Ξυπνάν οι ναύτες του βυθού ρισάλτο να βαρέσουν
κι απέ να σου χτενίσουνε για πάντα τα μαλλιά.
Τρόχισε κείνα τα σπαθιά του λόγου που μ’ αρέσουν
και ξαναγύρνα με τις φώκιες πέρα στη σπηλιά.
Νίκος Καββαδίας: “Εσμεράλδα”
Εκτιμούσε τον Σεφέρη για το έργο του και τον θεωρούσε φίλο του (… του έχει αφιερώσει, μάλιστα, το ποίημα “Εσμεράλδα” στο “Πούσι”), αν και όπως έλεγε με το χαρακτηριστικό του χιούμορ “δεν ξέρω αν ήμουν κι εγώ δικός του φίλος” και θυμόταν που κάποτε στη Βηρυτό είχε περάσει το νομπελίστα από έναν δρόμο γεμάτο μ’ ελληνικές σημαίες κι όταν ο Σεφέρης θαύμασε που είδε τόση Ελλάδα, του αποκάλυψε πως ήταν η γειτονιά με τα ελληνικά μπορντέλα. Θύμωσε ο Σεφέρης και του είπε “Κύριε ή εσείς θα κατεβείτε απ’ το αμάξι ή εγώ”, οπότε κατέβηκε ο Καββαδίας και συνέχισε με τα πόδια” (από το μπλογκ Senile Decay).
Ὁ Νίκος Καββαδίας γεννήθηκε τὸ 1910 σὲ μία μικρὴ ἐπαρχιακὴ πόλη τῆς Μαντζουρίας, στὴν περιοχὴ τοῦ Χαρμπὶν ποὺ ἦταν στρατιωτικὴ βάση. Λεγόταν τότε Νικόλσκι Οὐσουρίσκι, κοντὰ στὸν ποταμὸ Οὐσσούρ. Ὁ πατέρας ἦταν ἐπιχειρηματίας. Διατηροῦσε γραφεῖο γενικοῦ ἐμπορίου -εἰσαγωγὲς / ἐξαγωγὲς / μεταφορές-, διακινοῦσε μεγάλες ποσότητες ἐμπορευμάτων, τροφίμων καὶ ἄλλων καταναλωτικῶν εἰδῶν καὶ συγχρόνως ἦταν προμηθευτὴς τοῦ τσαρικοῦ στρατοῦ. Σ᾿ αὐτὴ τὴ μικρὴ πόλη γεννήθηκαν τὰ τρία ἀπὸ τὰ τέσσερα παιδιὰ τῆς οἰκογένειας.
Τὸ 1914, στὴν ἀρχὴ τοῦ Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ὁ πατέρας ἀποφάσισε νὰ φέρει τὴν οἰκογένεια στὴν Ἑλλάδα, καθὼς πλανιόταν στὸν ἀέρα ἡ ἐπερχόμενη ἀνατροπή. Ταξίδεψαν μὲ τὸν Ὑπερσιβηρικὸ σιδηρόδρομο δεκαπέντε ὁλόκληρες μέρες διασχίζοντας τὰ Οὐράλια Ὄρη κι ἕνα μεγάλο μέρος τῆς ἐνδοχώρας. Φτάσανε στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου βρήκανε τ᾿ ἀδέρφια τῆς μάνας ποὺ εἶχαν ναυτικὲς ἐπιχειρήσεις καὶ μὲ κάποιο καράβι τους, τοὺς περάσανε στὸ ἑλληνικὸ ἔδαφος. Φτάσανε στὴν Ἀθήνα ὅπου ἔμειναν στὸ ξενοδοχεῖο «Διάνα». Τὰ δύο μεγαλύτερα παιδιὰ εἶδαν γιὰ πρώτη φορὰ θέατρο – Τὰ «Παναθήναια» μὲ τὴ Μαρίκα Κοτοπούλη.
Καταλήξανε στὴν Κεφαλονιὰ στὰ πατρικὰ σπίτια μὲ τὶς γιαγιάδες καὶ τοὺς παπποῦδες, τῆς μάνας στὴν Ἄσσο, τοῦ πατέρα στὸ Φισκάρδο. Δὲν ἔμειναν πολύ. Ἦρθαν στὸ Ἀργοστόλι ὅπου νοικίασαν ἕνα μεγάλο σπίτι μὲ περιβόλι στὸ δρόμο τῆς Λάσσης, καὶ γράψανε τὰ δύο μεγαλύτερα παιδιὰ στὸ Νηπιαγωγεῖο τῆς σχολῆς Ἑλένης Μαζαράκη, «Παρθεναγωγεῖο αἱ Μοῦσαι».
Ὁ πατέρας γύρισε στὴ Ρωσία γιὰ νὰ τακτοποιήσει τὶς ἐπιχειρήσεις του καὶ τὰ μικρὰ ἀπομεῖναν ξαφνιασμένα στὸ ἀνύποπτο ὡς τότε καὶ ἥσυχο Ἀργοστόλι, ποὺ ἄρχιζε νὰ τὸ τραντάζει ὁ ἀπόηχος τοῦ πολέμου. Ὑδροπλάνα, ὁπλιταγωγά, ἀτμάκατοι, συμμαχικὸς στρατός, Ἄγγλοι, Γάλλοι, Σενεγαλέζοι. Τὰ παιδιὰ τῆς οἰκογένειας βρίσκονταν κάθε ἀπόγευμα μὲ τὴ νταντὰ στὴν πλατεία.
Ὁ Νίκος Καββαδίας ξέφευγε κατὰ τὴ συνήθειά του γιὰ νὰ κάνει φιλίες μὲ στρατιῶτες τοῦ συμμαχικοῦ στρατοῦ, κατὰ προτίμηση τοὺς Σενεγαλέζους ποὺ τὸν ἐντυπωσίαζαν μὲ τὸ χρῶμα τους καὶ τὸ μπόι τους καθὼς τὸν σήκωναν ψηλὰ στὰ χέρια τους καὶ τοῦ χαρίζανε ταινίες ἀπὸ τὰ καπέλα τους καὶ ἄλλα ἀντικείμενα. Ἡ οἰκογένεια ἀποκλείστηκε στὴν Κεφαλονιὰ καὶ ὁ πατέρας ἀποκλείστηκε στὴ Ρωσία. Ἑφτὰ ὁλόκληρα χρόνια χάθηκαν τὰ ἴχνη του. Διώχθηκε, φυλακίστηκε, ἔχασε ὡς τὸ τελευταῖο του ρούβλι.
Γύρισε τὸ 1921, ταλαιπωρημένος, νευρασθενικὸς, ἄρρωστος -καὶ τὸ τραγικότερο, ξένος καὶ ἀνένταχτος. Μετακομίσαμε στὸν Πειραιᾶ, ὅπου ὁ Καββαδίας τελείωσε τὸ Δημοτικὸ στὴ σχολὴ ἀδελφῶν Μπάρδη. Συμμαθητές του ὁ Γιάννης Τσαρούχης καὶ ὁ πάπα-Πυρουνάκης”.
“Το 1957, στο Κόμπε της Ιαπωνίας, αυτοκτονεί μέσα στην καμπίνα του ο μικρότερος αδελφός του (ο Αργύρης), πρώτος πλοίαρχος σε φορτηγά πλοία, γεγονός που συγκλονίζει τον ποιητή, βυθίζοντάς τον στη σιωπή. Θα ξαναγράψει ποίημα μόλις το 1967 (το αυτοβιογραφικό «Κοσμά του Ινδικοπλεύστη»)”. Βλ. “Νίκος Καββαδίας, Χρονολόγιο”, από το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου.”
“Στὸν Πειραιᾶ ὁ Καββαδίας καὶ τ᾿ ἀδέρφια του τελειώσανε καὶ τὸ Γυμνάσιο. Ἐκεῖ εἶχε συμμαθητὴ τὸ γιὸ τοῦ Παύλου Νιρβάνα, τὸν Κώστα Ἀποστολίδη, ποὺ τοῦ γνώρισε τὸν πατέρα του. Μένανε σ᾿ ἕνα σπίτι στὸ Νέο Φάληρο. Ὁ Καββαδίας πήγαινε συχνὰ – ἡ αὐστηρὴ παρακολούθηση τοῦ πατέρα εἶχε χαλαρώσει. Ἡ ἀρρώστια εἶχε ἀρχίσει νὰ τὸν λυγίζει.
Ὁ Νιρβάνας ὑπῆρξε γιὰ τὸν δεκαπεντάχρονο Καββαδία ὁ πρῶτος δάσκαλος. Τοῦ διάβαζε τὰ ποιήματα ποὺ ἔγραφε – βρίσκεται ἀνάμεσα στὰ βιβλία τῆς ἐποχῆς ἐκείνης ἕνας μικρὸς τόμος μὲ χρονογραφήματα καὶ μὲ τὴν ἀφιέρωση: «Στὸ μικρό μου φίλο Ν. Καββαδία, ἀπὸ ἐκτίμηση στὸ νεαρό του τάλαντο.»
Συχνὰ ὁ ἡλικιωμένος συγγραφέας καὶ ὁ νεαρὸς ποιητὴς κάνανε μακρινοὺς περιπάτους στοὺς ἥσυχους δρόμους τοῦ ἤρεμου προαστίου μὲ τὶς διάσπαρτες βίλες. Ἕνα εἶδος σιωπηλῆς λατρείας εἶχε ὁ μικρὸς Καββαδίας γιὰ τὸν πολιτισμένο καὶ σοφὸ ἄνθρωπο, ποὺ τοῦ φέρθηκε σὰν ἴσο πρὸς ἴσο. Μία τέτοια φιλία εἶχε ἀργότερα καὶ μὲ τὸν Κ. Καρθαῖο ποὺ κι αὐτὸς ὑπῆρξε δάσκαλος κι ὁδηγητής του”.
“Τὸ 1933 ἄφησαν τὸν Πειραιᾶ καὶ ἐγκαταστάθηκαν στὴν Ἀθήνα. Μείνανε στὴν Κυψέλη – τὰ περισσότερα χρόνια, στὸ σπίτι τῆς ὁδοῦ Ἁγ. Μελετίου 10. Ἐκεῖ τοὺς βρῆκε ὁ πόλεμος. Πῆρε μέρος στὸν Ἀλβανικὸ καὶ γύρισε ἀπὸ τοὺς τελευταίους μὲ τὰ πόδια, ταλαιπωρημένος, ἀδύνατος, τρώγοντας ὅ,τι τοῦ ῾διναν οἱ νοικοκυρὲς στὰ χωριὰ ἀπ᾿ ὅπου περνοῦσε.
Στὰ χρόνια της Γερμανικῆς Κατοχῆς ἔμεινε στὴν Ἀθήνα καὶ πῆρε μέρος στὴν Ἀντίσταση, μέσα ἀπὸ τὶς γραμμὲς τοῦ Κ.Κ.Ε. Ἐκεῖ ὅπου Ἕλληνες ἀπὸ τὴ μία μεριὰ καὶ Γερμανοὶ καὶ Ταγματασφαλίτες ἀπὸ τὴν ἄλλη ἔπαιζαν τὸ παιχνίδι τῆς γάτας μὲ τὰ ποντίκια. Τότε ποὺ γέμισαν τὰ Χαϊδάρια κι οἱ Καισαριανὲς καὶ δὲν ἤξερες ἂν τὸ βράδυ θὰ κοιμηθεῖς στὸ σπίτι σου ἢ στὴν Ἀσφάλεια τῆς ὁδοῦ Μέρλιν. Μετὰ τὴν ἀποχώρηση τοῦ Στρατοῦ Κατοχῆς μπαρκάρισε ὑπὸ περιοριστικοὺς ὅρους καὶ ταξίδεψε σ᾿ ὅλη τὴν ὑπόλοιπη ζωή του ὡς ἀσυρματιστής, μέχρι τὸ θάνατό του, στὶς 10 Φεβρουαρίου 1975″ (Τζένια Καββαδία, από το μπλογκ Υδροναύτες)
Cocos Islands (1956)
Στη Μαίρη Γιανννουλάτου
Στην πλώρη ο σφυροκέφαλος με το φτερό στη ράχη,
τότε που πήρε ο Συμιακός βουτιά με το κεφάλι.
“Όλο αρμενίζει ο γιόκας μου, που την ευχή μου να ‘χει…”
Κι όσοι είδαμε απ’ την κουπαστή, μας λύθηκε το αφάλι.
Γιατί μπερδεύω τούτη εδώ με μι’ άλλην ιστορία;
Είν’ ένα χέρι που πονάει, βαρύ και λαβωμένο.
Βλέπω συχνά στον ύπνο μου ένα άσπρο καρχαρία
με περιμένει νηστικός η εγώ τον περιμένω; (…)
Φάτα Μοργκάνα
Θα μεταλάβω με νερό θαλασσινό
στάλα τη στάλα συναγμένο απ’ το κορμί σου
σε τάσι αρχαίο, μπακιρένιο αλγερινό,
που κοινωνούσαν πειρατές πριν πολεμήσουν.
Στρείδι ωκεάνειο αρραβωνιάζεται το φως.
Γεύση από φλούδι του ροδιού, στυφό κυδώνι
κι ο άρρητος τόνος, πιο πικρός και πιο στυφός,
που εναποθέτανε στα βάζα οι Καρχηδόνιοι (…)
Μία (σχεδόν) φανταστική συνέντευξη του Νίκου Καββαδία
(μέσα από τα γραπτά του) αναδημοσιευμένη από το ιστολόγιο Αρισμαρι
της φιλολόγου και επιμορφώτριας ΤΠΕ Ευαγγελίας Στάμου.
— Πιστεύετε σε κάποιο Θεό;
Ναι, στο φιλότιμο, στην καλοσύνη και στη μπέσα.
— Τι σκεφτόσασταν τότε, στο αλβανικό μέτωπο, πλάι στο θάνατο, μέσα στη λάσπη;
Σκεφτόμουνα τη θάλασσα, τη σιγουριά της, το γιατί ποτέ δεν τη φοβήθηκα. Να πνίγεσαι στη θάλασσα, μουρμούριζα, είναι φυσικό. Στη στεριά είναι κάτι που ‘χει μέσα του μπαμπεσιά. Ένιωθα την ατίμωση ενός θανάτου από γλυκό νερό μέσα στη λάσπη.
— Τι φοβηθήκατε περισσότερο στη ζωή σας;
Τίποτα δε φοβήθηκα τόσα χρόνια που ταξιδεύω, όσο κείνο το βράχο, που στις μαύρες καταραμένες ρίζες του παίζουνε τα Κεφαλονιτάκια κρυφτό. Σε ηλικία 19 χρονών μπάρκαρε με φορτηγό. Από τότε, δεν σταμάτησε να ταξιδεύει, μέχρι το τέλος, για 46 ολόκληρα χρόνια.
— Περιγράψτε την καμπίνα σας, πώς ήταν;
Χαμηλοτάβανη, στενόμακρη. Μια κουκέτα ξέστρωτη. Ένα λαβομάνο λερωμένο κι από κάτω ένα μπουγέλο γιομάτο θολό νερό. Ένα τραπέζι κολλημένο στον μπουλμέ φορτωμένο βιβλία, παλιόχαρτα, κουτιά σπίρτα, ένα παλιό πορτοφόλι, μια κινέζικη ταμπακιέρα και σκόρπια τσιγάρα. Από τη μια άκρη ως την άλλη, σ’ ένα τεντωμένο σκοινάκι, κρεμόταν ένα σώβρακο κακοπλυμένο, μια φανέλλα κι ένα ζευγάρι κάλτσες.
— Αγαπούσατε πολύ τη ζωγραφική. Πηγαίνατε στα μουσεία;
Είκοσι χρόνια έφαγα για να βρω το μυστικό του Cezzane. Αυγή, μεσημέρι, δειλινό. Στο Aix, στο Vallon des Lauriers, στο Estaque. Μην γελάσεις. Αν τολμήσεις, θα σου σπάσω το κεφάλι με τούτη την πένσα.
— Ναυτικός, ποιητής, λάτρης της ζωγραφικής και του βιβλίου. Ξέρατε απέξω όλη την ιταλική όπερα και την τραγουδούσατε, αν και φάλτσος. Πως εξηγείτε αυτό που λέμε «δημιουργία»;
Ένας μέτριος ζωγράφος μπορεί να μας εξηγήσει με λόγια πως δουλεύει. Ένας δημιουργός ποτέ.
— Γιατί;
Είναι μεθυσμένος. Τότε μπορεί να πάρει στα χέρια του ένα χαρτί, ένα αδειανό πακέτο τσιγάρα, ένα μαντήλι, να το παιδέψει για λίγη ώρα συζητώντας, να το στραπατσάρει -με τον τρόπο του- και να τ’ αφήσει. Αν αυτός που τα βρει έχει όραση, θα νοιώσει την πνοή, θα χαρεί τη φόρμα. Αν όχι, θα τα πετάξει στα σκουπίδια. Με καταλαβαίνεις
— Γράψατε για τις γυναίκες των λιμανιών, αλλά και για κάτι κορίτσια αγνά απρόσιτα, σαν εκείνο στο «Μαραμπού», που “άνθος έμοιαζε αλπικό” σαν την ορφανή Μυτιληνιά στη “Βάρδια”. Κορίτσια που βρέθηκαν στο τέλος πόρνες στα λιμάνια. Μου φαίνεται ότι θέλετε να εξιλεώσετε τις πόρνες.
Σκέφτηκες μωρέ ποτέ σου, τι χαρίζουν οι πόρνες με πενταροδεκάρες; Βάζουν απάνω τους σακατεμένους, στραβούς, καμπούρηδες, κείνους που βρωμάνε αγιάτρευτα, πούχουν μοτάρια στο κορμί τους, τρελούς, όλους όσους δε βρίσκεται καμιά γυναίκα να τους χαϊδέψει. Ζουν στο μπορντέλο. Τις λέμε δημόσιες. Τις άλλες πού ‘ναι απόξω, πώς πρέπει να τις φωνάζουμε; Βρες μου τη λέξη
— Αλήθεια, τι σημαίνει για σας «γυναίκα»;
Οι γυναίκες. Δεκατεσσάρω χρονώ. Κι αυτές που θα γίνουν κατόπι οι χειρότερες πόρνες, κι αυτές που θα κυλιστούνε σε βρώμικα σεντόνια, στους δρόμους, στα πάρκα… και κείνες που δεν κυλιστήκανε και δεν είναι πια δεκατεσσάρω, που δεν θα πέσουνε ποτέ τους με άντρες, που δεν θα σκεφθούνε τη μοιχεία, το δόλο, την προδοσία, που δεν θα λερωθούνε ποτέ τους, είναι άγιες όλες, ευλογημένες.
— Πως ήταν η ζωή στα ταξίδια;
Στα νύχια μπαίνει το κατράμι και τ’ ανάβει, | χρόνια στα ρούχα το ψαρόλαδο μυρίζει, | κι ο λόγος της μες στο μυαλό σου να γυρίζει | “ο μπούσουλας είναι που στρέφει ή το καράβι;”
— Είπανε ότι ωραιοποιήσατε τη ζωή του ναυτικού.
Άκου, λοιπόν κυρά μου… Την άλλη μέρα πας στο Σωματείο και μπαίνεις τελευταίος κάτου από διακόσιους που περιμένουνε μπάρκο. Δουλεμένος σου λέει ο άλλος. Σκατά. Σου ‘μειναν τρεις κι εξήντα. Ο ξέμπαρκος είναι ένα σκουπίδι. Γίνεται την άλλη μέρα. Μόλις αλαργέψει ένα μίλι από τη θάλασσα. Κάθεσαι μήνες στο παγκάκι κανενός κήπου και λυώνεις το βρακί σου. Κόβεις το τσιγάρο μισό. Τον καφέ ολάκαιρο. Σου μένει το κομπολόι. Σπάει κι αυτό και χάνεις τις μισές χάντρες. Καλύτερα σε ξένο τόπο χωρίς δουλειά. Να μη σε βλέπουν οι γνωστοί και κουνάνε το κεφάλι. Να μη σε βαρεθούν οι δικοί σου. ‘Ερχεται η μέρα να φύγεις. Έχεις αποκάμει ν’ ανεβοκατεβαίνεις σκάλες. Παίρνεις ένα χαρτί και τότε αρχινάει το μαρτύριο. Σπίτι του Ναύτη, Αποδημία, Ασφάλεια, Γιατρός, Λιμεναρχείο… Θα με βρούνε σε τάξη; Νετάρεις. Παίρνεις την μπροστάντζα και πληρώνεις τα χρέη. Ανεβαίνεις την ανεμόσκαλα κι είσαι ψοφίμι. Σαλπάρεις. Ταξιδεύεις. Και ζεις πάντα με την αγωνία πως θα σε βγάλουνε. Λόξα, θα μου πεις. Μπορεί
— Πολλοί ναυτικοί διαλέγουνε αυτή τη δουλειά γιατί πληρώνονται καλά. Εσείς, τι σχέση είχατε με το χρήμα;
Τίποτα στα χεράκια μου, μάνα μου, δε φτουράει, | έρωτας, μαλαματικά, ξόμπλια και φυλαχτά. | Σιχαίνομαι το ναυτικό που εμάζεψε λεφτά. | Εμούτζωσε τη θάλασσα και τήνε κατουράει.
— Γιατί τότε επιμένατε να ταξιδεύετε μέχρι το τέλος;
Ζαλίζομαι στη στεριά. Το πιο δύσκολο ταξίδι, το πιο επικίνδυνο, το ‘καμα στην άσφαλτο, από το Σύνταγμα στην Ομόνοια… Μας λυπάστε γιατί δεν έχουμε σπίτι, γιατί περπατάμε μ’ ανοιχτά πόδια, γιατί φοράμε τσαλακωμένα πουκάμισα κι ασιδέρωτα ρούχα στο πόρτο. Εγώ σας χαίρομαι. Σίγουρο κρεββάτι, ήρεμος ύπνος. Καφέ στο κομοδίνο κι εφημερίδες. Εκδρομή το Σαββατοκύριακο με κεφτέδες. Όμως, δεν αλλάζω τη δουλειά μου με τη δική σας, ούτε για μια μέρα.
— Τι σας πρόσφερε τελικά η θάλασσα;
Άναψε στη γέφυρα το φως. | Μέσα μου μιλεί ένας παπαγάλος | γέρος στραβομύτης και μεγάλος | μα γιομάτος πείρα και σοφός.
Ήτανε μια φορά που είχε ξεμπαρκάρει για λίγο. Σπίτι του ήταν το σπίτι της μοναδικής αδερφής του, στην Αθήνα. Η μοναχοκόρη της κρεμότανε πάνω του. Ν’ αρχίσει τις ιστορίες, τ’ αστεία. Ποτέ δεν τον θυμούνται θυμωμένο, εκτός από ‘κείνη τη φορά. ” – Θείε, εγώ θαυμάζω τους ανθρώπους με ταλέντο”. “-Ταλέντο, για να ξέρεις, είναι να είσαι άνθρωπος. Αυτό λέω εγώ ταλέντο”. ήταν η μοναδική φορά που τον είχε δει θυμωμένο. Επειδή είχε χωρίσει στο παιδικό μυαλό της τα ανθρώπινα πλάσματα σε σπουδαία και λιγότερο σπουδαία, σε ταλαντούχα και μη…
— Πώς είναι η ζωή στα λιμάνια;
…τη νύχτα μετοικούν οι Συμπληγάδες | στα μπαρ του λιμανιού και στα μπορντέλα.
— Στους δικούς σας δε γράφατε ποτέ για τις τρικυμίες και τους κινδύνους. Τι σκεφτόσασταν όταν το καράβι κινδύνευε;
Βλέπω συχνά στον ύπνο μου ένα άσπρο καρχαρία | με περιμένει νηστικός ή εγώ τον περιμένω;
— Αλήθεια, φοβηθήκατε το θάνατο στη θάλασσα;
Καβούρια που μυρίζουνε βούρκο. Να ‘ναι τούτη η στερνή γυναίκα που πέφτω μαζί της; Πόσοι τόχουνε φοβηθεί… Δε φοβάμαι μόνον εγώ. Είναι κι άλλοι, μα δεν το μολογάνε. Το ‘χω διαβάσει στα μάτια τους. Άν περιμένεις να σου μιλήσουν οι θαλασσινοί, να σου ανοίξουν την καρδιά τους, πρόκοψες… Η αλήθεια γρουσουζεύει. Τη λέμε που και που μοναχοί, από μέσα μας και πάλι φοβόμαστε.
— Και για το χωρισμό, τι λέτε;
Το χωρισμό τον προσωρινό ή τον αιώνιο; | Σκοτώνει, πες μου, ο χωρισμός; – Ματώνει, δε σκοτώνει. | Ποιος είπε φούντο; Ψέματα. Δε φτάσαμε ποτές.
Τίτλος στην πηγή: Ο Νίκος Καββαδίας για τις γυναίκες, τη ζωή, τη θάλασσα – Σημείωση: Τα αποσπάσματα “απαντήσεις” του Ν. Καββαδία είναι από τα έργα του “Mαραμπού (1933), Πούσι (1947), Bάρδια (1954), Tραβέρσο (1975), Tου πολέμου – Στο άλογό μου (1987) και Λι (1988).
AgrinioStories