7 Σεπτεμβρίου 2024
Είναι η 251η ημέρα του έτους κατά το Γρηγοριανό ημερολόγιο
Υπολείπονται 115 ημέρες για τη λήξη του
🌅 Ανατολή ήλιου: 00:00 – Δύση ήλιου: 00:00
Διάρκεια ημέρας: 00 ώρες 00 λεπτά
🌓 Σελήνη 00 ημερών
Χρόνια πολλά στους: Κασσιανό, Κάσσιο, Κάσσο, Κάσση,
Κασσιανή, Κάσσυ, Σώζο, Σώζη, Σώζη και Σώζα
Γεγονότα
413 π.Χ. – Οι Συρακούσιοι, υπό τον Σπαρτιάτη Γύλιππο, καταναυμαχούν τον Αθηναϊκό Στόλο, κοντά στο λιμάνι των Συρακουσών. Την άνοιξη του 413 π.Χ, ο Γύλιππος επέστρεψε στις Συρακούσες με όσους στρατιώτες κατάφερε να συγκεντρώσει από τις συμμαχικές πόλεις και ενθάρρυνε τους Συρακούσιους (με τη στήριξη του Ερμοκράτη) να επιτεθούν αιφνιδιαστικά στον αθηναϊκό στόλο. Μόλις ολοκλήρωσε τις προετοιμασίες για τη ναυμαχία, ο Γύλιππος οδήγησε τον στρατό κατά του ακρωτηρίου Πλημμύριον, ενώ δύο στόλοι από 35 και 45 πλοία αντίστοιχαν έπλεαν από τον Μεγάλο και τον Μικρό Λιμένα κατά του ακρωτηρίου. Οι Αθηναίοι επιβιβάστηκαν σε 60 πλοία και συγκρούστηκαν με τα πλοία των Συρακουσίων στον Μεγάλο Λιμένα και στο στόμιο του λιμένα. Η ναυμαχία ήταν για πολλή ώρα ισόπαλη, ενώ ο Γύλιππος εκμεταλλεύτηκε το γεγονός ότι η φρουρά του ακρωτηρίου ήταν απασχολημένη με τη ναυμαχία και κατάφερε να καταλάβει τα τρία οχυρά που είχαν στήσει οι Αθηναίοι – στην αρχή κατέλαβε γρήγορα το μεγαλύτερο, ενώ τα άλλα δύο παραδόθηκαν αμαχητί. Παρά τη νίκη του στρατού των Συρακουσίων, ο στόλος τους είχε υποστεί ήττα στη ναυμαχία, καθώς είχε χάσει 11 πλοία και είχε ναυαγήσει μονάχα 3 αθηναϊκά πλοία. Η απώλεια του ακρωτηρίου προκάλεσε σοβαρό πλήγμα στο αθηναϊκό στράτευμα, καθώς είχαν αφήσει εκεί τις προμήθειες τους και την εξάρτηση των πλοίων τους – αναφέρεται πως οι Συρακούσιοι είχαν καταλάβει ιστία και εξάρτηση 40 πλοίων, καθώς και 3 τριήρεις που είχαν μείνει στην ακτή. Μετά τη ναυμαχία, οι Συρακούσιοι έστειλαν ένα πλοίο στην Πελοπόννησο για να δώσουν αναφορά για τις επιτυχίες των Συρακουσίων, ενώ άλλα 11 είχαν σταλεί στις ιταλικές ακτές για να επιτεθούν σε σκάφη που μετέφεραν ναυπηγήσιμη ξυλεία στους Αθηναίους. Μετά τον εμπρησμό των σκαφών του αντιπάλου, οι Συρακούσιοι έφθασαν στους Λοκρούς, όπου ενώθηκαν με απόσπασμα Θεσπιεών οπλίτων. Ωστόσο, στα Υβλαία δέχτηκαν επίθεση από 20 αθηναϊκά πλοία, η οποία όμως δεν είχε το επιθυμητό αποτέλεσμα – οι Συρακούσιοι είχαν χάσει μονάχα ένα πλοία, ενώ τα υπόλοιπα 10 επέστρεψαν στις Συρακούσες. Την ίδια εποχή, στον Μεγάλο Λιμένα σημειώθηκαν αψιμαχίες μεταξύ των Συρακουσίων και των Αθηναίων ακροβολιστών λόγω των πασσάλων που είχαν μπήξει οι Συρακούσιοι για να προστατεύσουν τα πλοία τους από επιθέσεις των Αθηναίων – παρά τις προσπάθειες των Αθηναίων, οι Συρακούσιοι συνέχισαν να μπήγουν όσο το δυνατόν περισσότερους πασσάλους. Παράλληλα, οι Συρακούσιοι έστειλαν πρέσβεις στις σικελικές πόλεις για να μεταδώσουν τα νέα των τελευταίων συγκρούσεων και να ζητήσουν ενισχύσεις, αφού πρώτα είχαν λάβει διαταγή να πείσουν τους υπόλοιπους Σικελιώτες πως η ήττα στη θάλασσα ήταν αποτέλεσμα της αταξίας που προκλήθηκε στις τάξεις των Συρακουσίων και όχι της ανωτερότητας των Αθηναίων. Έτσι καταλήγει σε ολοκληρωτική καταστροφή η προσπάθεια των Αθηναίων να αποκτήσουν τον έλεγχο της Σικελία (Πελοποννησιακός Πόλεμος).
1833 – Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και ο Δημήτριος Πλαπούτας συλλαμβάνονται και φυλακίζονται στο Παλαμήδι από τη Βαυαρική Ανιβασιλεία, με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας. Τα ξημερώματα της 7ης Σεπτεμβρίου 1833 συλλαμβάνονται από το μοίραρχο Κλέωπα οι ήρωες της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και Δημήτριος Πλαπούτας με την κατηγορία ότι επιβουλεύονταν το Βασιλιά Όθωνα και συνωμοτούσαν για τη διενέργεια επανάστασης κατά του καθεστώτος.
Οι δύο συλληφθέντες δεν προέβαλαν καμία αντίσταση και οδηγήθηκαν στις φυλακές του Παλαμηδιού. Στις φυλακές του Παλαμηδιού θα κρατηθούν για έξι μήνες και θα παραπεμφθούν σε δίκη, για συνωμοσία εναντίον του βασιλιά Όθωνα, στις 30 Απριλίου 1834. Πρόεδρος του Δικαστηρίου ήταν ο Πολυζωίδης και δικαστές οι Τερτσέτης, Σούτσος, Βούλγαρης και Φραγκούλης. Εισαγγελέας ήταν ο Σκωτσέζος Μάσσων. Πλήθος κόσμου συγκεντρώθηκε κατά τη διάρκεια της δίκης για να υποστηρίξει τους κατηγορουμένους. Οι δύο αγωνιστές αρνήθηκαν το κατηγορητήριο και στη συνέχεια ακολούθησαν οι μάρτυρες κατηγορίας. Ο εισαγγελέας στην αγόρευσή του ζήτησε την καταδίκη των δύο ηρώων.
Το δικαστήριο μετά από τέσσερις ώρες αποφάσισε με 3 ψήφους υπέρ και 2 κατά (μειοψήφησαν οι Πολυζωίδης και Τερτσέτης) την καταδίκη σε θάνατο του Κολοκοτρώνη και του Πλαπούτα με εκτέλεση στη λαιμητόμο, εντός 24ων ωρών. Στις δύο πλευρές της μαρμάρινης εισόδου του Δικαστικού Μεγάρου Τριπόλεως έχουν τοποθετηθεί τα αγάλματα των δύο ιστορικών δικαστών, του Αναστάσιου Πολυζωίδη (1802-1873) και του Ζακυνθινού Γεώργιου Τερτσέτη (1800-1874) που είχαν αρνηθεί να καταδικάσουν τον Κολοκοτρώνη, τον Πλαπούτα. Στο άκουσμά της ποινής το ακροατήριο έμεινε άναυδο.
Φυσικά μία τέτοια απόφαση προκάλεσε σάλο, ενώ λίγο αργότερα η βαυαρική αντιβασιλεία υποχρεώθηκε να μετατρέψει την ποινή σε κάθειρξη. Το 1835, όταν ο Όθωνας θα αναλάβει και επισήμως την εξουσία, θα υπογράψει την αποφυλάκιση των δύο ηρώων της Επανάστασης του 1821. «Μ’ έβαλαν έξι μήνες μυστική φυλακή, χωρίς να δω άνθρωπο εκτός του δεσμοφύλακα. Δεν ήξερα τι γίνεται για έξι μήνες, ούτε ποιος ζει, ούτε ποιος πέθανε, ούτε ποιόν [άλλον] έχουν στη φυλακή. Για τρεις μέρες δεν ήξερα πως υπάρχω, μου φαινόταν σαν όνειρο. Ρωτούσα τον εαυτό μου αν ήμουν εγώ ο ίδιος ή άλλος κανένας. Δεν ήξερα γιατί μ’ έχουν κλεισμένο. Με τον καιρό μου πέρασε απ’ το νου, πως ίσως η Κυβέρνηση, βλέποντας την υπόληψη που ‘χε ο λαός προς εμένα, με φυλάκισε για να μου κόψει την επιρροή. Ποτέ δεν πίστεψα πως θα φτάσουν σε τέτοιο σημείο να φτιάξουν ψευδομάρτυρες», είχε αναφέρει τότε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.
1912 – Οι Σάμιοι υπό τον Θεμιστοκλή Σοφούλη κηρύσσουν επανάσταση, επιδιώκοντας την αυτοδιάθεση του νησιού και την ένωσή του με το Βασίλειο της Ελλάδος. Γιος του έμπορου και μετέπειτα πολιτικού Παναγιώτη Σοφούλη, αναμείχθηκε με την πολιτική για πρώτη φορά το 1900, όταν ως αρχηγός του Κόμματος των Προοδευτικών, μιας παράταξης με νέες εθνικές και προοδευτικές ιδέες, εκλέχθηκε «πληρεξούσιος» (δηλ. βουλευτής) της πρωτεύουσας της Σάμου στην Εθνοσυνέλευση των Σαμίων. Η Σάμος εκείνη την εποχή ανήκε μεν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, αλλά τελούσε υπό ημιαυτόνομο καθεστώς με ορθόδοξο ηγεμόνα, τον οποίο διόριζε η Υψηλή Πύλη. Το άλλο σαμιώτικο κόμμα, οι «Χατζηγιαννικοί» (ονομάζονταν έτσι επειδή είχαν για ηγέτη τους τον Ιωάννη Χατζηγιάννη, πολιτευτή από το Καρλόβασι), ήταν αντίθετο στην ένωση της Σάμου με την Ελλάδα. Έτσι, όταν ο Σοφούλης εκλέχθηκε πρόεδρος της Εθνοσυνέλευσης (δηλ. πρωθυπουργός) των Σαμίων το 1902, οι Χατζηγιαννικοί κατηγόρησαν τους Προοδευτικούς του Σοφούλη ότι «από του έτους 1902 εκπροσωπούσιν εν Σάμω την ενωτικήν ιδέαν και προς τελεσφόρησιν του σκοπού τούτου εργάζονται πάντες εν κοινή μετά της Κυβερνήσεως της Ελλάδος συνεννοήσει».
Η σύγκρουση Χατζηγιαννικών–Προοδευτικών πήρε μεγάλες διαστάσεις τον Μάιο του 1908, όταν ο ηγεμόνας Ανδρέας Κοπάσης έφερε οθωμανικό στρατό στη Σάμο, παραβιάζοντας τα προνόμια του νησιού. Ακολούθησαν συμπλοκές με νεκρούς στην περιοχή της πρωτεύουσας, για τις οποίες ο Σοφούλης και οι στενοί συνεργάτες του κρίθηκαν ένοχοι και καταδικάσθηκαν ερήμην σε θάνατο από το Κακουργοδικείο της Σάμου. Για να αποφύγει τη σύλληψη, ο Σοφούλης κατέφυγε στην Αθήνα, όπου άρχισε να οργανώνει επαναστατικό σώμα για την εκδίωξη των Τούρκων από το νησί του.
Ο ναός του Αγίου Σπυρίδωνος κατά την άφιξη του Σοφούλη στη Σάμο το 1912, μετά την αναχώρηση του Τουρκικού Στρατού
Ο Κοπάσης δολοφονήθηκε το Μάρτιο του 1912 από τον Σταύρο Μπαρέτη, και στις 20 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους ο Σοφούλης, με οπλαρχηγούς και οπαδούς του, αποβιβάσθηκε στη Σάμο για να κηρύξει την επανάσταση κατά του ηγεμονικού καθεστώτος. Ο τουρκικός στρατός που βρισκόταν στο νησί συνθηκολόγησε και αποχώρησε, ενώ η τοπική εξουσία πέρασε στην Εθνοσυνέλευση των Σαμίων. Στις 11 Νοεμβρίου 1912 η Σάμος κήρυξε επισήμως την ένωσή της με την Ελλάδα και τη διακυβέρνηση του νησιού ανέλαβε προσωρινή κυβέρνηση υπό τον Θεμιστοκλή Σοφούλη.
1936 – Με τον Αναγκαστικό Νόμο 95 της δικτατορίας Μεταξά ιδρύεται η ΥΡΕ (Υπηρεσία Ραδιοφωνικών Εκπομπών) «δια την διαπαιδαγώγησιν, μόρφωσιν και ψυχαγωγίαν του κοινού». Υπήρξε ο πρόδρομος της ΕΡΤ. Στις αρχές της δεκαετίας του 1920 καταγράφονται σε δυτικές χώρες οι πρώτοι πειραματισμοί με ραδιοφωνικές εκπομπές, αρκετά χρόνια μετά τη χρήση ασυρμάτου για στρατιωτικούς σκοπούς. Σύντομα άρχισαν να λειτουργούν στις ΗΠΑ και την Ευρώπη σταθμοί και σε άλλες χώρες με κανονικό πρόγραμμα και περιεχόμενο. Στην Ελλάδα τα πρώτα πειράματα ραδιοφωνίας έγιναν το 1922 από τον καθηγητή Φυσικής του ΕΚΠΑ Κώστα Πετρόπουλο, ο οποίος προσπάθησε να προπαγανδίσει το νέο μέσο στον τύπο, το 1923 από το πολεμικό ναυτικό και το 1925 από ιδιωτική τεχνική σχολή. Οι ακροατές ήταν ελάχιστοι και όλοι οι δέκτες σφραγισμένοι από το κράτος, το οποίο είχε για χρόνια και την αποκλειστική δυνατότητα ασύρματων (όχι ραδιοφωνικών) εκπομπών.
To 1926 εξέπεμψε για πρώτη φορά στη Θεσσαλονίκη ο Χρίστος Τσιγγιρίδης, επιχειρηματίας-εισαγωγέας ραδιοφωνικών συσκευών. Τρία χρόνια αργότερα, το 1929, μετά από κάποιες δοκιμές, δημιούργησε δικό του σταθμό που μετέδιδε πρόγραμμα με ελληνική και ξένη σοβαρή μουσική στο πλαίσιο της ΔΕΘ και μόνο κατά τη διάρκειά της. Ο Τσιγγιρίδης ήθελε να αυξήσει τις πωλήσεις ραδιοφώνων για αυτό το λόγο έφτιαξε τον σταθμό, ο οποίος μετέδιδε διαφημίσεις, αναγγελίες και ειδήσεις σε συνεργασία με την εφημερίδα Μακεδονία. Ο σταθμός του Τσιγγιρίδη, που ήταν ο πρώτος στα Βαλκάνια, λειτουργούσε σε μονιμότερη βάση από το 1936 και ως το 1947 οπότε και απαλλοτριώθηκε υπέρ του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας· λίγο νωρίτερα τους πομπούς του είχε χρησιμοποιήσει και το ΕΑΜ.[10] Στην μεταξική περίοδο αντιμετωπίστηκε με εχθρότητα από το καθεστώς γιατί μετέδιδε μη αρεστές ειδήσεις, ενώ αργότερα, στην Κατοχή, μετέδιδε υποχρεωτικά την γερμανική προπαγάνδα, αν και ο Τσιγγιρίδης επινοούσε βλάβες για να μεταδίδει λιγότερο χρόνο το πρόγραμμα.
Οι κρατικές προσπάθειες για ίδρυση ραδιοφωνικού σταθμού, που άρχισαν εντωμεταξύ το 1929, δεν είχαν κάποιο αποτέλεσμα, λόγω δικαστικών διενέξεων και άλλων ζητημάτων. Το διάστημα 1932 ή 1935-1938 εξέπεμπε, για παράδειγμα, στην περιοχή του Πειραιά σταθμός από το υπουργείο Ταχυδρομείων, Τηλεγράφων και Τηλεφώνων. Παράλληλα, όμως, από το 1930 είχε αρχίσει να τίθεται το νομικό πλαίσιο για τη λειτουργία της ραδιοφωνίας.
Το Καθεστώς της 4ης Αυγούστου κινήθηκε ενεργά προς τη δημιουργία κρατικού ραδιοφωνικού σταθμού με βοήθεια και έμπνευση από την ναζιστική Γερμανία, η οποία είχε επενδύσει στο ραδιόφωνο σαν μέσο προπαγάνδας. Έτσι το 1936 ιδρύθηκε η Υπηρεσία Ραδιοφωνικών Εκπομπών.
1960 – Ο διάδοχος του ελληνικού θρόνου Κωνσταντίνος κερδίζει το χρυσό μετάλλιο στην ιστιοπλοΐα, με σκάφος τύπου Dragon, κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων της Ρώμης. Ο Κωνσταντίνος ήταν πηδαλιούχος και στο πλήρωμα υπήρχε ο Οδυσσέας Εσκιτζόγλου και ο Γιώργος Ζαΐμης, οι οποίοι έγραψαν ιστορία.
Αυτό ήταν το πρώτο Χρυσό Ολυμπιακό Μετάλλιο μετά το 1912. Τότε, η Ελλάδα είχε κατακτήσει με τον Κώστα Τσικλητήρα στη Στοκχόλμη δύο μετάλλια. Ενα «χρυσό» (στο άλμα εις μήκος άνευ φοράς) και ένα «χάλκινο» (στο άλμα εις ύψος άνευ φοράς).
Σημειώνεται ότι η αδελφή του Κωνσταντίνου, η πριγκίπισσα Σοφία και μετέπειτα Βασίλισσα της Ισπανίας, αποτελούσε αναπληρωματικό μέλος του πληρώματος.
Το εβδομαδιαίο περιοδικό «Εικόνες» είχε τον νεαρό διάδοχο Κωνσταντίνο στο εξώφυλλό του σημειώνοντας στον τίτλο «ο θριαμβευτής».
Τότε, στην Ελλάδα, δεν υπήρχε ούτε τηλεόραση και το κρατικό ραδιόφωνο (Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας, ΕΙΡ) σπανίως διέκοπτε το πρόγραμμά του για να μεταδώσει κάποια αθλητική είδηση. Όμως, το χρυσό μετάλλιο της Ελλάδας στην ιστιοπλοΐα ήταν θέμα για να διακοπεί η ροή του προγράμματος για να ανακοινωθεί πως ο διάδοχος Κωνσταντίνος και σημαιοφόρος της Ελληνικής αποστολής κέρδισε το Χρυσό Μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ρώμης.
1964 – Ο Μίκης Θεοδωράκης καταγγέλλει τον αποκλεισμό του από το Φεστιβάλ Αθηνών, όπου επρόκειτο να παρουσιάσει το λαϊκό του ορατόριο με τίτλο «Άξιον Εστί» (σε ποίηση Οδυσσέα Ελύτη), χαρακτηρίζοντάς τον «αυθάδη και προσβλητικό για τον λαό εξοστρακισμό της ελληνικής λαϊκής μουσικής».
Ο Μίκης Θεοδωράκης και ο Οδυσσέας Ελύτης υπέβαλαν πρόταση να παρουσιαστεί το Άξιον εστί, στο Ηρώδειο, στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών του 1964. Υπήρξαν όμως σθεναρές αντιρρήσεις από τη διοίκηση του Ε.Ο.Τ. που είχαν να κάνουν με την εμφάνιση ενός λαϊκού τραγουδιστή, όπως ήταν ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης στη σκηνή του Ηρωδείου. Ασκήθηκαν μεγάλες πιέσεις στον Θεοδωράκη για να αντικαταστήσει τον Μπιθικώτση, ο συνθέτης όμως δεν υπήρχε περίπτωση να δεχτεί. Αποφάσισε να αναλάβει ο ίδιος τα υπέρογκα έξοδα της παραγωγής και να παρουσιάσει το μουσικό του έργο στο θέατρο Ρεξ – Μαρίκα Κοτοπούλη. Η μεγάλη πρεμιέρα προγραμματίστηκε για τις 19 Οκτωβρίου.
Γεννήσεις
1909 – Ελία Καζάν. Γεννημένος στο Καντίκιοϊ της Κωνσταντινούπολης, από Έλληνες Καππαδόκες γονείς. Η ευκατάστατη οικογένειά του μετανάστευσε στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1913, όταν ο ίδιος ήταν μόλις τεσσάρων ετών και έγινε σκηνοθέτης, παραγωγός, συγγραφέας και ηθοποιός. Φοίτησε στο Williams College και στη συνέχεια στη Δραματική Σχολή του Πανεπιστημίου Γέιλ, όπου απασχολήθηκε επαγγελματικά για οκτώ χρόνια και στη Σχολή Τζούλιαρντ. Ήταν ο σκηνοθέτης που ανέδειξε τον Μάρλον Μπράντο και τον Γουόρεν Μπίτι. Συνέβαλε στην καθιέρωση της προσέγγισης του ηθοποιού με βάση τη μέθοδο, που είχε αναπτύξει ο Κωνσταντίν Στανισλάβσκι. Οδήγησε 21 ηθοποιούς στις υποψηφιότητες των Όσκαρ. Ξεκίνησε την καριέρα του ως ηθοποιός στο θέατρο Group Theatre όπου παρέμεινε στη περίοδο 1932-1939. Το 1934 εγγράφεται στο Κομμουνιστικό Κόμμα Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, στο οποίο παραμένει για περίπου 1,5 χρόνο. Το 1942 μεταπήδησε στη σκηνοθεσία παρουσιάζοντας τη πρώτη του παράσταση “Με τα δόντια” του Θόρντον Γουάιλντερ. Έκτοτε άρχισε ν΄ ανεβάζει με αυξανόμενη επιτυχία έργα διάσημων αμερικανών συγγραφέων. Εν τω μεταξύ το 1945 άρχισε να «γυρίζει» κινηματογραφικές ταινίες όπου και έγινε διάσημος στο Broadway, σκηνοθετώντας, ανάμεσα σε άλλα, τα έργα «Ένα δέντρο μεγαλώνει στο Μπρούκλιν» (1945), «Το μεγάλο κατηγορώ» (1946), «Συμφωνία Κυρίων» (1947), «Λεωφορείον ο πόθος» (1951), «Βίβα Ζαπάτα» (1952), «Το λιμάνι της αγωνίας» (1954), «Ένα πρόσωπο στο πλήθος» (1957), «Λάσπη στ’ αστέρια» (1960), «ο Θάνατος του Εμποράκου», «Ανατολικά της Εδέμ»,το «Αμέρικα, Αμέρικα» και «Λυσσασμένη Γάτα». Τιμήθηκε με δύο βραβεία Όσκαρ σκηνοθεσίας για τα έργα Συμφωνία Κυρίων και Το Λιμάνι της Αγωνίας, ενώ ήταν τρεις φορές υποψήφιος για τα έργα Λεωφορείο ο πόθος, Ανατολικά της Εδέμ και Αμέρικα, Αμέρικα, αντίστοιχα. Το 1999 η Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογράφου του απένειμε Τιμητικό Όσκαρ για το σύνολο του έργου του.
Ο Ηλίας Καζάν μαζί με τον Ρόμπερτ Λιούις και την Τσέριλ Κρόφορντ ίδρυσαν το περίφημο Actors studio, μια λέσχη επαγγελματιών ηθοποιών στην οποία καλλιτεχνικός διευθυντής και δάσκαλος υπήρξε ο Λι Στράζμπεργκ.
Το όνομα του Ελία Καζάν έχει συνδεθεί με τον σκηνοθέτη που ανέδειξε τον Μάρλον Μπράντο και τον Γουόρεν Μπίτι, με τον καλλιτέχνη που σκηνοθετούσε με βάση τη διδασκαλία του Στανισλάφσκι.
Ο Καζάν κατακρίθηκε για τη συνεργασία του το 1952 με την Επιτροπή Αντιαμερικανικών Δραστηριοτήτων, μέσω της οποίας κατέδωσε στις αρχές συναδέλφους του ως κομμουνιστές (βλ. Μαύρη Λίστα του Χόλυγουντ). Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι όταν είχε καταδώσει τον Αριστερό σκηνοθέτη Ζυλ Ντασέν ως κομμουνιστή, με αποτέλεσμα ο τελευταίος να καταφύγει τελικά στην Ευρώπη και να καταλήξει στην Ελλάδα ερωτευμένος με την Μελίνα Μερκούρη την οποία παντρεύτηκε.Όταν η Ακαδημία προσέφερε το 1999 το τιμητικό βραβείο για το σύνολο της καριέρας του στον Καζάν, πολλοί συνάδελφοι του και ηθοποιοί αντέδρασαν και αποχώρησαν από την απονομή, ως ένδειξη διαμαρτυρίας καθώς δεν μπορούσαν να ξεχάσουν την προδοσία του.
1930 – Σόνι Ρόλινς. Ο Σόνι Ρόλινς είναι ένας ζωντανός θρύλος. Ενας μοναδικός σύνδεσμοςμε τα μυθιστορηματικά χρόνια που η τζαζ σαγήνευε τον πλανήτη. Λίγο προτού έρθει στην Ελλάδα για μία μοναδική συναυλία, δέχθηκε να μας μιλήσει. Ο αυτοσχεδιασμός, οι ηχογραφήσεις με τον Μάιλς Ντέιβις, τα ναρκωτικά στην τζαζ, ο Ομπάμα,ο Κόλπος του Μεξικού και η 11η Σεπτεμβρίου ήταν μόνο μερικά από τα σημεία της συζήτησής μας.
Γέννημα θρέμμα των πάλαι ποτέ κακόφημων δρόμων του Χάρλεμ, παραγιός του φεγγαριασμένου πιανίστα Θελόνιους Μονκ, πρωτοπαλίκαρο του τσίφτη τρομπετίστα Μάιλς Ντέιβις, περιζήτητος μπαλαντέρ στα κόλπα που έκαναν με τα πλήκτρα, τα έμβολα και τις μπαγκέτες τους οι παπατζήδες Μπαντ Πάουελ, Κλίφορντ Μπράουν και Μαξ Ρόουτς, μα κυρίως συνεχιστής των μεταρρυθμίσεων που έφεραν στο τζαζ σκηνικό με τα χάλκινα μπουριά τους οι Κόλμαν «Χοκ» Χόκινς και Λέστερ «Πρεζ» Γιανγκ, διάσημος και ως «Νουκ», σύμφωνα με την ονοματοδοσία του χώρου, εξαιτίας της ομοιότητάς του με τον θρυλικό παίκτη του μπέιζμπολ Ντον Νιούκαμ, ο Σόνι Ρόλινς ανακηρύχθηκε από τους ίδιους τους σύγχρονούς του συνοδοιπόρους ως ο κορυφαίος όλων των εποχών στο τενόρο σαξόφωνο, λόγω της απαστράπτουσας εφευρετικότητας με την οποία διαχειρίστηκε τόσο το εμπνευσμένο πρωτότυπο όσο και το ευφάνταστα επιλεγμένο δανεικό υλικό του. (Εννοείται, φυσικά, για τις «εποχές» εκείνες, των οποίων το τέλος σηματοδότησε η επιφοίτηση του Τζον Κολτρέιν από κάποιο, αγνώστου ταυτότητος, άγιο πνεύμα.)
Τραχύς και τρυφερός, ανάλογα με την περίσταση, εκκεντρικός και αμετροεπής στυλίστας του αυτοσχεδιασμού, δεν δίστασε να πάρει ακόμη και το μεγαλύτερο αρμονικό ρίσκο σνομπάροντας επιδεικτικά την πρέπουσα μουσική συμπεριφορά. Ο πελώριος, πολύτροπος, βαθύς και αμφίθυμος ήχος του, με την ανορθόδοξη ρυθμική άποψη και την προχωρημένη αίσθηση του χιούμορ, οδήγησε κορυφαίους γραφιάδες όπως οι Νατ Χέντοφ, Ραλφ Γκλίζον και Λέοναρντ Φέθερ να καταθέσουν ότι «οι ιδέες του ξεπετάγονται από το πνευστό με ταχύτητα πολυβόλου», «ο τόνος του είναι τόσο λυσσασμένος, που ακούγεται σαν δυνατό άγριο ουρλιαχτό» και «οι φιοριτούρες είναι τοποθετημένες σύμφωνα με μια εντελώς προσωπική λογική», ενώ ο Στιβ Λέισι, ένα από τα πλέον ελευθερόφρονα σοπράνο, δεν δίστασε να ομολογήσει «κανείς δεν είναι τόσο ερωτευμένος με το σαξόφωνό του όσο αυτός!».
Μπροστάρης λοιπόν, αλλά και αρωγός ενίοτε, των περισσότερων τάσεων που αναπτύχθηκαν στο εσωτερικό της τζαζ στις δεκαετίες των 50s και των 60s, ο Ρόλινς φρόντισε να επεξηγήσει επακριβώς το τι και το πώς το εννοούσε σε δίσκους υπεράνω πάσης υποψίας όπως οι «Tenor Madness» (’56), «Saxophone Colossus» (’56), «WayOutWest» (’57), «Newk’s Time» (’57), «A Night at the Village Vanguard» (’57), «Freedom Suite» (’58), «Brass & Trio» (’58), «The Bridge» (’62), «On Impulse» (’65) καθώς και το σάουντρακ της ταινίας «Alfie» (’66), ώστε, τόσες δεκαετίες αργότερα, να διατηρείται ακόμη στην περίοπτη θέση που κατέχει στην τζαζ επετηρίδα. Πολύ λογικά, η κουβέντα μας αρχίζει με μια αναφορά στο τραγούδι «How Are Things In Glocca Morra?», από το μιούζικαλ «Finian’s Rainbow», το οποίο διασκεύασε στο πρώτο άλμπουμ που ηχογράφησε το ’56 για λογαριασμό της εταιρείας Blue Note, με τίτλο «Sonny Rollins Volume 1».
1950 – Κρίσι Χάιντ. H Κρίστιν Έλεν Ηάιντ, γεννιέται στις 7/9/1951 στην «πρωτεύουσα των ελαστικών», το Έικρον του Οχάιο. Είναι η κόρη ενός υπαλλήλου εταιρίας τηλεφωνικού καταλόγου και μιας part-time γραμματέως. Αργότερα θα πει πως το περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσε ήταν ένα «πολύ άχρωμο, μικροαστικό, μέτριο, τίποτα». Αποφοιτώντας από το τοπικό λύκειο, παραδέχεται «ποτέ δεν μ’ ενδιέφερε ιδιαίτερα το σχολείο. Ποτέ δεν πήγα σε ένα χορό, ποτέ δεν βγήκα ραντεβού, ποτέ δεν τα έφτιαξα με κανέναν. Ήταν απαίσια για μένα. Εκτός, φυσικά, από το ότι μπορούσα να βλέπω μπάντες να παίζουν. Αυτό ήταν η χαρά μου. Πήγαινα στο Κλήβελαντ για να δω οποιοδήποτε γκρουπ. Οπότε ήμουν ερωτευμένη τον περισσότερο καιρό, αλλά κυρίως με αγόρια συγκροτημάτων που δεν τα είχα γνωρίσει ποτέ. Το ότι ήξερα πως ο Μπράιαν Τζόουνς και αργότερα ο Ίγκι Ποπ είναι εκεί έξω, το έκανε πολύ δύσκολο να ενδιαφερθώ για τα αγόρια που βρίσκονταν κοντά μου. Είχα μεγαλύτερα πράγματα υπόψη». Τελικά δικαιώνεται, αφού το πρώτο της φιλί το ανταλλάσσει με ροκ σταρ. Βρίσκεται σε μια συναυλία του Τζάκι Γουίλσον και το συνήθειο είναι να τραβάνε τα κορίτσια στη σκηνή. Από κάτω όλες τσιρίζουν για να τις προσέξουν, αλλά η Κρίσι ξεχωρίζει. Είναι η μόνη λευκή ανάμεσα στους μαύρους φαν. Ένας τύπος την ανεβάζει επάνω και εκεί ο Τζάκι την φιλάει στο στόμα. «Ήταν πολύ cool», θα πει.
Η Κρίσι όμως δεν είναι σαν τα περισσότερα κορίτσια της γενιάς της, που απλώς τα φτιάχνουν με μουσικούς. Θέλει και η ίδια να γίνει μια από αυτούς. Παίρνει την πρώτη της κιθάρα στα 14.
Είναι πλέον 26 χρονών, όταν τελικά το 1978 γνωρίζεται με τον μπασίστα Πιτ Φαρντον, τον κιθαρίστα Τζέιμς Χανιμαν-Σκοτ και τον ντράμερ Μάρτιν Τσέιμπερς. Οι Pretenders γεννιούνται. Το πρώτο τους σινγκλ ,«Stop Your Sobbing/The Wait», λανσάρετε τον Ιανουάριο του 1979 και σύντομα ανεβαίνει στο top 30 των Βρετανικών charts. Το συγκρότημα που παίρνει το όνομα του από το «The Great Pretender» των Platters,γίνετε πασίγνωστο. Ανάμεσα στις πρώτες επιτυχίες τους είναι τα Brass in Pocket, Talk of the Town και Message of Love. Στις αρχές των 80’s η Χάιντ «παρτάρει» τόσο σκληρά όσο και τα αγόρια. Σε μια περιοδεία στο Μέμφις συλλαμβάνεται για μέθη και ανάρμοστη συμπεριφορά. Εκείνη κλωτσάει το παράθυρο του περιπολικού ενώσω οι αστυνομικοί προσπαθούν να τη βάλουν στο πίσω κάθισμα και περνάει τη νύχτα στη φυλακή. Ωστόσο ηρεμεί κάπως, όταν γνωρίζει τον εφηβικό της έρωτα, τον Ρέι Ντέιβις των Kinks. Ο Ντέιβις θέλει να χωρίσει με τη γυναίκα του και την παντρευτεί, όμως το αγοροκόριτσο μέσα της κλωτσάει.
Το καλοκαίρι του ’82 είναι έγκυος από τον Ντέιβις, όταν χτυπάει η τραγωδία. Ο Χάνιμαν-Σκοτ πεθαίνει από καρδιακή ανεπάρκεια λόγω κατάχρησης κοκαΐνης, δυο μόλις μέρες μετά την απόλυση του Φάρντον εξαιτίας του εθισμού του στα ναρκωτικά. Σε 10 μήνες και αυτός θα ακολουθήσει τη μοίρα του πρώην συναδέλφου του, πεθαίνοντας από υπερβολική δόση ηρωίνης. Η Χάιντ με την κοιλιά στο στόμα πασχίζει να τα βγάλει πέρα με την απώλεια αλλά και να σώσει το γκρουπ. Μαζί με τον άλλον εναπομείναντα «Pretender», Μάρτιν Τσέιμπερς, τα καταφέρνουν και τον Σεπτέμβριο του 1982 κυκλοφορούν το πλέον διάσημο «Back on the Chain Gang».
Σήμερα η Χάιντ είναι σχεδόν 60. Όχι ότι παίζει ιδιαίτερο ρόλο. Παραμένει αντικομφορμίστρια, ενίοτε και ταραχοποιός. Είναι φανατική υποστηρίκτρια των δικαιωμάτων των ζώων, ενώ οι πεποιθήσεις της, την φέρνουν συχνά αντιμέτωπη με το νόμο. Το 2000 συλλαμβάνεται με άλλα μέλη της οργάνωσης PETA (People for the Ethical Treatment of Animals) γιατί εφορμά σε ένα κατάστημα GAP στη Νέα Υόρκη, μαχαιρώνοντας τα δερμάτινα είδη σαν ένδειξη διαμαρτυρίας. Αντίστοιχα το 2003 μπαίνει στο κρατητήριο επειδή πετάει κόκκινη μπογιά στα παράθυρα των KFC στο Παρίσι. Πάντως δεν πτοείτε και δηλώνει έτοιμη να πολεμήσει για τους σκοπούς της, όποτε χρειαστεί. Θεωρεί τον εαυτό της «πρωτίστως ακτιβίστρια» και τη μουσική «περισσότερο ως χόμπι» που της δίνει «μια πλατφόρμα για να αγωνιστεί». Με αυτό το σκεπτικό άλλαξε και τη διαθήκη της, εξουσιοδοτώντας την PETA να «αξιοποιήσει μετά θάνατον, την εικόνα της με όποιο τρόπο θεωρεί αρμόζον». Η διαθήκη επίσης προβλέπει πως όταν πεθάνει ,η PETA θα βγάλει μια διαφήμιση με τη φωτογραφία της που να αναφέρει: «Το πεθαμένο κρέας πρέπει να θάβετε, όχι να τρώγεται. Ακούστε την Κρίσι Χάιντ». Φαίνετε τελικά πως το ίδιο πείσμα που την οδήγησε στην κορυφή της ανδροκρατούμενης ροκ σκηνής, χαρακτηρίζει την κάθε της ενέργεια…
Θάνατοι
1827 – Παύλος Μαρία Βοναπάρτης, ανιψιός του Ναπολέοντα. Ο Παύλος Βοναπάρτης ήταν το τρίτο παιδί του Λυσιέν Βοναπάρτη και της συζύγου του Αλεξανδρίνας ντε Μπλεσάμπ-Βοναπάρτη. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια.
Τον Μάρτιο του 1827, σε ηλικία 18 ετών, έφυγε από την πόλη κρυφά από τους γονείς του, και πήγε στην Ανκόνα από εκεί με ξένο όνομα ταξίδεψε στην Ελλάδα για να λάβει μέρος στον πόλεμο για την ανεξαρτησία των Ελλήνων. Ο Παύλος Βοναπάρτης έφτασε πρώτα στα Ιόνια Νησιά, αργότερα βρέθηκε με τον Βρετανό Ναύαρχο Κόχραν, ο οποίος την εποχή εκείνη ήταν επιφορτισμένος με τον ελληνικό στόλο. Ο Παύλος υπηρέτησε στη ναυαρχίδα Ελλάς. Μετά από μια σειρά αποτυχημένων ενεργειών, ο στολίσκος του Κόχραν αγκυροβόλησε στο στενό έξω από τις Σπέτσες.
Ο Παύλος Βοναπάρτης πέθανε στο Ναύπλιο στις 7 Σεπτεμβρίου (Π.Η. 26 Αυγούστου) του 1827, όταν μία ημέρα πριν βρέθηκε στη φρεγάτα Ελλάς βαριά πληγωμένος από απρόσεκτο χειρισμό όπλου, καθώς καθάριζε το πιστόλι του. Το 1832, μετά το τέλος του Πολέμου στην Ελλάδα, το ταριχευμένο σώμα του Παύλου Βοναπάρτη θάφτηκε σε μαυσωλείο στο νησί της Σφακτηρίας, μαζί με τους Γάλλους ναύτες που έπεσαν στη Ναυμαχία του Ναυαρίνου.
2003 – Αρτέμης Μάτσας (1930-7 Σεπτεμβρίου 2003) ήταν γνωστός Έλληνας ηθοποιός, κριτικός κινηματογράφου και σκηνοθέτης. Έπαιξε στο θέατρο και σε σημαντικό αριθμό κινηματογραφικών ταινιών και στην τηλεόραση από το 1949 μέχρι και το 1988. Έχει μείνει στη μνήμη των θεατών λόγω της ερμηνείας του σε ρόλους καταδότη – δωσίλογου σε έργα που διαδραματίζονταν κατά την Κατοχή της Ελλάδας από τις δυνάμεις του Άξονα στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αδελφός του ήταν ο συγγραφέας και σκηνοθέτης Νέστορας Μάτσας. Χαρακτηριστική είναι η χρήση του ονόματός του σε δημοσιεύματα αρκετά χρόνια μετά την ενεργό του δράση, για να υποδηλώσει τον προδότη ή τον καταδότη.
Ο πατέρας του πέθανε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Γερμανία κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο λόγω της εβραϊκής του καταγωγής. Ο Αρτέμης Μάτσας είχε σπουδάσει στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών και εργάστηκε με την ιδιότητα του κινηματογραφικού και καλλιτεχνικού συντάκτη σε εφημερίδες και περιοδικά. Οι πρώτες ταινίες στις οποίες έπαιξε στον κινηματογράφο ήταν το Ερωτικό ταξίδι (1949) και τα Αρραβωνιάσματα (1950). Ως σκηνοθέτης είχε το θίασο «Στούντιο Ονείρων».
Πέθανε σε ηλικία 73 ετών στην Αθήνα. Οι νεκρολογίες για τον Μάτσα έκαναν αντιπαραβολή του ρόλου του «κακού» που είχε παίξει και λόγω των οποίων ήταν γνωστός, με το γεγονός ότι ο ίδιος ήταν καλόκαρδος και «χρυσή καρδιά», «ένας πραγματικά καλός, ένας σπάνιος άνθρωπος».
2015 – Βούλα Ζουμπουλάκη (Κάιρο, 24 Σεπτεμβρίου 1924 – Αθήνα, 7 Σεπτεμβρίου 2015) ήταν Ελληνίδα ηθοποιός, σύζυγος του Δημήτρη Μυράτ (νυμφ. 1951). Σπούδασε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, στη Σχολή Μονωδίας του Εθνικού Ωδείου, στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Εμφανίστηκε στην Εθνική Λυρική Σκηνή το 1952 και δύο χρόνια αργότερα στην πρόζα. Πρωταγωνίστησε : «Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα» (Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα), «Απόψε αυτοσχεδιάζουμε» (Λουίτζι Πιραντέλλο), «Ρέκβιεμ για μια μοναχή» (Γουίλιαμ Φώκνερ), «Λυσσασμένη γάτα» (Τένεσι Ουίλιαμς) κ.ά.
To 1955, μετά από πρόταση της φίλης της Μελίνας Μερκούρη, εμφανίστηκε στην ταινία Στέλλα παίζοντας το ρόλο της «Αννέτας» και τραγουδώντας το τραγούδι «Εφτά τραγούδια θα σου πω». Είχε λάβει μέρος στο Διεθνές Φεστιβάλ Θεάτρου στη Λισαβόνα το 1964 και στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης το 1966.
Τιμήθηκε με το Α΄ Βραβείο Φεστιβάλ Λισαβόνας (1964), Α΄ Έπαθλο Μαρίκας Κοτοπούλη (καλύτερης ηθοποιού) το 1961, Β΄ Έπαθλο Μαρίκας Κοτοπούλη το 1965, Α΄ Βραβείο ηθοποιίας στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης το 1966 και την ίδια χρονιά της απενεμήθη ο Χρυσός Σταυρός Ευποιίας. Απεβίωσε από εγκεφαλικό επεισόδιο.