 κατοίκους[2].)
Την οικονομική εξαθλίωση δείχνει και η απογραφή των γαιών Βλοχού, οι οποίες έμεναν στο μεγαλύτερο ποσοστό ακαλλιέργητες. Από τα ντοκουμέντα της εποχής γίνεται φανερή μια δυναμική συσπείρωση των Βραχωριτών γύρω από τις ενορίες παλιός Άγιος Χριστόφορος και Αγία Τριάδα, μετόχι αρχικά της Μονής Τατάρνας. Άλλωστε η ενοριοσυνοικία αποτελούσε μορφή κοινωνικής οργάνωσης και από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας, γιατί εξυπηρετούσε τη συλλογή των φόρων. Οι περισσότερες οικογένειες που σημειώνονται στα έγγραφα απαντώνται κατά τα 3/4 και σήμερα, στοιχείο και αυτό κοινωνικής συνέχειας και συνοχής[3]. Είναι κάτοχοι μικρού γεωργικού κλήρου. Τις μεγάλες εκτάσεις γης έχουν οι προυχοντικές και αρματολικές οικογένειες[4]. Έτσι, οι μικροϊδιοκτήτες και κολίγοι λειτουργούν δορυφορικά απέναντι στα τζάκια. Στο πλαίσιο των πελατειακών σχέσεων[5] -η κυρίαρχη οικογένεια οικειοποιείται πληθυσμούς προσφέροντας προστασία- εξαρτώνται από τους συγγενικούς κλάδους τζακιών και καπετανάτων. Για το πλέγμα εξαρτήσεων και προστασίας η συλλογική μνήμη είναι φορτισμένη (σχέσεις εργατών, αγροτών, υπηρετών με γαιοκτήμονες κ.ά.).
Το πρόβλημα των ετεροχθόνων
Στα 1822 που επανέρχονται οι Σουλιώτες από τα Επτάνησα γίνεται πρόταση από το εκτελεστικό να εγκατασταθούν στο Ζαπάντι. Οι ντόπιοι ενταντιώθηκαν υποκινούμενοι και από τους οπλαρχηγούς γαιοκτήμονες, αρχικά τον Γ. Ράγκο και αργότερα τον Γιαννάκη Στάικο. Υποδαυλίζοντας φατριασμούς μεταξύ των Σουλιωτών παρέσυραν τους Τζαβελλαίους εις Βάρος του Μάρκου Μπότσαρη. Η αντίδραση αυτή εκφράστηκε δυναμικά και μέσω των Βουλευτών (Παραστατών) με διαμαρτυρία τους προς την κυβέρνηση για ενέργειες Σουλιωτών εις Βάρος ντόπιων. Έτσι, λόγω της διχόνοιας μεταξύ Σουλιωτών και ντόπιων επικρατούσε μεγάλη ακαταστασία στην Αιτωλοακαρνανία, με επικίνδυνες επιπτώσεις στον εθνικό αγώνα. Ο έπαρχος Κ. Μεταξάς έπαιξε ενωτικό ρόλο βάζοντας όμως στο περιθώριο το αίτημα του Ζαπαντιού ενόψει του εθνικού κινδύνου (εκστρατεία του Μουσταή πασά της Σκόδρας και του Ομέρ Βρυώνη).
Έκτοτε στην πόλη του Βραχωριού διογκώνεται ένα κύμα δυσφορίας κατά των ετεροχθόνων και οι διαχωριστικές τάσεις ανάμεσα σε ντόπιους και ξενομερίτες γίνονται ευκρινέστερες κατά τη μετεπαναστατική περίοδο. Το αίτημα των Σουλιωτών για νέα εγκατάσταση προβάλλει και τα επόμενα χρόνια (Γ’ Εθνοσυνέλευση 1826, 1828 στον Καποδίστρια). Τελικά με απόφαση της Ε’ Εθνοσυνέλευσης πέτυχαν να τους δοθούν γαίες από τα εθνικά οικόπεδα στη Ναύπακτο και στο Βραχώρι. Τότε παραχωρήθηκαν, επίσημα πλέον, 1.600 πήχεις Βραχωρίτικης γης σε κάθε σουλιώτικη οικογένεια. Η εκτέλεση όμως των αποφάσεων του Βουλευτικού κωλυσιεργούσε, οι τίτλοι κυριότητας δεν είχαν δοθεί και τα σχέδια πόλεων που πρότεινε τότε η Βαυαροκρατία δυσχέραιναν τις οριοθετήσεις. Τελικά, στα 1834 βρίσκονται εγκατεστημένες στο Αγρίνιο 157 οικογένειες Σουλιωτών και 53 οικογένειες Ηπειρωτών που επαυξάνονται τα επόμενα χρόνια. Η συλλογική μνήμη διασώζει ότι οι εκτάσεις Βόρεια της Παναγίας και του πάρκου ήταν σουλιώτικες γαίες.
Οι Σουλιώτες μαζί με Καλαρρυτηνούς και Κομποτιάτες δημιούργησαν το σουλιώτικο μαχαλά που εκτεινόταν από την περιοχή Βόρεια του πάρκου ως τον Άγιο Δημήτριο, ξωκκλήσι ως τότε, τον οποίο οι Σουλιώτες ανέδειξαν σε ενοριακό και κοιμητηριακό ναό. Δίπλα υπήρχε το νεκροταφείο των Σουλιωτών που διατηρήθηκε εκεί μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα. Η διεύρυνση του σουλιώτικου μαχαλά με την εγκατάσταση όλο και περισσότερων Ηπειρωτών στο Αγρίνιο, όπου διέφευγαν μαζικά από την τουρκοκρατούμενη τότε Ήπειρο, απαιτούσε τη δημιουργία μιας δεύτερης ενορίας. Έτσι, ιδρύθηκε η Ζωοδόχος Πηγή (Παναγία), γεγονός που έγινε αφορμή ρήξεως με τους Βραχωρίτες.
Η πόλη γενικά κλυδωνίζεται από τους φατριασμούς αυτοχθόνων και ετεροχθόνων που αντανακλώνται στις αναφορές προς την κυβέρνηση. Στους ανέργους και ακτήμονες Σουλιώτες αποδίδονται ληστείες, καταχρήσεις, ανυποταξία και το ενδεχόμενο «ταραχής του κράτους». Η κατάσταση εκτραχύνεται μετά την παραχώρηση χωραφιών του Ζαπαντιού στους Σουλιώτες, γεγονός που εξοργίζει τον Γιαννάκη Στάικο και τη φατρία του. Οι τελευταίοι έκαναν λόγο για υποτέλεια των γηγενών στους νέους οικιστές και για ζημιά 2.000 ντόπιων οικογενειών προς όφελος των Σουλιωτών[6]. Πολλές από τις «μάντρες» του Ζαπαντιού (Γουβελαίοι, Ναουμαίοι κ.ά.) ήταν σουλιώτικες γαίες.
Μια άλλη κατηγορία Σουλιωτών που διεκδικούν γαίες στο Βραχώρι είναι οι Φαλαγγίτες. Η Φάλαγγα είχε συσταθεί το 1835. Σύμφωνα με νόμο του 1838, οι Φαλαγγίτες υπό τον όρο παραίτησης από το δικαίωμα του μισθού μπορούσαν να διεκδικούν εθνικές γαίες αξίας ίσης με το πενταπλάσιο του ετήσιου μισθού. Έτσι, και στο Βραχώρι σουλιώτες Φαλαγγίτες επιδιώκουν να εξαγοράσουν Βραχωρίτικες γαίες με «πιστωτικά φαλαγγιτικά γραμμάτια»[7].
Τα πάθη και τα μίση είχαν τόσο ενταθεί, ώστε και τα μικρά παιδιά, όταν έπαιζαν κλεφτοπόλεμο ήταν χωρισμένα σε αντίπαλες ομάδες (σουλιωτάκια-Βραχωριτάκια). Κάθε βράδυ ο δημοτικός αστυνόμος αναγκαζόταν να κλείνει τη γέφυρα του Δημοτσέλιου που χώριζε τους δύο μαχαλάδες, για να αποφεύγονται οι συμπλοκές, συνηθισμένο φαινόμενο και πολύ αργότερα (1860-1865). Ιδού μια ανταπόκριση από τον τοπικό τύπο: «Τραγική συμπλοκή διεδραματίσθη εν Αγρινίω χθες Κυριακή 25 Ιουνίου 1863… Προσκληθείσα δε η Εθνοφυλακή εις τα όπλα, παρέστη διηρημένη εις δύο στρατόπεδα εξ ενός οι Ηπειροσουλιώται και αφ’ ετέρου οι Βραχωρίται αρξάμενοι του κατ’ αλλήλων πυροβολισμού διαρκέσαντος επί τέσσερες ώρες»[8].
Η συλλογική μνήμη διασώζει και μια άλλη όψη της καθόδου των Ηπειρωτών. Πρόκειται για την ειρηνική εισβολή των μαστόρων που ανοικοδόμησαν τότε την κατεστραμμένη πόλη. Οι παλιοί Βραχωρίτες θυμούνται ότι η περιοχή γύρω από τους σημερινούς Αγίους Αναργύρους ονομαζόταν «μαστορικά». Εκεί κοντά ήταν τα σπίτια παλιάς οικογένειας μαστόρων, των Τσουλουφαίων.
Ο εγκεντρισμός των Σουλιωτών στον πληθυσμιακό κορμό του Αγρινίου ανανέωσε το δημογραφικό δυναμικό της πόλης. Η ενσωμάτωση των Σουλιωτών, λόγω της αρχικής αντιπαλότητας, είναι βραδεία σε σχέση με αυτή των άλλων επηλύδων. Υπάρχουν και εξαιρέσεις. Το παράδειγμα του Π. Δαγκλή, γεννημένου στο Αγρίνιο το 1853, είναι αξιοσημείωτο. Διακρίνεται για ταχύτατη και αξιόλογη στρατιωτική και πολιτική εξέλιξη: καθηγητής της πυροβολικής στη Σχολή Ευελπίδων και διευθυντής της (1889-1912), αρχιστράτηγος του στρατού της Ηπείρου το 1913, Βουλευτής Ιωαννίνων και υπουργός Στρατιωτικών στην κυβέρνηση Βενιζέλου και αργότερα μέλος της «προσωρινής κυβέρνησης Εθνικής Αμύνης» (1916) στη θεσσαλονίκη[9]. […]