Νάκος Μπελλής | Ο Έλληνας Ρομπέν των Δασών


.

Τομεακή Επιτροπή Φθιώτιδας του ΚΚΕ

Νάκος Μπελλής | Ο Έλληνας Ρομπέν των Δασών

«Εγώ είμαι ο Νάκος ο Μπελλής, καμάρι της Ομβριακής…»

Ο Νάκος (Γιάννης) Μπελής, ένας ρωμαλέος ορεσίβιος από τον Δομοκό,
αλώνιζε στα βουνά της περιοχής του, παίρνοντας απ’ τους έχοντες και δίνοντας στους πένητες
(ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΧΑΡΙΤΟΠΟΥΛΟΣ)


Ο Νάκος Μπελλής ήταν γιος του ακτήμονα αγρότη Ανέστη Μπελλή, που καλλιεργούσε τα χωράφια του τσιφλικά Πλατανιώτη και σκοτώθηκε πολεμώντας ως στρατιώτης στον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο το 1912, στις μάχες Σαρανταπόρου – Σερβίων (…) Από την ηλικία των 12 ετών η χήρα και φτωχή μάνα του τον έστειλε να δουλέψει στα κτήματα των νοικοκυραίων του χωριού για να ζήσουν. Οταν ενηλικιώθηκε, αρχικά άσκησε το επάγγελμα του ψαρά στη λίμνη Ξυνιάδας και αργότερα του ζωέμπορα – κρεοπώλη και το μαγαζί του ήταν απέναντι από την πλατεία της Ομβριακής. Συνεταιρίστηκε με τον Γιώργο Φλωρή από τον Πειραιά, που παντρεύτηκε την κόρη του τσιφλικά Γιάννη Ζαρίμπα από το Δομοκό.

Ο Μπελλής αγόραζε τα ζώα και τα μετέφερε στην Αθήνα με το τρένο και ο Φλωρής τροφοδοτούσε τα μαγαζιά των Αθηνών. Στην πορεία δημιουργήθηκαν οικονομικές διαφορές μεταξύ τους, γιατί ο Φλωρής τον έκλεβε και δεν του απέδιδε τα οφειλόμενα. Κάποια μέρα, στις αρχές του 1942, λογομάχησαν έντονα στην πλατεία του Δομοκού. Ο Ζαρίμπας, πεθερός του Φλωρή, ακούγοντας τις φωνές πετάχτηκε έξω και σήκωσε τη μαγκούρα για να χτυπήσει τον Μπελλή. Γυρνώντας αυτός, βλέπει την κίνηση του Ζαρίμπα, βγάζει το πιστόλι και τον σκοτώνει. Αμέσως τρέχει τον κατήφορο για να μην τον συλλάβουν η αστυνομία και οι ιταλικές κατοχικές δυνάμεις.

 

Με αυτό το πιστόλι, πάει σε μια στάνη που γνωρίζει. «Tράβα να ξεπαραχώσεις τον γκρα. Tον χρειάζεται η πατρίδα» διατάζει τον τσοπάνο. Τρομοκρατήθηκε ο άνθρωπος. «Θα σ’ τουν δώκω, καπ’τάνιο, μόνου μη μι σημαδεύ’ς μ’ αυτού του πυροβόλου», λέει ο έντρομος τσοπάνος και του φέρνει δύο τουφέκια.

Από το σημείο αυτό αρχίζει η ιστορία του Νάκου Μπελλή, καταρχήν ως φυγόδικου, που τον κυνηγούσαν οι διωκτικές αρχές και το οικογενειακό περιβάλλον του Ζαρίμπα και στη συνέχεια με την προσχώρησή του στις αντιστασιακές δυνάμεις του ΕΛΑΣ, κοντά στον πρωτοκαπετάνιο Αρη Βελουχιώτη.

Ο Νάκος Μπελλής ήταν τότε γύρω στα 33 χρόνια του. Μέτριο ανάστημα, γεροδεμένος, με μουστάκι τσιγκέλι και καρδιά ατρόμητη. Απλός, δυνατός, πήρε τα βουνά ύστερα απ’ την προσωπική του περιπέτεια (…) έρχεται σε επαφή για πρώτη φορά με τις πολιτικές ιδέες και τα στελέχη του παράνομου τότε ΚΚΕ, όπως γράφει ο ίδιος σε βιογραφικό του, από το 1937, και το συμπάθησε από τις κουβέντες που έκανε με τον Γιώργο Γιαταγάνα, στέλεχος του Κόμματος. Εδινε συχνά ενίσχυση στο ΚΚΕ, μέσω του Βαγγέλη Λέβα, μέχρι το 1941. Οταν, αφού αναγκάστηκε να βγει στο βουνό, οι άνθρωποι των Οργανώσεων του ΚΚΕ και του ΕΑΜ του προτείνουν να ενταχθεί σ’ αυτές και στον αγώνα, δε δίνει ιδιαίτερη σημασία.
Πιστεύει ότι κάνει το εθνικό του χρέος με το δικό του τρόπο (…) Απ’ όσα είχε ακούσει ο Μπελλής παλιότερα και τον τελευταίο καιρό, είχε σχηματίσει την εντύπωση ότι δύο οργανώσεις, το ΕΑΜ και το ΚΚΕ, θέλουν τη λευτεριά και τη δικαιοσύνη. Θέλει όμως λευτεριά και δικαιοσύνη κι ο Μπελλής. Ετσι, πιάνει και γράφει στα πουκάμισά του με κόκκινη μπογιά αυτά τα γράμματα. Πότε μόνο ΕΑΜ, πότε μόνο ΚΚΕ, πότε ΕΑΜ και ΚΚΕ μαζί. Καμιά φορά ζωγραφίζει και ένα σφυροδρέπανο, όπως το είδε σε κάποιον τοίχο.

Για την απονομή της δικαιοσύνης και της ισότητας ο Μπελλής έχει δική του αντίληψη. Μπαίνει στα χωριά και μαζεύει όλους τους χωριανούς. Ξέρει τους πλούσιους χωρικούς, τους νοικοκυραίους. Τους διατάζει να φέρουν εκεί τόσο καλαμπόκι ή σιτάρι, ανάλογα με τη σοδειά που είχε ο καθένας, κι ύστερα κάθεται και το μοιράζει ο ίδιος στους φτωχούς. Ηταν ο “Ρομπέν των δασών” της περιοχής.

Η πρώτη συνάντηση

Το Φλεβάρη του 1942, ανέβηκε εκ μέρους της Οργάνωσης Φθιώτιδας του ΚΚΕ στην επαρχία Δομοκού ο Γιώργος Φράγκος, για να έχει μια ακόμη επαφή με τις νέες Οργανώσεις και με τους συντρόφους, που ήταν διάσπαρτοι στα 35 χωριά της επαρχίας (…) Το βράδυ έφτασε στα Μεταλλεία. Του παραχώρησαν ένα δωμάτιο δικό τους και συνεδρίασε αμέσως με την κομματική επιτροπή (…) Η νύχτα είχε προχωρήσει. Τα σκυλιά έξω είχαν τρελαθεί από το γάβγισμα. Οι σύντροφοι αλληλοκοιτάχτηκαν και είπαν στον Γιώργο Φράγκο ότι στο διπλανό δωμάτιο έρχονταν συχνά ο Νάκος Μπελλής με τον Τζανή, κλαρίτες κι οι δυο καταδιωκόμενοι, που ανέπτυσσαν δράση στην περιοχή. Του είπαν ότι εκβιάζουν οι δυο τους την εταιρεία Ξυνιάδας να τους δίνει σιτάρι για να το μοιράσουν στον κόσμο. Μάλιστα, ο Μπελλής τοιχοκολλούσε και προκηρύξεις με έμβλημα το σφυροδρέπανο και βρισκόταν σε επαφή με την Οργάνωση. Ο Γ. Φράγκος τους είπε ότι το Κόμμα είναι αντίθετο μ’ αυτές τις ενέργειες, να εκβιάζουν την εταιρεία και κάποιους ανθρώπους, και τους παρακάλεσε να μιλήσουν με τον Μπελλή και τον Τζανή και την επόμενη μέρα να κανονίσουν ένα ραντεβού μαζί τους σε κάποιο σπίτι στην Ομβριακή (…) Κατά τις 11 το βράδυ μπήκαν μέσα ο Μπελλής με τον Τζανή. Φορούσαν μαύρους ντουλαμάδες με τα φυσεκλίκια σταυρωτά και τις αραβίδες στα χέρια. Στη μέση τους είχαν πιστόλια και μαχαίρια. Χαιρετήθηκαν και κάθισαν κάτω στο πάτωμα. Εδωσαν γνωριμία πως ο Γ. Φράγκος ήταν εκπρόσωπος της περιφερειακής του Κόμματος και αυτός τους εξήγησε το λόγο της συνάντησης. Τους είπε πως αυτά που κάνουν, να εκβιάζουν την εταιρεία και τους νοικοκυραίους, ανεξάρτητα αν τα δίνουν στους φτωχούς, το Κόμμα δεν τα εγκρίνει και δεν είναι στις προθέσεις του αγώνα που κάνει, πολύ δε περισσότερο που μεταχειρίζονται την ταμπέλα του ΚΚΕ. Τους υπέδειξε πως υπάρχουν κι άλλοι τρόποι να αγωνιστούν, να πιάσουν, για παράδειγμα, ένα αυτοκίνητο γερμανικό με τρόφιμα και να τα μοιράσουν στον κόσμο, όπως και να αγωνιστούν με τα όπλα για τη λευτεριά ενάντια στον κατακτητή.

Οταν τ’ άκουσε αυτά ο Νάκος δεν του καλοφάνηκαν, αγρίεψε και τινάχτηκε όρθιος.

— Ακουσε Νάκο, του είπε ο Γ. Φράγκος. Εμείς δε φοβόμαστε κανέναν. Ούτε εσένα. Πίσω από μένα υπάρχουν χιλιάδες αγωνιστές και πραγματικά παλικάρια. Σε λίγο θα γιομίσουν τα βουνά από πατριώτες που δε θα ληστεύουν αλλά θα πολεμάνε τον κατακτητή και σεις δε θα ‘χετε θέση στα βουνά. Σκέψου λογικά και παραμέρισε, ώσπου να σε χρειαστούμε. Την οικογένειά σου μπορούμε να την αναλάβουμε εμείς και πάψε να μεταχειρίζεσαι την ταμπέλα του Κόμματος με τα σφυροδρέπανα, γιατί δεν είσαι καν μέλος του. Εμείς δεν κάνουμε τέτοιες δουλειές σαν τις δικές σου, ούτε κομματικό αγώνα αλλά αγώνα για τη λευτεριά, για το ξεσκλάβωμα της πατρίδας. Αν συνεχίσεις, θα αναγκαστούμε να δώσουμε εντολή σ’ όλες τις Οργανώσεις μας να μη σε προστατεύουν πια, όπως κάνανε μέχρι τώρα.

Το ξεκίνημα του ένοπλου αγώνα

Στις 14 Μάη του 1942 στο σπίτι του παλιού συντρόφου, καπνεργάτη, Μήτσου Μυρεσιώτη, στη Νέα Σφαίρα της Λαμίας, συγκεντρώθηκαν στελέχη των Οργανώσεων Φθιώτιδας, Φωκίδας και Ευρυτανίας (…) Τη σύσκεψη άνοιξε ο Γ. Γιαταγάνας και στη συνέχεια μίλησε ο Αρης για πάνω από δυο ώρες, αναλύοντας την απόφαση του Κόμματος να προχωρήσει στον ένοπλο αγώνα ενάντια στον κατακτητή απ’ άκρη σ’ άκρη στην Ελλάδα και τον τρόπο που αυτή θα γίνει πράξη στην περιοχή της Φθιωτιδοφωκίδας (…)
Ομόφωνα εγκρίθηκε από τη σύσκεψη και η διακήρυξη προς το λαό της Ρούμελης για το ξεκίνημα του αντάρτικου, που είχε γράψει ο ίδιος ο Κλάρας με το χέρι του (…) Στις 22 Μάη, στην καλύβα του Στεφανή, συγκροτήθηκε η πρώτη ομάδα του ΕΛΑΣ, αποτελούμενη από τους: Θανάση Κλάρα, Φώτη Μαστροκώστα και τρεις αντάρτες απ’ την περιοχή Δομοκού, τ’ αδέρφια Νίκο και Βαγγέλη Λέβα απ’ το Δερελί και τον Βασίλη Ξυνοτρούλια από Βελεσιώτες. Εως τις 25 Μάη είχαν μαζευτεί 15 άντρες.

Η συνάντηση του Νάκου Μπελλή με τον Αρη

Στις 22 Ιούλη του 1942, ύστερα από το χτύπημα του Μαραθέα, ο Αρης με τους αντάρτες του έχουν τραβήξει κατά τη Νέα Μάκριση. Το λημέρι τους είναι στην τοποθεσία Στρογγυλή, όπου τους τροφοδοτεί ο Ηλίας Μπάκας. Λίγο πιο κάτω είναι το λημέρι του Μπελλή και του Κέντρου, που ήταν μέλος της ΟΚΝΕ. Ούτε ο Αρης ούτε ο Μπελλής υποψιάζονταν ότι βρίσκονται τόσο κοντά. Ο Κέντρος, που υπέφερε από ένα τραύμα που είχε, ανέβηκε προς τη Στρογγυλή και, χωρίς να το καταλάβει, έπεσε πάνω στους αντάρτες. Τον περικύκλωσαν και τον ρώτησαν ποιος είναι. Εκείνος τους είπε ποιος είναι και ότι είναι παρέα με τον Νάκο τον Μπελλή. Ο Αρης ζήτησε από τον Βάσο να πάει να τον φέρει. Εκείνος πήγε, τον βρήκε και πήγαν μαζί στο λημέρι των ανταρτών. Οταν έφτασαν ο Μπελλής ρώτησε:

– Ποιος είναι ο καπετάνιος σας, ορέ;

Όλοι κοίταζαν προς τη μεριά του Αρη. Εκείνος του είπε:

– Έλα κοντά μου Νάκο.
– Εσύ είσαι ο Άρης;

Τον κοίταξε προσεκτικά και προχώρησε προς το μέρος του.

– Καλωσόρισες καπετάν Μπελλή, τόκα και μπέσα.

Έδωσαν τα χέρια.

– Μπέσα, καπετάν Αρη, μαζί σου μπορώ να κουβεντιάσω.

Στρώνονται κάτω οι δυο άντρες, στρίβουν τσιγάρο και συζητούν ώρα πολλή. Ο Άρης μιλάει με θέρμη και κείνος τον ακούει με προσοχή. Τον σταματά κάπου κάπου για να τον ρωτήσει, να του ζητήσει περισσότερες εξηγήσεις γι’ αυτά που του έλεγε. Εκτός από λεβεντιά ο Μπελλής δείχνει να έχει και κρίση κι εξυπνάδα. Το μυαλό του παίρνει στροφές. Αυτό το διακρίνει ο Άρης και η επιθυμία του να τον κερδίσει για τον αγώνα γίνεται ακόμη μεγαλύτερη.

– Θα έρθεις μαζί μας. Μαζί μπορούμε να πολεμήσουμε καλύτερα τους εχθρούς της πατρίδας. Δεν κάνεις τίποτα γυρίζοντας μοναχός σου σαν αγρίμι στα βουνά. Θα γίνεις καπετάνιος εδώ στο λαϊκό στρατό και θα μπορέσεις έτσι να δώσεις περισσότερα στην πατρίδα. Κι αν δεν έρθεις μαζί μας γύρνα σπίτι σου. Το βουνό δε μας χωράει και μας και σας και πρέπει να ξέρεις ότι θα σε πολεμήσουμε.

Ο Μπελλής κατάλαβε καλά τι του έλεγε ο αρχηγός των ανταρτών. Όπως κατάλαβε και τον ίδιο πόσο ζύγιζε. Δεν άργησε ν’ απαντήσει:

– Σύμφωνοι καπετάνιε. Μαζί θα συνεννοηθούμε.

Από κείνη τη στιγμή ο Νάκος Μπελλής εντάχτηκε στον ΕΛΑΣ και στο αρχηγείο της ομάδας του Άρη προστέθηκε άλλο ένα μέλος. Είναι γνωστό ότι οι αντάρτες, όταν έβγαιναν στο βουνό, συνήθως έπαιρναν ένα ψευδώνυμο, για να μπερδεύουν τους εχθρούς τους και να είναι πιο ασφαλείς οι οικογένειές τους. Ο Νάκος Μπελλής, όταν του έγινε τέτοια πρόταση απ’ τον Άρη, αρνήθηκε να πάρει άλλο όνομα και μάλιστα κράτησε το υποκοριστικό που είχε στο χωριό του, δηλαδή Νάκος (από το Γιάννης ), γιατί, όπως έλεγε, ήταν περήφανος για το όνομά του και για τον τόπο καταγωγής του.

Η αφομοίωση του Μπελλή με τους άλλους αντάρτες δεν ήταν εύκολη. Ένιωθε στενάχωρα. Δεν ήταν πια ο αφέντης του εαυτού του. Είχε συνηθίσει να πηγαίνει όπου και όταν του κάπνιζε, ρωτώντας μόνο τον εαυτό του. Τώρα δεν μπορούσε να το κουνήσει ρούπι, χωρίς την άδεια του Άρη. Ζούσε και υπέφερε όπως ο Άρης και οι άλλοι αντάρτες. Ούτε κότα ούτε πίτα ούτε κανένα σφαχτό, όταν το γύρευε η όρεξή του. Αυτά όλα απαγορεύονταν τώρα.

– Ορέ όλο γυφτοφάσουλα θα τρώμε, έλεγε γελώντας…

Οι αντάρτες κι ο Αρης έβλεπαν τα καμώματά του με υποψία και συλλογίζονταν χίλια δυο… Ένα βράδυ ο Μπελλής το ‘σκασε και πήγε να δει τη γυναίκα του. Γύρισε, χωρίς να δώσει σε κανέναν εξηγήσεις. Αλλά το αρχηγείο τον είχε καταδικάσει στο διάστημα της απουσίας του σε θάνατο. Δεν του είπαν τίποτα και αποφάσισαν να τον προσέξουν μην το ξανασκάσει, ώστε να βρουν την ευκαιρία να εκτελέσουν την καταδικαστική απόφαση. Το βράδυ ο Άρης, βλέποντας τον Νάκο να κοιμάται ήσυχος, ύστερα από πολλή και ήρεμη σκέψη, αποφάσισε να μιλήσει το πρωί με τους συντρόφους του να μην εκτελέσουν την απόφαση.

– Δεν πρέπει να του κάνουμε κακό αυτού του ανθρώπου, τους είπε. Αφήστε να τον κουβεντιάσω. Μπορεί να έχουμε κάνει λάθος.

Όταν ξύπνησε ο Μπελλής, ο Άρης τον πήρε και κατέβηκαν στη ρεματιά. Ώρες ολόκληρες του μίλησε για τον αγώνα, για το ΕΑΜ, για τον ΕΛΑΣ, για το ΚΚΕ. Ο Μπελλής άκουγε με προσοχή. Ποτέ δεν είχε κουβεντιάσει μ’ έναν άνθρωπο που να ξέρει τόσα πολλά γι’ αυτά τα πράγματα. Άκουγε, ρωτούσε, ήθελε να μη μείνει τίποτα σκοτεινό στο μυαλό του. Όλα αυτά τον είχαν αναστατώσει. Ο απλός, τίμιος γιος της ελληνικής υπαίθρου είδε μέσα σε κείνο το ρέμα της πατρίδας του ότι μπορούσε να παλέψει για την πραγματοποίηση ενός ονείρου που πάντα μένει ζωντανό στα βάθη της σκέψης όλων των απλών, των τίμιων, των δουλευτάδων. Άρχισαν να τον φλογίζουν τα ιδανικά μιας καλύτερης ζωής για όλους τους ανθρώπους. Ο Άρης ήταν κι αυτός φλογισμένος. Τα λόγια του κυλούσαν ανεμπόδιστα, γεμάτα ουσία, γεμάτα από την ομορφιά που δίνουν η αλήθεια και το δίκιο.

– Είσαι σύμφωνος, καπετάν Μπελλή, σε όσα σου είπα;
– Ναι.
– Τότε δώσ’ μου το χέρι σου να συνταυτίσουμε την τύχη μας στην οργάνωση του ΕΑΜ.
– Τη συνταυτίζουμε, Άρη, αλλά εσύ δε μου μοιάζεις για επαναστάτης.
– Γιατί; Πώς το κατάλαβες; Μήπως επειδή δε φορώ τόσα άρματα που φοράς εσύ;
– Ναι. Μοιάζεις σα διευθυντής μηχανοστασίου…
– Το ξέρω γιατί μου το λες. Γιατί εγώ φοράω τραγιάσκα κι άρβυλα, ενώ εσύ έχεις πολλά μπιχλιμπίδια, καπετάν Μπελλή. Αλλά όταν γνωριστούμε καλύτερα και δράσουμε μαζί θα τα ξαναπούμε. Τι γράμματα ξέρεις;
– Τετάρτη Δημοτικού. Εσύ;
– Τελειόφοιτος Γυμνασίου αλλά έχω περάσει από τη Σχολή Ευελπίδων. Είμαι αξιωματικός.
– Τι βαθμό έχεις;
– Ταγματάρχης πυροβολικού. Αλλά μην αμφιβάλλεις. Θα περάσουμε καλή ζωή και θα φτάσουμε στο τέρμα του σκοπού μας, όταν συνεργαζόμαστε. Καπετάνιος θα είσαι εσύ, στρατιωτικός ο Αθως, γιατί είναι ανθυπολοχαγός, και πολιτικός καθοδηγητής εγώ.
– Γιατί στρατιωτικός να είναι ο Άθως κι όχι εσύ που είσαι ταγματάρχης;
– Δεν πειράζει. Και οι τρεις την ίδια αξία θα έχουμε, θα συνεργαζόμαστε. Λοιπόν, τι λες;
– Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι είμαι στη διάθεσή σου.
– Στην τιμή σου, Νάκο. Θα κρατήσεις το λόγο σου;
– Ο Μπελλής δεν είναι παιδί, Άρη.

Ο Άρης έχει λύσει το πρόβλημα του Μπελλή οριστικά. Έχει εμπιστοσύνη στο λόγο του. Και δεν είχε άδικο, γιατί ο Νάκος Μπελλής έμεινε έως το τέλος πιστός αγωνιστής στις αρχές του ΕΑΜ, ηρωικός μαχητής του ΕΛΑΣ και αργότερα του Δημοκρατικού Στρατού. Λίγο μετά αλλά μέσα στο 1942, με πρόταση το Άρη και του Μήτσου Μπακόλα, ο Νάκος έγινε τακτικό μέλος του ΚΚΕ».

 

Θεόδωρος Καλλίνος (Αμάρμπεης, ο απελευθερώτης του Αγρινίου και Νάκος Μπελλής)

 

Μαχητής έως το τέλος

Η πορεία του από κει και πέρα είναι η πορεία χιλιάδων αγωνιστών που έδωσαν την ίδια τους τη ζωή για να ξημερώσουν καλύτερες μέρες σ’ αυτόν τον τόπο. Στο βιβλίο καταγράφονται εξαιρετικές λεπτομέρειες από αυτή τη δράση. Όπως η ιστορία για τη διάλυση της Λεγεώνας του Πριγκιπάτου των Ιταλόφιλων Βλάχων. Ο σκούφος τους, το απλό αυτό καλπάκι, έμελλε να γίνει, από σύμβολο προδοσίας, σύμβολο της λευτεριάς, σύμβολο του επίλεκτου αντάρτικου τμήματος των Μαυροσκούφηδων. Είναι το λάφυρο – δώρο που έφερε ο Μπελλής στον Άρη, μετά τη διάλυση των Λεγεωνάριων.

Ο Μπελλής με το τάγμα του πήρε μέρος στα Δεκεμβριανά και δεν συμφώνησε με τη Βάρκιζα. Όταν ο Άρης ξαναβγήκε στο βουνό, του πρότεινε να τον ακολουθήσει. Παρά τη μεγάλη εκτίμηση και πίστη που του είχε, αρνήθηκε να τον ακολουθήσει κόντρα στην απόφαση του Κόμματος. Δεν παρέδωσε το όπλο και δε γύρισε στο χωριό του, γιατί κινδύνευε απ’ τις ληστοσυμμορίες της περιοχής (Βουρλάκηδες), αλλά έμεινε στα βουνά μονάχος του και περίμενε το σύνθημα του Κόμματος για νέο αγώνα. Το Κόμμα τού πρότεινε να τον φυγαδεύσει στις Λαϊκές Δημοκρατίες (στο Μπούλκες) για να προστατευτεί αλλά δε δέχτηκε να φύγει.

Το Μάρτη του 1946 το Κόμμα τον χρέωσε με το καθήκον να ηγηθεί της πρώτης ανταρτοομάδας ένοπλων καταδιωκόμενων (ΟΕΚ) της Ρούμελης. Ένα μήνα μετά ανέβηκε στο βουνό με κομματική εντολή κι ο Κώστας Παλαιολόγου και μαζί με τον Νάκο και τους Πελοπίδα και Λευτέρη, που συμμετείχαν στην ομάδα του Άρη και είχαν γυρίσει, μετά την αυτοκτονία του, στην περιοχή Δομοκού, αποτέλεσαν την πρώτη ΟΕΚ. Είναι η μαγιά για το Αρχηγείο Ρούμελης και αργότερα για τη δημιουργία της ΙΙ Μεραρχίας του ΔΣΕ.

 

—————————————————————————————————————————————————-
Πηγή: Τομεακή Επιτροπή Φθιώτιδας του ΚΚΕ, «Εγώ είμαι ο Νάκος ο Μπελλής, καμάρι της Ομβριακής…», Νακος Μπελλης Λαϊκος Αγωνιστης, Καπετανιος του ΕΛΑΣ, Ταγματαρχης του ΔΣΕ | Ανακτήθηκε από https://ethniki-antistasi-dse.gr/
Φωτογραφία κορυφής: Νάκος ο Μπελλής και Θεόδωρος Καλλίνος (Αμάρμπεης)
————————————————————————————————————–
Η μνήμη είναι μια δυνατότητα για να διευρύνουμε το μέλλον

και όχι για  να το συρρικνώσουμε στο ήδη ξεπερασμένο παρελθόν