Μνήμη χρονολογίου της 27ης Ιουνίου

27 Ιουνίου 2024

Είναι η 179η ημέρα του έτους κατά το Γρηγοριανό ημερολόγιο.
Υπολείπονται 187 ημέρες για τη λήξη του
🌅  Ανατολή ήλιου: 06:04 – Δύση ήλιου: 20:51
Διάρκεια ημέρας: 14 ώρες 47 λεπτά
🌗  Σελήνη 20.5 ημερών
Χρόνια πολλά στους: Πιερή, Πιέρο, Πιέριο, Πιέρη,
Πιερίωνα, Πιερία, Πιέρα και Σαμψώνα.

Γεγονότα

 

1913 – Οι Έλληνες νικούν τους Βουλγάρους στη Μάχη της Βέτρινας (Νέο Πετρίτσι). Ελληνοβουλγαρική ένοπλη σύγκρουση, κατά τη διάρκεια του Β’ Βαλκανικού Πολέμου (26 και 27 Ιουνίου 1913). Είναι γνωστή και ως Μάχη του Δεμίρ Χισάρ. Με τη νίκη του ο ελληνικός στρατός ανάγκασε τους Βουλγάρους να εγκαταλείψουν την ευρύτερη περιοχή των Σερρών, με αποτέλεσμα να γίνει δυνατή η απελευθέρωση της Ανατολικής Μακεδονίας.
Η Βέτρινα (σήμερα Νέο Πετρίτσι Σερρών) είχε καταληφθεί από τους Βουλγάρους στις 19 Οκτωβρίου 1912, κατά τη διάρκεια του Α’ Βαλκανικού Πολέμου. Μέχρι τότε ανήκε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι Βούλγαροι φρόντισαν να την οχυρώσουν αμυντικά για να τη χρησιμοποιήσουν ως προγεφύρωμα, ώστε σε περίπτωση μελλοντικού ελληνοτουρκικού πολέμου να εμποδίσουν την πορεία του ελληνικού στρατού προς τα στενά του Ρούπελ.
Ο ελληνικός στρατός μετά τη νικηφόρα μάχη της Δοϊράνης (23 Ιουνίου 1913) ξεχύθηκε στην κοιλάδα του Στρυμώνα, με σκοπό να καταλάβει την Ανατολική Μακεδονία. Στην επιχείρηση συμμετείχαν δύο Μεραρχίες -η 1η υπό τον αντιστράτηγο Εμμανουήλ Μανουσογιαννάκη και η 6η υπό τον συνταγματάρχη Νικόλαο Δελλαγραμάτικα- με τη συμμετοχή μονάδων της 7ης Μεραρχίας.
Το βράδυ της 25ης Ιουνίου έφθασαν πληροφορίες στο ελληνικό στρατηγείο ότι τη Βέτρινα υπερασπίζονταν 12 τάγματα του βουλγαρικού στρατού, ενώ 10 ακόμη τάγματα του εχθρού βρίσκονταν στην ανατολική όχθη του Στρυμόνα μπροστά από το Δεμίρ Χισάρ (σήμερα Σιδηρόκαστρο Σερρών). Την επομένη, 26 Ιουνίου, οι ελληνικές δυνάμεις συνέκλιναν στην περιοχή της Βέτρινας, χωρισμένες σε δύο φάλαγγες. Η πρώτη φάλαγγα ευρισκόμενη πλησίον του χωριού Χατζημπεϋλίκ (σήμερα Βυρώνεια Σερρών) δέχθηκε βουλγαρικά πυρά, τα οποία ως επί το πλείστον ήταν άστοχα. Η δεύτερη φάλαγγα κατόρθωσε να καταλάβει μερικά υψώματα της περιοχής και να προκαλέσει ρήγματα στην άμυνα των Βουλγάρων.
Νωρίς το πρωί της 27ης Ιουνίου οι ελληνικές δυνάμεις επανέλαβαν την επίθεση στο μέτωπο της Βετρίνας και γρήγορα κατόρθωσαν να κάμψουν την άμυνα των Βουλγάρων, γύρω στις 9:30 το πρωί. Οι Βούλγαροι εγκατέλειψαν τις θέσεις τους και υποχώρησαν ανατολικά του Στρυμόνα, αφού πρώτα ανατίναξαν το μεσαίο τόξο της γέφυρας. Η 6η Μεραρχία ανέλαβε να τους καταδιώξει. Αφού διήλθε από ένα βατό σημείο του ποταμού, την ίδια ημέρα κατέλαβε και απελευθέρωσε το Σιδηρόκαστρο. Προτού αποχωρήσουν από το Σιδηρόκαστρο, οι Βούλγαροι προέβησαν σε σφαγές κατοίκων της πόλης και πήραν μαζί τους ως ομήρους τον επίσκοπο Πολυανής Φώτιο, τριάντα προκρίτους, καθώς και ιερείς και δασκάλους.

 

1929 – Ιδρύεται η Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδας (πρώην Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος) ήταν ο κατ΄ εξοχήν χρηματοπιστωτικός φορέας που ασκούσε αποκλειστικά την αγροτική πίστη στην Ελλάδα. Ιδρύθηκε το 1929, με έδρα την Αθήνα, ως “αυτόνομος τραπεζικός οργανισμός κοινωφελούς χαρακτήρος”. Τον Ιούλιο του 2012, το υγιές τμήμα της απορροφήθηκε από την Τράπεζα Πειραιώς.
Η ίδρυση της ΑΤΕ συνιστά μέρος των προσπαθειών που κατέβαλε το κράτος για να ελέγξει το τραπεζικό σύστημα και να σταθεροποιήσει το εθνικό νόμισμα, αφού το διεθνές νομισματικό σύστημα δεν είχε μείνει ανεπηρέαστο από τον Α΄Παγκόσμιο. Η δραχμή ήταν υποτιμημένη στο 1/10 της προπολεμικής της αξίας. Η σταθεροποίηση του εθνικού νομίσματος προϋπέθετε την σύναψη εξωτερικού προσφυγικού δανείου. Επίσης ο ερχομός των προσφύγων έκανε επιτακτικότερη τη διεύρυνση της αγροτικής πίστης. Η σύσταση μιας ξεχωριστής αγροτικής τράπεζας θα περιόριζε τις τραπεζιτικές δικαιοδοσίες της Ε.Τ.Ε., θα κάλυπτε με μεγαλύτερη άνεση τις πιστοδοτικές ανάγκες των αγροτών και θα ενίσχυε την αγροτική παραγωγή. Δεν έλειψαν οι αντιδράσεις μέσα στο κοινοβούλιο αλλά και εκτός αυτού από την Ε.Τ.Ε. Περισσότερο από κάθε άλλον ταυτίστηκε με τη δημιουργία της Γεωργικής Τράπεζας ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου. Στις διαπραγματεύσεις της Ελλάδας με την Κοινωνία των Εθνών το 1927 ο Παπαναστασίου συμμετείχε ως υπουργός Γεωργίας. Εκεί έλαβε την υπόσχεση του Ελληνικού Κράτους, της Ε.Τ.Ε., και της Επιτροπής Αποκατάστασης Προσφύγων ότι θα συνεργάζονταν για την ίδρυση και τη λειτουργία της Γεωργικής Τράπεζας.[2] Πράγματι, στο πρωτόκολλο της συμφωνίας για την έκδοση δανείου που υπογράφτηκε στις 15 Σεπτεμβρίου του 1927, στη Γενεύη μεταξύ της ελληνικής κυβερνήσεως και της δημοσιονομικής επιτροπής της Κ.Τ.Ε. περιλήφθηκε και η υποχρέωση της ίδρυσης Γεωργικής Τράπεζας. Στις 23 Οκτωβρίου της ίδιας χρονιάς επιτεύχθηκε συμφωνία ανάμεσα σε κυβέρνηση και Ε.Τ.Ε. η οποία καθόριζε τις βάσεις για την σύσταση και λειτουργία αυτής της τράπεζας. Στις 3 Φεβρουαρίου παραιτείται ο Παπαναστασίου και η κυβέρνηση επιταχύνει τη διαδικασία σύστασης της τράπεζας για να μην θεωρηθεί ότι δεν υποστηρίζει τα αγροτικά συμφέροντα. Στις 23 Φεβρουαρίου 1928 υπογράφηκε νέα σύμβαση ανάμεσα στο κράτος και την ΕΤΕ για την ίδρυση και λειτουργία της Γεωργικής Τράπεζας χωρίς όμως να προωθηθεί για επικύρωση στη Βουλή επειδή τα κεφάλαια της νέας τράπεζας δεν επαρκούσαν.
Τον Ιούλιο του 1929, περίπου 100 χρόνια από την ανακήρυξη του ελληνικού κράτους, ο τότε Υπουργός Γεωργίας Κ. Σπυρίδης (του κόμματος των Φιλελευθέρων) εισήγαγε στη Βουλή των Ελλήνων σχέδιο νόμου περί ιδρύσεως ιδιαίτερης τράπεζας για την κάλυψη των αναγκών αλλά και τον συντονισμό και αύξηση της ελληνικής αγροτικής παραγωγής. Η πρόταση εκείνη της τότε κυβέρνησης έγινε δεκτή κατά πανηγυρικό τρόπο και ψηφίσθηκε απ΄ όλα τα τότε κόμματα της αντιπολίτευσης, ανεπιφύλακτα. Έτσι το νομοσχέδιο εκείνο έγινε νόμος το 1929 με τον οποίο και ιδρύθηκε η ΑΤΕ ως κοινωφελής οργανισμός, δηλαδή χωρίς μετόχους και χωρίς κερδοσκοπικό χαρακτήρα.
Σημειώνεται όμως ότι προσπάθειες σύστασης Αγροτικής Τράπεζας είχαν καταβάλει και όλες οι προηγούμενες κυβερνήσεις και ειδικότερα η κυβέρνηση συνασπισμού που είχε καταρτίσει σχέδιο σύμβασης οργάνωσης με την Εθνική Τράπεζα. Η τελευταία αυτή σύμβαση λήφθηκε ως βάση από την κυβέρνηση των Φιλελευθέρων για τη σύσταση ανεξάρτητης και αυτόνομης τράπεζας.

 

1967 – Το πρώτο ATM εγκαθίσταται σε τραπεζικό υποκατάστημα στο Ένφιλντ του Λονδίνου. Η Αυτόματη Ταμειολογιστική Μηχανή (Automated Teller Machine), γνωστή με το αρκτικόλεξο ΑΤΜ, είναι μία ηλεκτρομηχανική συσκευή, που διευκολύνει τις συναλλαγές, επιτρέποντας στους εξουσιοδοτημένους χρήστες, με τη χρήση ειδικών πλαστικών καρτών, να αναλαμβάνουν μετρητά από τον λογαριασμό τους και να έχουν πρόσβαση σε άλλες υπηρεσίες, όπως ερωτήσεις σχετικά με το υπόλοιπο λογαριασμού, μεταφορά κεφαλαίων και αποδοχή καταθέσεων. Σήμερα, σε όλο τον κόσμο, είναι εγκατεστημένα περισσότερα από 3 εκατομμύρια ΑΤΜ, σύμφωνα με την ΑΤΜΙΑ, που εκπροσωπεί τους κατασκευαστές ΑΤΜ.
Η ιδέα για την κατασκευή ενός τέτοιου μηχανήματος, που θα διευκόλυνε τις συναλλαγές εκτός του ωραρίου των τραπεζικών υποκαταστημάτων, ανήκε σε πολλούς τραπεζίτες σε Ανατολή και Δύση και άρχισε να διαμορφώνεται μεταπολεμικά με την ανάπτυξη των ηλεκτρονικών υπολογιστών. Στις 30 Ιουνίου 1960, ο αμερικανo-αρμένιος φωτογράφος και εφευρέτης Λούθερ Σίμτζιαν (1905-1997) κατέθεσε αίτηση ευρεσιτεχνίας για μία αυτόματη μηχανή ανάληψης μετρητών με την ονομασία Bankograph, την οποία έλαβε στις 26 Φεβρουαρίου 1963. Ενδιάμεσα, το μηχάνημα εγκαταστάθηκε πειραματικά στη Νέα Υόρκη, από τη City Bank (νυν Citibank), αλλά αποσύρθηκε ύστερα από έξι μήνες, λόγω έλλειψης ενδιαφέροντος από τους πελάτες της τράπεζας.
Σήμερα, είναι ευρέως αποδεκτό ότι ο άνθρωπος που ανακάλυψε το ΑΤΜ είναι ο σκωτσέζος οικονομολόγος Τζον Σέφερντ – Μπάρον (1925-2010). Δουλεύοντας στην τυπογραφική εταιρεία «De La Rue» τη δεκαετία του ‘60 του κατέβηκε η ιδέα να κατασκευάσει ένα μηχάνημα αυτόματης ανάληψης χρημάτων. Ή έμπνευση του ήρθε στο μπάνιο του σπιτιού του: «Σκέφτηκα ότι πρέπει να υπάρχει τρόπος να μπορώ να κάνω ανάληψη χρημάτων οπουδήποτε κι αν βρίσκομαι, στο Ηνωμένο Βασίλειο ή στον κόσμο. Είχα την ιδέα του αυτόματου πωλητή σοκολάτας, με τη μόνη διαφορά ότι θα άλλαζα τη σοκολάτα με μετρητά» είπε σε μία συνέντευξή του.
Η Barclays ήταν η πρώτη τράπεζα που πείστηκε για την εφεύρεση του Σέφερντ – Μπάρον, η οποία έφερε την κωδική ονομασία DACS. Μετά από ένα ποτήρι τζιν, ο τότε διευθύνων σύμβουλος της τράπεζας υπέγραψε συμβόλαιο μαζί του για την εξέλιξη της ανακάλυψής του. Το πρώτο μηχάνημα τοποθετήθηκε στο υποκατάστημα της Barclays στο Ένφιλντ του Βορείου Λονδίνου, στις 27 Ιουνίου 1967, που θεωρείται η γενέθλια ημέρα του ΑΤΜ. Ο κωμικός Ρεγκ Βάρνεϊ ήταν ο πρώτος πελάτης που πραγματοποίησε ανάληψη μετρητών.
Οι πλαστικές κάρτες δεν είχαν εφευρεθεί ακόμα και το ΑΤΜ χρησιμοποιούσε ειδικές επιταγές εμποτισμένες με άνθρακα 14, μία ουσία με ήπια ραδιενεργή ακτινοβολία. Το μηχάνημα την ανίχνευε και στη συνέχεια την ταίριαζε μ’ έναν αριθμό ασφαλείας.
Ένα παράπλευρο προϊόν της εφεύρεσης ήταν ο κωδικός ασφαλείας, το γνωστό μας PIN. Αρχικά ο Σέφερντ – Μπάρον ήθελε το ΡΙΝ να αποτελείται από έξι ψηφία, αλλά η σύζυγός του Καρολάιν, σε μία κουβέντα που είχαν στο τραπέζι της κουζίνας, τον συμβούλεψε να μην ξεπερνά τα τέσσερα ψηφία, γιατί αλλιώς η ίδια δεν θα μπορούσε να θυμάται τον κωδικό.
Το ΑΤΜ του Σέφερντ – Μπάρον κέρδισε το στοίχημα, καθώς προηγήθηκε κατά εννέα ημέρες του σουηδικού Bankomat και ενός μήνα του αγγλικού Chubb MD2, που προωθούσε η Westminster Bank. Στην Ελλάδα τα πρώτα ΑΤΜ τοποθετήθηκαν τη δεκαετία του 1980 (Alpha Bank το 1983, Citibank το 1985) και η χρήση τους άρχισε να εξαπλώνεται την τελευταία δεκαετία του 20ου αιώνα.

 

1976 – Παλαιστίνιοι εξτρεμιστές, που έχουν επιβιβαστεί από το αεροδρόμιο του Ελληνικού, καταλαμβάνουν αεροπλάνο της Air France πάνω από την Κόρινθο, με 246 επιβάτες και 12μελές πλήρωμα, προερχόμενο από το Τελ Αβίβ. Η περιπέτεια των επιβατών θα λήξει στις 4 Ιουλίου στο αεροδρόμιο Έντεμπε της Ουγκάντας, με αστραπιαία επέμβαση ισραηλινών κομάντος. Σκοτώθηκαν και οι έξι αεροπειρατές, τρεις όμηροι και από ισραηλινής πλευράς ο αρχηγός των κομάντος.
Όλα ξεκίνησαν πάνω από την Κόρινθο το πρωί της 27ης Ιουνίου 1976, όταν εκδηλώθηκε αεροπειρατεία σ’ ένα Airbus A300 της Air France με 248 επιβάτες και 12μελές πλήρωμα. Οι αεροπειρατές ήταν τέσσερις, δύο Παλαιστίνιοι που ανήκαν στην οργάνωση «Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης» (PFLP) και δύο Γερμανοί της τρομοκρατικής οργάνωσης «Επαναστατικοί Πυρήνες» (Revolutionare Zellen).
Το αεροπλάνο προερχόταν από το Τελ Αβίβ και είχε προορισμό το Παρίσι, με ενδιάμεσο σταθμό το αεροδρόμιο του Ελληνικού, από το οποίο επιβιβάσθηκαν οι αεροπειρατές μαζί με άλλους επιβάτες. Ο επικεφαλής των αεροπειρατών Βίλφριντ Μπέζε ζήτησε την απελευθέρωση 40 Παλαιστινίων και 12 άλλων ατόμων, που κρατούνταν σε φυλακές της Κένυας, της Ελβετίας, της Γαλλίας και της Γερμανίας, προκειμένου να αφήσει ελεύθερους τους ομήρους.
Το αεροπλάνο άλλαξε πορεία και προσγειώθηκε στη Βεγκάζη της Λιβύης, όπου παρέμεινε για επτά ώρες. Αφού ανεφοδιάσθηκε, κατευθύνθηκε στην Καμπάλα της Ουγκάντα, όπου κυβερνούσε ο θηριώδης Ίντι Αμίν Νταντά, ο οποίος δήλωνε φίλος των Παλαιστινίων.
Η κυβέρνηση του Ισραήλ αρνήθηκε να διαπραγματευτεί με τους αεροπειρατές και αποφάσισε να πραγματοποιήσει στρατιωτική επιχείρηση για τη διάσωση των ομήρων. Η περιώνυμη «Μοσάντ» ανέλαβε αμέσως δράση για τη συλλογή των απαραίτητων πληροφοριών, προκειμένου να έχει επιτυχή έκβαση η επιχείρηση.
Το απόγευμα της 3ης Ιουλίου, τέσσερα C-130 της ισραηλινής πολεμικής αεροπορίας με 100 κομάντος κατευθύνθηκαν με σιγή ασυρμάτου προς το αεροδρόμιο του Έντεμπε, όπου έφθασαν λίγες ώρες αργότερα. Ένα άλλο αεροπλάνο με ιατρικό υλικό προσγειώθηκε στο αεροδρόμιο «Κενυάτα» του Ναϊρόμπι. Η βοήθεια της Κένυας, που ήταν «στα μαχαίρια» με το καθεστώς Αμίν, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην επιχείρηση.
Τα ισραηλινά μεταγωγικά προσγειώθηκαν με ανοιχτές τις μπουκαπόρτες μία ώρα πριν από τα μεσάνυχτα. Αμέσως ξεφόρτωσαν μία μαύρη Μερσέντες και ορισμένα πολιτικά αυτοκίνητα συνοδείας, παραπλανώντας τους ουγκαντέζους, που νόμισαν ότι μετέφεραν τον δικτάτορα και την ακολουθία του.
Αμέσως κατευθύνθηκαν στο παλιό κτίριο του αεροδρομίου, όπου οι αεροπειρατές, που εν τω μεταξύ είχαν γίνει έξι, κρατούσαν μόνο τους 103 ομήρους εβραϊκής καταγωγής, καθώς τους υπόλοιπους τους είχαν απελευθερώσει. Οι ισραηλινοί κομάντος φώναξαν στους ομήρους στα εβραϊκά και τα αγγλικά να καλυφθούν και άρχισαν αμέσως την ανταλλαγή πυροβολισμών με τους αεροπειρατές, που είχαν τη βοήθεια της φρουράς του αεροδρομίου. Σε μισή ώρα όλα είχαν τελειώσει.

 

2015 – Τις πρώτες πρωινές ώρες, ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας ανακοινώνει τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος στην Ελλάδα στις 5 Ιουλίου, με ερώτημα την αποδοχή ή την απόρριψη της πρότασης των θεσμών. «Σήμερα ξημερώνει μία υπέροχη ημέρα» δηλώνει ο υπουργός Επικρατείας, Νίκος Παππάς. Την ίδια μέρα, η πρόταση υπερψηφίζεται στη Βουλή με 178 «ναι». 120 βουλευτές ψηφίζουν «όχι» και δύο απουσιάζουν.
Το Ελληνικό δημοψήφισμα του 2015 προκηρύχθηκε από τον Έλληνα Πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα στις 27 Ιουνίου 2015, με διάγγελμα προς τον Ελληνικό λαό. Εγκρίθηκε (ΦΕΚ Α΄ 63) από τη Βουλή των Ελλήνων στις 28 Ιουνίου του 2015 και διεξήχθη μία εβδομάδα αργότερα, στις 5 Ιουλίου. Το ερώτημα ήταν αν θα πρέπει να γίνει αποδεκτό το σχέδιο συμφωνίας των τριών θεσμών, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (Ε.Κ.Τ.) και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (Δ.Ν.Τ.), που προτάθηκε στην Ελλάδα στις 25 Ιουνίου. Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος ήταν η απόρριψη της πρότασης του σχεδίου συμφωνίας με ποσοστό 61,31%.
Αφορμή της πρότασης διεξαγωγής του υπήρξε η αποτυχία επίτευξης συμφωνίας στις διαπραγματεύσεις, ανάμεσα στην ελληνική κυβέρνηση και τους δανειστές της έως τα τέλη Ιουνίου. Το αντικείμενο της διαφωνίας υπήρξε το είδος των οικονομικών μέτρων, τα οποία έπρεπε να πάρει η Ελλάδα για την ολοκλήρωση του προηγούμενου προγράμματος οικονομικής διάσωσης έναντι του ελληνικού χρέους και ένα νέο πακέτο διάσωσης. Το δημοψήφισμα ήταν το πρώτο από το 1974 και το μοναδικό στην σύγχρονη ελληνική ιστορία που δεν αφορούσε στη μορφή του πολιτεύματος.
Μετά το δημοψήφισμα, η κυβέρνηση Τσίπρα κατέληξε σε συμφωνία με τους δανειστές στις 13 Ιουλίου, αλλά με όρους ενός τρίτου μνημονίου. Η αμφισβήτηση των νέων όρων οδήγησε στη διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ και στις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015, οι οποίες ανέδειξαν ξανά νικητή τον ΣΥΡΙΖΑ που σχημάτισε κυβέρνηση με τους Ανεξάρτητους Έλληνες.

 

Γεννήσεις

 

1850 – Λευκάδιος Χερν (Λευκάδα, 27 Ιουνίου 1850 – Τόκιο, 26 Σεπτεμβρίου 1904) ή Πατρίκιος Λευκάδιος Χερν (Αγγλικά: Patrick Lafcadio Hearn), γνωστός επίσης με το ιαπωνικό όνομα Γιάκουμο Κοϊζούμι (ιαπωνικά: 小泉八雲‎), ήταν διεθνής συγγραφέας ιρλανδοελληνικής καταγωγής που έλαβε την ιαπωνική υπηκοότητα το 1896, περισσότερο γνωστός για τα βιβλία του για την Ιαπωνία, ιδιαίτερα για τις συλλογές του για τους ιαπωνικούς θρύλους και ιστορίες φαντασμάτων, όπως το Καϊντάν: Ιστορίες και μελέτες παράξενων πραγμάτων. Στις Ηνωμένες Πολιτείες ο Χερν είναι επίσης γνωστός για τα κείμενά του για την πόλη της Νέας Ορλεάνης, βασισμένα στη δεκαετή διαμονή του στην πόλη. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς της Ιαπωνίας.
Ο Χερν γεννήθηκε στη Λευκάδα, από όπου πήρε και το όνομά του, στις 27 Ιουνίου του 1850. Ήταν γιος του χειρουργού ταγματάρχη Τσαρλς Μπους Χερν (από την Κομητεία Όφαλι της Ιρλανδίας) και της Ρόζας Αντωνίου Κασιμάτη, Ελληνίδας ευγενούς καταγωγής από τα Κύθηρα από τον πατέρα της Αντώνιο Κασιμάτη. Ο πατέρας του υπηρετούσε στη Λευκάδα, κατά τη διάρκεια της βρετανικής κατοχής των Επτανήσων, όπου ήταν ο πιο υψηλόβαθμος χειρουργός στο σύνταγμά του. Ο Λευκάδιος βαφτίστηκε Πατρίκιος Λευκάδιος Χερν στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής στη Λευκάδα, αλλά φαίνεται ότι στα Αγγλικά ονομαζόταν Patricio Lafcadio Tessima Carlos Hearn. Οι γονείς του Χερν παντρεύτηκαν με ελληνικό ορθόδοξο γάμο στις 25 Νοεμβρίου 1849, μερικούς μήνες αφού η μητέρα του είχε γεννήσει το πρώτο παιδί του ζευγαριού και μεγαλύτερο αδελφό του Χερν, Τζορτζ Ρόμπερτ Χερν, στις 23 Ιουλίου 1849. Ο Τζορτζ Χερν πέθανε στις 17 Αυγούστου 1850, δύο μήνες μετά τη γέννηση του Λευκάδιου. Το σπίτι όπου έζησε ο μικρός Λευκάδιος στη Λευκάδα υπάρχει ακόμα.

 

1933 – Χορστ Μπραντστέτερ (Horst Brandstätter.) Ο Γερμανός επιχειρηματίας, «πατέρας» των παιγνιδιών Playmobil, γεννήθηκε στις 27 Ιουνίου 1933 στο Τσίρντορφ της Βαυαρίας, μία κωμόπολη πολύ κοντά στη Νυρεμβέργη, όπου βρίσκεται μέχρι και σήμερα η έδρα της εταιρείας του. Το 1952, αφού εκπαιδεύτηκε στην κατασκευή εκμαγείων, μπήκε στην οικογενειακή επιχείρηση παιχνιδιών, σε μία εποχή που τη διεύθυνσή της είχαν αναλάβει οι δύο θείοι του.
Πολύ σύντομα πείστηκε ότι το πλαστικό και όχι το μέταλλο θα ήταν το υλικό του μέλλοντος στην κατασκευή παιχνιδιών. Η πρώτη του επιτυχία, εμπορική και οικονομική, ήρθε στα τέλη της δεκαετίας του ‘50 με το χούλα – χουπ, το πλαστικό στεφάνι που «μάγεψε» παιδιά και μεγάλους και τους έκανε να χορεύουν ακατάπαυστα, γυρνώντας το γύρω από τη μέση τους.
Τη σωτηρία της από τη χρεοκοπία, ωστόσο, η εταιρεία τη χρωστά στην πετρελαϊκή κρίση, στις αρχές της δεκαετίας του ‘70, όταν η τιμή του πλαστικού, της πρώτης ύλης, είχε εκτοξευτεί στα ύψη. Τότε, ο Μπραντστέτερ ζήτησε από τον κατασκευαστή εκμαγείων Χανς Μπεκ (1929-2009) να δημιουργήσει ένα παιχνίδι με τη λιγότερη δυνατή πρώτη ύλη. Έτσι, γεννήθηκε η διάσημη φιγούρα των 7,5 εκατοστών. Οι τρεις πρώτες -ο Ινδιάνος, ο Ιππότης και ο Εργάτης- κυκλοφόρησαν το 1974 κι έγιναν ανάρπαστες.
Χάρη στα Playmobil, η εταιρεία Geobra Brandstätter έγινε η μεγαλύτερη του κλάδου στη Γερμανία, ξεπερνώντας και την εταιρεία παζλ Ravensburger. Το 2014 ο κύκλος εργασιών της έφτασε τα 595 εκατομμύρια ευρώ.
Ο Χορστ Μπρaντστέτερ πέθανε στις 3 Ιουνίου 2015 στο Φιρτ της Γερμανίας, σε ηλικία 81 ετών. Ο θανών είχε προετοιμάσει τη διαδοχή του από τη δεκαετία του ‘90, όταν σύστησε ένα ίδρυμα που αναλαμβάνει πλέον να διευθύνει την εταιρεία με βάση τις επιθυμίες του.

 

1941 – Κριστόφ Κισλόφσκι. Ο Κσίστοφ Κιεσλόφσκι (πολωνικά: Krzysztof Kieślowski) ήταν Πολωνός σκηνοθέτης και σεναριογράφος. Είναι γνωστός διεθνώς για τα έργα του, Dekalog (1989), Η διπλή ζωή της Βερόνικα (1991) και την τριλογία Τρία χρώματα (1993-1994). Κατά τη διάρκεια της καριέρας του, έλαβε πολλά βραβεία, όπως το Βραβείο Κριτικής Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών (1988), το Βραβείο FIPRESCI (1988, 1991), το Βραβείο της Οικουμενικής Κριτικής Επιτροπής (1991), το βραβείο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας FIPRESCI (1989), το Χρυσό Λέοντα (1993) και το βραβείο OCIC (1993), καθώς και το Βραβείο του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου, Silver Bear (1994). Το 1995, ήταν υποψήφιος για Όσκαρ Καλύτερου Σκηνοθέτη και Καλύτερης Συγγραφής. Το 2002, κατατάχθηκε στη δεύτερη θέση στον κατάλογο Sight & Sound του Βρετανικού Ινστιτούτου Κινηματογράφου μεταξύ των δέκα κορυφαίων σκηνοθετών της σύγχρονης εποχής.
Γεννήθηκε στις 27 Ιουνίου 1941 στη Βαρσοβία. Ήταν γιος της Μπαρμπάρα (το γένος Σόνερτ) και του Ρόμαν Κιεσλόφσκι. Μετακόμιζε, συχνά, σε άλλη πόλη, καθώς ο πατέρας του εργαζόταν ως μηχανικός και επειδή χρειαζόταν θεραπεία λόγω της φυματίωσης του. Ανατράφηκε ως Ρωμαιοκαθολικός και, έπειτα, η σχέση του με τον Θεό ήταν «προσωπική και ιδιωτική», όπως ανέφερε χαρακτηριστικά. Στα δεκαέξι, ξεκίνησε να εκπαιδεύεται ως πυροσβέστης, αλλά αποχώρησε μετά από τρεις μήνες. Χωρίς να έχει στόχους, γράφτηκε το 1957 στο Κολέγιο για Τεχνικούς Θεάτρου της Βαρσοβίας, επειδή το διεύθυνε ένας συγγενής του. Ήθελε να γίνει θεατρικός σκηνοθέτης, αλλά δεν είχε το απαιτούμενο προπτυχιακό τίτλο για το τμήμα θεάτρου. Οπότε, επέλεξε να σπουδάσει κινηματογραφία, ως ενδιάμεσο βήμα.
Φεύγοντας από το κολέγιο, εργάστηκε ως θεατρικός ενδυματολόγος κι υπέβαλε αίτηση στην Κρατική Ανωτέρα Σχολή Κινηματογραφίας του Λοτζ. Η αίτησή του απορρίφθηκε δύο φορές. Για να αποφύγει την υποχρεωτική στρατιωτική θητεία, κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, έγινε φοιτητής τέχνης και ακολουθούσε δραστική διατροφή, ώστε να γίνει ιατρικά ακατάλληλος για θητεία. Μετά από αρκετούς μήνες, το 1964, έγινε δεκτός στο τμήμα Σκηνοθεσίας. Παρακολούθησε τη Σχολή μέχρι το 1968 και, παρά την κρατική λογοκρισία και την απαγόρευση των ταξιδιών στο εξωτερικό, κατάφερε να ταξιδέψει στην Πολωνία για την έρευνα και τη μαγνητοσκόπησή του. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του, έχασε το ενδιαφέρον του για το θέατρο και αποφάσισε να κάνει ντοκιμαντέρ.
Οι τέσσερις τελευταίες ταινίες του Κιεσλόφσκι, και οι πιο επιτυχημένες στο εμπόριο, ήταν ξένες συμπαραγωγές που έγιναν, κυρίως, με χρήματα από τη Γαλλία και, συγκεκριμένα, από τον Ρουμάνο παραγωγό Μαρίν Κάρμιτζ. Επικεντρώθηκαν σε ηθικά και μεταφυσικά ζητήματα, παρόμοια με του Dekalog και του Blind Chance, αλλά σε πιο αφηρημένο επίπεδο, με μικρότερα καστ, περισσότερες εσωτερικές ιστορίες και λιγότερο ενδιαφέρον προς τις κοινότητες. Η Πολωνία παρουσιάστηκε σε αυτές τις ταινίες, κυρίως, από την οπτική των Ευρωπαίων ξένων.
Η πρώτη από αυτές ήταν το The Double Life of Veronique (1990), με πρωταγωνίστρια την Ιρέν Ζακόμπ (Irène Jacob). Η εμπορική επιτυχία αυτής της ταινίας έδωσε στον Κιεσλόφσκι τη χρηματοδότηση για τις ταινίες του 1993–94, την τριλογία Three Colors (Μπλε, Λευκό, Κόκκινο), η οποία διερευνά τις αρετές που συμβολίζονται από τη γαλλική σημαία. Οι τρεις ταινίες κέρδισαν Διεθνή βραβεία, όπως το Golden Lion για την Καλύτερη Ταινία στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας και την Silver Bear για τον Καλύτερο Σκηνοθέτη στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου αλλά προτάθηκε και για τρεις υποψηφιότητες των Βραβείων Όσκαρ.
Μετά την πρεμιέρα της Κόκκινης ταινίας, στο Φεστιβάλ των Καννών του 1994, ανακοίνωσε την αποχώρησή του από τον χώρο της σκηνοθεσίας.

 

Θάνατοι

 

1951 – Κωνσταντίνος Σισμάνογλου, έλληνας μεγαλοεπιχειρηματίας από την Κωνσταντινούπολη.  Ο Κωνσταντίνος Σισμάνογλου γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1857. Ήταν ο δευτερότοκος γιος του τραπεζίτη και βιομηχάνου Ιωάννη Σισμάνογλου (1820-1894). Σπούδασε στο Ελληνικό Λύκειο της Κωνσταντινούπολης και έλαβε κατ’ ιδίαν εμπορικά μαθήματα. Από νεαρή ηλικία ανέλαβε τη διεύθυνση των τραπεζιτικών επιχειρήσεων του πατέρα του, μαζί με τον μεγαλύτερο αδελφό του Αναστάσιο (1854-1934), με τον οποίο συμπορεύτηκε έκτοτε στις επιχειρηματικές και τις φιλανθρωπικές δραστηριότητές του.
Μετά τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, τα δύο αδέλφια εγκατέλειψαν την Κωνσταντινούπολη και εγκαταστάθηκαν στο Παρίσι, όπου άνοιξαν χρηματιστηριακό γραφείο. Πολλές φορές εκδήλωσαν το αγαθοεργό τους πνεύμα, βοηθώντας τους Έλληνες του Παρισιού και κυρίως τους φοιτητές.
Με την έναρξη της Μικρασιατικής Εκστρατείας κατήλθαν στην Αθήνα, όπου παρέμειναν έως το 1922. Ενθουσιασμένοι από τις πρώτες επιτυχίες του ελληνικού στρατού, εκδήλωσαν την πρόθεση να ιδρύσουν Λύκειο στην Άγκυρα, γενέτειρα του πατέρα τους, και γι’ αυτό το σκοπό διέθεσαν το ποσό των 4.000 χρυσών λιρών. Το σχέδιό τους, όμως, δεν υλοποιήθηκε, λόγω της επισυμβάσης Μικρασιατικής Καταστροφής.
Από την στιγμή αυτή, τα δύο αδέλφια άρχισαν να διαθέτουν μεγάλα χρηματικά ποσά για τη στέγαση και την περίθαλψη των προσφύγων. Δώρισαν το μεγάλο κτήμα τους στην Καβάλα σε 300 οικογένειες προσφύγων και κατέβαλαν συγχρόνως τα έξοδα για την εγκατάστασή τους.
Από το 1924, τα δύο αδέλφια συνέλαβαν την ιδέα να κτισθεί στην Ελλάδα ένα Σανατόριο ευρωπαϊκών προδιαγραφών για την περίθαλψη των πασχόντων από φυματίωση και την καταπολέμηση της νόσου, που τόσο σκληρά είχε δοκιμάσει την οικογένειά τους. Στις 6 Νοεμβρίου 1936, δύο χρόνια μετά τον θάνατο του Αναστάσιου Σισμάνογλου, τέθηκε ο θεμέλιος λίθος του “Φυματιολογικού Ινστιτούτου Ιωάννου Α. Σισμάνογλου και του Οίκου αυτού” στα Μελίσσια Αττικής (σημερινό Γενικό Νοσοκομείο Αττικής “Σισμανόγλειο – Αμαλία Φλέμινγκ”). Την ίδια ημέρα, ο Κωνσταντίνος Σισμάνογλου τιμήθηκε με το παράσημο του Τάγματος του Σωτήρος από τον βασιλιά Γεώργιο Β’. Την ίδια περίοδο δώρησε στην πόλη της Κομοτηνής το “Σισμανόγλειο Γενικό Νοσοκομείο”, που λειτουργεί μέχρι σήμερα.
Ο Κωνσταντίνος Σισμάνογλου πέθανε στις 27 Ιουνίου 1951 και τάφηκε στην Κωνσταντινούπολη.

 

1998 – Κωστής Μοσκώφ, έλληνας διανοούμενος και συγγραφέας (Θεσσαλονίκη, 15 Νοεμβρίου 1939 – Θεσσαλονίκη, 29 Ιουνίου 1998), ο οποίος θεωρείται ένας από τους αξιόλογους εκπροσώπους της αριστερής διανόησης και της μεταπολεμικής λογοτεχνίας της Θεσσαλονίκης. Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 15 Νοεμβρίου του 1939. Ο πατέρας του Ηρακλής Μοσκώφ ήταν καπνέμπορος από τον Πόντο ενώ η μητέρα του Αμίνα Αρριγκόνι είχε ιταλική και ισπανοεβραϊκή καταγωγή. Ο παππούς του, Πιέτρο Αρριγκόνι αρχιτέκτονας στο επάγγελμα, έχει χαρίσει μερικά χαρακτηριστικά αρχιτεκτονικά δείγματα στη Θεσσαλονίκη. Η πρώτη κατοικία της οικογένειας ήταν στην περιοχή της Διαγωνίου. Σπούδασε στα Αμερικανικά Κολέγια Αθηνών και Θεσσαλονίκης, στη Νομική Σχολή του Α.Π.Θ., στο Ecole des Hautes Etudes στη Σορβόνη. Αναγορεύτηκε διδάκτωρ Ιστορίας και Ανθρώπινης Σκέψης στην Ανώτερη Σχολή Σπουδών στο Παρίσι.
Το έργο του Μοσκώφ ήταν πολυπληθές και ποικίλο. Διακρίθηκε σε μία πλειάδα μορφών γραπτού λόγου και συγκεκριμένα στην ποίηση, το πεζογράφημα, το δοκίμιο και το άρθρο. Στις βασικές του επιρροές ανήκουν ο Κ. Π. Καβάφης, ο Αμερικανός ποιητής Έζρα Πάουντ, ο Σαλβαντόρ Κουαζιμόντο και μοντέρνοι Εβραίοι ποιητές.
Η επιρροή που του άσκησε η αριστερή διανόηση διαπερνά βαθύτατα το έργο του. Μολονότι μαρξιστής, προσπάθησε να ξεπεράσει με το ιστορικό του έργο τη μηχανιστική οπτική της μαρξιστικής ιστοριογραφίας. Συνέδεσε τον κομμουνισμό με τον ορθόδοξο Χριστιανισμό και την ιστορικοϋλιστική μεθολογία με τη μεταφυσική του τελευταίου. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας μαρξιστικής θεολογίας. Παρόμοιους στόχους είχε και με τη συγγραφή γεωγραφίας, πολιτικής ιδεολογίας και, εν τέλει, λογοτεχνίας.
Το πρώτο του βιβλίο Η εθνική και κοινωνική συνείδηση στην Ελλάδα – Ιδεολογία του μεταπρατικού χώρου (1972) αναπαράγει την έννοια που πρώτος πρότεινε ο Φερνάν Μπρωντέλ για τη «μακρά διάρκεια της Ιστορίας». Η ποίησή του κινήθηκε θεματικά γύρω από τον έρωτα και την ιστορία.
Κεντρική θέση στο έργο του κατέχει η γενέτειρα Θεσσαλονίκη. Ο ίδιος έγραψε στο βιβλίο του Θεσσαλονίκη 1700-1912: Τομή της μεταπρατικής πόλης: «Η αίσθηση του άλλου, ο έρωτας εντοπίζεται στον άνθρωπο της Θεσσαλονίκης, όπου και αν αυτός βρίσκεται και όπου τον έχει τοποθετήσει η θέση του μέσα στο σύστημα». Επιπροσθέτως, ο πεζογράφος Γιώργος Ιωάννου τον καταλογίζει, μαζί με τον ίδιο και το Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη στους Θεσσαλονικιώτες συγγραφείς οι οποίοι κατέχονται από «το σύμπλεγμα του ιδιοκτήτη αυτής της πόλης ή του ιδιοκτήτη της ιδέας αυτής της πόλης».

 

2009 – Σπύρος Καλογήρου (Κυψέλη, 3 Νοεμβρίου 1922 – Πειραιάς, 27 Ιουνίου 2009) ήταν Έλληνας ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου, που ταυτίστηκε με τον ρόλο του κακού στην μεγάλη οθόνη. Χαρακτηριστική ήταν η τρεμάμενη φωνή του και το άγριο παρουσιαστικό του. Μετά το δημοτικό τελείωσε την Σεβαστουπούλειο Εργατική Σχολή, όπου γράφτηκε για το φαγητό που προσέφεραν στους σπουδαστές μιας και η οικογένειά του ήταν πολύ φτωχή.
Από τα εφηβικά του χρόνια εργαζόταν ως φωτογράφος και διατηρούσε ένα φωτογραφείο μαζί με τον αδερφό του, το οποίο του εξασφάλιζε ικανοποιητικά κέρδη. Παράλληλα ασχολούνταν ερασιτεχνικά με το θέατρο και έγραφε και στίχους, τους οποίους διάβαζε στον ραδιοφωνικό σταθμό των Ενόπλων Δυνάμεων. Εκεί τον άκουσε κάποτε ένας σκηνοθέτης και τον προέτρεψε να ασχοληθεί επαγγελματικά με την ηθοποιία και να γραφτεί σε μια σχολή υποκριτικής. Όταν ο Καλογήρου αρνήθηκε, ο σκηνοθέτης της ΥΕΝΕΔ επέμεινε και τελικά τον πήρε από το χέρι και τον πήγε στην Δραματική Σχολή του Ελληνικού Ωδείου.
Εκεί εκτός από τα εφόδια που πήρε για την μετέπειτα καριέρα του, είχε την τύχη να γνωρίσει το 1952 και την γυναίκα της ζωής του, την κατά 13 χρόνια μικρότερή του ηθοποιό Ευαγγελία Σαμιωτάκη (1935-2017).

 

 

Πηγές: Σαν σήμερα, el.wikipedia