7 Ιουλίου 2024
Είναι η 189η ημέρα του έτους κατά το Γρηγοριανό ημερολόγιο.
Υπολείπονται 177 ημέρες για τη λήξη του
🌅 Ανατολή ήλιου: 06:09 – Δύση ήλιου: 20:50
Διάρκεια ημέρας: 14 ώρες 41 λεπτά
🌑 Σελήνη 1.4 ημερών
Χρόνια πολλά στους: Κυριακή, Κορίνα, Ντομένικα, Σάντυ και Οδυσσέα.
Γεγονότα
1550 – Οι Ισπανοί κονκισταδόρες φέρνουν τη σοκολάτα στην Ευρώπη, που σύντομα θα γίνει το αγαπημένο ρόφημα των ευγενών. Με τον όρο σοκολάτα περιγράφεται μία σειρά από προϊόντα που έχουν ως βασικό συστατικό το κακάο, που προέρχεται από το κακαόδεντρο. Είναι ένα από τα βασικά συστατικά στη ζαχαροπλαστική, σε γλυκά, παγωτά, μπισκότα και άλλα που περιέχουν ζάχαρη. Σοκολάτα επίσης ονομάζεται και ζεστό ρόφημα (αφέψημα) με βάση τη σοκολάτα. Αυτός που έφερε το κακάο στην Ευρώπη ήταν ο Ερνάν Κορτές. Οι Αζτέκοι χρησιμοποιούσαν τους καρπούς του κακάο – αφού πρώτα τους έτριβαν μεταξύ τους και τους έκαναν σκόνη – για την παρασκευή ενός ροφήματος που το ονόμαζαν τσοκολάτλ. Το ρόφημα αυτό, στο οποίο πρόσθεταν και άλλα μπαχαρικά, το έπιναν ζεστό και θεωρούσαν ότι ήταν χωνευτικό, δυναμωτικό και το καλύτερο φάρμακο της εποχής εκείνης, που μπορούσε να γιατρέψει κάθε αρρώστια. Για πρώτη φορά σοκολάτα σε στερεά μορφή παρασκεύασε το παραδοσιακό μαγαζί του Λονδίνου “Ο Μύλος του Καφέ”, που το 1674 παρουσίασε σοκολατένια ραβδάκια “αλά ισπανικά” και ένα γλύκισμα σοκολάτας σε συμπαγή μορφή.
Οι πρώτες αρχαιολογικά τεκμηριωμένες καλλιέργειες του κακαόδεντρου έγιναν από τους Μάγιας. Η παρασκευή του ροφήματος κακάο άρχισε σύντομα να γίνεται δημοφιλής. Δεκατέσσερα πήλινα αγγεία των Μάγια, που βρέθηκαν άπλυτα απέδειξαν ότι έπιναν κακάο τουλάχιστον από το 600 π.Χ. Ο πολύτιμος καρπός του κακαόδεντρου, άρχισε να δίνει τη βασική ύλη για ένα από τα δημοφιλέστερα τρόφιμα όλων των εποχών, του οποίου οι ιδιότητες στη ψυχοσωματική σφαίρα του ανθρώπινου οργανισμού, θεωρούνται μοναδικές και σχεδόν «μαγικές». Οι Αζτέκοι που κατοικούσαν βορειότερα, δεν είχαν το κατάλληλο κλίμα για την καλλιέργεια, αλλά αποκτούσαν μέσω του εμπορίου τεράστιες ποσότητες. Έτριβαν τους σπόρους του κακάο και με τη σκόνη τους αρωμάτιζαν ένα μίγμα από βανίλια, καλαμπόκι, κόκκινες καυτερές πιπεριές και ζεστό νερό. Ονόμαζαν αυτό το ρόφημα «τσοκολάτλ», δηλαδή «πικρό νερό», και το θεωρούσαν δυναμωτικό, χωνευτικό και φάρμακο για όλες τις ασθένειες. Το καυτό νερό είναι απαραίτητο για να απελευθερωθούν οι ενεργές ουσίες και το άρωμα του κακάο. Και σήμερα στο Μεξικό, όταν θέλουν να πουν ότι το νερό είναι καυτό, λένε «Como agua para chocolate» (όπως το νερό για σοκολάτα).
1770 – Ο τουρκικός στόλος καταστρέφεται στον λιμένα Τσεσμέ της Σμύρνης από τους Ρώσους, με τους οποίους συνεργάζονται και τέσσερα ελληνικά πλοία. Σε αντίποινα, οι Τούρκοι σφάζουν 1.000 Έλληνες της Σμύρνης.
Οι δυνάμεις των αντιπάλων, ήταν οι εξής: τον ρωσικό στόλο, αποτελούσαν 9 πλοιάρια της γραμμής με 66 πυροβόλα το καθένα, 7 φρεγάτες, 1 βομβαρδιστικό, 4 μικρότερα πλοία και 17 ελαφρά πλοιάρια. Ο τουρκικός στόλος απαρτιζόταν από 15 πλοία της γραμμής, 3 φρεγάτες, 7 εξοπλισμένα πλοιάρια και πολλά μικρότερα σκάφη. Μόνο η τουρκική ναυαρχίδα, διέθετε 100 πυροβόλα, ενώ ορισμένα άλλα τουρκικά σκάφη είχαν ανάλογο αριθμό πυροβόλων. Η διάταξη του ρωσικού στόλου, ήταν η εξής: προφυλακή ήταν η μοίρα του Σπιριντόφ, ο οποίος μαζί με τον Θεόδωρο Ορλόφ επέβαινε στη ναυαρχίδα «Ευστάθιος». Στο κέντρο, βρισκόταν η μοίρα του Αλέξιου Ορλόφ, που διοικούσε τον στόλο από το πλοίο «Τρεις Ιεράρχες» και οπισθοφυλακή, η μοίρα του Elphinstone που επέβαινε στο πλοίο «Σβιατοσλάβ».
Η ρωσική επίθεση, άρχισε στις 26 Ιουνίου/7 Ιουλίου. Ο τουρκικός στόλος, ανεπτυγμένος σε σχήμα ημικυκλίου, χτυπούσε αδιάκοπα τον ρωσικό. Ο Σπιριντόφ, με τη ναυαρχίδα «Ευστάθιος» κινήθηκε εναντίον της τουρκικής ναυαρχίδας «Ρεάλ Μουσταφά». Ο καπουδάν πασάς Ιμπραήμ Χοζαμεδίν, με κάποια πρόφαση εγκατέλειψε το πλοίο και αποβιβάστηκε στην ξηρά. Αν θυμηθούμε και τη συμπεριφορά του στην Αργολίδα, μάλλον δεν ήταν ιδιαίτερα γενναίος και ικανός ναύαρχος. Έτσι, τον τουρκικό στόλο διοικούσε ουσιαστικά ο τρίτος ναύαρχος και διοικητής της μοίρας του Αιγαίου Χασάν μπέης Τζεζάερλη Μαντάλογλου. Σύντομα, η ναυμαχία γενικεύθηκε.
Με τις πρώτες κανονιές, καταστράφηκε το πηδάλιο του «Ευστάθιος». Το τουρκικό πλοίο «Καπουδάν πασάς», με 100 κανόνια, έσπευσε να βοηθήσει τη ναυαρχίδα του. Τότε, μια τσαμπέκα (στενόμακρο τρικάταρτο ιστιοφόρο και κωπήλατο πλοίο, που ανέπτυσσε μεγάλη ταχύτητα και αναφέρεται και ως σεμπέκ(ι) ή σαμπέκο), με δέκα κανόνια και ρωσική σημαία, εμφανίζεται μπροστά του και ρίχνει μία ομοβροντία εναντίον του. Παρά τους ελιγμούς του, το «Καπουδάν πασάς», καθώς δεχόταν τα πυρά της τσαμπέκας, δεν μπόρεσε να βοηθήσει τη ναυαρχίδα. Κυβερνήτης της τσαμπέκας ήταν ο Ιωάννης Βαρβάκης… Λόγω του σφοδρού ανέμου, ο «Ευστάθιος» παρασύρθηκε και ακούμπησε την τουρκική ναυαρχίδα που καιγόταν. Το ρωσικό πλοίο, πήρε κι αυτό φωτιά. Τελικά και τα δύο πλοία ανατινάχτηκαν. Σε βοήθεια του «Ευστάθιου», είχαν σπεύσει και τα άλλα ρωσικά πλοία, που έριχναν συνεχώς βολές εναντίον των τουρκικών. Πανικόβλητοι οι Τούρκοι, κατέφυγαν με τα πλοία τους στο λιμάνι του Τσεσμέ, όπου θα τους προστάτευαν τα πυροβολεία της ξηράς.
Ο Ρώσος συγγραφέας της αφήγησης «Τσεσμέ» Βλαντιμίρ Σίγκιν, γράφει: « Τη μεγαλύτερη επιτυχία είχε το πυρπολικό του Βαρβάκη. Μανουβράροντας κατάλληλα είχε την ευκαιρία να πλησιάσει το μεγάλο τουρκικό πλοίο και έβαλε φωτιά στο δικό του πυρπολικό. Άναψε πύρινους πυρσούς και σε λίγο ακούστηκε τρομερός θόρυβος και η τουρκική φρεγάτα έπεσε σε μία από τις πλευρές του πλοίου. Ένα μετά το άλλο άρχισαν να εκρήγνυνται τα τουρκικά πλοία. Ο Τσεσμεϊκός Όρμος μεταμορφώθηκε σε ένα ηφαίστειο εν ενεργεία. Ο Ιωάννης Βαρβάκης βρισκόταν μέσα σ’ αυτή τη φωτιά, ριψοκινδύνεψε τη ζωή του και τραυματίστηκε βαριά». Στα πληρώματα των ρωσικών πλοίων, υπηρετούσαν πολλοί ακόμα Έλληνες, κυρίως Μυκονιάτες, αλλά και πολλοί Επτανήσιοι και άλλοι Αιγαιοπελαγίτες. Η τουρκική πανωλεθρία στο Τσεσμέ (=βρύση, κρήνη), ήταν η μεγαλύτερη μετά από την ήττα των Οθωμανών στη ναυμαχία της Ναυπάκτου (1571). Οι Έλληνες, για μία ακόμα φορά αναθάρρησαν, ωστόσο και πάλι δεν μπόρεσαν να ελευθερωθούν από τον τουρκικό ζυγό. Έπρεπε να περιμένουν 51 χρόνια ακόμα, για να ξεκινήσουν μόνοι τους, τον δικό τους αγώνα εναντίον των Τούρκων και να ελευθερωθούν.
1947 – Αγνώστου ταυτότητος αντικείμενο εντοπίζεται στην περιοχή Ρόζγουελ του Νέου Μεξικού. Λέγεται ότι πρόκειται για UFO που συνετρίβη. Την 8η Ιουλίου 1947, η RAAF (Roswell Army Air Field) εξέδωσε δελτίο τύπου δηλώνοντας ότι προσωπικό του 509th Bomb Group ανέκτησε τα συντρίμμια ενός “ιπτάμενου δίσκου” σε ράντζο κοντά στο Ρόσγουελ, πυροδοτώντας το έντονο ενδιαφέρον των ΜΜΕ. Αργότερα την ίδια μέρα, ο Στρατηγός διοικητής της Eighth Air Force δήλωσε ότι στην πραγματικότητα, ένα μετεωρολογικό μπαλόνι είχε ανακτηθεί από προσωπικό της RAAF και όχι “ιπτάμενος δίσκος”. Ακολούθησε συνέντευξη τύπου, αναδεικνύοντας χαλάσματα φερόμενα ότι ανήκαν στο κατεστραμμένο αντικείμενο, τα οποία έδειχναν να επαληθεύουν την περιγραφή του μετεωρολογικού μπαλονιού.
Η υπόθεση ξεχάστηκε γρήγορα και αγνοήθηκε σχεδόν ολοκληρωτικά, ακόμα και από ερευνητές των ΑΤΙΑ, για περισσότερο από 30 χρόνια. Τότε, το 1978 ο ειδικός των ΑΤΙΑ, Stanton T. Friedman κάλεσε σε συνέντευξη τον Ταγματάρχη Jesse Marcel, ο οποίος είχε αναμειχθεί στην αρχική ανάκτηση των χαλασμάτων το 1947. Ο Marcel εξέφρασε την πεποίθηση ότι ο στρατός είχε συγκαλύψει την ανάκτηση ενός εξωγήινου σκάφους. Η ιστορία του διαδόθηκε στους κύκλους των ΑΤΙΑ, προβαλλόμενη σε ντοκιμαντέρ για ΑΤΙΑ εκείνης της εποχής. Τον Φεβρουάριο του 1980, η εφημερίδα The National Enquirer διεξήγαγε τη δική της συνέντευξη με τον Marcel, προσελκύοντας εθνική και παγκόσμια προσοχή για το συμβάν του Ρόσγουελ.
Επιπρόσθετες μαρτυρίες και αναφορές προέκυψαν κατά τα επόμενα χρόνια. Προστέθηκαν σημαντικές νέες λεπτομέρειες, ανάμεσα στις οποίες και ισχυρισμοί για μεγάλη στρατιωτική επιχείρηση με σκοπό την ανάκτηση εξωγήινου σκάφους καθώς και εξωγήινων όντων, σε 11 τοποθεσίες συντριβής, καθώς και υποτιθέμενο εκφοβισμό μαρτύρων. Το 1989 ο πρώην εργολάβος κηδειών Glenn Dennis έφερε στην επιφάνεια λεπτομερή λογαριασμό, ισχυριζόμενος ότι αυτοψίες εξωγήινων όντων έλαβαν χώρα στη βάση του Ρόσγουελ.
Σε απάντηση στις παραπάνω αναφορές και μετά από ερωτήσεις του Κογκρέσου, το Κυβερνητικό Γραφείο Λογοδοσίας ξεκίνησε διερεύνηση και οδήγησε το Γραφείο της Γραμματείας Πολεμικής Αεροπορίας (SECAF) να διεξάγει εσωτερική έρευνα. Το αποτέλεσμα περιλήφθηκε σε δύο αναφορές. Η πρώτη, με χρονολογία έκδοσης 1995, κατέληγε ότι το ανακτηθέν το 1947 υλικό ήταν πιθανώς συντρίμμια ενός μυστικού κυβερνητικού προγράμματος με την ονομασία “Project Mogul”.
Η δεύτερη αναφορά, με χρονολογία έκδοσης 1997, κατέληγε ότι οι αναφορές για περισυλλογή πτωμάτων εξωγήινων όντων πιθανώς προέρχονταν από ακουσίως ταραγμένες αναμνήσεις στρατιωτικών ατυχημάτων κατά τα οποία προσωπικό είχε τραυματιστεί ή σκοτωθεί και στην ανάκτηση ανθρωπόμορφων ομοιωμάτων κατά την διεξαγωγή στρατιωτικών προγραμμάτων όπως το πρόγραμμα “High Dive” το οποίο έλαβε χώρα την δεκαετία του ’50 καθώς επίσης και σε φάρσες από διάφορους μάρτυρες και υποστηρικτές των ΑΤΙΑ.
Οι ψυχολογικές επιδράσεις από την πίεση χρόνου και της σύγχυσης σχετικά με το πότε συνέβησαν τα γεγονότα δικαιολογούσε την διαφωνία με τις διερευνώμενες χρονολογίες. Αυτές οι αναφορές απορρίφθηκαν από τους υποστηρικτές των ΑΤΙΑ ως παραπληροφόρηση ή απλά ως αβάσιμες. Ωστόσο σημαντικός αριθμός ερευνητών των ΑΤΙΑ απέρριψαν την πιθανότητα το συμβάν να αφορά κάποιο εξωγήινο σκάφος.
1989 – 144 βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας καταθέτουν πρόταση κατά του Ανδρέα Παπανδρέου και άλλων πέντε υπουργών του ΠΑΣΟΚ, για παράβαση του νόμου περί ευθύνης υπουργών, ανοίγοντας το δρόμο για τη λεγόμενη Κάθαρση. Στις 18 Ιουλίου η ολομέλεια του κοινοβουλίου αποφασίζει την παραπομπή των κατηγορουμένων σε προανακριτική επιτροπή για το σκάνδαλο Κοσκωτά.
Το Σεπτέμβρη του ίδιου χρόνου και μετά την έκβαση της προανακριτικής επιτροπής, η Βουλή αποφάσισε να παραπέμψει στο Ειδικό Δικαστήριο για το σκάνδαλο Κοσκωτά, τον Ανδρέα Παπανδρέου μαζί τους υπουργούς της κυβέρνησής του Αγαμέμνονα Κουτσόγιωργα, Γεώργιο Πέτσο και Δημήτρη Τσοβόλα.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου κατηγορήθηκε για το αδίκημα της ηθικής αυτουργίας σε απιστία και το αδίκημα της παθητικής δωροδοκίας για τη συμμετοχή του στο σκάνδαλο Κοσκωτά. Για το αδίκημα της ηθικής αυτουργίας σε απιστία, 166 βουλευτές ψήφισαν υπέρ της παραπομπής και 121 κατά, ενώ για τα αδικήματα της παθητικής δωροδοκίας ψήφισαν 165 υπέρ και 121 κατά.
Από την ψηφοφορία απουσίασε ο ίδιος, ο Γιώργος Σουφλιάς, ο Απόστολος Ανδρεουλάκος, ο Αχμέτ Σαδίκ και ο δολοφονηθείς – μόλις την προηγούμενη ημέρα – Παύλος Μπακογιάννης, η θέση του οποίου δεν είχε αναπληρωθεί. Υπερασπιζόμενος τον εαυτό του στη Βουλή, ο Ανδρέας Παπανδρέου αποδέχθηκε την πολιτική του ευθύνη για το σκάνδαλο Κοσκωτά, αλλά αρνήθηκε κατηγορηματικά ότι έφερε ποινικές ευθύνες, χαρακτηρίζοντας τις παραπομπές ως πολιτική δίωξη, με στόχο την πολιτική εξόντωση του ιδίου και του ΠΑΣΟΚ.
Από τους λοιπούς συγκατηγορουμένους του, ο Παναγιώτης Ρουμελιώτης παραπέμφθηκε για παράβαση του άρθρου 2 του Ν.Δ. 802/71, επειδή δεν έλαβε μέτρα ελέγχου της Τράπεζας Κρήτης. Τελικώς, όμως, δεν δικάστηκε, λόγω μη άρσης της ασυλίας του από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Ο Δημήτρης Τσοβόλας παραπέμφθηκε για απιστία περί την υπηρεσία, ο Αγαμέμνων Κουτσόγιωργας για παράβαση του άρθρου 2 του Ν.Δ. 802/71, επειδή δεν έλαβε μέτρα ελέγχου της Τράπεζας Κρήτης, για υπόθαλψη εγκληματία, για παθητική δωροδοκία και για αποδοχή προϊόντων εγκλήματος από ιδιοτέλεια και ο Γεώργιος Πέτσος για απιστία περί την υπηρεσία και δωροληψία.
2019 – Οι βουλευτικές εκλογές στην Ελλάδα σηματοδοτούν την επάνοδο της Νέας Δημοκρατίας υπό τον Κυριάκο Μητσοτάκη στην διακυβέρνηση της χώρας για πρώτη φορά αυτοδύναμα από το 2007, την σταθεροποίηση του ΣΥΡΙΖΑ ως βασικού πυλώνα της Κεντροαριστεράς και της εν γένει Αριστεράς και την μη παρουσία της Χρυσής Αυγής στην Βουλή. Τα αποτέλεσματατα: ΝΔ 39,85% (158 έδρες), ΣΥΡΙΖΑ 31,53% των ψήφων ( 86 έδρες), ΚΙΝΑΛ 8,10% (22 έδρες), το ΚΚΕ το 5,30% (15 έδρες), Ελληνική Λύση 3,70% (10 έδρες) και ΜεΡα25 3,44% (9 έδρες), Λοιπά Κόμματα 8,08%.
Γεννήσεις
1893 – Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι. Ήταν το τρίτο και τελευταίο παιδί της οικογένειάς του που γεννήθηκε στο Μπαγκντάτι, στη Γεωργία όπου ο πατέρας του εργαζόταν ως δασοφύλακας. Ο πατέρας του είχε καταγωγή από Ουκρανούς Κοζάκους ενώ η μητέρα του ήταν επίσης oυκρανικής καταγωγής. Αν και ο Μαγιακόφσκι μιλούσε Γεωργιανά στο σχολείο και με τους φίλους του, η οικογένειά του μιλούσε κυρίως Ρωσικά στο σπίτι. Σε ηλικία 14 ετών πήρε μέρος σε διαδηλώσεις με τους σοσιαλιστές στην πόλη Κουταΐσι, όπου παρακολούθησε μαθήματα στο τοπικό γυμνάσιο. Μετά τον ξαφνικό και πρώιμο θάνατο του πατέρα του το 1906, η οικογένειά του — ο ίδιος, η μητέρα του, και οι δύο αδελφές του — μετακόμισε στη Μόσχα, όπου συνέχισε τις μαθητικές του σπουδές.
Στη Μόσχα ο Μαγιακόφσκι ανέπτυξε το πάθος του για τη μαρξιστική λογοτεχνία, πήρε μέρος σε σειρά δραστηριοτήτων στο Ρωσικό Σοσιαλιστικό Δημοκρατικό Κόμμα των Εργαζομένων και αργότερα στρατολογήθηκε ως μέλος των Μπολσεβίκων. Το 1908 αποπέμφθηκε από το σχολείο επειδή η μητέρα του δεν μπορούσε πλέον να πληρώνει τα δίδακτρα. Εκείνη την εποχή, ο Μαγιακόφσκι φυλακίστηκε σε τρεις περιπτώσεις για ανατρεπτική πολιτική δράση αλλά, όντας ανήλικος, απέφυγε τη μεταγωγή του. Στη διάρκεια της περιόδου της απομόνωσης στα κρατητήρια της φυλακής της Μπουτίρκα (ρωσικά: Бутырский следственный изолятор ή Бутырская тюрьма) το 1909, άρχισε να γράφει ποίηση, αλλά τα ποιήματά του κατασχέθηκαν από τις αρχές. Με την αποφυλάκισή του, εξακολούθησε να εργάζεται για το σοσιαλιστικό κίνημα, και το 1911 μπήκε στη Σχολή Καλών Τεχνών της Μόσχας όπου γνωρίστηκε με μέλη του ρωσικού φουτουριστικού κινήματος. Έγινε ο κύριος εκπρόσωπος τύπου για την ομάδα Γκιλέας (ρωσικά:Гилея), και στενός φίλος του ζωγράφου Νταβίντ Μπουρλιούκ, τον οποίο έβλεπε ως μέντορά του.
Το 1912 η φουτουριστική έκδοση, Ένα χαστούκι στο πρόσωπο του δημοσίου γούστου (Пощёчина общественному вкусу) περιελάμβανε τα πρώτα δημοσιευμένα ποιήματα του Μαγιακόφσκι: Νύχτα (Ночь), και Πρωί (Утро). Λόγω όμως των πολιτικών τους δραστηριοτήτων, ο Μπουρλιούκ και ο Μαγιακόφσκι αποβλήθηκαν από τη Σχολή Καλών Τεχνών της Μόσχας το 1914.
Το καλοκαίρι του 1915, ο Μαγιακόφσκι ερωτεύτηκε μια παντρεμένη γυναίκα, τη Λίλια Μπρικ, και είναι σε εκείνη που αφιέρωσε το ποίημα Το σπονδυλωτό φλάουτο (1916), ρωσ. «Флейта-позвоночник». Δυστυχώς για τον Μαγιακόφσκι, αυτή ήταν η γυναίκα του εκδότη του, Όσιπ Μπρικ. Η ερωτική σχέση, αλλά και οι εντυπώσεις του από τον πόλεμο και την επανάσταση, επηρέασαν καθοριστικά τα έργα του αυτών των χρόνων. Το ποίημα Ο πόλεμος και ο κόσμος (1916) αναφέρεται στη φρίκη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και Ο Άνθρωπος (1917) είναι ένα ποίημα που ασχολείται με τη δυστυχία του έρωτα.
Σε μια περιοδεία του για διαλέξεις στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο Μαγιακόφσκι γνώρισε την Έλι Τζονς, η οποία γέννησε αργότερα την κόρη του, ένα γεγονός που ο ίδιος πληροφορήθηκε μόλις το 1929, όταν το ζευγάρι συναντήθηκε μυστικά στη νότιο Γαλλία, καθώς η σχέση τους είχε κρατηθεί κρυφή. Στα τέλη του 1920, ο Μαγιακόφσκι ερωτεύθηκε την Τατιάνα Γιάκοβλεβα και σε αυτήν αφιέρωσε το ποίημα Γράμμα στην Τατιάνα Γιάκοβλεβα (ρωσικά: Письмо Татьяне Яковлевой, 1928).
Η σημασία της επίδρασης του Μαγιακόφσκι δεν περιορίζεται στη σοβιετική ποίηση. Ενώ από χρόνια θεωρείται ο κορυφαίος Σοβιετικός ποιητής, έχει αλλάξει επίσης τις παραδοχές για την ποίηση στην ευρύτερη κουλτούρα του 20ου αιώνα. Ο πολιτικός του ακτιβισμός ως καθοδηγητή προπαγάνδας σπάνια κατανοήθηκε και συχνά επικρίθηκε από τους συγχρόνους του, ακόμα και από στενούς του φίλους όπως ο Μπορίς Παστερνάκ. Κοντά στα τέλη του 1920, ο Μαγιακόφσκι απομυθοποίησε σε μεγάλο βαθμό την πορεία της Σοβιετικής Ένωσης υπό τον Ιωσήφ Στάλιν: τα σατιρικά του έργα Ο κοριός (ρωσικά: Клоп, 1929) και Το μπάνιο (ρωσικά: Баня, 1930), τα οποία πραγματεύονται τη σοβιετική απέχθεια για την τέχνη και τη γραφειοκρατία, αντανακλούν αυτή την εξέλιξη.
Το απόγευμα της 14ης Απριλίου, 1930, ο Μαγιακόφσκι αυτοπυροβολήθηκε. Το ημιτελές κείμενο του ποιήματος της αυτοκτονίας του σημείωνε, μεταξύ άλλων: «Το καράβι της αγάπης συντρίφτηκε πάνω στην καθημερινή ρουτίνα. Εσύ κι εγώ, δεν χρωστάμε τίποτε ο ένας στον άλλον, και δεν έχει νόημα η απαρίθμηση αμοιβαίων πόνων, θλίψεων και πληγών». Ο Μαγιακόφσκι ετάφη στη Μόσχα, στο Κοιμητήριο Νοβοντέβιτσι.
1936 – Νίκος Ξυλούρης. (Ανώγεια Ρεθύμνου, 7 Ιουλίου 1936 – Πειραιάς, 8 Φεβρουαρίου 1980), γνωστός και με το παρατσούκλι Ψαρονίκος ή τον τιμητικό χαρακτηρισμό Αρχάγγελος της Κρήτης, ήταν Έλληνας μουσικός και τραγουδιστής του λαϊκού, του δημοτικού και του εντέχνου. Θεωρείται ένας από τους σπουδαιότερους Έλληνες μουσικούς, ενώ συνέβαλε αποφασιστικά στην διάσωση της κρητικής παραδοσιακής μουσικής. Γεννήθηκε το 1936, στο ορεινό χωριό Ανώγεια Μυλοποτάμου Ρεθύμνου της Κρήτης από οικογένεια με μουσική παράδοση και πολλούς λυράρηδες. Στα οχτώ του χρόνια, όταν οι Γερμανοί έκαψαν το χωριό του, ξεριζώθηκε από τον τόπο του μαζί με τους υπόλοιπους κατοίκους, οι οποίοι μεταφέρθηκαν σε χωριό της επαρχίας Μυλοποτάμου όπου παρέμειναν μέχρι και την απελευθέρωση της Κρήτης. Αδέλφια του είναι οι επίσης γνωστοί μουσικοί της κρητικής μουσικής, Αντώνης Ξυλούρης (Ψαραντώνης) και Γιάννης Ξυλούρης (Ψαρογιάννης). Σε νεαρή ακόμα ηλικία, με τη βοήθεια του δασκάλου του, Μενέλαου Δραμουντάνη, κατάφερε να πείσει τον πατέρα του να του αγοράσει την πρώτη του λύρα και πολύ γρήγορα άρχισε να παίζει σε γάμους και πανηγύρια. Σταματά το σχολείο, μαθαίνει μόνος τους τις πρώτες νότες, γράφει μαντινάδες και αρχίζει να παίζει σε γάμους και πανηγύρια σε όλη την Κρήτη, δίπλα στον λυράρη Λεωνίδα Κλάδο. Στα 17 του αποφάσισε να μετακομίσει στο Ηράκλειο και έπιασε δουλειά στο νυχτερινό κέντρο “Κάστρο”. Τα πράγματα όμως δεν ήταν όπως τα περίμενε γιατί βρέθηκε αντιμέτωπος με τη “μόδα” της ευρωπαϊκής μουσικής, κάτι τελείως ξένο για αυτόν. Τα έσοδά του μόλις και μετά βίας έφταναν να τον συντηρήσουν και πέρασε δύσκολες εποχές.
Το 1969 ηχογράφησε με μεγάλη επιτυχία το δίσκο Ανυφαντού και λίγους μήνες αργότερα εμφανίστηκε και πάλι σε αθηναϊκό μουσικό κέντρο. Οι καταστάσεις, όμως, είχαν ωριμάσει πλέον και ο κόσμος τον υποστήριζε περισσότερο. Έτσι, μετακόμισε και πάλι στην Αθήνα. Εκεί γνώρισε τον ποιητή και σκηνοθέτη Ερρίκο Θαλασσινό, ο οποίος αποφάσισε να τον συστήσει στον Γιάννη Μαρκόπουλο και έτσι ξεκίνησε μια λαμπρή συνεργασία, με τον δίσκο Χρονικό και τα Ριζίτικα. Παράλληλα, γνωρίστηκε με τον διευθυντή της δισκογραφικής εταιρίας COLUMBIA και έγιναν κουμπάροι.
Για το ποιος «ανακάλυψε» το Νίκο Ξυλούρη, τα λεγόμενα της συζύγου του, κυρίας Ουρανίας Ξυλούρη, – όπως δημοσιεύτηκαν σε σχετικά αφιερώματα των περιοδικών «Δίφωνο» και «Μονογραφίες» – διαφέρουν από την ιστορία που συνήθως επικρατεί σε αρκετές βιογραφίες του Νίκου Ξυλούρη: ότι δηλαδή τον ανακάλυψε ο Ερρίκος Θαλασσινός και τον ανέδειξε ο Γιάννης Μαρκόπουλος. Η ανάδειξη του Ξυλούρη οφείλεται στο τραγούδι του «Ανυφαντού» και το πρόσωπο που τον ανακάλυψε και τον ανέδειξε ήταν ο διευθυντής της δισκογραφικής εταιρείας «Κολούμπια» Τάκης Λαμπρόπουλος, ο οποίος τον ηχογράφησε σε ένα γαμήλιο γλέντι στα Ανώγεια κι έστειλε την κασέτα στον συνθέτη Σταύρο Ξαρχάκο που βρισκόταν τότε στο Παρίσι, προκειμένου να ακούσει τη φωνή του Ανωγειανού λυράρη. Οι εφημερίδες της εποχής έγραψαν ότι ο Λαμπρόπουλος πήγε στην Κρήτη όπου ανακάλυψε μια σπουδαία και σημαντική φωνή. Από εκεί πληροφορήθηκε ο Γιάννης Μαρκόπουλος για το Νίκο Ξυλούρη και του πρότεινε τα τραγούδια του Χρονικού. Προηγουμένως, ο Μαρκόπουλος είχε δοκιμάσει τις φωνές του Γρηγόρη Μπιθικώτση και της Μαρίας Φαραντούρη, που όπως φαίνεται δεν τον ικανοποίησαν, μέχρι που γνώρισε τον Ξυλούρη και του εμπιστεύτηκε μερικά από τα τραγούδια του Χρονικού.
Στην ακμή της καριέρας του, τον Μάιο του 1979, ο Νίκος Ξυλούρης αντιλήφθηκε ότι έχει καρκίνο και πιο συγκεκριμένα όγκο στους πνεύμονες με μετάσταση στον εγκέφαλο. Μεταβαίνει στο «Μεμόριαλ» της Νέας Υόρκης για να χειρουργηθεί και επιστρέφει στην Αθήνα, μετά από αλλεπάλληλες επεμβάσεις, στις αρχές Αυγούστου. Τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου, σε «συναυλία αγάπης», που διοργανώνει για εκείνον ο Σταύρος Ξαρχάκος στο γήπεδο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας, με στόχο την κάλυψη των εξόδων της νοσηλείας του, 25.000 άνθρωποι τραγουδούν και προσεύχονται για να γίνει καλά. Τον Δεκέμβριο πηγαίνει για μία εβδομάδα στο «Μεμόριαλ», ωστόσο έχει εξανεμιστεί κάθε ελπίδα. Τελικά έχασε τη μάχη στο αντικαρκινικό νοσοκομείο Πειραιώς στις 8 Φεβρουαρίου 1980, σε ηλικία μόλις 43 χρονών. Με τη φωνή και το ήθος του σημάδεψε τα χρόνια της χούντας, την αντίσταση σε αυτήν, αλλά και τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Όπως ο ίδιος έλεγε μετά τη μεταπολίτευση, αναφερόμενος στους ανθρώπους της μουσικής βιομηχανίας “εγώ τους ίδιους ανθρώπους έβλεπα να κανονίζουν επί χούντας, τους ίδιους βλέπω και τώρα”. Είναι ενταφιασμένος στο πρώτο νεκροταφείο Αθηνών.
1940 – Ρίνγκο Σταρ. Ο Ρίτσαρντ Στάρκεϋ (Richard Starkey, 7 Ιουλίου 1940), γνωστός ως Ρίνγκο Σταρ (Ringo Starr), είναι Άγγλος μουσικός, τραγουδιστής και ηθοποιός, περισσότερο γνωστός ως ντράμερ του μουσικού συγκροτήματος The Beatles. Γεννήθηκε στις 7 Ιουλίου του 1940 στο Λίβερπουλ της Αγγλίας. Πριν γίνει μέλος των Beatles το 1962, ήταν μέλος των Rory and The Hurricanes. Γιος του είναι ο τραγουδιστής Ζακ Στάρκι (γεννημένος το 1965). Είναι παντρεμένος με τη γνωστή από ταινία του James Bond, ηθοποιό Barbara Bach.Το 2018 χρίστηκε ιππότης από τη βασίλισσα και έγινε Sir. Τον Αύγουστο του 2019 εμφανίστηκε στο φεστιβάλ Woodstock 2019, για τα 50 χρόνια από το φεστιβάλ του Woodstock του 1969.
Θάνατοι
1890 – Ανρί Νεστλέ. Γερμανοελβετός επιχειρηματίας, από τους πρωτοπόρους στην παιδική διατροφή. Γεννήθηκε ως Χάινριχ Νέστλε στις 10 Αυγούστου 1814 στη Φραγκφούρτη και ήταν το ενδέκατο από τα δεκατέσσερα παιδιά ενός τεχνίτη υαλοπινάκων της περιοχής. Ο πατέρας του τον προόριζε για την οικογενειακή επιχείρηση, αλλά ο νεαρός Χάινριχ επιζητούσε κάτι το διαφορετικό και στα 20 χρόνια του μετακόμισε στο Βεβέ της Ελβετίας. Δούλεψε ως βοηθός στο φαρμακείου του Γιόχαν Στάιν για πέντε χρόνια και το 1839 πήρε την άδεια του φαρμακοποιού. Την περίοδο αυτή γαλλοποίησε το όνομά του σε Ανρί Νεστλέ (Henry Nestle) για να ενταχθεί στο γαλλόφωνο περιβάλλον του Βεβέ.
Το 1843 διεύρυνε τους ορίζοντές του και άρχισε να ασχολείται με το εμπόριο τροφίμων και ποτών, αλλά και με την παραγωγή ανθρακούχου νερού και αναψυκτικών. Στις 23 Μαΐου 1860 παντρεύτηκε την Άννα Εμάν, κόρη γιατρού. Ήταν ένας γάμος, που του άλλαξε τη ζωή και τα επιχειρηματικά ενδιαφέροντα. Ο Νεστλέ στράφηκε τότε στην παραγωγή παιδικών τροφών, σε μια περίοδο που η παιδική θνησιμότητα θέριζε ακόμη και στις πιο ανεπτυγμένες χώρες της Ευρώπης. Άλλωστε και η πολυμελής οικογένειά του είχε πληρώσει βαρύ τίμημα, καθώς έξι από τα αδέλφια του είχαν πεθάνει σε νηπιακή ηλικία. Ανέσυρε από το παρελθόν τις φαρμακευτικές του γνώσεις και δημιούργησε μια τροφή για νεογνά, τα οποία για διαφόρους λόγους δεν μπορούσαν να θηλάσουν το μητρικό γάλα. Με βασικά συστατικά το αγελαδινό γάλα και τα δημητριακά, το νέο προϊόν ονομάστηκε «Φαρίν Λακτέ» (Farine Lactee) και γρήγορα κέρδισε την εμπιστοσύνη των μητέρων. Η νεοσύστατη εταιρεία του «Νεστλέ» (Nestle) άρχισε να το εξάγει σε όλο τον κόσμο. Το 1874 ο Νεστλέ πούλησε το δημιούργημά του για 1.000.000 ελβετικά φράγκα και αποσύρθηκε με τη σύζυγό του στην έπαυλή του στο Βεβέ («Βίλα Νεστλέ») για να ασχοληθεί με αγαθοεργίες και κοινωφελείς δραστηριότητες. Πέθανε από καρδιακή προσβολή στις 7 Ιουλίου 1890. Η «Νεστλέ», που εξακολουθεί να εδρεύει στο Βεβέ της Ελβετίας, είναι σήμερα η μεγαλύτερη εταιρεία παραγωγής τροφίμων και αφεψημάτων στον κόσμο, με παρουσία στην Ελλάδα από τα τέλη του 19ου αιώνα.
1908 – Δημήτριος Βικέλας. Η οικογένεια του πατέρα του, Εμμανουήλ Βικέλα, ήταν σπουδαία εμπορική οικογένεια με καταγωγή από τη Βέροια. Το αρχικό όνομά της οικογένειας ήταν Μπεκέλας ή Μπικέλας, μετατράπηκε όμως από τον πατέρα του Δημήτριου σε Βικέλας. Από την πλευρά της μητέρας του Σμαράγδας, ο Βικέλας καταγόταν από την εμπορική οικογένεια Μελά. Η Σμαράγδα ήταν αδερφή του συγγραφέα Λέοντος Μελά, ο οποίος έγραψε το γνωστό σε όλους μυθιστόρημα Ο Γεροστάθης και κόρη του μεγαλεμπόρου Γεώργιου Μελά. Από αυτή τη γραμμή συγγένειας ο Βικέλας ήταν -παρά τη μεγάλη ηλικιακή διαφορά- πρώτος εξάδελφος του Παύλου Μελά, γιου του Μιχαήλ Γ. Μελά. Ο Δημήτριος Βικέλας γεννήθηκε στην Ερμούπολη της Σύρου, αλλά από την ηλικία των τεσσάρων ετών εγκαταστάθηκε αρχικά στο Ναύπλιο και έπειτα στην Κωνσταντινούπολη. Για ένα διάστημα εγκαταστάθηκε και οικογενειακά στην Οδησσό λόγω εμπορικών δραστηριοτήτων. Λόγω των μετακινήσεων της οικογένειας αλλά και δικών του προβλημάτων υγείας, η φοίτησή του στα σχολεία δεν ήταν τακτική. Η μητέρα του, όμως, ήταν πολύ καλλιεργημένη και του προσέφερε αρκετά μαθήματα κατ’ οίκον. Ο ίδιος αργότερα ομολόγησε ότι σ’ αυτήν όφειλε την κλίση του προς τα φιλολογικά ενδιαφέροντα. Σε κάποια από τις πολλές μετακινήσεις της οικογένειάς του ξαναβρέθηκε στη Σύρο, όπου και φοίτησε στο Λύκειο του Χρήστου Ευαγγελίδη. Εκεί, αυτός και ο συμμαθητής του Εμμανουήλ Ροΐδης, εξέδιδαν χειρόγραφη εφημερίδα, ενώ στα δεκαέξι του το 1851, παρουσιάζει την έμμετρη μετάφραση του έργου του Ζαν Ρασίν «Εσθήρ». Το έργο αυτό ανέβηκε θεατρικά στο σχολείο της Ερμούπολης από τους συμμαθητές του. Το 1852 μετέβη στο Λονδίνο για επαγγελματική εξάσκηση και εργάστηκε ως υπάλληλος και ως συνέταιρος στον εμπορικό οίκο των αδελφών Μελά. Παράλληλα σπούδασε Βοτανική και πήρε δίπλωμα (το μόνο μάθημα που μπορούσε να παρακολουθήσει, λόγω ωραρίου), αλλά τα ενδιαφέροντά του ήταν φιλολογικά και μ’ αυτά ασχολήθηκε κυρίως (μελέτη και μεταφράσεις). Από το 1855 έγραφε και ποιήματα, τα οποία δημοσίευε σε εφημερίδες και περιοδικά της Αθήνας ή υπέβαλλε στους ποιητικούς διαγωνισμούς του Πανεπιστημίου. Το 1862 δημοσίευσε στο Λονδίνο την ποιητική του συλλογή με τον τίτλο ¨στίχοι¨ και ακολούθησε στην συνέχεια το έργο του, περί Ελληνικής Φιλολογίας, περί Βυζαντινών κ.τ.λ
Το 1876 η εταιρεία Μελά διαλύθηκε και αποφάσισε να επιστρέψει στην Αθήνα. Λόγω όμως των προβλημάτων υγείας της συζύγου του έζησε αναγκαστικά πολλά χρόνια στο Παρίσι. Εκεί έγραψε και τον Λουκή Λάρα, το απομνημόνευμα ίσως το πιο σημαντικό για την επονείδιστη καταστροφή της Χίου, μάλιστα ο Λουκής Λάρας ως νουβέλα οριοθετεί το ηθογραφικό αφήγημα και τα έργα τραύματος στη νεοελληνική λογοτεχνία. Επίσης στο Παρίσι έκανε πλήθος μεταφράσεων. Παράλληλα βέβαια ταξίδευε συχνά στην Αθήνα και στις εφημερίδες δημοσίευε τα διηγήματά του.
Εν τω μεταξύ η υγεία της συζύγου του επιδεινωνόταν και αναγκάστηκε να την εγκλείσει σε ψυχιατρική κλινική. Αυτό του επέτρεψε να περνάει περισσότερο καιρό στην Ελλάδα και τελικά το 1897 να εγκατασταθεί οριστικά στην Αθήνα. Εκτός από τα επιστημονικά του έργα, ασχολήθηκε με έργα κοινωφελή. Το σημαντικότερο από αυτά είναι η ίδρυση του Συλλόγου προς διάδοσιν ωφελίμων βιβλίων, το 1899, με γραμματέα τον Γεώργιο Δροσίνη, τον Οίκο των Τυφλών το 1898,την Σκοπευτική και Εργατική Σχολή το 1898 ενώ οργάνωσε και το Πρώτο Εκπαιδευτικό Συνέδριο το 1899.
Ο Βικέλας ήταν από το 1897 μέλος της Εθνικής Εταιρείας, στην οποία προσχώρησε έπειτα από παραίνεση του συγγενή του, Παύλου Μελά. Κατά τη διάρκεια του Πολέμου του 1897 οργάνωσε πλωτό νοσοκομείο για την περίθαλψη των τραυματιών του μετώπου της Ηπείρου και προσπάθησε να κινητοποιήσει την διεθνή γνώμη υπέρ της κρητικής επανάστασης. Αργότερα διαχώρισε τη θέση του από εκείνη της οργάνωσης σχετικά με το Κρητικό Ζήτημα. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του, ασχολήθηκε με τη συγγραφή των απομνημονευμάτων του, τα οποία και εκδόθηκαν το 1908, όπως και η ζωή μου, Παιδικές Αναμνήσεις και Νεανικοί Χρόνοι. Ο θάνατος τον βρήκε στην Κηφισιά. Μετά το θάνατό του κληροδότησε την πλούσια βιβλιοθήκη του στον δήμο Ηρακλείου Κρήτης, ο οποίος ονόμασε τη βιβλιοθήκη του προς τιμήν του “Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη”. Άλλες δράσεις του επιφανούς λόγιου και πρώτου προέδρου της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής, ήταν ο συνεχής του δημοσιογραφικός αγώνας, στις στήλες της εφημερίδας “Μαγχεστριανός Φύλαξ” για τις απροκάλυπτες κλοπές, των Βρετανών και τις αρπαγές από αυτούς, των αρχαιολογικών θησαυρών της Κύπρου και την μεταφορά τους στο Λονδίνο (1899). Ακόμη στους “Times ” του Λονδίνου, ο Βικέλας χαρακτήριζε ως επαίσχυντον πράξιν την λεηλασία των κυπριακών αρχαιοτήτων.