Ντίνος Χριστιανόπουλος
«Σας μιλώ όχι για την αξία σας, αλλά γιατί
με ακούν κάποιοι, το καταλάβατε;»
- επιμέλεια κειμένου:
Λευτέρης Τηλιγαδας
Βιογραφία
Ο Χριστιανόπουλος γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και ήταν γιος προσφύγων από την Ανατολική Θράκη[1]. Τελείωσε το Β΄ Γυμνάσιο Αρρένων Θεσσαλονίκης. Φοίτησε στο τμήμα Φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, όπου παρακολούθησε μαθήματα και έλαβε το πτυχίο του Τομέα Κλασικών Σπουδών. Κατόπιν, εργάστηκε ως βιβλιοθηκάριος στη Δημοτική Βιβλιοθήκη της πόλης από το 1958 ως το 1965. Έπειτα εργάστηκε ως επιμελητής εκδόσεων. Το 1958 ίδρυσε και ανέλαβε υπό τη διεύθυνσή του το περιοδικό Διαγώνιος -που κυκλοφόρησε ως το 1983 με ολιγόχρονες παύσεις- και τον εκδοτικό οίκο Εκδόσεις Διαγωνίου. Εκείνη την περίοδο αναπτύχθηκε ο λεγόμενος “κύκλος των λογοτεχνών της Διαγωνίου”.
Η πρώτη ποιητική συλλογή του Εποχή των ισχνών αγελάδων (1950) διακρίνεται για το προσωπικό ύφος της και για τις δημιουργικές επιρροές από τον Καβάφη και τον Τ. Σ. Έλιοτ, ενώ στις επόμενες εμφανίσεις του εκφράζεται καθαρά το κυρίαρχο θέμα της ποίησής του, η εφήμερη ομοφυλοφιλική σχέση και το ερωτικό πάθος που οδηγεί στην ταπείνωση και στη μοναξιά. Βέβαια, ορισμένα ποιήματά του (π.χ. τα ποιήματα της σειράς Ο αλλήθωρος) έχουν και το στοιχείο μιας κοινωνικής οπτικής.
Κατά καιρούς κυνηγήθηκε πολύ από το κοινωνικό κατεστημένο της εποχής, όπως, για παράδειγμα, όταν κόντεψε να συλληφθεί από τη Χούντα λόγω της άρνησής του να παραλάβει σχετικό βραβείο για ένα πεζό του έργο, τον “Χιλιαστή”. Το 2011 τιμήθηκε με το Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων για το σύνολο του έργου του. Αρνήθηκε όμως να το παραλάβει παραπέμποντας στο κείμενό του “Εναντίον” από το 1979, όπου αναφέρει χαρακτηριστικά: «Είμαι εναντίον της κάθε τιμητικής διάκρισης, απ’ όπου και αν προέρχεται. Δεν υπάρχει πιο χυδαία φιλοδοξία από το να θέλουμε να ξεχωρίζουμε. Αυτό το απαίσιο “ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων”, που μας άφησαν οι αρχαίοι.». Τον Ιούνιο του 2011 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης από το Τμήμα Φιλολογίας. Απεβίωσε στις 11 Αυγούστου του 2020, σε ηλικία 89 ετών. Κηδεύτηκε στις 13 Αυγούστου από τον Ιερό Ναό Κοιμήσεως της Θεοτόκου (Σαράντα Εκκλησιών) και ενταφιάστηκε στο Κοιμητήριο Αναστάσεως του Κυρίου Θεσσαλονίκης.
O Χριστιανόπουλος, εν ζωή, δώρισε στο δημόσιο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης το σύνολο του αρχείου του: βιβλία, πάσης φύσεως έντυπα, χειρόγραφα, επιστολές, φωτογραφίες, πίνακες, αντικείμενα, συνολικά ένα πολύτιμο υλικό που συγκέντρωνε επί επτά περίπου δεκαετίες με πολλή φροντίδα. Και αμέσως μετά το θάνατό του όλα τα αντικείμενα και τα βιβλία που υπήρχαν στο διαμέρισμα που διέμενε, με τη φροντίδα του Γιάννη Μέγα, μεταφέρθηκαν και αυτά στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
Σε πρώτο πρόσωπο
Είμαι εναντίον κάθε τιμητικής διάκρισης,
απ΄ οπουδήποτε και αν προέρχεται
Είμαι εναντίον
Είμαι εναντίον[2] κάθε τιμητικής διάκρισης, απ΄ οπουδήποτε και αν προέρχεται, δεν υπάρχει πιο χυδαία φιλοδοξία απ’ το να θέλουμε να ξεχωρίζουμε – αυτό το απαίσιο «ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων» που μας άφησαν οι αρχαίοι.
Είμαι εναντίον κάθε βραβείου γιατί τα βραβεία μειώνουν την αξιοπρέπεια του ανθρώπου. Βραβεύω σημαίνει αναγνωρίζω την αξία κάποιου κατώτερου μου – και κάποτε πρέπει να απαλλαγούμε από την συγκατάβαση των μεγάλων. Παίρνω βραβείο σημαίνει παραδέχομαι πνευματικά αφεντικά – και κάποτε πρέπει να διώξουμε τα αφεντικά από την ζωή μας.
Είμαι εναντίον κάθε χρηματικής επιχορήγησης, και κάθε φτωχοπρόδρομο που απλώνει το χέρι του για παραδάκι τον περιφρονώ. Οι χορηγίες φοπυντώνουν τη μανία μας για διακρίσεις και την δίψα μας για λεφτά΄ ξεπουλάνε την ατομική ανεξαρτησία μας.
Είμαι εναντίον των λογοτεχνικών συντάξεων. Προτιμώ να πεθάνω στην ψάθα παρά να αρμέγω το υπουργείο. Τι χρωστάει το κράτος να με ταϊζει επειδή έγραψα μερικά ποιήματα; και γιατί να αφήσω το κράτος να χωθεί πιο πολύ στη ζωή μου;
Είμαι εναντίον των σχέσεων με το κράτος και βρίσκομαι σε διαρκή αντιδικία μαζί του. Πότε μου δεν πάτησα σε υπουργείο, και το καυχιέμαι. Η μόνη μου εξάρτηση από το κράτος είναι η εφορία, που με γδέρνει.
Είμαι εναντίον των εφημερίδων. Χαντακώνουν αξίες, ανεβάζουν μηδαμινότητες, όλα τα μαγειρεύουν, όπως αυτές θέλουν. Δεξιές και αριστερές όλες το ίδιο σκατό. Ακόμα και ο τελυατίος δημοσιογραφίσκος κάνει κακό στη λογοτεχνίας μας – σκεφτείτε τι γίνεται με τους διευθυντές των συγκροτημάτων.
Είμαι εναντίον των κλικών που προωθούν τους δικούς τους και θάβουν τους άλλους. Όποιοι δεν προσκυνούν καρατομούνται, και μένουν μόνο οι γλείφτηδες και οι τζουτζέδες. δεν έχω καμιά αμφιβολία πως το μέλλον ανήκει στα σκουπίδια.
Είμαι εναντίον των κουλτουριάρηδων και της λεγόμενης γενιάς της αμφισβήτησης: όλα τα αμφισβήτησαν ακόμα και τις τρίχες τους· τους έχω μάθει για καλά· χαλούν τον κόσμο με την κριτική τους, όλους τους βγάζουν σκάρτους και πουλημένους, μέχρι που να πάρουν το πτυχίο· μετά τους βλέπω κι αυτούς στα διάφορα υπουργεία, κι ο ιδεαλισμός τους ξεφωουσκώνει μες στα ποικίλα βολέματα του καταστημένου.
Είμαι εναντίον κάθε ιδεολογίας, σε οποιαδήποτε απόχρωση και αν μας την πασέρνουν. Όσο πιο γοητευτικές και πρωτοποριακές είναι οι ιδέες, τόσο πιο τιποτένια ανθρωπάκια κρύβονται από πίσω τους. Όσο πιο όμορφα τα λόγια τους, τόσο πιο ύποπτα τα έργα τους. Όσο πιο υψηλοί οι στόχοι, τόσο πιο άνοστοι οι στίχοι.
Είμαι εναντίον κάθε ατομικής φιλοδοξίας, που μας οδηγεί καθημερινά σε μικρούς και μεγάλους συμβιβασμούς. Αν σήμερα κυριαρχούν οι παραγοντίσκοι και τα τσανάκια, φταίει βέβαια το κωλοχανείο, φταίνε όμως και οι δικές μας παραχωρήσεις και αδυναμίες. Κι αν η λογοτεχνία μας κατάντησε σκάρτη, μήπως δεν φταίει και η δική μας σκαρταδούρα.[2]
Ο Καρούζος και οι λογοτεχνικές συντάξεις
Ο Καρούζος είναι περίπου σαν εμένα[3], τα βρήκε όλα έτοιμα και δε δυσκολεύτηκε, δεν κουράστηκε καθόλου να εμφανιστεί ως ο σπουδαίος ποιητής, ενώ δεν είναι. Ενώ ήταν κομμουνιστής και ενώ παράσταινε τον κομμουνιστή, έκανε κάτι ανόητα πράγματα, που δεν τρώγονται με τίποτα. Δηλαδή, έγραφε κάθε λίγο και λιγάκι του «Κυρίου ημών Ιησού Χριστού». Με τον Χριστό δεν έχει καμία σχέση. Έχει σχέση με τον κομμουνισμό. Για τον κομμουνισμό δε γράφει, για τον Χριστό, με τον οποίο δεν έχει καμία σχέση, γράφει. Αλλά αυτά που γράφει δε με πείθουν.
Έλεγα, λοιπόν, από πολύ νωρίς ότι αργά ή γρήγορα θα πέσει και ο Καρούζος, για το λόγο ότι είναι ψεύτικος. Άλλα πιστεύει, άλλα αισθάνεται και άλλα γράφει. Αυτή ήταν η αιτία που μαλώσαμε, γιατί ήμασταν φίλοι κι έχω μεγάλη αλληλογραφία. Τώρα μου φαίνεται όχι απλώς ξεπερασμένος, ξοφλημένος. Και να σκεφτείς ότι ο άνθρωπος αυτός είναι ο μόνος ποιητής που κατέκρινα στην ουσία, όπως και τον Ελύτη, για έναν και μόνο λόγο: γιατί δε δούλευαν και ήταν τεμπέληδες. Και ο μεν Ελύτης είχε και μια βιομηχανία από πίσω του. Ο Καρούζος είχε το φούρνο του μπαμπά του. Αφού τα έφαγε όλα και ανάγκασε τον μπαμπά να πουλήσει το φούρνο, όταν δεν είχε πια λεφτά να του στέλνει, το έριξε στις γκόμενες. Από κάθε γκόμενα τρυγούσε το καθημερινό σιτηρέσιο. Και του πήγαιναν οι γκόμενες κάθε μέρα φαΐ. Ε, το θεωρώ από κάθε άποψη ανάξιο για έναν ποιητή να τον ταΐζει η γκόμενα.
Μέχρι τέλους ο ευλογημένος πεινούσε, αλλά δε δέχτηκε να δουλέψει. Είναι αυτά σοβαρά πράγματα; Ή μήπως αυτά είναι χριστιανικά;
Δε μου αρέσει και κάτι άλλο που έκανε: θα ξέρεις, βέβαια, ότι εγώ από πολύ νωρίς ήμουν εχθρός των βραβείων, των τιμητικών διακρίσεων και των λογοτεχνικών συντάξεων. Επειδή από πολύ νωρίς είπα ότι δε δέχομαι λογοτεχνική σύνταξη, κράτησα το λόγο μου, δεν υπέβαλα ποτέ αίτηση, με αγνόησε το κράτος, πώς ζω ή αν ζω, και εγώ τους αγνόησα. Και εν πάση περιπτώσει, δεν πέθανα.
Οι συντάξεις αυτές ήταν όπως οι συντάξεις αυτών που πήραν μέρος στην Εθνική Αντίσταση. Στην Εθνική Αντίσταση πήρε μέρος το 1/20 του ελληνικού λαού, τις συντάξεις πήρε το 99%. Οι πάντες. Δηλαδή είναι ένα κόλπο για να βολέψουμε τους ημετέρους. Και αυτό πια δεν είναι παρά η κοινή αλήθεια. Το ίδιο πράγμα και με τις λογοτεχνικές συντάξεις. Θυμούμαι κάποιον ανεκδιήγητο, που ήταν μετριότατος, ένας ασήμαντος επαρχιώτης λογοτεχνίσκος, που αντέγραφε τις εκτοφιλοσοφίες του γλυκού νερού και, μάλιστα, αντέγραφε κατά τρόπο υπερβολικό τον Βασίλη Φράγκο. Ο Βασίλης Φράγκος δεν πήρε σύνταξη, ο αντιγραφέας του, όμως, έπαιρνε μια παχουλή σύνταξη.
Οι συντάξεις αυτές, δεν ξέρω, αλλά νομίζω ότι ήταν δυο ειδών: οι συνηθισμένες και οι διακεκριμένες. Διακεκριμένη σύνταξη, ως σούπερ ποιήτρια, έπαιρνε η Καρέλλη. Που τώρα το βρίσκω υπερβολικό, γιατί η Καρέλλη, την οποία από μικρός θαύμαζα κι έχω γράψει κατ’ επανάληψη πολλά σπουδαία γι’ αυτήν, πολύ πριν πεθάνει, είχε ξεφουσκώσει και είχε πέσει πολύ. Δεν μπορώ να καταλάβω πώς τους έπεισε και έπαιρνε την εξαιρετική σύνταξη, που ήτανε διπλάσια. Αυτή τη διπλάσια σύνταξη δεν ξέρω αν την έπαιρνε κανείς άλλος. Και για χατίρι αυτής αρνήθηκε ο Καρούζος την κανονική, λέγοντας «εγώ δικαιούμαι να παίρνω διπλή». Αλλά η επιτροπή που τους έκρινε για να παίρνουν τις συντάξεις, τον έκρινε ποιητή δευτέρας κλάσεως. Εγώ με πολλή αγάπη θα τον χαρακτήριζα τρίτης κλάσεως. Θέλω να σου πω ότι με τέτοια, είτε σοβαρά είτε φαιδρά είτε παρδαλά, δε γίνεται ούτε απόδοση δικαιοσύνης ούτε τα πράγματα προχωρούνε σωστά. Αυτά είναι φαιδρότητες. Ποιο είναι αυτό το κράτος που θα αποφανθεί ότι ο ένας αξίζει τη διπλάσια σύνταξη και ο άλλος αξίζει την κανονική; Θα μου πεις, ήταν κατάσταση αυτή, του Καρούζου; Όχι βέβαια. Αλλά έτσι όπως έγιναν σκατά όλα, σκατά και το κράτος, σκατά και ο Καρούζος. Φρικτό.
Σας μιλώ όχι για την αξία σας,
αλλά γιατί με ακούν κάποιοι, το καταλάβατε;