Μνήμη χρονολογίου της 25ης Μαΐου

25 Μαΐου 2024

Είναι η 146η ημέρα του έτους κατά το Γρηγοριανό ημερολόγιο
Υπολείπονται 220 ημέρες για τη λήξη του.
🌅  Ανατολή ήλιου: 06:07 – Δύση ήλιου: 20:37
Διάρκεια ημέρας: 14 ώρες 30 λεπτά
🌕  Σελήνη 16.6 ημερών
Χρόνια πολλά στους: Ανάληψη και Νεφέλη

Γεγονότα

 

1834 – Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και ο Δημήτριος Πλαπούτας καταδικάζονται σε θάνατο κατά τη διάρκεια της βαυαροκρατίας.  Στις 25 Μαΐου 1834, στο τουρκικό τζαμί του Ναυπλίου, στο πέρας μιας διαδικασίας που προσέβαλε βάναυσα το Γένος των Ελλήνων, ήχησαν τα ακόλουθα λόγια: «Ο Δημήτριος Πλαπούτας και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης καταδικάζονται εις θάνατον ως ένοχοι εσχάτης προδοσίας». Το κράτος των Βαυαρών, σφηνωμένο σαν καρφί στο έδαφός μας από τις Μεγάλες Δυνάμεις, ήθελε να θανατώσει δυο Ελληνες, μπροστάρηδες του πιο ιερού αγώνα, ως «συνωμότες» εναντίον της αντιβασιλείας, η οποία «ζέσταινε» τον θρόνο του ανήλικου Όθωνα. Οι Γερμανοί ήθελαν να αφαιρέσουν το δικαίωμα στη ζωή από εκείνους που μας ανέστησαν. Επλητταν έτσι το βασανισμένο σώμα του έθνους μας, που μόλις είχε αποδράσει από τον οθωμανικό τάφο. Δυο δικαστές που σήκωσαν την τιμή της Ελλάδας στους ώμους τους, ο Γεώργιος Τερτσέτης και ο Αναστάσιος Πολυζωίδης, μειοψήφησαν και έκαναν το παν για να μην καταδικαστούν οι ήρωες του Αγώνα. Και οι 115 μάρτυρες υπερασπίσεως πάλεψαν, με όποιον τρόπο μπόρεσαν, για να απονεμηθεί το δίκαιο στους νόμιμους δικαιούχους, τους Ελληνες, ενώ οι ξένοι και οι 44 μάρτυρες κατηγορίας αποπειράθηκαν να χύσουν ξανά το αίμα των αθώων στη γη μας.

 

1932 – Κάνει το ντεμπούτο του το διάσημο καρτούν της Ντίσνεϊ, Ντίπι Ντογκ, γνωστότερο ως Γκούφι. Χαρακτήρας των κινουμένων σχεδίων από τον κόσμο του Ντίσνεϊ. Ανθρωπόμορφος σκύλος και κολλητός φίλος του Μίκυ Μάους. Ατζαμής, με δόντια αλά Ροναλντίνιο, πλακατζής, έξω καρδιά, ιππότης με τις κυρίες, αθώος σαν παιδί, ολίγον χαοτικός, αλλά πιστός και πάντα έτοιμος να βοηθήσει τους φίλους του. Ο Γκούφυ (Goofy) γεννήθηκε στα στούντιο της Ντίσνεϊ και εξελίχθηκε ως χαρακτήρας από τον καρτουνίστα Αρτ Μπάμπιτ. Πρωτοεμφανίσθηκε στη μεγάλη οθόνη με το όνομα Ντίπι Ντογκ στις 25 Μαΐου 1932, σε μία ταινία με τον τίτλο «Mickey’s Revue». O ρόλος του ήταν μικρός, αλλά το ξεχωριστό γέλιο του δημιούργησε αίσθηση. Ακολούθησαν ρόλοι κομπάρσου σε πέντε ταινίες και στην έβδομη ήρθε η αναγνώριση. Στο φιλμ The Orfan’s Benefit, που κυκλοφόρησε στις 11 Αυγούστου 1934, ο Ντίπι Ντογκ ονομάζεται πλέον Γκούφι, ο ρόλος είναι μεγαλύτερος και γίνεται μέλος του στενού περιβάλλοντος του Μίκυ Μάους, μαζί με τον Ντόναλντ Ντακ. Σταδιακά, ο Γκούφι ανεβαίνει στην ιεραρχία των ηρώων της Ντίσνεϊ και αναλαμβάνει πρωταγωνιστικό ρόλο στην ταινία Goofy and Wilbur, που έκανε πρεμιέρα στις 17 Μαρτίου 1939. Τα επόμενα χρόνια ο Γκούφι είναι πλέον ένας από τους σταρ της Ντίσνεϊ, επισκιάζοντας ακόμη και τον Μίκυ, που γίνεται το καλό παιδί και δεν εμπνέει τους καρτουνίστες. Αντίθετα, ο συνδυασμός της αδεξιότητας του Γκούφι και της ηττοπάθειας του Ντόναλντ δημιούργησε ένα εκρηκτικό δίδυμο, που σκορπά άφθονο γέλιο. Ο Γκούφι παρέμεινε στο προσκήνιο ως τις αρχές της δεκαετίας του ’60 για να υποχωρήσει στη συνέχεια σε μικρούς χαρακτηριστικούς ρόλους, κυρίως στην τηλεόραση.

 

1935 – Ο θρυλικός σπρίντερ και άλτης Τζέσε Όουενς σπάει έξι παγκόσμια ρεκόρ σε μία ώρα. Μεταξύ άλλων, γίνεται ο πρώτος άλτης που περνά τα 8 μέτρα στο άλμα εις μήκος, με επίδοση 8,13. Ο Τζέιμς Κλίβελαντ Όουενς γεννήθηκε στις 12 Σεπτεμβρίου 1913 στο Όουκβιλ της Αλαμπάμα και ήταν το έβδομο από έντεκα παιδιά των Χένρι και Έμμα Αλεξάντερ Όουενς. Αναγνωρίστηκε σε εθνικό επίπεδο το 1933 στους Εθνικούς Αγώνες Στίβου Λυκείων των ΗΠΑ που διεξαγόταν στο Σικάγο, όπου ισοφάρισε το παγκόσμιο ρεκόρ των 100 γιαρδών (91 μέτρα) και πήδηξε 24 πόδια και ½ της ίντσας (7,56 μέτρα) στο άλμα εις μήκος. Αργότερα, ο Όουενς μπήκε στο Πανεπιστήμιο Οχάιο Στέιτ με αθλητική υποτροφία. Στις 25 Μαΐου 1935, στο Ανν Άρμπορ του Μίσιγκαν κατέρριψε 3 παγκόσμια ρεκόρ και ισοφάρισε ένα τέταρτο. Στους Ολυμπιακούς Αγώνες το 1936, ο Τζέσε Όουενς κέρδισε 4 χρυσά ολυμπιακά μετάλλια, προκαλώντας έκπληξη και θαυμασμό, αλλά και την οργή των φυλετιστών του Γ’ Ράιχ, κυρίως του Χίτλερ.
Βέβαια ο ίδιος, ο Τζέσε Όουενς δήλωσε: Ο Χίτλερ έπρεπε να έρθει και να φύγει απ’ το στάδιο πολύ συγκεκριμένες ώρες. Χρειάστηκε να αποχωρήσει πριν την απονομή των μεταλλίων για τα 100 μέτρα, αλλά πριν φύγει έτυχε να περάσω δίπλα απ’ τις θέσεις του επιτελείου του. Με χαιρέτησε από μακριά και τον χαιρέτησα κι εγώ. Στο βιβλίο του Τζέρεμι Σαπ, για τους Ολυμπιακούς του ’36, υπάρχει η εξής δήλωση του Όουενς: Δεν με σνόμπαρε ο Χίτλερ, αλλά ο Φράνκλιν Ρούσβελτ. Ο Πρόεδρος δεν μου έστειλε ούτε ένα τηλεγράφημα… Σημείωσε και παγκόσμιο ρεκόρ στο άλμα σε μήκος, το οποίο έμεινε ακατάρριπτο για 25 χρόνια (καταρρίφθηκε το 1960 από τον Ραλφ Μπόστον). Ο Τζέσε Όουενς εγκατέλειψε τον αθλητισμό, ενώ ύστερα από 35 χρόνια καπνίσματος πέθανε στις 31 Μαρτίου 1980 στο Τούσον της Αριζόνα, σε ηλικία 66 ετών.

 

1973 – Το αντιτορπιλικό «Βέλος» με κυβερνήτη τον Νίκο Παππά, αποχωρεί από ΝΑΤΟϊκή άσκηση. Ο κυβερνήτης, 6 αξιωματικοί και 25 υπαξιωματικοί ζητούν πολιτικό άσυλο στην Ιταλία. Ήταν μια στασιαστική προσπάθεια στην οποία προέβησαν επισήμως, 207 συνολικά αξιωματικοί και υπαξιωματικοί του ελληνικού πολεμικού Ναυτικού, με στόχο την ανατροπή του τότε δικτατορικού καθεστώτος.
Παρότι το κίνημα είχε αρχίσει να σχεδιάζεται από δημοκράτες αξιωματικούς στα 1969, τελικά προδόθηκε μια ημέρα πριν την εκδήλωσή του και καταπνίγηκε εν τη γενέσει του.Η αντίδραση της δικτατορίας υπήρξε άμεση, με σύλληψη όλων σχεδόν των μυημένων στο κίνημα, πολλοί εκ των οποίων βασανίσθηκαν απάνθρωπα, όπως ο απόστρατος τότε ταγματάρχης Σπύρος Μουστακλής τον οποίον κατέστησαν ανάπηρο. Δυο μέρες μετά την καταστολή του κινήματος, το αντιτορπιλικό «Βέλος» (με πλήρωμα συνολικά 270 άνδρες) στο οποίο κυβερνήτης ήταν ο εκ των πρωτεργατών του κινήματος, πλωτάρχης τότε Νίκος Παππάς, εγκατέλειψε το σχηματισμό σκαφών που μετείχαν σε άσκηση του ΝΑΤΟ στα ανοικτά της Σαρδηνίας και προσορμίσθηκε στο λιμένα του Φιουμιτσίνο, όπου 7 αξιωματικοί (συμπεριλαμβανομένου του κυβερνήτου) και 25 υπαξιωματικοί ζήτησαν πολιτικό άσυλο από τις ιταλικές αρχές, το οποίο ύστερα από πολυήμερη ταλαιπωρία, τους παραχωρήθηκε. Η ενέργειά τους αυτή έπληξε καίρια το γόητρο της στρατιωτικής κυβέρνησης της Αθήνας που είχε σπεύσει προηγουμένως να υποβαθμίσει την έκταση του κινήματος κάνοντας δια του εκπροσώπου της Βύρωνα Σταματόπουλου λόγο για «οπερέτα ναυτικού κινήματος ολίγων αποστράτων αξιωματικών», για προφανείς σκοπούς προπαγάνδας. Ακολούθως, οι φυγάδες αξιωματικοί προέβησαν σε συνεντεύξεις Τύπου όπου με ντοκουμέντα απέδειξαν τη δυσφορία και την αντίθεση της μεγάλης πλειοψηφίας του ελληνικού λαού και στρατού στη δικτατορία. Καταδείχθηκε έτσι διεθνώς η έκταση που είχε λάβει η αντίδραση κατά της δικτατορίας και στάθηκε μια από τις κυριώτερες αιτίες για τη φθορά του καθεστώτος.

 

1977 – Κάνει πρεμιέρα στους κινηματογράφους η ταινία «Ο Πόλεμος των Άστρων» του Τζορτζ Λούκας. Είναι η πρώτη ταινία της σειράς Ο Πόλεμος των Άστρων, ενώ χρονολογικά ως προς την υπόθεση, είναι η τέταρτη. Με την επαναστατική χρήση των ειδικών εφέ, της αντισυμβατικής επεξεργασίας και του συνδυασμού επιστημονικής φαντασίας και επικού σεναρίου, η πρώτη ταινία της σειράς Ο Πόλεμος των Άστρων είναι μια από τις πιο επιτυχημένες και σημαντικές ταινίες όλων των εποχών.
Τοποθετημένη “πριν από πολύ καιρό σ’ ένα Γαλαξία πολύ, πολύ μακρινό”, η ταινία ακολουθεί μια ομάδα μαχητών της ελευθερίας, γνωστών ως η Επαναστατική Συμμαχία, που έχει στόχο την καταστροφή του Άστρου του Θανάτου, ενός διαστημικού σταθμού που είναι ένα πανίσχυρο όπλο της σατανικής Γαλαξιακής Αυτοκρατορίας. Αυτός ο πόλεμος διακόπτει την απομονωμένη ζωή του νεαρού αγρότη Λουκ Σκαϊγουώκερ, όταν κατά τύχη αγοράζει τα ρομπότ που έχουν τα κλεμμένα σχέδια του Άστρου του Θανάτου. Αφότου η Αυτοκρατορία αρχίζει μια αδίστακτη και καταστροφική έρευνα για τα ρομπότ, ο Σκαϊγουώκερ αποφασίζει να ακολουθήσει τον Δάσκαλο Τζεντάι Όμπι-Ουάν Κενόμπι σε μια παράτολμη αποστολή διάσωσης της ιδιοκτήτριας των ρομπότ, της επαναστάτριας Πριγκίπισσας Λέια και διάσωσης του ίδιου του Γαλαξία.
Η ταινία γυρίστηκε με τον εξωφρενικά μικρό προϋπολογισμό των $11 εκατομμυρίων και κυκλοφόρησε στις 25 Μαΐου 1977, έχοντας κέρδη $460 εκατομμύρια στις ΗΠΑ και $314 εκατομμύρια εκτός αυτής, ξεπερνώντας την ταινία Τα σαγόνια του καρχαρία ως η ταινία με τα υψηλότερα κέρδη όλων των εποχών, ώσπου την πέρασε το Ε.Τ. ο Εξωγήινος το 1982. Προσαρμοσμένη στον πληθωρισμό, είναι η δεύτερη πιο επικερδής ταινία όλων των εποχών σε ΗΠΑ και Καναδά και η τρίτη παγκοσμίως. Από τα πολλά βραβεία που απέσπασε η ταινία, έλαβε 10 υποψηφιότητες για Όσκαρ, κερδίζοντας έξι βραβεία. Οι υποψηφιότητες περιλάμβαναν το Όσκαρ Β’ Ανδρικού Ρόλου για τον Άλεκ Γκίνες και το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας. Ο Πόλεμος των Άστρων συχνά κατατάσσεται ανάμεσα στις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών. Το 1989 η ταινία ήταν μια από τις πρώτες που προστέθηκαν στο Εθνικό Μητρώο Κινηματογράφου των ΗΠΑ από την Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου ως “πολιτικά, ιστορικά ή αισθητικά σημαντική”.
Ο Λούκας επανακυκλοφόρησε την ταινία πολλές φορές, κάποτε με σημαντικές αλλαγές. Οι πιο αξιοπρόσεκτες εκδοχές ήταν στην Ειδική Έκδοση του 1997, η κυκλοφορία του DVD το 2004 και η κυκλοφορία του Blu-ray το 2011, που έχουν τροποποιημένα εφέ μέσω υπολογιστή, αλλαγμένους διαλόγους και επιπρόσθετες σκηνές.

 

Γεννήσεις

 

1922 – Ενρίκο Μπερλινγκουέρ (Enrico Berlinguer, Σασσάρι της Σαρδηνίας, 25 Μαΐου 1922 – Πάδουα, 11 Ιουνίου 1984) ήταν Ιταλός πολιτικός, ηγέτης του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος (Partito Comunista Italiano ή PCI) από το 1972, οπότε εκλέχθηκε γραμματέας από το 13ο συνέδριο στο Μιλάνο, μέχρι τον θάνατό του. Ήταν γόνος οικογένειας ευγενών καταλανικής καταγωγής. Θεωρείται ο πιο δημοφιλής ηγέτης του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, ο Μπερλίνγκουερ οδήγησε το κόμμα κατά τη διάρκεια μιας τεταμένης περιόδου στην ιστορία της Ιταλίας, που σημαδεύτηκε από τα Μολυβένια χρόνια και κοινωνικές συγκρούσεις, όπως το Θερμό Φθινόπωρο του 1969-1970. Ως ηγέτης του ΙΚΚ ακολούθησε μια μετριοπαθή στάση, επιδίωξε τη χειραφέτηση του κόμματος από τη Μόσχα, τον συγχρονισμό του κόμματος με τα δεδομένα της ιταλικής πολιτικής σκηνής και υποστηρίζοντας τον συμβιβασμό και την εθνική ενότητα. Η στρατηγική αυτή κατέληξε να ονομαστεί ευρωκομμουνισμός, και αυτός θεωρήθηκε ως ο κύριος εκπρόσωπος της. Στη συνέχεια υιοθετήθηκε από άλλα σημαντικά κομμουνιστικά κόμματα της Δυτικής Ευρώπης, όπως της Ισπανίας, της Πορτογαλίας, και αργότερα της Γαλλίας, η σημασία της ως πολιτική δύναμη εδραιώθηκε σε μια συνάντηση το 1977 στη Μαδρίτη μεταξύ των Μπερλίνγκουερ, Ζωρζ Μαρσέ και Σαντιάγκο Καρίγιο. Ο Μπερλίνγκουερ ο ίδιος περιέγραψε αυτό το «εναλλακτικό» μοντέλο σοσιαλισμού, το οποίο διακρίνεται τόσο από το σοβιετικό μπλοκ και τον καπιταλισμό που εφαρμοζόταν από τις δυτικές χώρες κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, ως terza via ή «τρίτο δρόμο», παρόλο που η χρήση του όρου δεν έχει σχέση με τον πιο κεντρώο τρίτο Δρόμο που εφαρμόστηκε από τους μεταγενέστερους πρωθυπουργούς Ρομάνο Πρόντι και Ματέο Ρέντσι.

 

1930 – Σόνια Ρίκιελ. Γεννήθηκε στο Παρίσι στις 25 Μαΐου του 1930. Κόρη μιας Ρωσίδας και ενός Ρουμάνου, ήταν η μεγαλύτερη των 5 παιδιών της οικογένειας. Η πρώτη της επαφή με τον κόσμου του ρούχου ήταν το 1948, όταν σε ηλικία 17 ετών προσλήφθηκε από το παρισινό κατάστημα υφασμάτων, Grande Maison de Blanc, για να ντύσει τις βιτρίνες του.  Το 1953, η Sonia Rykiel παντρεύτηκε τον Sam Rykiel, ιδιοκτήτη της Laura boutique που πωλούσε ρούχα πολυτελείας σε κεντρική συνοικία του Παρισιού. Σε αυτό το ίδιο κατάστημα, δημιούργησε και πούλησε το πρώτο πουλόβερ της.
Μια από τις διασημότερες πελάτισσές της ήταν η Οντρεϊ Χεπμπορν, η οποία επισκέφθηκε τη μπουτίκ και αγόρασε 14 πουλόβερ σχεδιασμένα από τη Sonial Rykiel (τα εν λόγω πουλόβερ αργότερα έγιναν γνωστά ως poor-boy sweaters). “Το σημαντικό με τα ρούχα είναι η γυναίκα” έλεγε η Sonia Rykiel, η οποία, πρώτη, απλοποίησε το ρούχο πολυτελείας και έντυσε τις γυναίκες πραγματικά άνετα και κομψά. Το 1960 ένα από τα περίφημα πουλόβερ της Rykiel  γίνεται εξώφυλλο στη Vogue και το 1965 δημιουργεί τη δική της εταιρεία. Αρωγός της ο σύζυγός της, ο οποίος, παρά το γεγονός ότι εντωμεταξύ χώρισαν, ιδρύει μαζί της, το 1968, το εμπορικό σήμα Sonia Rykiel. Η εταιρεία δεν κάνει μόνο ρούχα, αλλά παπούτσια, τσάντες, είδη σπιτιού.
H Rykiel τα τελευταία χρόνια δεν σχεδίαζε πλέον τις συλλογές της για τον ομώνυμο οίκο, ωστόσο παρέμενε στενά συνδεμένη με αυτόν, αφού ήταν επίτιμη πρόεδρος. Στο πλευρό της η κόρη της, μοναδική κληρονόμος.

 

1958 – Πολ Γουέλερ. Ο Πολ Γουέλερ αποτελεί την εμβληματική φυσιογνωμία της σύγχρονης βρετανικής ροκ σκηνής. Πρώτον γιατί, από το 1976 που άρχισε να παίζει, ήταν εκείνος που καθόριζε τα όριά της, σεβόμενος την παράδοσή της και ανοίγοντας παράλληλα νέους δρόμους στα εκφραστικά της μέσα. Οταν, το 1977, οι Clash «υιοθέτησαν» τους πιτσιρικάδες Jam και τους κάλεσαν να παίξουν μαζί στη θρυλική περιοδεία «White Riot», ο Γουέλερ ήταν μόλις 17 ετών. Η μπάντα του παρουσιαζόταν ως ένα από τα σημαντικότερα πανκ συγκροτήματα, στην πραγματικότητα όμως είχε εξαρχής την πατίνα του κλασικού. Οφειλε περισσότερα στους Who και στους Beatles απ’ όσα η πανκ σκηνή μπορούσε να ανεχτεί. Παρ’ όλα αυτά, η δυναμικότητα που εξέπεμπαν τους καθιστούσε αξιοσέβαστους στους κύκλους των τότε επαναστατημένων νεαρών. Αυτή η χρυσή τομή μεταξύ πρωτοπορίας και παράδοσής τους έκανε μοναδικούς. Το γκρουπ όμως, νέα παιδιά ήταν τότε, είδε την επιτυχία σαν χίμαιρα και διαλύθηκε, το 1982, στο απόγειό τους.
Στον τελευταίο δίσκο τους, το περίφημο «The Gift» οι Jam είχαν κάνει μια στροφή 180 μοιρών: είχαν στραφεί στη λευκή σόουλ και στον γλυκό ήχο των πνευστών, γυρνώντας την πλάτη στην ακρότητα και τη γύμνια του «νέου κύματος». Προς τα ‘κει στράφηκε ο Γουέλερ με το επόμενο συγκρότημά του, τους Style Council. Το φανκ, η σόουλ και η τάση για χορευτικούς ρυθμούς τον αποξένωσαν από τους σκληροπυρηνικούς οπαδούς των Jam, τον βοήθησαν όμως να προσεγγίσει ένα νέο κοινό. Ηταν η εποχή που στη Βρετανία προξενούσε αίσθηση η βελούδινη φωνή της Σαντέ και η διανοούμενη ποπ των Everything But The Girl. Ο ίδιος απάντησε σε όσους τον κατηγορούσαν για συμβιβασμούς, ηχογραφώντας το άλμπουμ «Soul Deep» και προσφέροντας τα κέρδη του στους απεργούς ανθρακωρύχους, την ομάδα που επλήγη περισσότερο από την αναδιάρθρωση που επέβαλε η κυβέρνηση Θάτσερ. Οι Style Council διέλυσαν κι αυτοί στο απόγειο της δόξας τους, το 1989, μετά από πέντε άλμπουμ και τη δημιουργία ενός ολόκληρου στυλ: είχαν υιοθετήσει τα κοστούμια και την προσεγμένη εμφάνιση, το «κουλ» ύφος που έγινε μεγάλη μόδα την εποχή της «άσιντ τζαζ».
Αφού έμεινε χωρίς συγκρότημα και δισκογραφική εταιρεία, ο Γουέλερ πέρασε τα δύο πιο ήρεμα χρόνια της ενήλικης ζωής του ενώ οι δημοσιογράφοι ερμήνευαν την εξαφάνισή του από το προσκήνιο ώς το τέλος της καριέρας του. Το 1992, ο καλλιτέχνης επέστρεψε δημιουργώντας μια νέα τομή στη μουσική. Με το άλμπουμ «Paul Weller» διαμόρφωσε αυτό που τρία χρόνια αργότερα οι μουσικοκριτικοί ονόμασαν «μπριτπόπ». Η «βρετανική ποπ» δεν ήταν τίποτα παραπάνω από την επιστροφή στη συνθετική απλότητα των Beatles και στην αφήγηση ιστοριών για καθημερινούς ανθρώπους. Οι δύο βασικοί της εκπρόσωποι, οι Blur και οι Oasis δεν έχαναν ευκαιρία να αναφέρουν τον Πολ Γουέλερ ως βασική τους επιρροή. Κι είχαν απόλυτο δίκιο.

 

Θάνατοι

 

1954 – Ρόμπερτ Κάπα. Γεννήθηκε ως Endre Friedmann από τους Dezső και Júlia Friedmann στις 22 Οκτωβρίου, 1913 στη Βουδαπέστη της Ουγγαρίας. Αποφασίζοντας ότι δεν θα είχε λαμπρό μέλλον υπό το καθεστώς της Ουγγαρίας, εγκατέλειψε την πατρίδα του σε ηλικία 18 ετών.
Ο Κάπα αρχικά επιθυμούσε να γίνει συγγραφέας, εντούτοις, βρήκε εργασία ως φωτογράφος στο Βερολίνο και σταδιακά αγάπησε αυτήν την τέχνη. Το 1933, μετακόμισε από τη Γερμανία στη Γαλλία λόγω της ανόδου του Ναζισμού, αλλά ήταν δύσκολο να βρει δουλειά εκεί ως ένας ανεξάρτητος δημοσιογράφος. Υιοθέτησε το όνομα “Ρόμπερτ Κάπα” περίπου εκείνη την περίοδο – ενώ στην πραγματικότητα capa («καρχαρίας») ήταν το παρατσούκλι του στο σχολείο και παράλληλα σκέφτηκε ότι θα είναι πιο αναγνωρίσιμο στο κοινό της Αμερικής, δεδομένου ότι ήταν παρόμοιο με εκείνο του σκηνοθέτη Φρανκ Κάπρα.
Του ήταν ευκολότερο να πουλάει τις φωτογραφίες του υπό το πρόσφατα υιοθετημένο αμερικάνικο όνομα και μετά από ένα χρονικό διάστημα ασπάστηκε την περσόνα του Ρόμπερτ Κάπα (με τη βοήθεια της τότε φίλης του, που μεσολαβούσε ανάμεσα σε αυτόν και όσους ενδιαφέρονταν για τις φωτογραφίες που τραβούσε ο «μεγάλος Αμερικανός φωτογράφος, Ρόμπερτ Κάπα»). Η πρώτη δημοσιευμένη φωτογραφία του Κάπα ήταν αυτή του Λέων Τρότσκι την ώρα που έβγαζε έναν λόγο στην Κοπεγχάγη για «Το νόημα της Ρωσικής Επανάστασης» το 1932.

 

2001 – Αλμπέρτο Κόρδα. Ο Αλμπέρτο Ντίας Γκουτιέρρες (Alberto Díaz Gutiérrez, 14 Σεπτεμβρίου 1928 – 25 Μαΐου 2001), γνωστός περισσότερο με το όνομα Αλμπέρτο Κόρντα (Alberto Korda) ήταν Κουβανός φωτογράφος. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους «χρονικογράφους» της κουβανικής επανάστασης, διάσημος για τη δημοφιλέστερη ίσως φωτογραφία του Τσε Γκεβάρα και μία από τις πιο διάσημες στην ιστορία της φωτογραφίας.
Ο Κόρντα γεννήθηκε στην Αβάνα, γιος ενός εργάτη των σιδηροδρόμων. Εργάστηκε σε πολλές διαφορετικές δουλειές πριν την οριστική ενασχόλησή του με τη φωτογραφία, αρχικά ως βοηθός φωτογράφου. Στην αρχή της σταδιοδρομίας του διακρίθηκε ως φωτογράφος μόδας ενώ αργότερα εγκατέλειψε την εμπορική φωτογραφία ασχολούμενος με τη φωτοδημοσιογραφία. Από το 1959 εργάστηκε στην κουβανική εφημερίδα Revolución (Επανάσταση) και υπήρξε προσωπικός φωτογράφος του Τσε Γκεβάρα για δέκα χρόνια. Την περίοδο από το 1968 μέχρι το 1978, αφοσιώθηκε στο είδος της υποβρύχιας φωτογραφίας ενώ αργότερα το φωτογραφικό του έργο περιορίστηκε. Πέθανε το 2001 στο Παρίσι, από καρδιακή προσβολή και ενώ προετοίμαζε μία έκθεση φωτογραφιών του.

 

2009 – Μιχάλης Παπαγιαννάκης. Γεννήθηκε στην Καλαμάτα και σπούδασε Νομικά, Οικονομικές και Πολιτικές Επιστήμες σε Αθήνα, Μονπελιέ και Παρίσι. Εργάστηκε ως καθηγητής και ερευνητής στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού 2, στο Ινστιτούτο Διοίκησης Επιχειρήσεων του Ορσαί και στο Μεσογειακό Αγρονομικό Ινστιτούτο του Μονπελιέ. Έκανε έρευνες και μελέτες πάνω στη μεσογειακή οικονομία, την ΕΟΚ, την Κινεζική αγροβιομηχανία, την αλιεία στην Ελλάδα και άλλες, για λογαριασμό της ΕΟΚ, της ΓΚΑΤΤ και του ΟΗΕ, από το 1967 ως το 1987. Υπήρξε επιστημονικός συνεργάτης στο Πάντειο και είχε συνεργαστεί και αρθρογραφήσει στο Βήμα, τον Οικονομικό Ταχυδρόμο, το Αντί, την Αυγή και τον Πολίτη. Μιλούσε Αγγλικά, Γαλλικά, Ισπανικά και Ιταλικά.

 

 

 

Πηγές: Σαν σήμερα, el.wikipedia
Διαβάστε περισσότερα στην ενότητα Χρονολόγιο
με click πάνω στην κάρτα που ακολουθεί
ή στο Posted in Χρονολόγιο