Αναλογίζομαι τους δεκάδες νεκρούς
και τους υπερχίλιους τραυματίες εκείνης της εξέγερσης,
θεωρώ ότι πρέπει να μην τους ξεχάσουμε
και να μην τους προσβάλλουμε
- του Γιώργου Παυλάκη
1951, Αθήνα, φοιτητής Ιατρικής
Αγία Παρασκευή Αττικής, 17 Νοεμβρίου 2013
Στο μνημόσυνο του Παπανδρέου, 4 του Νοέμβρη, θυμάμαι να κατεβαίνουμε την Αναπαύσεως. Λέγαμε: «Δούλα, Σπυριδούλα» (που εμένα μου άρεσε) λόγω Σπύρου Μαρκεζίνη, «Έξι χρόνια αρκετά, δεν θα γίνουνε εφτά» και άλλα αντιδικτατορικά συνθήματα. Προχωρημένα συνθήματα. Πριν από την Καλλιρρόης, ήταν παραταγμένοι τρεις τέσσερις σειρές αστυνομικοί με κράνη, που μας σταμάτησαν και είπαν με ντουντούκα: «Σταματάτε, διαλυθείτε». Γιατί κατεβαίναμε προς τα κάτω, προς το κέντρο. «Όχι, δεν διαλυόμαστε» – σταθήκαμε εκεί πέρα, οπότε ύστερα από κάνα τέταρτο -εγώ ήμουνα τέταρτη σειρά-, κάνουν ένα ξαφνικό «ντου» και μας απωθούν με χτυπήματα. Με κλομπ. Έπεσε ξύλο και υποχωρήσαμε πενήντα μέτρα. Αλλά έρχονταν κι άλλοι από πίσω μας και δεν λακίσαμε. Ανασυντασσόμαστε και ορμάμε και τους χτυπάμε και τους σπάσαμε τον κλοιό. Η αντεπίθεση άρχισε με πετροπόλεμο, με ό,τι βρήκε ο καθένας. Μάλλον είχαν έρθει και ορισμένες ομάδες με προοπτική να συγκρουστούνε. Πάντως, η κύρια φάση ήταν που επιτεθήκαμε στους μπάτσους, δεν αντέξανε γιατί ήμασταν πολύ περισσότεροι. Εκεί έπεσε και ξύλο στους μπάτσους. Με τα χέρια. Το πρώτο ξύλο που δώσαμε και το φχαριστήθηκα. Για πρώτη φορά κόσμος έδειρε μπάτσους. Σε προηγούμενες εποχές, θα τρέχαμε ακόμα… Σε αντιδιαστολή με έναν χρόνο πριν, που από την Ιατρική, έπειτα από μια επεισοδιακή συνέλευση και ξύλο με χουντικούς, είχαμε κατέβει πορεία προς τα Ιλίσια και μας διαλύσανε πέντε μπάτσοι, παρόλο που τους είχαμε άνετα. Ήταν ένα τελείως ποιοτικό ανέβασμα αυτό, το να διαδηλώνουμε μαχητικά και να αψηφούμε τη χουντική αστυνομία. Η Ιωάννα Καρυστιάνη και πολλοί άλλοι ανεβήκανε τη Σταδίου φωνάζοντας συνθήματα. Δεν ξέρω αν και πώς βρήκανε και κάποιο πανό, αλλά έτσι θυμάμαι ότι μου είπε. Οι μπάτσοι είχαν αδειάσει όλο το κέντρο και Σταδίου-Πανεπιστημίου. Εμείς μετά πήγαμε προς Ακρόπολη, αν θυμάμαι καλά.
Πρώτη μέρα Πολυτεχνείου, Τετάρτη. Εγώ πήγα στη συνέλευση της Νομικής γιατί δούλευα και δεν πρόλαβα να πάω στης Ιατρικής, στου Γουδή. [Τότε] ήμουνα περίπου ο μόνιμος πρόεδρος στις παράνομες φοιτητικές συνελεύσεις της Ιατρικής. Πιο πολύ διά της εις άτοπον απαγωγής, μια και δεν ήτανε πολύ επιθυμητή θέση εκείνη την εποχή. Μετά τις στρατεύσεις φοιτητών και τις διώξεις και τους βασανισμούς στο ΕΑΤ-ΕΣΑ την προηγούμενη περίοδο, λίγοι φοιτητές τολμούσαν να συνεχίσουν φανερή δράση. Δεν ήμουνα σπουδαίο στέλεχος, ήμουνα μάλλον «αναλώσιμο αγαθό». Πάω στα σκαλάκια της Νομικής, μίλαγαν ο Τζουμάκας με την Καρυστιάνη. Ήταν συνηθισμένο γιατί κάναμε πολλά στη Νομική, ήταν κεντρικό σημείο. Βγαίνει μια φωνή -ο Γαβριήλ- ότι γίνονται φασαρίες στο Πολυτεχνείο. Δίπλα του και ο Μαυρογένης. Με τον Μαυρογένη είχαμε μεγάλες κόντρες γιατί οι αριστεριστές (όπως τους λέγαμε και ζοχαδιάζονταν) πηγαίνανε παντού μπουλούκι και προσπαθούσανε να επηρεάσουνε τις συνελεύσεις. «Μεταφοραί-Εκδρομαί», έρχονταν και στην Ιατρική (γέλια). Νομίζω και τα πρόσωπα είναι γνωστά. Όπως είναι στο ντοκιμαντέρ του Κούλογλου, είναι ακριβώς όπως το θυμάμαι κι εγώ: «Πάμε να υποστηρίξουμε τα αδέρφια μας στο Πολυτεχνείο». Το θυμάμαι πολύ καλά. Γίνονταν σε όλες τις σχολές συνελεύσεις εκείνη τη μέρα, όπως γίνονταν πάντα. Είχαμε κάνει κι ένα διασχολικό όργανο, με αντιπροσώπους των συνελεύσεων. Αυτό ξεκίνησε πριν από την πρώτη κατάληψη της Νομικής τον προηγούμενο χρόνο, όταν ζητούσαμε ελεύθερες φοιτητικές εκλογές. Εγώ κι ο Καπερώνης ήμασταν οι αντιπρόσωποι της Ιατρικής στο Διασχολικό (στην αρχή συμμετείχε κι ο Ανδρέας Παπασταυρίδης που είχε τεράστιο κύρος στην Ιατρική, αλλά μετά το βασανισμό του στην ΕΣΑ ήμαστε συνήθως ο Καπερώνης κι εγώ). Και μάλιστα, τώρα μου ’ρχεται στη μνήμη ένας χοντρός καβγάς με τον Μαντζουράνη, πριν από την πρώτη Νομική. Είχαμε συμφωνήσει ότι θα κάναμε αιτήσεις στον πρύτανη, για να πάρουμε την άδεια να κάνουμε συνελεύσεις. Απαγορεύονταν συνελεύσεις χωρίς άδεια της Πρυτανείας. Οπότε είχε αποφασίσει το Διασχολικό αίτηση για να είμαστε νομότυποι και μου ’χανε ζητήσει να πάω εγώ. Εγώ άργησα να πάω και το κλείσαν το Πανεπιστήμιο. Οπότε θυμάμαι στο κεντρικό κτίριο, όπου ήταν η Πρυτανεία, δυο σειρές ασφαλίτες δεξιά κι αριστερά και τον Μαντζουράνη να με βρίζει, επειδή δεν πήγα να κάνω τη δουλειά. Εν τω μεταξύ, διάφοροι ασφαλίτες να φωνάζουν στην Πανεπιστημίου: «Μαντζουράνη, θα σε γαμήσουμε… κωλόπαιδο, θα σε σκίσουμε!» κι εμείς να μαλώνουμε μεταξύ μας… Αλλά από κει και πέρα, είπαμε ότι, με άδεια ή χωρίς άδεια, εμείς θα τις κάνουμε τις συνελεύσεις. Δεν ασχοληθήκαμε πια με τη νομιμότητα την πανεπιστημιακή. «Να πάτε να πνιγείτε!» είπαμε. Οι στρατεύσεις αργότερα μας επηρεάσανε πολύ. Ήτανε σοκ. Κομβικό σημείο, γιατί, τελικά, αντί να κόψει τα πόδια του φοιτητικού κινήματος, το φούντωσε. Γιατί για έναν που πήγε στρατό υπήρχαν δέκα που αγριέψανε και θέλανε να κάνουνε κάτι.
Για να ξαναγυρίσουμε στο θέμα: Τετάρτη, πρώτη μέρα Πολυτεχνείου. Προχωράμε από τη Νομική προς το Πολυτεχνείο, οι συνελεύσεις όλων των σχολών ξεχωριστές. Αλλες συνεχίζονταν, άλλες μόλις τελείωναν. Στο Πολυτεχνείο είχε αρκετή δύναμη ο Ρήγας με την Αντι-ΕΦΕΕ και αυτοί είχανε ξεκάθαρη γραμμή να μην ωθήσουνε τα πράγματα σε καταλήψεις. Με αποτέλεσμα να γίνει μεγάλη φασαρία, με τις αριστερές ομάδες να βάζουνε θέμα για κατάληψη, οι άλλοι να τους λένε: «δεν είναι μαγαζί σας εδώ», «γιατί ήρθατε εδώ πέρα». Λόγω και του κλίματος που είχε δημιουργηθεί, οι άνθρωποι που δεν είχανε ξεκάθαρη κομματική γραμμή θέλανε την αντιπαράθεση. Εγώ κομπλάρισα γιατί οι άνθρωποι που άκουγα μου λέγανε ότι η γραμμή όλων (Ρήγα, Αντι-ΕΦΕΕ) είναι να μη μείνουμε, αλλά εγώ ήθελα να μείνω. Οπότε η λύση μου ήτανε να αφήσω τον Σιδέρη να εκφράζει την άποψη της Ιατρικής, ενώ δεν είχε καμιά, ας πούμε, δικαιοδοσία (αν και ούτε εγώ είχα δικαιοδοσία της γενικής συνέλευσης, γιατί δεν είχα πάει καν). Η Ιατρική συνεδρίαζε στου Γουδή, πήρανε κι αυτοί την πληροφόρηση ότι κάτι γινόταν στο Πολυτεχνείο και κατά το απογευματάκι ήρθανε κι αυτοί. Μέχρι το απόγεμα γινότανε πολύ μεγάλη φασαρία για το τι γίνεται, και στο Διασχολικό που μετά έγινε Συντονιστική Επιτροπή μαλώνανε ποιος εκπροσωπεί ποιον. Για την Ιατρική δεν ήτανε ξεκάθαρο. Εγώ έκανα πίσω γιατί ήθελα να μείνω και δεν μπορούσα να λέω: «Να φύγουμε». Η πίεση από τους ανθρώπους ήτανε πολύ μεγάλη. Υπήρχανε πολλοί αριστεριστές, αρκετοί αναρχικοί, άρχισαν να γράφονται συνθήματα «Κάτωτο Κράτος», «Κάτω η Εξουσία», που θεωρούσαμε σίγουρα προβοκατόρικα. Δεν υπήρχε κανένας φοιτητής (τουλάχιστον, που ήξερα εγώ) που να ήθελε να γράψει τέτοιο σύνθημα.
Δεν υπήρχε συνέλευση. Ήτανε το Διασχολικό και οι κομματάρχες που συνδιαλέγονταν. Ξέραμε ο ένας τον άλλο. Μη νομίζεις ότι ήταν θεσμοθετημένο τίποτα. Κουβέντες μια στην Αρχιτεκτονική και μια στο προαύλιο. Οι αριστεριστές είχανε φέρει αρκετό κόσμο που πίεζε προς το γενικό συναίσθημα για κατάληψη: «Ήρθαμε για να κάτσουμε». Είχε έρθει η Νομική και πάρα πολλές δυνάμεις αριστεριστών από πολλά μέρη. Ο Διονύσης [Μαυρογένης] ήτανε πολύ ενεργός σ’ αυτό, και ήταν προφανές πως ήταν η γραμμή της οργάνωσής τους, οπότε ήταν πια σύγκρουση οργανώσεων. Η γραμμή των αριστερών κομμάτων εκείνη την εποχή ήταν να δείξουμε ανοχή και να δούμε τι θα γίνει με τον Μαρκεζίνη. Εγώ προσωπικά δεν ήμουνα διατεθειμένος να το κάνω αυτό. Με τη σημερινή μου βέβαια νοοτροπία, είχανε δίκιο και η ΚΝΕ και ο Ρήγας να το λένε αυτό. Τα διαρθρωτικά προβλήματα του κινήματος ήτανε προφανή, δεν είχαμε ουσιαστικά όργανα εκπροσώπησης. Ήτανε βασικά άμεση δημοκρατία, η θέληση της γενικής συνέλευσης. Και ό,τι έβγαινε, όσοι ψήφιζαν στο τέλος – που δεν ήτανε και πολλοί, Αυτό ήτανε χαρακτηριστικό επίσης στη Μεταπολίτευση, που η Ιατρική ψήφισε να πάει με τους «πριν», δηλαδή τις αριστερές ομάδες που ήθελαν διαδήλωση για το Πολυτεχνείο στις 15 Νοέμβρη 1974, πριν από τις βουλευτικές εκλογές. Εγώ συμμετείχα στην πρώτη διαδήλωση που πήγε από το Πολυτεχνείο στην Καισαριανή και φωνάξαμε: «ΕΑΜ-ΕΛΑΣ-Πολυτεχνείο». Εκτελούσα -ως πρόεδρος- απόφαση της Γενικής Συνέλευσης Ιατρικής, που την είχε πιάσει «εξτρεμισμός», δεν την έλεγχαν πια ο Ρήγας και η Πανσπουδαστική. Αλλά πήγα, όπως όλοι, και στη δεύτερη διαδήλωση, 24 Νοέμβρη, μια από τις μεγαλύτερες διαδηλώσεις που έχουν γίνει στην Αθήνα, από το Πολυτεχνείο στην Αμερικάνικη Πρεσβεία.
Υπήρχε και κάτι σαν προσωρινή επιτροπή κατάληψης, υποτίθεται δυο εκπρόσωποι από κάθε σχολή. Από εμάς ήταν ο Σιδέρης κι εγώ (που δεν πήρα πολύ ενεργό μέρος γιατί ήθελα κατάληψη), απ’ τη Φαρμακευτική ο Διονύσης, απ’ τις σχολές του Πολυτεχνείου πάλι από δύο. Δεν υπήρχαν άλλοι από την Ιατρική, ο Σιδέρης και οι άλλοι ήταν εκπρόσωποι της κομματικής τους γραμμής. Ο Σιδέρης ήταν με τη γραμμή της οργάνωσής του, δεν εκπροσωπούσε κανέναν. Οπότε έγιναν φασαρίες με τον Κοροβέση που είχε καταφθάσει ως πυροσβέστης -ως ΚΝΕ- για να πει: «Εσύ φύγε από δω, ο Παυλάκης εκπροσωπεί την Ιατρική». Εγώ έκανα την πάπια. Έλεγα να μείνουμε (γέλια). Το απόγευμα κατέφθασαν κι άλλοι από την Ιατρική, με τον Στεφανάτο, που μόλις είχε έρθει από φαντάρος, και άλλους. Και το απόγευμα, περίπου διά βοής, είχε βγει ότι θα κάτσουμε. Και ότι θα κάναμε εκλογές μέσα στο Πολυτεχνείο, κατά σχολή, για την αντιπροσώπευσή μας. Στην Ιατρική δεν είχαν έρθει πολλοί και είχαν δυσανάλογη δύναμη οι αριστεριστές (γιατί ήταν όλοι μέσα). Αποφασίστηκε στη συνέλευση να κάνουμε μια πενταμελή επιτροπή και δύο να πάνε στη Συντονιστική. Ιατρική και Οδοντιατρική μαζί. Όταν φάνηκε ότι ο συσχετισμός ήταν πολύ υπέρ των αριστεριστών στο γενικό μάζωμα, λέει ο Κοροβέσης και δυο τρεις άλλοι ότι «δεν εκπροσωπεί την Οδοντιατρική αυτή η ιστορία κι εμείς φεύγουμε». Οπότε βγάζουνε δύο της Οδοντιατρικής, τον Κοροβέση και τον Λαλιώτη. Από την πενταμελή της Ιατρικής πήγαν στη Συντονιστική η Ελένη Αναστασίου και ο Σιδέρης. Τότε «έσπασε» το μέτωπο Ιατρικής-Οδοντιατρικής, γιατί μέχρι τότε ήμαστε μαζί. Tα κομματικά στελέχη διστάζανε να μπούνε μπροστά (ή είχανε κι εντολή να μην μπούνε). Νομίζω ότι ο Κοροβέσης πήρε πρωτοβουλία εκείνη τη στιγμή γιατί είδε ότι τα πράγματα δεν συμφέρανε την ΚΝΕ. Είχα και καβγά με τον Κοροβέση. Με κατσάδιασε κατ’ ιδίαν γιατί δεν εφάρμοζα τη γραμμή. Δεν ήμουνα στο ΚΚΕ, αλλά είχα αποφασίσει ότι ακολουθώ τη γραμμή, γιατί αυτούς εμπιστευόμουνα για την πείρα τους και ως τους λιγότερο διαβρωμένους από την Ασφάλεια. Τη δεύτερη φορά που έφαγα βρισίδι ήταν γιατί άφησα τον Σιδέρη να «αλωνίζει». Σε προηγούμενη μέρα στην Ιατρική με πρότειναν, ως συνήθως, για πρόεδρο της συνέλευσης και δεν δέχτηκα (είχα κουραστεί λίγο να βγαίνω πρόεδρος και ήθελα να αναδειχτούν και άλλοι), οπότε με κατσάδιασαν πάλι για τη «μη υπεύθυνη» στάση μου.
Κλείσαμε την πόρτα. Απ’ έξω ερημιά. Δεν ήμασταν και πολλοί μέσα. Δεν μπορώ να πω νούμερο, πάντως απ’ έξω είχε μόνο μπάτσους και ασφαλίτες κι άρχισε νεραντζοπόλεμος. Ο πρώτος τραυματίας που είχα εγώ ήταν στο μάτι από νεράντζι και λεγόταν Αρετάκης – τον ήξερα. Πετάγαν οι «μέσα» στους «έξω» νεράντζια, και αντίστροφα… Μου τον φέρνουνε και μου ήρθε εμένα η ιδέα να οργανώσουμε κάτι που να μοιάζει με ιατρείο. Από όσο μπορώ να ξέρω, ήταν δική μου ιδέα. Αν τη διεκδικεί κάποιος άλλος, δεν έχω πρόβλημα (γέλια). Δεν θυμάμαι πώς διάολο βρήκαμε μερικά πράγματα για πρώτες βοήθειες, και το ’στησα δίπλα στη Συντονιστική Επιτροπή, όπως μπαίνεις στην Αρχιτεκτονική, αριστερά. Ήτανε μια αίθουσα διδασκαλίας με θρανία και πάγκους. Το πιο σημαντικό που έγινε το πρώτο βράδυ ήταν η φασαρία με το να σβήνουμε τα προβοκατόρικα συνθήματα, αυτά που ήταν προφανή για μας. Τα περισσότερα ήταν γραμμένα ήδη πριν βραδιάσει. Δηλαδή, τα είδαμε μέρα. Ε, έγιναν μερικές λογομαχίες, σπρωξίματα και φάπες, και αυτό κόπηκε. Την πρώτη μέρα, παρότι είχαμε διάθεση να συγκρουστούμε, το «Κάτω το Κράτος» δεν εξέφραζε κανέναν. Εγώ ένα επεισόδιο θυμάμαι, που κάποιος έγραφε με μαύρο μαρκαδόρο (μου φαίνεται ότι ήταν «Κάτω το Κράτος») και του είπαμε: «κόφ’ το, ρε!» και το σβήσαμε. Το πρώτο βράδυ υποφέραμε, κοιμόμασταν οι περισσότεροι στο τσιμέντο ή στα θρανία, τα οποία είχαμε κάνει και πάγκους για τους τραυματίες την επόμενη μέρα. Υπήρχε αρκετή συγκέντρωση προβοκατόρων και ασφαλιτών απ’ έξω. Και τη νύχτα. Αλλά δεν θυμάμαι μεγάλα επεισόδια. Πέτρες, νεράντζια και βρισίδι.
Κάτι που θυμάμαι έντονα ήταν το σπάσιμο του γραφείου του κυβερνητικού επιτρόπου, που ήτανε μισητό πρόσωπο, διορισμένος από τη Χούντα. Εκεί κοντά που είναι το άγαλμα τώρα, στην αριστερή μεριά όπως βλέπεις από την Αρχιτεκτονική. Αυτό το σπάσαμε μάλλον τη δεύτερη μέρα, και μάλιστα, είχε μέσα μια φωτογραφία του Παπαδόπουλου με κορνίζα. Αυτή την πήρα εγώ και την κρέμασα με κρεμάλα στα κάγκελα ή την ίδια μέρα ή την επόμενη, φαίνεται και στα πλάνα της εποχής. Αυτή η κρεμάλα που είχαμε κάνει ήταν δίκιά μας, ως Ιατρική. Γιατί την Πέμπτη είχαμε υπηρεσία κάγκελα. Ανά σχολή. Όπου φωνάζαμε συνθήματα. Αλλά τι συνθήματα; Εκεί έγιναν αντιπαραθέσεις, σπρωξιές και βρισίδι. Ήταν σημαντικό να μην επιτραπούν συνθήματα που δεν εξέφραζαν το νόημα του αντιδικτατορικού αγώνα, αυτό προσπαθούσαν να επιβάλουν οι μεγάλες οργανώσεις, Ρήγας και Αντι-ΕΦΕΕ. Και τελικά, αποφασίστηκε να φωνάζουμε ό,τι περνάει στα κάγκελα. Θιασώτες ήταν πάλι αριστεριστές -και ο Σιδέρης- που δεν θέλανε περιορισμό των συνθημάτων. Και έτσι, τελικά, επικρατήσανε συνθήματα όπως «Έξω οι Αμερικάνοι», «Δεν περνάει ο φασισμός», «Δεν σε θέλει ο λαός, πάρ’ τη Δέσποινα και μπρος». Το ανά σχολή κατά κάποιο τρόπο ξέφτισε αργότερα και γίνανε διαφορετικές κατανομές. Ξεκαθαριστήκανε και τα πράγματα στη Συντονιστική. Αλλά την πρώτη οργανωμένη μέρα -την Πέμπτη- σκοπιά ήταν στα κάγκελα η Ιατρική για δυο τρεις ώρες. Το βράδυ την κοπάνησα από το ιατρείο και πήγα πάλι στο γραφείο του κυβερνητικού επιτρόπου, γιατί είχε ένα ωραίο χαλί, ό,τι πρέπει για ύπνο! (γέλια)
Την Πέμπτη έγινε και το μεγάλο ποσοστό της αυτοοργάνωσης. Έγινε οργάνωση περιφρούρησης, καθαριότητας, μαγειρεία, ιατρείο… Τότε έγινε και η οργάνωση του ιατρείου. Προσπάθησα να βάλω μια τάξη. Πήραμε κι ένα βιβλίο για να καταγράφαμε τα πάντα. Με τα ονόματα θα την πατήσουμε (γέλια), με προδίνει η μνήμη πάρα πολύ, ήταν πολλά παιδιά. Ο Γιώργος ο Χαντάτ ήταν εκεί, η Αντωνία η Χαρίτου, ο Δημήτρης ο Κιούσης (στρατευμένος), ο Γρηγόρης ο Αμανατίδης, ο Βασίλης ο Καπερώνης. Οι περισσότεροι της Ιατρικής και πολύ αγαπητοί φίλοι ήταν έξω, στα κάγκελα και στο δρόμο. Ο Καπερώνης ήταν και στην πενταμελή επιτροπή της Ιατρικής (μαζί με την Δήμητρα Μπήτρου, την Ευανθία Γιαγάκου, τον Αντώνη Βγόντζα και τον Γιώργο Χαντάτ) και ήταν περισσότερο των «δημοσίων σχέσεων». Επειδή ήξερε και καλά αγγλικά, τον βάζαμε να μιλάει. Αυτός έδωσε και τη συνέντευξη στο φιλμ του Ολλανδού. Εγώ δεν βγήκα στην κάμερα, ούτε αυτουνού ούτε κανενός από όσους μπήκανε μέσα, γιατί ήμουνα ο υπεύθυνος και δεν εμφανιζόμουνα.
Το κύριο πράγμα που συγκέντρωσε τον κόσμο ήταν η φωνή στα κάγκελα. Βγήκαμε κι έξω στην Πατησίων κι αρχίσαμε και κολλάγαμε οτιδήποτε σύνθημα, γραμμένο στο χέρι, πάνω στα λεωφορεία. Η Αθήνα το ’μαθε σιγά σιγά από τα χαρτιά που κολλάγαμε. Αργότερα, φυσικά, λειτούργησε κι ο ραδιοσταθμός του Πολυτεχνείου, που δημιουργήθηκε εκ των ενόντων μέσα σε λίγες ώρες και είχε καθοριστικό ρόλο. Από ένα σημείο και μετά, η Πατησίων έγινε σχεδόν αδιάβατη. Από την Πέμπτη το απόγευμα, σχεδόν δεν πέρναγε τίποτα. Ξεθαρρέψανε κι όλοι οι υπόλοιποι. Μάχες πολιτικές στη Συντονιστική Επιτροπή με τεράστια ένταση, γι’ αυτό και ξαναμπήκε την Πέμπτη το βράδυ το θέμα της αντιπροσώπευσης. Ήτανε αυθόρμητο, αυτοοργάνωση και άμεση δημοκρατία. Και παρά την αντιπαλότητα και τις έντονες διενέξεις, υπήρχαν συντροφικότητα και συνεννόηση. Υπήρχε μια συνισταμένη. Πειθαναγκάζονταν οι περισσότεροι. Και πολλά στελέχη του Ρήγα και της ΚΝΕ είδαν ότι τα πράγματα γίνονταν από λαϊκή απαίτηση. Ήτανε τόση η ευφορία και το αίσθημα που δεν μπορούσες να κάνεις πίσω. Από Τετάρτη σε Πέμπτη, ήταν μεγάλη η διαφορά. Μέρα με νύχτα. Δεν ήμασταν πια μόνοι μας. Ένιωθες ότι οι Αθηναίοι είχαν αρχίσει να ανταποκρίνονται.
Τι κόσμος ερχότανε… Παππούδες και γιαγιάδες περνάγανε, μαθητές πάρα πολλοί, εντάξει, οι φοιτητές ήταν δεδομένοι, με ολοένα και περισσότερο ενθουσιασμό. Έγινε η πρώτη εργατική συνέλευση με εργάτες «στημένους» (ο Θεός να τους κάνει εργάτες, σκεφτόμουνα, όταν μπήκα για λίγο στη συνέλευση, οι εργάτες που ήξερα εγώ στο Αιγάλεω ήταν διαφορετικοί). Θυμάμαι και τον Μικρούτσικο να παίζει στο πιάνο στη μεγάλη αίθουσα της Αρχιτεκτονικής…Υπήρχε συμμετοχή απλού κόσμου. Όλοι οι γνωστοί και συγγενείς μου το είδανε θετικά, ο αδερφός μου ήταν απ’ έξω… Όπως ξέρεις, γίνανε διαδηλώσεις αυθόρμητες το Σάββατο, μετά την εκκένωση, και σκοτώθηκε κόσμος. Η διαδήλωση το πρωί-μεσημέρι του Σαββάτου έφτασε μέχρι τη Γενική Ασφάλεια. Εμένα με είχανε βγάλει εκείνη την ώρα έξω απ’ το κελί στο διάδρομο και άκουγα τους μπάτσους που πυροβολούσανε τον κόσμο από τα παράθυρα. Στην Ασφάλεια τα ’χανε χαμένα μετά το Πολυτεχνείο. Και ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα ασφαλίτες να τα ’χουν χαμένα κυριολεκτικά. Δεν το φαντάζονταν ούτε αυτοί, ήταν έκπληξη για τους πάντες. Ήτανε μια πραγματική λαϊκή εξέγερση που οργανώθηκε από το τίποτα. Από τον πυρήνα της άμεσης δημοκρατίας μας, με όλα τα παρατράγουδα και τις ιστορίες. Ήταν αδύνατο το Πολυτεχνείο να γίνει χωρίς τη συμμετοχή του Ρήγα και της ΚΝΕ. Όλα τα άλλα που λένε είναι μπαρούφες. Συμμετείχαν παρά τους δισταγμούς και τις παλινωδίες. Οπότε εγώ δεν έχω κανένα πρόβλημα με «προδότες του κινήματος», τα ’χω λύσει αυτά (γέλια). Γιατί ήμουνα μέσα και ξέρω και τους δισταγμούς τους δικούς μου και τον άλλων. Αλλά η συνισταμένη ήτανε ότι έβραζε το αίμα μας, έβραζε η κατάσταση στη χώρα, θέλαμε αντιπαράθεση. Τέρμα.
Στο ιατρείο ήμασταν τουλάχιστον τριάντα φοιτητές της Ιατρικής. Και εναλλάσσονταν συνεχώς. Κρατούσαμε τα πάντα σε ένα βιβλίο εισερχομένων απ’ την αρχή. Χάθηκε – το πήρανε. Φάρμακα είχαμε τεράστιες ποσότητες (από λεφτά να δεις, είχαμε μια περιουσία εκεί πέρα. Πραγματικά χοντρά ποσά). Ζήταγα κάτι και έπεφτε σύρμα και μας ερχότανε την άλλη στιγμή. Την Παρασκευή φρόντιζα να διώχνω τους περίεργους. Γ ενικώς, υπήρχε άπειρη κίνηση. Αλλά και περιφρούρηση στην πόρτα, ένα δυο παιδιά της Ιατρικής. «Πρώτο Γενικό Λαϊκό Ιατρείο». Ο χαφιές Πίμπας, που ήρθε σε εμένα την Πέμπτη, να μου πάρει λόγια (μου έλεγε απ’ έξω απ’ έξω τι ανάγκες έχουμε), αυτός ήταν προβοκάτορας (αυτός με κάρφωσε μετά) και ήρθε με διαβεβαίωση ότι «θα σας βρω ό,τι θέλετε». Προσπαθούσε να ψαρέψει αν θέλαμε όπλα και τέτοια. Ο λόγος που τον άφησα εγώ, στο βαθμό που μπορούσα να ’χω καθολική έποψη, ήταν ότι ήρθε από κομματικό στέλεχος. Μου τον σύστησαν. Δεν ξέρω αν ήτανε λάθος κάποιου, αλλά κάπου πρέπει να βασίζεσαι […]. Ο συνολικός αριθμός παιδιών και κυρίως νέων ανθρώπων που ήρθαν τραυματίες στο ιατρείο ήταν τουλάχιστον ογδόντα, ίσως πολύ περισσότεροι. Το πρώτο κύμα άρχισε να μας έρχεται το απόγευμα της Παρασκευής, με σπασμένα κεφάλια, χτυπήματα κλομπ, αναπνευστικά προβλήματα από τα δακρυγόνα… Όταν έφερνε κάποιος έναν τραυματία, τον αφήναμε δίπλα του, ως συνοδό, ας πούμε. Αλλά ήτανε και κάτι παιδιά που είχανε ψιλοχτυπηθεί ή πανικοβληθεί και κλαίγανε, φωνάζανε… Προσπαθούσαμε να κρατάμε την ατμόσφαιρα πιο καθαρή, τους αφήναμε να ξαπλώσουνε κάπου, συνέρχονταν και μετά φεύγανε […].
Τραυματίες από σφαίρες άρχισαν να έρχονται αργότερα το απόγεμα της Παρασκευής. Λέγανε στην αρχή ότι ήτανε πλαστικές ή από αλάτι, αλλά έβλεπες παιδιά που κρεμότανε το πόδι τους… Στην τελευταία φάση, όταν άδειασε ο χώρος απ’ έξω και άναψαν φωτιές για να σταματήσουν τα δακρυγόνα, σημάδευαν αυτούς που πλησίαζαν στα κάγκελα. Δεν φεύγανε, ήταν αλαφιασμένα παιδιά. Αλλά μες στις φωτιές γίνονταν στόχος. Κάθονταν εκεί και έρχονταν, είτε πεζή, είτε με μηχανάκια, και μας έφερναν στα κάγκελα πράγματα, μηνύματα και εφόδια. Μέχρι την τελευταία ώρα! Το σούρουπο της Παρασκευής ήταν εφιαλτικό από τα δακρυγόνα που είχανε πέσει μέσα -και στο ιατρείο ήταν αποπνιχτική η ατμόσφαιρα- και μας κουβαλήσανε συσκευές οξυγόνου, κάτι θηρία τεράστια! Η συμμετοχή του κόσμου ήταν ενθουσιώδης, τρελή και τεράστια. Δεν μπορείς να το φανταστείς με τίποτα, αν δεν το ζήσεις.
Οι φήμες για εκατόμβες δεν είναι αληθινές. Σε αυτή την ατμόσφαιρα είναι εύκολο να παρασυρθεί κανείς και να υπερβάλει την πραγματικότητα. Από την άλλη, η Χούντα κινητοποίησε όλο το μηχανισμό καταστολής εναντίον άοπλων διαδηλωτών. Δεν σκοτώνανε κατά εκατοντάδες, αλλά σκοτώνανε. Όταν χτυπήσανε, ας πούμε, το Υπουργείο Δημοσίας Τάξεως, ήρθε ένα κύμα από βαριά τραυματίες μέσα – συνολικά, τραυματίες από σφαίρες υπολογίζω να μας ήρθανε περίπου δεκαπέντε. Αυτά ήτανε κανονικά πολεμικά τραύματα, δεν ήτανε μικρό πράγμα. Η μαρτυρία που έχω είναι ότι οι φρουροί στο Δημοσίας Τάξεως έριχναν ριπές. Θυμάμαι τον νέο με το πόδι να κρέμεται από σφαίρα, ένα παχουλό κορίτσι με σφαίρα στο δεξιό μέρος της κοιλιάς, έναν άλλο με τραύμα στο χέρι και τον νεκρό με τραύμα στην καρωτίδα. Πρέπει να ήταν δύο περιπτώσεις που είτε ήρθαν νεκροί, είτε κατέληξαν εκεί μέσα, αυτόν με την καρωτίδα τον είδα, σχεδόν δεν είχα χρόνο να κοιτάξω, γιατί είχα πάει στη Συντονιστική και πηγαινοερχόμουνα γενικώς. Τον βγάλαμε έξω σκεπασμένο, ο Δημήτρης ο Κιούσης ήταν εκεί και τον κουβάλησε – παγκοσμίου φήμης επιστήμονας, δεν έχει μιλήσει ποτέ για αυτά. Για τον άλλο, μου το είπε μάλλον ο Γρηγόρης.
Πήγα κάποια στιγμή και στα κάγκελα γιατί ήθελα να δω τι γίνεται. Και η γνώμη μου (το είπα και στον ανακριτή Τσεβά) ήταν ότι υπήρχανε χτυπημένοι και μέσα απ’ τα κάγκελα. Γιατί τους ρωτούσαμε: «Πού χτυπήθηκες;» «Σε ποιο σημείο ήσουν όταν χτυπήθηκες;» Συνήθως ήταν χτυπημένοι στους γύρω δρόμους, έξω απ’ το Πολυτεχνείο. Αυτό που προσπάθησα να κάνω είναι να πω στα κάγκελα -τρέχα γύρευε τώρα σε ποιους- να μη φέρνουν μέσα τραυματίες. Το Πολυτεχνείο φάνταζε σαν το ασφαλές μέρος, ενώ δεν ήτανε. Κατάλαβα ότι είναι παγίδα να φέρνουμε βαριά τραυματίες εκεί μέσα. Δεν μπορούσαμε να τους κάνουμε τίποτα ουσιαστικό και κινδυνεύαν να πεθάνουνε. Ήρθανε ασθενοφόρα, αλλά υπήρχανε πολλές αναφορές ότι χτυπάγανε τα ασθενοφόρα. Χειρουργικά εργαλεία είχαμε, χειρουργούς δεν είχαμε (γέλια). Ο μόνος χειρουργός που είχαμε ήταν ο Κώστας ο Κουτσής. Και δύο γιατροί του ΚΑΤ. Εθελοντές όλοι. Ο Κουτσής έραβε. Έραβε κεφάλια, έραβε τραύματα – είχαμε κι αναισθητικά, απ’ όλα είχαμε. Αν είχαμε ένα τζιμάνι χειρουργό, θα μπορούσε να κάνει κάποιου είδους χειρουργική επέμβαση… Ο καθηγητής μας, που ήρθε στο ιατρείο με τη γυναίκα του, ο Κοκός ο Αλιβιζάτος, ένας γλυκύτατος άνθρωπος, ήρθε από τις εκκλήσεις μας. Κι εγώ άρχισα να του αγριομιλάω! «Τι ήρθες να κάνεις εδώ πέρα; Να πας σε κάνα νοσοκομείο να κάνεις χειρουργείο!» Τον πέρναγα και ένα κεφάλι (γέλια). Ήρθε ευγενικότατος να προσφέρει τις υπηρεσίες του, αλλά εγώ ήμουνα αλαφιασμένος. Κλεισμένη φωνή και τα σχετικά. Δυστυχώς, είναι αργά να του ζητήσω συγγνώμη για την ανάρμοστη στάση μου…
Οπότε πήγα στη Συντονιστική Επιτροπή και τους είπα ότι έχουμε βαριά τραυματισμένους και έναν νεκρό. Οπότε θα πρέπει να κάνουμε κάτι, χωρίς να πανικοβάλουμε τον κόσμο. Και αυτό που έγραψα είναι μια ανακοίνωση για ύπαρξη πολλών τραυματιών και ανάγκη οργανωμένων χειρουργείων (οι γιατροί θα καταλάβαιναν τι σημαίνει αυτό). Πήγα και στον καλά φυλασσόμενο σταθμό, όπου δεν έμπαινες εύκολα. Για να μπεις, ήθελες σφραγίδα της Συντονιστικής. Εγώ πάτησα πόδι. Τους είπα ότι αποκλείεται να μην το κάνουμε αυτό, εντάξει, έγιναν έντονες συζητήσεις, υπήρχε χάος, αλλά τελικά κατάφερα να πείσω αρκετούς και μου δώσαν τον Φιλιππάκη για να μπορέσω να περάσω. Μου φαίνεται ότι ο Λογοθέτης και ο Κοροβέσης ήτανε πάλι που επενέβησαν, αλλά δεν θυμάμαι να σου πω την αλήθεια. Η Συντονιστική ήτανε δίπλα από το ιατρείο. Μια πόρτα σχεδόν. Σημείωσε ότι το ιατρείο ήταν η πρώτη αίθουσα αριστερά μετά τη σκάλα της Αρχιτεκτονικής και η Συντονιστική συνεδρίαζε σε μια αίθουσα πιο πέρα, πάλι στα αριστερά. Έχω δει ένα σχεδιάγραμμα δημοσιευμένο, που είναι λίγο ανακριβές. Και πήγαμε στο κτίριο του σταθμού, έκανα την ανακοίνωση -πρέπει να ’ναι και ηχογραφημένο- και ύστερα από λίγο, επειδή είχα και το μαύρο μου το χάλι, έριξα έναν υπνάκο εκεί στο σταθμό πέντε λεπτά -είχαν ένα στρώμα στο πάτωμα- και μετά πήγα στο ιατρείο.
Υπήρχε και το «ράδιο αρβύλα». Εγώ ήξερα, για παράδειγμα, από την ΚΝΕ, συγκεκριμένα από τον Γιώργο τον Μαθιανάκη, ότι τα τανκ βγαίνουνε στου Γουδή από το απόγευμα της Παρασκευής, πριν βραδιάσει. Και λίγο πολύ ήξερα τι θα γίνει. Η κατάσταση θα εξελισσόταν σε άγρια. Με τον ίδιο τρόπο, από στόμα σε στόμα έμπιστων συντρόφων, ακουγόταν ότι άνοιγαν τα ασθενοφόρα και κακοποιούσαν τραυματίες. Όσο έρχονταν ασθενοφόρα, εμείς προσπαθούσαμε να βγάζουμε κόσμο, αλλά η αγωνία η δική μου ήταν να πηγαίνουν κατευθείαν στο «Ρυθμιστικό», γιατί σε εμάς χάνανε χρόνο. Αυτό δεν μπορούσες να το ανατρέψεις εκείνη την ώρα, έπρεπε να παίζεις σε όλα τα ταμπλό.
Το τανκ το είδα από την Αρχιτεκτονική, απ’ το παράθυρο του ιατρείου. Ήταν πολύ θολή εικόνα. Το προαύλιο του Πολυτεχνείου ήταν σκοτεινό. Τους προβολείς είδα… Εφιαλτική κι η ατμόσφαιρα. Δακρυγόνα, καπνοί… Μια τεράστια βουή σηκώθηκε από παιδιά που προσπαθούσαν να φύγουν, πήρε ώρα μέχρι να ησυχάσει… Εμείς μείναμε στο ιατρείο. Είχαμε ακόμα τραυματίες. Από τις πιο βαριά τραυματισμένες ήταν η Πέπη Ρηγοπούλου, που της έλιωσε τα πόδια η πόρτα που έριξε το τανκ. Προσπαθήσαμε να την ανατάξουμε. Μας τη φέρανε στα χέρια, της ρίξαμε κορτιζόνη για να μην κολαψαριστεί. Τα πόδια της ήτανε μια μάζα. Αυτό μπορεί να σε κολαψάρει και να πεθάνεις γρήγορα. Χρειαζόταν άμεση επέμβαση και είπαμε να φύγει αμέσως. Βρέθηκε αμέσως πραγματικό φορείο από τους ΛΟΚατζήδες (λέω ΛΟΚατζήδες τους αλεξιπτωτιστές, έτσι τους νόμιζα τότε) που ήρθαν μαζί με τον Λαλιώτη και ανακοίνωσαν ότι πρέπει να φύγουμε. Ο Λαλιώτης προσπάθησε, μαζί με εμάς, να τους πείσει να μείνουμε με τους τραυματίες. Αυτοί όμως δεν συμφώνησαν, θέλανε να πάρουνε τους βαριά τραυματίες και οι υπόλοιποι να φύγουμε. Θυμάμαι ότι η Πέπη έφυγε με κανονικό φορείο, φέρανε δικό τους. Βοήθησα να τη μεταφέρουμε στο φορείο μαζί με τον αξιωματικό των ΛΟΚ. Γιατί εμείς δεν είχαμε φορεία, παίρναμε τις πόρτες και φτιάχναμε. Και τον νεκρό που είχαμε, σε πόρτα τον βγάλαμε.
Αλλοι φύγανε -οι ελαφρότερα-, άλλους τους πήρανε, κι εγώ έφυγα με μια κοπέλα που δεν ήταν βαριά, μαζί με τη Βαγγέλιώ τη Μαμαλάκη και τον Νίκο τον Γκουγκουλή. Ερημιά. Το μόνο που βλέπαμε, καπνούς από παντού, δακρυγόνα… Οι προβολείς του τανκ στραμμένοι στην Αρχιτεκτονική. Μόνο ΛΟΚατζήδες στο προαύλιο. Με προτεταμένα όπλα αλλά ήρεμοι, Και βγήκαμε από την μπροστινή πόρτα, δίπλα από το τανκ. Έπρεπε να περάσουμε πάνω από σωρούς από χαλάσματα. Με το που βγαίνω, με συλλαμβάνει ο Καλύβας. Ο αγαπητός μου ασφαλίτης φίλος (γέλια). Εγώ, εν τω μεταξύ, να έχω ξεχάσει πάνω μου το περιβραχιόνιο -ένα άσπρο πανί με σταυρό και σφραγίδα της Συντονιστικής- και οι τσέπες μου γεμάτες φαρμακευτικό υλικό, σύριγγες που είχα ξεχάσει, μια δυο «Σουλουκορτέφ» (κορτιζόνη) και, επειδή ήμουνα και πρόεδρος, όλα τα πρακτικά των συνελεύσεων της Ιατρικής (γέλια). Η εφορευτική, τα ονόματα, οι αποφάσεις, όλα. Ξεχάστηκα γιατί έπεσε βαριά του τάφου σιωπή – όταν έφυγαν οι τραυματίες και όταν πια δεν είχες αντικείμενο να ασχοληθείς, τι κάνεις; Στην πύλη ήταν στημένοι μπάτσοι με κάτι στειλιάρια τόσα (χειρονομεί περιγράφοντας), οπότε με παίρνει ο Καλύβας και με σπρώχνει σ’ αυτούς. Με ρίχνουνε κάτω, έχασα τις αισθήσεις μου, έχω κενό μνήμης από εκείνη την ώρα. Αυτό που θυμάμαι σαν όνειρο, όταν συνήλθα λιγάκι, είναι ότι ήρθε ο αξιωματικός (κάποιος βαθμοφόρος) των ΛΟΚατζήδων, είπε: «αφήστε τον, ρε», οπότε με βάλαν σε μια κλούβα, απ’ τις τελευταίες που φύγανε. Η κλούβα δεν μπορούσε να περάσει από την Αλεξάνδρας και πήγαμε μέσα από το Λυκαβηττό. Σε κάποια δόση βγήκαμε στην Αλεξάνδρας έπειτα από ελιγμούς, και εκεί ήταν γερανοί που μετακινούσαν αυτοκίνητα. Απειρα λεωφορεία καμένα, με σκισμένα λάστιχα, φωτιές, οδοφράγματα… Είχε διαλυθεί το σύμπαν. Λαϊκή εξέγερση. Είναι η πιο εφιαλτική εικόνα της Αθήνας που έχω.
Μας πάνε στη Γενική Ασφάλεια, οπότε να σου ο Χρηστάκης ο παλιόφιλος (γέλια). Μου σκάει μια μπουνιά από ψηλά καθώς ανέβαινα τη σκάλα, οπότε πάνε τα γυαλιά, μου έσκισε και το μάγουλο… Με βάζουν σε ένα κελί όπου δεν μπορούσαμε να καθίσουμε, στεκόμασταν όρθιοι. Πατικωμένη όλη η Ασφάλεια. Το βράδυ τώρα στην Ασφάλεια, με πιάνει ο Χρηστάκης με τον Υδραυλικό, με πάνε στο γραφείο τους κι αρχίζει το μαστίγωμα. Ηλεκτρικό καλώδιο με γυμνό σύρμα στο τέλος. Περιποιημένο σοβάτισμα. Εγώ να προσπαθήσω να διατηρήσω τα γυαλιά σε κάποια τσέπη, οπότε, ό,τι έπαιρνε στο σώμα, ήτανε μαύρο για τρεις μήνες. Μου λένε: «Πούστη, τώρα γράφε!». Τα ονόματα, ποιοι ήμαστε. Όλοι. Δεν γράφω τίποτα εγώ. «Ο τάδε ήτανε;» Λέξη εγώ. Θέλανε να τους γράψω τα ονόματα της Συντονιστικής, δεν ξέρανε κανέναν και τίποτα… Τρώω άλλο ένα ξύλο με ένα ματσούκι που είχανε, μερικές μπουνιές, τρώω και μερικές στο στομάχι, κάνω κι έναν εμετό, πέφτω κάτω. Έπειτα από αρκετή ώρα ξύλο, με πάνε στο κελί. Μ’ αφήνουν μερικοί και κάθομαι και ρίχνουν έναν χαφιέ δίπλα μου. Ψιλοζαλισμένος εγώ, μου λέει ο χαφιές: «Πες μου, σύντροφε, ποιον να ειδοποιήσω, μάλλον θα με βγάλουνε…» Έλεγε τόσο χοντρές μαλακίες, που τον κατάλαβα αμέσως (γέλια). Θυμάμαι ο βλάκας ότι έχω πάνω μου χαρτιά. Τα περισσότερα τα είχα πετάξει στην κλούβα. Στην κωλότσεπη είχα ξεχάσει τα αρχεία των συνελεύσεων, τα πρακτικά. Οπότε γυρνάω κι αρχίζω να τα σκίζω λίγο λίγο και να τα τρώω. Αρχίζω σε λίγο και τα βλέπω όλα διπλά, κάνω εμετό, οπότε άρχισαν και φωνάζανε όλοι οι άλλοι στο κελί. Ο ασφαλίτης απ’ έξω φώναζε: «σκάστε κωλόπαιδα, θα σας ξεσκίσω!» αλλά, τελικά, ύστερα από ώρα, αναγκάστηκε να ανοίξει και μ’ αφήνουν ξάπλα έξω στο διάδρομο.
Με αφήσανε κατά λάθος την επομένη, Σάββατο, γύρω στις 17:00), μετά την κήρυξη του στρατιωτικού νόμου. Αυτό που έγινε ήταν το εξής: Στην Ασφάλεια γινόταν το αδιαχώρητο. Ήταν όλα τα κελιά πατικωμένα, δεν μπορούσανε να μας κρατήσουνε. Εγώ ήμουνα έξω από το κελί ξαπλωμένος, ημιαναίσθητος, και όταν βγάζαν από τα κελιά τους άλλους το απόγευμα του Σαββάτου, με σηκώσανε δύο κρατούμενοι και πήγαμε στον ημιώροφο (που ακόμα παραμένει ο ίδιος). Εκεί ήταν ο Καραπαναγιώτης: «Κηρύχτηκε στρατιωτικός νόμος, τώρα θα έχετε να κάνετε με την ΕΣΑ». «Κωλόπαιδα, πέστε τον “Εθνικό Ύμνο”! Πηγαίντε σπίτι σας κι από δω και πέρα ησυχία!» Πάνε να με βγάλουνε και εμένα, λέει ο Καραπαναγιώτης: «Αυτόν αφήστε τον εδώ, είναι για εκτόπιση». Με βάζουνε στο διπλανό δωματιάκι, κάθομαι σε μια καρέκλα, φεύγουνε όλοι οι άλλοι, φεύγουνε κι οι μπάτσοι και, έπειτα από δέκα λεπτά έως μισή ώρα, μπαίνει από μια άλλη πόρτα ένας άλλος μπάτσος: «Κωλόπαιδα, δεν σας είπαμε να φύγετε; Α στον διάολο από δω!» Μου ρίχνει και μια κλοτσιά, κατεβαίνω τις σκάλες. Ο φρουρός με το αυτόματο στο καμαράκι της πόρτας μού έλεγε: «Πες, ρε πούστη: “Ζήτω ο Παπαδόπουλος”, αλλιώς σε βαράω». Του είπα κάτι κι εγώ, «άσε με να πάω σπίτι μου», ψέλλισα, κι εγώ δεν ξέρω τι. Ερημιά. Μόνο στρατιωτικά τζιπ στη Μεσογείων.
Στο «Γαλαξία» κοντά ήταν ένας τύπος που κανονικά δεν θα έπρεπε να είναι, γιατί είχε απαγόρευση κυκλοφορίας. Εγώ ψιλοφοβήθηκα ότι αυτός είναι μπάτσος και τον έχουν βάλει να με παρακολουθεί – δεν πίστευα ακόμα ότι με είχαν αφήσει τόσο εύκολα από την Ασφάλεια. Με κουβάλησε δυο τρεις δρόμους γιατί σερνόμουνα, αφυδατωμένος και με διάσειση, εγώ του λέω: «εντάξει είμαι», πήγα μερικά στενά πισω από το «Ιπποκράτειο», μπήκα σε μια πόρτα για λίγο, βεβαιώθηκα ότι δεν με παρακολουθεί και πήγα στο σπίτι του συμφοιτητή και φίλου μου, Περικλή Καρυδάκη. Αυτόν μόλις τον είχαν αφήσει απ’ την Ασφάλεια. Όταν με περνάγανε στους διαδρόμους της Ασφάλειας να πάμε για το ξύλο, μέσα στο αδιαχώρητο ήτανε παραταγμένοι φοιτητές που περιμένανε να τους βάλουνε κάπου. Εγώ ήξερα πολλούς. Και μόλις κάνω έτσι, να σου ο Περικλής. Πιασμένος κι αυτός. Αυτός είχε ανέβει σε μια πολυκατοικία στη Στουρνάρα, ανοίξαν οι μπάτσοι και τους μαζέψανε. Κάθισα ένα βράδυ στο σπίτι του -έμενε εκεί δίπλα, απέναντι από την αμερικανική πρεσβεία, πίσω από τον Κυανούν Σταυρό- γιατί ήμουνα σε άθλιο χάλι. Ο πατέρας του, Λύσανδρος Καρυδάκης, με είχε χειρουργήσει στον Κυανούν Σταυρό, λίγο πριν από την κατάληψη της Νομικής. Θυμάμαι ακόμα το θυμό αυτού του ψύχραιμου γιατρού, όταν είδε τη μαστιγωμένη πλάτη μου.
Την επόμενη μέρα, το μεσημεράκι, ήρθε και με πήρε ο Γιώργος, ο ξάδερφός μου, και με πέρασε απ’ το σπίτι μου, όπου φυσικά δεν μπορούσα να μείνω. Το προηγούμενο βράδυ, μετά την κήρυξη του στρατιωτικού νόμου, είχε πάει ήδη η Ασφάλεια σπίτι μου να με ζητήσει. Το αστείο ήταν ότι ο θείος μου ο Αλέκος, στέλεχος του ΕΑΜ και υπεύθυνος ασυρμάτου στη νότια Κρήτη, όταν άκουσε για στρατιωτικό νόμο, ήρθε σπίτι μας (θεωρώντας το ασφαλές) για να αποφύγει τη -συνηθισμένη για αυτόν- σύλληψη από την Ασφάλεια. Το επόμενο βράδυ πήγε σπίτι η ΕΣΑ και θέλαν να πάρουνε όμηρο τον μικρό μου αδερφό. Η μάνα μου σήκωσε το τετράγωνο στο πόδι στη μέση της νύχτας, απαιτώντας να πάρουν την ίδια. Από τότε κάνανε συχνές επιδρομές στο σπίτι μας και σε σπίτια συγγενών. Δεν είχα πού να πάω, δεν ήθελα να πάω σε σπίτι στενού συγγενή και πήγα στης Μαρίας. Μακρινοί συγγενείς αλλά καλοί. Με δεχτήκαν αμέσως, εκεί συνήλθα κιόλας. Με πήγε κι ο Γιώργος για εγκεφαλογράφημα αργότερα γιατί είχα διάφορες ιστορίες. Πήρε καιρό να γλυτώσω από τους πονοκεφάλους και τη ναυτία και να ξεμαυρίσει το σώμα μου.
Πολύ δύσκολη περίοδος η περίοδος της παρανομίας, ήταν μεγάλη εμπειρία, με έμαθε πολλά. Έχασα έναν χρόνο σπουδών στην Ιατρική, μέχρι το πραξικόπημα και την καταστροφή στην Κύπρο. Με βοήθησε ένας μεγάλος αριθμός φίλων και συγγενών, με κίνδυνο δικό τους, στους οποίους χρωστάω πολλά. Η Χριστίνα και η οικογένεια της, οι συμφοιτητές μου Αλέκος, Κωστής, Κατερίνα, πολλοί συγγενείς και ιδιαίτερα ο Γιώργος, η Διονυσία, η Κατίνα, η Μαρίκα κι ο Γιώργος ήταν πολύτιμα στηρίγματα. Μου πήρε καιρό να καταλάβω και να παραδεχτώ τις τραυματικές εμπειρίες από εκείνη την εποχή. Αλλά είμαι, φυσικά, από τους τυχερούς που γλύτωσαν με γρατζουνιές.
Αναλογίζομαι τους δεκάδες νεκρούς και τους υπερχίλιους τραυματίες εκείνης της εξέγερσης, θεωρώ ότι πρέπει να μην τους ξεχάσουμε και να μην τους προσβάλλουμε. Δεν πρέπει να τους ξεχάσουμε, για να αποφύγουμε παρόμοιες καταστάσεις στο μέλλον. Κι ας μην προσβάλλουμε τη θυσία τους αρνούμενοι την ύπαρξη και τα κίνητρά τους. Θεωρώ σημαντική συμβολή τη δουλειά σου να τεκμηριώσεις τα τραύματα εκείνων των ημερών, που ακόμα υποβόσκουν. Είναι και η καλύτερη απάντηση στους αρνητές και τους παραχαράκτες, που προσπαθούν να στρεβλώσουν ή να αποσιωπήσουν τα γεγονότα.