Νίκος Νικολαίδης | «Σήμερα έχουμε απολέσει τη διαδικασία»


...

Νίκος Νικολαίδης

| «Σήμερα έχουμε απολέσει τη διαδικασία» |

«Η Αθήνα ήταν μια μικρή πόλη, ήρεμη, ερωτική, γλυκιά. Μύριζε την άνοιξη, με πολύ λίγα αυτοκίνητα,
με συμπεριφορές καθαρά ερωτικές, φλερτ που κράταγαν ένα-δύο μήνες πριν γίνουνε σχέσεις
η αργή διαδικασία του ονείρου δηλαδή – αγωνίες που δεν υπάρχουν πια στη ζωή μας»|


Ο «αιρετικός» του ελληνικού σινεμά

Ο Νίκος Γεωργίου Νικολαΐδης ο σκηνοθέτης που ύψωσε το δικό του σύμπαν στο περιθώριο της βιομηχανίας, δίνοντας φωνή στους απόβλητους και φτιάχνοντας εικόνες που έμειναν χαραγμένες στη μνήμη του ευρωπαϊκού κινηματογράφου γεννήθηκε στις 25 Οκτωβρίου 1939 στην Αθήνα και μέχρι τον θάνατό του, στις 5 Σεπτεμβρίου 2007, έζησε και δημιούργησε σε μια πόλη που συχνά του φαινόταν στενή για το εύρος της φαντασίας του. Σκηνοθέτης, σεναριογράφος, συγγραφέας, θεατρικός δημιουργός, άνθρωπος της διαφήμισης και της μουσικής παραγωγής, υπήρξε πολυπράγμων καλλιτέχνης, που αρνήθηκε να ενταχθεί σε νόρμες και κινήθηκε στο όριο μεταξύ τέχνης και πρόκλησης.

Σπούδασε σκηνοθεσία στη Σχολή Σταυράκου και σχέδιο στο Vakalo College of Art and Design, ενώ νωρίς βρέθηκε δίπλα στον Βασίλη Γεωργιάδη ως βοηθός σκηνοθέτη. Το 1962 υπέγραψε την πρώτη του μικρού μήκους ταινία Lacrimae Rerum, αλλά το μεγάλο βήμα ήρθε το 1975 με την Ευρυδίκη Β.Α. 2037. Η τολμηρή ανάγνωση του μύθου του Ορφέα και της Ευρυδίκης του χάρισε το Βραβείο Σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, εγκαινιάζοντας μια διαδρομή όπου η μορφή κυριαρχούσε πάνω στο περιεχόμενο και η ανατροπή γινόταν κανόνας.

1. Lacrimae Rerum: 1962, μικρού μήκους. | Κρατικό Βραβείο υπουργείου Πολιτισμού, επίσημη ελληνική συμμετοχή στο Φεστιβάλ των Καννών, 1964 και στο Φεστιβάλ του Μπιλμπάο, 1965.

Ακολούθησαν έργα που έγραψαν τη δική τους σελίδα στην ιστορία του ελληνικού σινεμά: Τα κουρέλια τραγουδάνε ακόμα (1979), Γλυκιά συμμορία (1983), Πρωινή περίπολος (1987), το διεθνώς αναγνωρισμένο Singapore Sling (1990), το Θα σε δω στην Κόλαση, Αγάπη μου (1999) και το Ο Χαμένος τα Παίρνει Όλα (2002). Η τελευταία του ταινία, The Zero Years (2005), ολοκλήρωσε μια πορεία που δίχασε θεατές και κριτικούς αλλά γέννησε ένα ανεπανάληπτο καλτ σύμπαν.

Παράλληλα με το σινεμά, έγραψε τρία μυθιστορήματα –ανάμεσά τους ο Οργισμένος Βαλκάνιος (1977)– και αρκετά διηγήματα. Στη διαφήμιση σκηνοθέτησε περισσότερα από 200 σποτ, ενώ εργάστηκε και στη δισκογραφία, επιμένοντας πάντα να κινείται σε πολλαπλά πεδία δημιουργίας.

Οι ήρωές του ήταν περιθωριακοί, κυνικοί, διαφωνούντες· άνθρωποι που κινούνταν στα άκρα του έρωτα, του θανάτου, της συντροφικότητας, της εξουσίας. Η αισθητική του, που συνδύαζε ομορφιά και ασχήμια, λειτούργησε σαν παραμορφωτικός καθρέφτης της κοινωνίας. Δεν είναι τυχαίο ότι τιμήθηκε πέντε φορές με το Βραβείο Σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης – ρεκόρ μοναδικό στην Ελλάδα.

Μετά τον θάνατό του από πνευμονικό οίδημα, το 2007, το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και η Ταινιοθήκη της Ελλάδος απέδωσαν τιμή στο έργο του. Σήμερα, η σκιά του εξακολουθεί να πλανάται πάνω από μια νέα γενιά κινηματογραφιστών, που βλέπει στον Νικολαΐδη έναν πρωτοπόρο, έναν αναρχικό του σινεμά που άφησε πίσω του εικόνες ανυπέρβλητης δύναμης.

2. Άνευ Όρων: 1968, μεσαίου μήκους.

Σε πρώτο πρόσωπο

«Στη δεκαετία του ’50 ολόκληρη η Ελλάδα τότε έβγαινε από πόλεμο και μοιραία υπήρχε μια χάι διάθεση. Υπήρχε μια νεολαία αλλά μέσα στην Αθήνα υπήρχε μόνο ένα στέκι. Το Γκριν Παρκ. Όποιος ανήσυχος κώλος κυκλοφορούσε στην Αθήνα εκείνη την εποχή, όποιο μυαλό με σπυρί, εκεί μέσα το έβρισκες. Και οι ανήσυχοι εκείνης της εποχής ήταν όλοι κι όλοι εξήντα. Η Αθήνα ήταν μια μικρή πόλη, ήρεμη, ερωτική, γλυκιά. Μύριζε την άνοιξη, με πολύ λίγα αυτοκίνητα, με συμπεριφορές καθαρά ερωτικές, φλερτ που κράταγαν ένα-δύο μήνες πριν γίνουνε σχέσεις – η αργή διαδικασία του ονείρου δηλαδή – αγωνίες που δεν υπάρχουν πια στη ζωή μας.

»Σ’ εκείνο το χώρο – στον οποίον θα ήθελα κάποτε να γυρίσω μια ταινία – μαζευόντουσαν πολύ περίεργα άτομα, κοκότες πολυτελείας, ψιλοκλεφτρόνια που έκλεβαν αυτοκίνητα, έκανα μια βόλτα και μετά τα άφηναν γράφοντας συγνώμη επάνω. Εγώ κόλλησα σ’ αυτή την παρέα γιατί μεγαλόδειχνα. Ήμουν δεκατεσσάρων-δεκαπέντε χρονών. Μου έκανε εντύπωση που οι μεγάλοι με πρόσεχαν. Όταν πήγαιναν να γαμήσουν πούστηδες για να τ’ αρπάξουν, εμένα με βγάζανε απ’ το κόλπο. Τότε χορεύαμε και μπλουζ. Έπιανες το χέρι του κοριτσιού και σ’ αυτή την επαφή περνάγανε πράγματα μέσα σου, έτρεμες, ακουμπούσανε για πρώτη φορά τα σώματα κι άρχιζες να διαβάζεις σήματα, καταλάβαινες, είναι δικιά σου, δεν είναι, πότε θα είναι και διάφορα άλλα… Τότε είχαμε και τις γυναίκες-αναπτήρες.

Ήταν πολλές εκείνη την εποχή. Επίσης ζούσαμε και την πρώτη επανάσταση στην οικογένεια. Μην ξεχνάς ότι τότε η οικογένεια έβγαινε, και η μαμά με την κόρη φορούσαν το ίδιο ταγεράκι, την ίδια τσαντούλα, γοβάκι και γαντάκι, το ίδιο χτένισμα στο κομμωτήριο κι ο μπαμπάς έπαιρνε λίγο υφασματάκι παραπάνω για να ράψει κι ο πιτσιρικάς κουστούμι. Υπήρχαν τέτοια στερεότυπα. Αυτά κάποια στιγμή τινάχτηκαν στον αέρα. Όταν ήρθε «Ο Επαναστάτης Χωρίς Αιτία» ήταν ξεπερασμένος για μας. Τότε υπήρχαν κάποιοι κανόνες στον έρωτα, στη φιλία, στον τσακωμό, που έχουν εξαφανιστεί τώρα πια. Σήμερα έχουμε απολέσει τη διαδικασία. Τα πράγματα σήμερα δεν αρχίζουν καν, τελειώνουν πριν αρχίσουν».

«Είχα την ευτυχία να ανήκω σ’ εκείνη τη γενιά της πρώτης αμφισβήτησης και της φυγής. Το σινεμά τότε κάλυπτε απόλυτα αυτά τα αιτήματα. Τους χειμώνες πήγαινα δυο φορές την εβδομάδα και τα καλοκαίρια τρεις. Τις υπόλοιπες μέρες έψαχνα για τα κορίτσια με τις προδιαγραφές θανάτου. Τότε υπήρχαν…

»Η πορεία μου προς τη Λάουρα άρχισε πολύ περίεργα, όπως συνέβαινε τότε, στα χρόνια της δεκαετίας του ’50. Ώρα 9 το βράδυ, και πέντε τσαμπουκάδες επιτίθενται στον 15χρονο τότε σκηνοθέτη, έξω από το TOP-HAT της Πατησίων. Κατορθώνω και ξεφεύγω και ζητάω βοήθεια από τους φίλους μου μέσα στο TOP-HAT. Βγαίνουν πέντε γομαράκια και ακολουθεί μία άγρια μάχη που δεν κράτησε πάνω από τρία λεπτά, με χαστούκια, μπουνιές, χτυπήματα με zippo, κοπανήματα πάνω στις λαμαρίνες των αυτοκινήτων, κλοτσιές στα κεφάλια και άλλα τέτοια, μέχρι που οι πέντε τσαμπουκάδες το ’βαλαν στα πόδια. Ταραγμένοι μετά όπως ήμασταν, δεν είχαμε διάθεση για χορό και έπειτα από πρόταση δική μου ξεκινήσαμε για σινεμά να δούμε τη Λάουρα, στον Έσπερο, ένα σινεμά απέναντι από το Αττικόν.

Δυο ώρες μετά οι έξι φίλοι, καθισμένοι στο σκαλάκι του Εσπέρου, μπροστά από το κατεβασμένο διχτυωτό ρολό του σινεμά, μιλούσαμε έκθαμβοι για τη Λάουρα. Ήμασταν γδαρμένοι και ματωμένοι ακόμα από τον καβγά, με ρούχα σκισμένα και πρησμένα από τις γροθιές χέρια και μιλούσαμε για τη Λάουρα. Ήτανε ο Τάκης το γυάλινο μάτι, ο Μίλτος ο μποξέρ, ο Όλιβερ, ο Βάκης ο βέσπας και ο Μίμης ο Μπογκομόλετς, ήρωες όλοι τους του αυτοβιογραφικού μου μυθιστορήματος με τίτλο Γουρούνια Στον Άνεμο και φυσικά η Λάουρα που από τότε στοίχειωσε μέσα μου για να πάρει πάλι τη μορφή της «Βέρας που δεν έρχεται ποτέ» στο Singapore Sling, που μαζί με τον «Άνθρωπο Που Αγάπησε Ένα Πτώμα» συνιστούν τα βασικά μου μοτίβα σε ταινίες όπως “Τα Κουρέλια Τραγουδάνε Ακόμα”, “Πρωινή Περίπολος”, “Singapore Sling”,  “Θα σε δω στην κόλαση, αγάπη μου” και εν μέρει καλά καμουφλαρισμένα στο “Ο χαμένος τα παίρνει όλα”. Και μην ξεχνάμε ότι τρεις από τις ταινίες μου είναι αφιερωμένες σε “κάποια Βέρα τέλος πάντων”…»

 

3. Ευριδίκη ΒΑ 2037: 1975, μεγάλου μήκους. | Βραβείο Σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. | Κρατικό Βραβείο Υπουργείου Πολιτισμού. | Κρατικά Βραβεία: Σκηνογραφίας (Μαρί-Λουίζ Βαρθολομαίου) | Μοντάζ: Γιώργος Τριανταφύλλου. | Βραβείο Ένωσης Κριτικών Αθηνών. | Επίσημη ελληνική συμμετοχή στα Φεστιβάλ Βερολίνου, Βιέννης, Βρυξελλών και Μπολόνιας.

 

«Η δικιά μου η γενιά βγήκε μέσα από έναν παγκόσμιο πόλεμο κι άνοιξε τα μάτια της στα Δεκεμβριανά. Όταν κάποιος, όπως ήμουνα εγώ, σε ηλικία 4 ετών, είδε κάτω από τα παράθυρά του τανκς να ρίχνουν σπίτια, σκοτωμένα δεκαεξάχρονα παιδιά στις γωνίες, με το όπλο στο χέρι, μάχες με πολυβόλα ανάμεσα στο Στρέφη και τη Μπενάκη, τότε η μετεμφυλιακή κατάσταση μοιάζει με παράδεισο. Έπρεπε να ζήσουμε».

«Έχουν δίκιο οι αριστεροί να λένε ότι εγώ δεν εκπροσωπώ την γενιά του ’50 – ’60. Εγώ εκπροσωπώ κάποιους αληταράδες, κάποιους που δεν θέλαν σπίτι, δεν θέλαν πατέρα, δεν θέλαν μητέρα, δεν θέλαν σχέσεις οικονομικές με τους γνωστούς όρους, δεν θέλαν να τελειώσουν το σχολείο, δεν θέλαν να σπουδάσουν, δεν θέλαν να σταδιοδρομήσουν, δεν θέλαν να μπουν σε καλούπια, δεν θέλαν να κατεβούνε στους δρόμους και να φωνάζουν “Ζήτω η Κύπρος είναι Ελληνική”, γιατί ξέραμε ότι η Κύπρος δεν θα γίνει ποτέ ελληνική.

»Σε όλες τις γενιές υπάρχουν αυτοί που αμφισβητούνε…και εμείς αμφισβητούσαμε όχι τους αγώνες της αριστεράς, απλώς δεν μας ενδιέφερε, αλλά την προσπάθειά τους να μας περάσουν μέσα σ’ ένα παιχνίδι που δεν μας αφορούσε».

«Βέβαια και χλεύασα τη χίπικη ιδεολογία έτσι όπως εκφράστηκε στον τόπο μας. Τουρισμό κάνανε. Ξέρεις τι σημαίνει να σε πλησιάζει μία ψιλομαστούρα κοντοκλώτσα της Β΄ Πανελλαδικής στο φουαγιέ της «Αλκυονίδας» και να σου πετάει ένα «Πάμε να κάνουμε κρεβάτι;». Καλά, μιλάμε για φρίκη.

»Ή ακόμα κάτι άλλες σιχαμένες μεγαλοαστές με ινδικά φορέματα τίγκα στο καθρεφτάκι, που μάζευαν υπογραφές για την ομάδα Μπάαντερ – Μάινχοφ! Πώς ν’ αντιμετωπίσεις τα κνιτάκια που ντε και καλά το ‘χανε δει χάι και την “ακούγανε” κάπου ανάμεσα Τζαβέλλα και Τζιμ Μόρισον. Άσε τους πατσουλί-Τσεγκουεβάρες και κάτι άλλες λινάτσες που κλείνονταν με τις βδομάδες, Αμπελόκηποι και Κολωνάκι, και πλάκωναν τα κέικ με χασισάκι και ναργιλέδες γαλατάτους και στο τέλος φρικάρανε και πλακωνόντουσαν με τα κατσαβίδια… Σιγά τις πύλες της ενόρασης!»

«Εγώ δεν γούσταρα ν’ αναπαυτώ κάτω από καμία καλλιτεχνική ταμπέλα. Και να σου πω και κάτι άλλο: Η μεγάλη επιτυχία της “Γλυκιάς Συμμορίας” μ’ ενόχλησε αν θέλεις και λίγο.. Είμαι κάπως αυτοκαταστροφικός, έχω συνδέσει τον καλλιτέχνη με την αποτυχία.. Όταν νιώθω αναγνωρίσιμος λέω «όχι, ρε πούστη, δε μου αρέσει, πάμε πάλι πίσω..». Και αυτό είναι ένα σημείο που τσακωνόμαστε με τον Αγγελάκα. Μου λέει ότι έπρεπε να είχα εκμεταλλευτεί αυτή την κατάσταση, ότι είχα ένα κοινό και το έδιωξα.. Εντάξει, σ’ αυτό το τελευταίο, ίσως και να ‘χει δίκιο. Ακόμα το σκέφτομαι… αλλά έτσι ένιωθα, δε μπορούσα να λειτουργήσω διαφορετικά. Ήταν συνειδητή επιλογή. Βρισκόμουν, θυμάμαι απέναντι από τον Αχιλλέα, ένα σινεμά στο οποίο η Συμμορία είχε σκίσει και καθώς κατέβαινα με το αυτοκίνητο σηκώνω τα μάτια μου και βλέπω με μεγάλα κεφαλαία γράμματα το όνομά μου. ΕΝΙΩΣΑ ΞΕΒΡΑΚΩΤΟΣ. Έβαλα το κεφάλι μου κάτω και έφυγα, μ’ ενοχλούσε αυτή η έκθεση..»

 

4.Τα κουρέλια τραγουδάνε ακόμα: 1979, μεγάλου μήκους. | Βραβείο Σκηνοθεσίας, Ερμηνείας Α’ Ανδρικού Ρόλου: Χρήστος Βαλαβανίδης, Ήχου: Μαρίνος Αθανασόπουλος, Μοντάζ: Ανδρέας Ανδρεαδάκης στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. | Κρατικό Βραβείο Υπουργείου Πολιτισμού. | Βραβείο Ένωσης Κριτικών Αθηνών.

 

«Mπορούμε να ονομάσουμε τη δεκαετία του ’80 σαν την δεκαετία του πραγματικά ανεξάρτητου ελληνικού κινηματογράφου, ενός κινηματογράφου αμφισβήτησης, που ήρθε σε σκληρή ιδεολογική και πολιτιστική αντιπαράθεση με τον κατεστημένο πολιτικό κινηματογράφο, που εκπροσωπούσε την τότε αρτηριοσκλήρωση και ήταν το όργανο εφαρμογής της ιδεολογικής τρομοκρατίας της επίσημης Αριστεράς, πάντα σε στενή συνεργασία με την αμηχανία της δεξιάς.

»Τυπικά μπορεί κανείς να ορίσει την πρεμιέρα αυτής της ανεξάρτητης τάσης με τη προβολή της ταινίας μου “Tα Kουρέλια Tραγουδάνε Aκόμα”, ταινία που, απαγορεύτηκε η προβολή της από τη τότε Δεξιά κυβέρνηση, με σκεπτικό δανεισμένο από τα επίσημα όργανα κριτικής παρέμβασης της αριστεράς.

»Ακολούθησε η πάλι δικιά μου “Γλυκιά Συμμορία” και παράλληλα “Τα χρώματα της Ίριδας και οι Τεμπέληδες της Εύφορης Kοιλάδας” του Nίκου Παναγιωτόπουλου, “O εξόριστός στη Kεντρική Λεωφόρο” των Zερβού και Φέρρη, “η Φόνισσα”, η “Παραγγελία” και το “Nοκ- Aουτ” του Παύλου Tάσιου, “Το ταξίδι του μέλιτος” και “Οι απέναντι” του Γ. Πανουσόπουλου το “Προσοχή Kίνδυνος” του Γ. Σταμπουλόπουλου, οι ταινίες του Nίκου Περράκη και τα trash movie του Nίκου Zερβού και άλλες πολλές για να κλείσει η δεκαετία αυτή με την “Πρωϊνή Περίπολο” και τό “Singapore Sling”. – Νομίζω ότι οι νεώτεροι σκηνοθέτες οφείλουν πολλά σ’ αυτή τη δουλειά των πραγματικά ανεξάρτητων Ελλήνων κινηματογραφιστών που δημιούργησαν μέσα σ’ ένα εξαιρετικά εχθρικό περιβάλλον».

«Το σινεμά δεν είναι εκεί που βλέπετε, αλλά εκεί που δεν βλέπετε. Πάντα κάποιοι φροντίζουν να κοιτάτε σε λάθος κατεύθυνση. Aυτό το σινεμά που βλέπετε είναι δημιούργημα των Media, των υπουργείων, των συνδικαλιστών, των κριτικών, των παπαράτσι, των παραγόντων, των επιτροπών, του άξονα, των διαπλεκομένων, των διανομέων, των συμβιβασμένων, των μίζερων και των ατάλαντων, των κοσμικών στο Tριανόν και του Ψυρρή, των αποχαυνομένων και των ευτελών, των αγράμματων και των αντιαισθητικών και όχι τελικά των σεναριογράφων και των σκηνοθετών, όχι των δημιουργών.

»Πως να μιλήσει λοιπόν κανείς για το “άλλο” σινεμά και να γίνει κατανοητός από τούς gros -magnon. Πως να το ανακαλύψουν όταν το ίδιο αρνείται τη καθιέρωσή του και αυτοαναιρείται για να επιβιώσει.. Έτσι λοιπόν κυκλοφορεί ανεξέλεγκτο εκτός του κεντρικού ιστού και άτρωτο στην επιθετική αντιβίωση των προκρούστηδων. Συνεχίστε να κοιτάτε εκεί που οι διαχειριστές της σύγχυσης διατάζουν… Εκεί όπου το μάτι δεν πληγώνεται…»

 

5. Γλυκιά Συμμορία: 1983, μεγάλου μήκους. | Βραβείο Ερμηνείας Α’ Ανδρικού Ρόλου: Τάκης Σπυριδάκης, Φωτογραφίας: Άρης Σταύρου, Σκηνογραφίας: Μαρί-Λουίζ Βαρθολομαίου, Ήχου: Μαρίνος Αθανασόπουλος), Μοντάζ: Ανδρέας Ανδρεαδάκης, στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. | Κρατικό Βραβείο Υπουργείου Πολιτισμού. | Βραβείο Καλύτερης Ελληνικής Ταινίας της Ένωσης Κριτικών Αθηνών.

 

«Όσο για το τι συμβαίνει και δεν προχωράει η Εθνική Σχολή…. Σιγά που θα κάτσω τώρα να προβληματισθώ πάνω στη φιλοσοφία και τις εξαγγελίες του πολιτικού υπόκοσμου. Aν είχαμε για μάνατζερ τον Mάκη τον Ψωμιάδη που έχει βρει ένα ιδιότυπο τρόπο να συναλλάσσεται με την πολιτεία ίσως τα καταφέρναμε ν’ αποκτήσουμε κάποτε Εθνική Σχολή Kιν/φου…

»Aλλά μην τα ψάχνετε, όλοι οι από πάνω είναι σκέτα γομάρια. Άτομα αντιαισθητικά, αμόρφωτα και φυσικά αδιάφορα, ως γνήσια βλεννοδαίτα της εξουσίας.. Kοιτάξτε τις κοιλιές τους και θα δείτε πως καταναλώνουν και που αποθηκεύουν τους προβληματισμούς και τις ανησυχίες τους…»

«Από την πρώτη μου κιόλας ταινία και σεβόμενος κάποιες ιδιαιτερότητες του χαρακτήρα μου, που πάντα μου δημιουργούσαν μία αξεπέραστη απέχθεια προς τους «χρηματοδότες», αποφάσισα ότι, αν έχω κάτι να πω, πρέπει να το πω έστω και με τον δικό μου ανάπηρο τρόπο. Έτσι, ξέρω ότι όλες μου οι ταινίες είναι «σχέδια» πάνω στις ταινίες που ήθελα να κάνω και συνειδητά επέλεξα αυτόν τον τρόπο, γιατί διαφορετικά δεν θα είχα γυρίσει ούτε καρέ. Και για να τελειώνουμε μ’ ένα μύθο που θέλει να υποστηρίζει ότι υπήρξα ένας από τους ευνοούμενος του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου, πρέπει να δηλώσω ότι 6 από τις ταινίες μου έγιναν με δικά μου χρήματα και με εξαιρετικά χαμηλό προϋπολογισμό (δανεικά, υποθήκες κτλ.) και μόνο 2 με συμμετοχή του ΕΚΚ. Όσο για το κοινό που απαιτούσε να μείνω κολλημένος στην παγίδα μιας συγκεκριμένης θεματολογίας, αρνήθηκα να το ικανοποιήσω, όμως πιστεύω ότι τελικά χωρίσαμε αγαπημένα».

 

6. Πρωινή Περίπολος: 1987, μεγάλου μήκους. | Βραβείο Σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. | Κρατικά Βραβεία: Σκηνογραφίας: Μαρί-Λουίζ Βαρθολομαίου, Φωτογραφίας: Ντίνος Κατσουρίδης. | Επίσημη Ελληνική συμμετοχή στα Φεστιβάλ του Αβοριάζ και της Πορτογαλίας.

 

«Η κριτική έπαιξε καταστρεπτικό ρόλο κι αυτό φάνηκε απ’ τις ταινίες που γυρίστηκαν. Η αντίδραση στην Ελλάδα κρυβόταν πάντα κάτω από το αριστερούλικο κοστουμάκι (σαν τους μπάτσους με τα Adidas, το μούσι και το τζιν), όπου με ύφος μπλέιζερ πληροφορούσε όλους τους πικραμένους πως η τέχνη πρέπει να κινείται μέσα και κάτω από μια ορισμένη πολιτική ιδεολογία και φόρμα, ιδεολογία και φόρμα πάντοτε προσαρμοσμένη στην πνευματική αναπηρία και το τραυλό λεξιλόγιο των προστατευομένων της. Οι κριτικοί χρησιμοποίησαν τελικά τα σώματα των σκηνοθετών για να γυρίσουν τις δικές τους ταινίες κι αυτό το βρίσκω πολύ πρόστυχο».

«Το έργο μου έχει χτυπηθεί αλύπητα. Όσον αφορά τους κριτικούς, θα αναφέρω αυτό που διάβασα κάπου: “Όλοι οι άνθρωποι έχουν δύο επαγγέλματα. Το ένα το κάνουν για να ζήσουν, ενώ το άλλο είναι κριτικός κινηματογράφου.”»

«Το καλό με τη συνεργάτιδα και σύζυγό μου είναι ότι με απορρίπτει εφ’ όλης της ύλης, ειδικά μάλιστα όταν λερώνω τα φρέσκα τραπεζομάντηλά της με σάλτσες ή αφήνω τα φώτα της τουαλέτας ανοιχτά. Ανήκει σ’ έναν άλλο κόσμο, είναι πάρα πολύ θετική. Είναι πολύ ήρεμος και προσγειωμένος άνθρωπος και όταν ένα και ένα κάνουν δύο, τότε όλα καλά. Όταν όμως ένα και ένα κάνουν τρία –που συνήθως για μένα κάνουν– τότε το βάζει στα πόδια. Όταν βλέπει τις ταινίες μετά από τέσσερα-πέντε χρόνια, τότε καταλαβαίνει τι δουλειά είχαμε κάνει εκείνη την εποχή και αναθεωρεί. Συνηθίζω να την πείθω ότι δεν της δίνω καμιά σημασία. Και όταν έχει δίκιο, συνηθίζω να παρουσιάζω την άποψή της σαν δική μου και τελικά να την εξαγριώνω.»

 

«Το καλό με τη συνεργάτιδα και σύζυγό μου είναι ότι με απορρίπτει εφ’ όλης της ύλης, ειδικά μάλιστα όταν λερώνω τα φρέσκα τραπεζομάντηλά της με σάλτσες ή αφήνω τα φώτα της τουαλέτας ανοιχτά. Ανήκει σ’ έναν άλλο κόσμο, είναι πάρα πολύ θετική. Είναι πολύ ήρεμος και προσγειωμένος άνθρωπος και όταν ένα και ένα κάνουν δύο, τότε όλα καλά. Όταν όμως ένα και ένα κάνουν τρία –που συνήθως για μένα κάνουν– τότε το βάζει στα πόδια. Όταν βλέπει τις ταινίες μετά από τέσσερα-πέντε χρόνια, τότε καταλαβαίνει τι δουλειά είχαμε κάνει εκείνη την εποχή και αναθεωρεί. Συνηθίζω να την πείθω ότι δεν της δίνω καμιά σημασία. Και όταν έχει δίκιο, συνηθίζω να παρουσιάζω την άποψή της σαν δική μου και τελικά να την εξαγριώνω.»

 

————————————————————————————————————————-

Πηγές κειμένου
Πηγές φωτογραφιών:

 

——–————————————————
Επιμέλεια: Lef.T