Μνήμη χρονολογίου της 24ης Απριλίου

24 Απριλίου 2024

Είναι η 115η ημέρα του έτους κατά το Γρηγοριανό ημερολόγιο.
Υπολείπονται 251 ημέρες για τη λήξη του.
🌅  Ανατολή ήλιου: 06:36 – Δύση ήλιου: 20:09
Διάρκεια ημέρας: 13 ώρες 33 λεπτά
🌕  Σελήνη 15.1 ημερών
Χρόνια πολλά στους: Αχιλλέα,  Αχίλιο, Δούκα, Δούκισσα, Βαλεντίνη,
Βαλεντίνα, Ντίνα, Ελισάβετ, Ελίζα, Ζέτα, Έλλη, Βέτα, Θαυμαστό και Θαυμαστή

Γεγονότα

 

1827 – Μία μέρα μετά τον θάνατο του Γεωργίου Καραΐσκάκη στο Φάληρο, ακολουθεί η καταστροφική ήττα των ελληνικών δυνάμεων από τον Κιουταχή στην περιοχή του Αναλάτου, σημερινό Νέο Κόσμο. Στις 24 Απριλίου έγινε η μάχη. Οι Τούρκοι είχαν μέσα στο ελληνικό στρατόπεδο δικό τους πληροφοριοδότη, έναν Αιγύπτιο τακτικό, ιπποκόμο Σουλιώτη αξιωματικού. Έτσι η είδηση, μαθεύτηκε ταχύτατα και στους αντιπάλους. Στην διάρκεια της μάχης οι Τούρκοι προσπαθούσαν να ρίξουν και άλλο το ηθικό των Ελλήνων, υπενθυμίζοντάς τους τον θάνατο του Καραϊσκάκη με τη φράση «Δεν υπάρχει πλέον ο Καραϊσκάκης – πρέπει να ενδυθήτε τα μαύρα». (Αινιάν, Απομνημονεύματα, 126) Το ηθικό των Τούρκων ήταν ακμαιότατο. Τελικά χρησιμοποιήθηκε το σχέδιο του Καραϊσκάκη και κατέβηκαν όλοι οι στρατιώτες στην παραθαλάσσια περιοχή. Ο Μακρυγιάννης προχώρησε προς το φρούριο μαζί με το σώμα του ιππικού. Παρατάχθηκαν το σώμα των Σουλιωτών, των Κρητών, των Αθηναίων και των τακτικών. Είτε λόγω αδιαφορίας, είτε λόγω λάθους, είτε λόγω περιφρόνησης, δεν τοποθετήθηκε ιππικό σε θέση που είχε υποδείξει ο Καραϊσκάκης, με δυσμενή αποτελέσματα στην έκβαση της μάχης. (Αινιάν, 127)
Στις 23 Απριλίου, μετά τον θάνατο του Καραϊσκάκη, ο Τσωρτς αποφασίζει να μεταφέρει τη βάση από τον Πειραιά στο ακρωτήριο του ανατολικού άκρου του Φαληρικού όρμου.[16] Αυτοί οι οποίοι βρίσκονταν από την αρχή στους Τρεις Πύργους και οι υπόλοιποι σχημάτισαν δύο φάλαγγες. Έτσι διαμορφώθηκαν δύο ομάδες: Η 1η στους Τρεις Πύργους (Τσώρτς) και η 2η του Κερατσινίου-Πειραιώς (άλλοι οπλαρχηγοί).
Στις 23 με 24 Απριλίου μπήκαν τα σώματα στα πλοία και αποβιβάστηκαν πρωί-πρωί στους Τρεις Πύργους. Τα πρώτα ταμπούρια τα είχαν πιάσει οι Σουλιώτες και πιο πίσω ο τακτικός στρατός με δύο κανόνια και μερικούς Αθηναίους. Πίσω από αυτούς τοποθετήθηκε ο Βάσσος και σε μία μάντρα ο Κώστας Μπότσαρης. Πίσω από την μάντρα και σε έκταση ενός αμπελώνα, ενός λόφου και μιας εκκλησίας, κοντά στη θάλασσα, τοποθετήθηκαν ο Χριστόδουλος Μέξης με Ποριώτες και Κρανιδιώτες. Μεγάλο σφάλμα τού Τσωρτς και τού Κόχραν, αποτέλεσε το γεγονός ότι είχαν μεταφέρει επειγόντως τις δυνάμεις από τα πλοία προς την Ακρόπολη και άρχισαν να κατασκευάζουν ταμπούρια μπροστά στα μάτια των Τούρκων. Ακόμη, δεν υπήρχαν πολλά φτυάρια και τσαπιά, με αποτέλεσμα τα ταμπούρια που δημιουργήθηκαν να είναι αρκετά πρόχειρα.
Οι Τούρκοι είδαν τους Έλληνες από τον λόφο του Φιλοπάππου και έτρεξαν να ειδοποιήσουν τον Κιουταχή, ο οποίος είχε στρατοπεδεύσει στα Πατήσια και είχε στη διάθεσή του 4.000 πεζούς και 2.000 ιππείς. Ο Κιουταχής έδρασε άμεσα, απορημένος με την κινητοποίηση, τόσο μικρού σώματος, στέλνοντας 2.000 πεζικό, 600 ιππείς και το πυροβολικό, για να απωθήσει τυχόν προσπάθειες των Ελλήνων να φέρουν ενισχύσεις.[17]
Οι πολιορκημένοι δεν έφυγαν από την Ακρόπολη, καθώς τους είχε αποκλείσει ο Κιουταχής, θέλοντας να καλύψει τα νώτα του. Έτσι, δε στάθηκε δυνατό να εφαρμοσθεί το αρχικό ελληνικό σχέδιο για ταυτόχρονη προσβολή των Τούρκων από δυο κατευθύνσεις. Το μεσημέρι, λοιπόν, αφού το πυροβολικό του Κιουταχή είχε κανονιοβολίσει καταιγιστικώς τις ελληνικές θέσεις στον Ανάλατο, διέταξε το πεζικό και το ιππικό να καταλάβει το πρώτο ελληνικό οχύρωμα. Το οχύρωμα αυτό ήταν πρόχειρο, χαμηλό και σε μειονεκτική θέση, καθώς μπροστά του είχε λόφο πίσω από τον οποίο βρίσκονταν 2.000 Τούρκοι.
Έτσι, με την έναρξη της μάχης, οι Έλληνες απώθησαν το πεζικό αλλά μετά από λίγο σαρώθηκαν από το ιππικό του Κιουταχή. Οι Τούρκοι αιχμαλώτισαν Σουλιώτες και Ρουμελιώτες (μεταξύ των οποίων τον Δράκο και τον Καλλέργη). Μόνο 28 σώθηκαν από τους 280. Μετά από αυτό, ο Κιουταχής συγκέντρωσε το σύνολο του στρατού και έτσι σύντομα και οι άλλες τρεις θέσεις των Ελλήνων καταλήφθηκαν μετά από άνιση μάχη.[18]
Ο Ιγγλέσης απομάκρυνε τους εχθρούς αλλά στο τέλος υπέκυψε. Από τους 180 τακτικούς του Ιγγλέση οι 156 σκοτώθηκαν και τους υπόλοιπους τους καταδίωξε το ιππικό μέχρι τη θάλασσα, όπου δεν μπόρεσε να πλησιάσει, καθώς τα πυροβόλα των ελληνικών πλοίων το κράτησαν μακριά από την ακτή, όπου έφταναν οι επιζώντες ζητώντας βοήθεια. Τέλος, 800 από αυτούς κατόρθωσαν να επιβιβαστούν, ενώ 150 πνίγηκαν. Αυτοί επιβιβάστηκαν σε λέμβους και σώθηκαν κωπηλατώντας προς τα μεγάλα πλοία. Συνολικά σκοτώθηκαν περίπου 1.000 Έλληνες.
Ο Δράκος πήγε στη Χαλκίδα όπου φονεύθηκε και ο Καλλέργης ελευθερώθηκε αφού του έκοψαν τα αυτιά και πήραν 70.000 γρόσια λύτρα. Ακόμη 150 άτομα θανατώθηκαν με απόφαση του Κιουταχή και τα κεφάλια τους στάλθηκαν στην Πόλη ως τεκμηρίωση της νίκης των Τούρκων. Ωστόσο και οι απώλειες των Τούρκων ήταν πολλές. Ο αρχηγός του ιππικού σκοτώθηκε και ο Κιουταχής τραυματίστηκε. Συνολικά, από τους 10.000 Έλληνες, γλίτωσαν μόνο οι 3.500 οι οποίοι πήγαν στον Πειραιά. Έως την 17η Μαΐου όλα τα διασωθέντα ελληνικά τμήματα είχαν μεταφερθεί στη Σαλαμίνα.

 

1915 – Οι Νεότουρκοι συλλαμβάνουν 200 εξέχοντες Αρμένιους της Κωνσταντινούπολης. Αρχή της γενοκτονίας των Αρμενίων, που στοίχισε τη ζωή σε 1,5 εκατομμύριο ανθρώπους ως το 1923. Ως γενοκτονία των Αρμενίων (Αρμενικά: Հայոց Ցեղասպանություն, Χαγιότς τσεγκασπανουτιούν) αναφέρονται τα γεγονότα εξόντωσης Αρμενίων πολιτών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Σφαγές Αρμενίων είχαν γίνει και ενωρίτερα επί Σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίτ, το 1894-96, με τον αριθμό των νεκρών να εκτιμάται μεταξύ 80 και 300 χιλιάδων και τον αριθμό των ορφανών παιδιών σε 50.000. Ωστόσο οι πλέον εκτεταμένες σφαγές Αρμενίων αποδίδονται στο κίνημα των Νεότουρκων (1908-18). Ως έναρξη της Αρμενικής Γενοκτονίας συμβολικά θεωρείται η 24η Απριλίου του 1915, όταν η ηγεσία της Αρμενικής κοινότητας της Κωνσταντινούπολης φυλακίστηκε και εκατοντάδες Αρμένιοι της Πόλης απαγχονίστηκαν. Θεωρείται μια από τις πρώτες σύγχρονες γενοκτονίες. Τουρκικές πηγές αναφέρουν ότι ο αριθμός των νεκρών Αρμενίων ήταν από 600.000 ως 800.000, ενώ Δυτικές και Αρμενικές πηγές ανεβάζουν τον αριθμό των σφαγιασθέντων στο 1.500.000.
Η Τουρκία αρνείται την ύπαρξη «γενοκτονίας» και ισχυρίζεται ότι δεν υπήρχε εξόντωση αλλά εκτοπισμός του Αρμενικού πληθυσμού. Το επίσημο τουρκικό κράτος υποστηρίζει πως οι Αρμένιοι αντάρτες υποστήριζαν τα ρωσικά στρατεύματα κατά την εισβολή τους στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Άλλοι αρνητές, υποστηρίζουν πως δεν υπήρξαν ενέργειες οι οποίες έχουν σκοπό την εξολόθρευση, άρα δεν είναι γενοκτονία Σύμφωνα με τον Μουσταφά Ακιόλ, η γενοκτονία (την αποκαλεί «εθνοκάθαρση») συνέβη εξ αιτίας της κατάρρευσης της «ανεκτικής» Οθωμανικής αυτοκρατορίας και της ανάδυσης του εθνικισμού. Η Γενοκτονία των Αρμενίων πραγματοποιήθηκε παράλληλα και με τον ίδιο τρόπο με γενοκτονίες σε βάρος και άλλων χριστιανικών πληθυσμών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, δηλ. των Ελλήνων και των Ασσυρίων (Νεστοριανών χριστιανών).
Εκτός από τη δολοφονία ανθρώπων, η γενοκτονία περιλάμβανε και την απαγωγή γυναικών και παιδιών τα οποία εξισλαμίζονταν, άλλαζαν ονόματα και ενσωματώνονταν σε νοικοκυριά μουσουλμάνων (Τούρκων, Κούρδων, Αράβων κ.ά.) ως σύζυγοι ή σκλάβοι. Σύμφωνα με τα έθιμα των τοπικών φυλών, για να αποφεύγονται οι αποδράσεις, οι σκλάβοι μαρκάρονταν με τατουάζ στο πρόσωπο ή το λαιμό. Πόλεις όπως η Χαρπούτ (Δυτική Αρμενία) και η Μεζρέ (Αν. Τουρκία) είχαν γίνει κέντρα εμπορίας Αρμενίων, Ελλήνων και Ασσυρίων σκλάβων. Εκεί “οι πλέον επιθυμητές γυναίκες, κυρίως αυτές από πλούσιες οικογένειες, ζητούνταν από τοπικούς μουσουλμάνους και ελέγχονταν από γιατρούς για αρρώστιες κτλ.” Μετά το τέλος του Α’ Παγκ. Πολέμου, στα εδάφη της πρώην Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που κατέλαβαν οι σύμμαχοι απελευθερώθηκαν πάνω από 90.000 ορφανά Αρμενίων από την Τουρκία, τη Συρία, την Κύπρο, την Αίγυπτο, την Αρμενία και τη Γεωργία.

 

1944 – Τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής εκτελούν στους Πύργους (Κατράνιτσα) Κοζάνης 318 κατοίκους του χωριού, σε αντίποινα για την εκτέλεση δύο γερμανών στρατιωτών από δυνάμεις του ΕΛΑΣ. Όταν μπήκαν στο χωριό, οι Γερμανοί συνέλαβαν και σκότωσαν 327 άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Πολλά από τα θύματα εκτελέστηκαν μαζικά ή πυρπολήθηκαν μέσα σε αχυρώνες ενώ παιδιά και βρέφη φονεύθηκαν με ξιφολόγχες. Στη συνέχεια, 1.400 επιζήσαντες από τους Πύργους και το Μεσόβουνο οδηγήθηκαν πεζοί, ως όμηροι, σε χάνι της Πτολεμαΐδας. Καταστράφηκαν τα 365 από τα 385 σπίτια, δημόσια κτήρια και εκκλησίες (εκτός από τρεις) και κατασχέθηκαν οικοσκευές, ζώα, τουλάχιστον 10 τόνοι σιτάρι, 12.000 γιδοπρόβατα, 3.500 ιπποειδή και βοοειδή. Επίσης διαπράχθηκαν βιασμοί οι οποίοι κατ’ άλλες μαρτυρίες συνέβησαν μέσα στον ναό της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος και κατ’ άλλους στην πλατεία του χωριού. Κατά τον Αθανάσιο Καλλιανιώτη, ο αριθμός των βιασμών που αναφέρθηκαν (170) πρέπει να θεωρηθεί υπερβολικός όπως αβάσιμη πρέπει να θεωρηθεί και η πληροφορία ότι διεπράχθησαν από Έλληνες συνεργάτες των Γερμανών. Οι δε κάτοικοι άλλων περιοχών που συμμετείχαν στην επιχείρηση φαίνεται πως χρησίμευσαν ως οδηγοί, δεσμοφύλακες, συλλέκτες ζώων, πολεμοφοδίων και αγροτικών προιόντων. Στους Πύργους οι Έλληνες αυτοί ασχολήθηκαν ιδιαίτερα με κατασχέσεις λιρών και κοσμημάτων, τα οποία έπαιρναν από τις γυναίκες.
Υπεύθυνος για τα ολοκαυτώματα Πύργων Κοζάνης, Κλεισούρας Καστοριάς και Διστόμου Βοιωτίας όπου συνολικά έχασαν τη ζωή τους πάνω από 1.000 άνδρες, γυναίκες και παιδιά, ήταν ο Γερμανός συνταγματάρχης Καρλ Σύμερς, διοικητής του 7ου συντάγματος της 4ης μεραρχίας τεθωρακισμένων γρεναδιέρων των SS. Ο Σύμερς είχε μάλιστα παρασημοφορηθεί από τη Βέρμαχτ με τον Σταυρό των Ιπποτών, τον οποίο από ό,τι φαίνεται κέρδισε διαπράττοντας μαζικές εκτελέσεις αμάχων, τους οποίους βάφτιζε ένοπλους αντάρτες. Εκτός από τον συνταγματάρχη Γεώργιο Πούλο, κανείς από τους υπευθύνους της σφαγής των Πύργων και της Εορδαίας γενικότερα, Γερμανούς, Τουρκμένιους και Έλληνες, δεν τιμωρήθηκε αργότερα από τις ελληνικές αρχές.
Κάθε χρόνο στους Πύργους δίνει το παρόν του στο καθιερωμένο μνημόσυνο για τα θύματα του Ολοκαυτώματος ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας. Από το 2016 και έπειτα διεξάγεται το πρόγραμμα ανταλλαγής μαθητών «Πολιτισμός Μνήμης: Μεσόβουνο, Πύργοι, Ερμακιά», των τριών γενικών Λυκείων της Πτολεμαΐδας, με ένα αντίστοιχο γερμανικό σχολείο από την περιοχή της Βρέμης, με σκοπό τη συμφιλίωση των λαών, αλλά και την ενημέρωση των μαθητών για τα εγκλήματα του Γ΄ Ράιχ κατά την περίοδο του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, τόσο στην περιοχή της Δ. Μακεδονίας αλλά και ευρύτερα στην Ευρώπη. Το πρόγραμμα εκτός των άλλων, περιλαμβάνει δενδροφύτευση για τη δημιουργία ενός ‘δασυλλίου μνήμης’, με το κάθε δέντρο να αντιστοιχεί σε ένα θύμα της ναζιστικής θηριωδίας. Επίσης, στις δράσεις του προγράμματος περιλαμβάνονται και συνεντεύξεις με επιζήσαντες της Σφαγής και συγγενείς των θυμάτων, αλλά και διάφορες δραστηριότητες.

 

1967 – Το διαστημόπλοιο «Σογιούζ 1» συντρίβεται κατά την επιστροφή του στη Γη, με αποτέλεσμα να σκοτωθεί ο κοσμοναύτης Βλαντίμιρ Κομαρόφ. Είναι ο πρώτος άνθρωπος που χάνει τη ζωή του κατά τη διάρκεια διαστημικής αποστολής. Η τρίτη διαστημική πτήση του Βλαντίμιρ Κομαρόφ προγραμματίστηκε για τις 23 Απριλίου 1967. Θα ήταν και πάλι κυβερνήτης και μοναδικό μέλος του πληρώματος του διαστημοπλοίου «Σογιούζ 1», του μεγαλύτερου και πιο πολύπλοκου απ’ όλα τα μέχρι τότε διαστημόπλοια. Το διαστημικό πρόγραμμα «Σογιούζ» («Ένωση») ήταν αφιερωμένο από τους Σοβιετικούς στην προετοιμασία για την εξερεύνηση της Σελήνης.
Ο Βλαντίμιρ Κομαρόφ παρέμεινε σε τροχιά γύρω από τη Γη για πάνω από 24 ώρες και λίγο μετά τις επτά το πρωί της 24ης Απριλίου ήταν προγραμματισμένο να προσεδαφισθεί στην περιοχή Καραμπουτάκ της Σοβιετικής Ρωσίας. Όμως, αυτό έμελλε να είναι και το τελευταίο διαστημικό ταξίδι του Κομαρόφ. Το «Σογιούζ 1» συνετρίβη στο έδαφος, όταν οι ιμάντες του κεντρικού αλεξιπτώτου του μπερδεύτηκαν και το διαστημόπλοιο κατήλθε με μεγάλη ταχύτητα στη Γη. Έτσι, έγινε ο πρώτος άνθρωπος που έχασε τη ζωή του κατά τη διάρκεια διαστημικής αποστολής.
Η κηδεία του έγινε με ιδιαίτερες τιμές στη Μόσχα και η στάχτη από τη σορό του τάφηκε μέσα στο τείχος του Κρεμλίνου.

 

2004 – Το σχέδιο Ανάν για την επίλυση του Κυπριακού τίθεται σε δύο χωριστά δημοψηφίσματα στη μεγαλόνησο και απορρίπτεται από τους Ελληνοκυπρίους. Κατά του σχεδίου τάσσεται το 75,83% έναντι 24,17% των υποστηρικτών του. Αντίθετα, στα κατεχόμενα, «ναι» ψηφίζει το 64,91% των Τουρκοκυπρίων, «όχι» το 35,01%. Μετά το πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή το 1974 στην Κύπρο, οι τούρκικες δυνάμεις έλεγχαν το 38% του εδάφους, ενώ υπήρξε και ανταλλαγή πληθυσμού το 1975. Από τότε, υπήρξαν διάφορες πρωτοβουλίες για επίλυση του Κυπριακού, σχεδόν όλες υπό την επίβλεψη του ΓΓ του ΟΗΕ, ωστόσο όλες αποτύγχαναν.
Τον Δεκέμβριο 1999, ξεκίνησαν ξανά εκ του σύνεγγυς συνομιλίες για προετοιμασία του εδάφους για ουσιαστικές διαπραγματεύσεις. Τότε πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας ήταν ο Γλαύκος Κληρίδης, ηγέτης των Τουρκοκυπρίων ο Ραούφ Ντενκτάς και Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ ο Κόφι Ανάν με ειδικό του Σύμβουλο για τον Κυπριακό τον Άλβαρο ντε Σότο. Ο Κόφι Ανάν υπέβαλε Σχέδιο για συνολική επίλυση του Κυπριακού. Η αρχική του μορφή (το αποκαλούμενο σήμερα σχέδιο Ανάν Ι) παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στις 11 Νοεμβρίου 2002 και το δεύτερο αναθεωρημένο σχέδιο στις 10 Δεκεμβρίου 2002 (Σχέδιο Ανάν ΙΙ). Στις 26 Φεβρουαρίου 2003 υπεβλήθη το Σχέδιο ΙΙΙ. Ακολούθησε η εκλογή του Τάσου Παπαδόπουλου στις προεδρικές εκλογές του 2003. Τον Μάρτιο του 2004 παρουσιάστηκε η πέμπτη και τελική μορφή του σχεδίου. Παρότι ο Κόφι Ανάν ήθελε να παρουσιάσει ένα σχέδιο προερχόμενο μόνο από τις διαπραγματεύσεις των δυο κοινοτήτων, προ του συνεχιζόμενου αδιεξόδου, αναγκάστηκε να τελειώσει το κείμενο μόνος του.
Στην Κυπριακή Δημοκρατία, το σχέδιο βρήκε σθεναρή αντίσταση από τον τότε πρόεδρο Τάσσο Παπαδόπουλο. Το συγκυβερνών κόμμα του ΑΚΕΛ, μετά την αντίσταση του προέδρου στο σχέδιο, απέσυρε την υποστήριξη του στο τελικό κείμενο των προτάσεων. Ο ΔΗΣΥ, με ηγέτη τον Νίκο Αναστασιάδη, υποστήριξε το σχέδιο.. Επίσης, εναντίον του σχεδίου τάχθηκε και το ΔΗΚΟ (το κόμμα του Προέδρου Τάσου Παπαδόπουλου), η ΕΔΕΚ, οι Νέοι Ορίζοντες και το Κίνημα Οικολόγων Περιβαλλοντιστών. Το μικρό κόμμα Ενωμένοι Δημοκράτες υποστήριξε το σχέδιο.
Ανάμεσα στους τουρκοκυπρίους υπήρχε γενικότερος ενθουσιασμός υπέρ του σχεδίου, καθώς ήλπιζαν στον τερματισμό του διεθνούς αποκλεισμού τους, αν και ο ιστορικός ηγέτης Ραούφ Ντενκτάς απέρριψε το πλάνο. Το σχέδιο το απέρριψαν και οι Γκρίζοι Λύκοι. Στην Ελλάδα, η κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή κράτησε ουδέτερη θέση, ωστόσο ο ηγέτης της αντιπολίτευσης Γιώργος Παπανδρέου υποστήριξε το σχέδιο, καθώς ο ίδιος ήταν υπουργός εξωτερικών κατά τις διαπραγματεύσεις του σχεδίου. Τόσο η Ελλάδα, όσο και η Τουρκία, του Ταγίπ Ερντογάν, υποστήριξαν το σχέδιο. Το σχέδιο υποβλήθηκε στις 24 Απριλίου 2004 σε δύο ξεχωριστά δημοψηφίσματα, απορρίφθηκε από τους ελληνοκυπρίους, με ποσοστό 76% καθώς μόνο 24% το υπερψήφισε, ενώ εγκρίθηκε από την τουρκοκυπριακή κοινότητα σε ποσοστό 65%.

 

Γεννήσεις

 

1880 – Γκίντιον Σούντμπακ. Αμερικανοσουηδός ηλεκτρομηχανολόγος, με καθοριστική συμβολή στην ανάπτυξη και εξέλιξη του φερμουάρ.
Ο Ότο Φρέντερικ Γεντεόν Σούντμπεκ (Otto Frederick Gideon Sundback), όπως προφέρεται το όνομά του στα σουηδικά, γεννήθηκε στις 24 Απριλίου 1880 στο Σμόλαντ της Σουηδίας. Ο πατέρας του ήταν πλούσιος γαιοκτήμονας της περιοχής κι έδωσε στο νεαρό Γκίντιον πλούσια μόρφωση. Μετά την αποφοίτησή του από το Λύκειο μετέβη στη Γερμανία, όπου σπούδασε ηλεκτρολόγος-μηχανολόγος στο Πολυτεχνείο του Μπίγκεν. Μόλις πήρε το πτυχίο του. μετακόμισε στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Αρχικά, ο Σούντμπακ δούλεψε στην εταιρεία Westinghouse και από το 1906 στην Universal Fastener Company , η οποία κατασκεύαζε βίδες, καρφιά και συνδετήρες. Το 1909 παντρεύτηκε την κόρη του αφεντικού του Ελβίρα Άρονσον και ανέλαβε αρχισχεδιαστής της εταιρείας. Από το 1906 έως το 1914 ασχολήθηκε με την εξέλιξη του φερμουάρ, στην οποία αφιερώθηκε ψυχή τε και σώματι μετά τον θάνατο της γυναίκας του, το 1911. Ο Σούντμπακ στηρίχθηκε στην ανακαλύψεις παλιότερων μηχανικών, όπως των Ιλάιας Χάου, Μαξ Γουλφ και Γουίτκομπ Τζαντσον.
Το 1914 παρουσιάζει ένα μηχανισμό με την ονομασία «Hookless No.2», που αποτελείται από δύο σειρές δοντιών και μια λαβή – οδηγό, η οποία, όταν σύρεται προς τη μια πλευρά, κουμπώνει αναγκάζοντας το κάθε δόντι να μπει ανάμεσα στα δύο απέναντί του. Όταν η λαβή- οδηγός σύρεται προς την αντίθετη πλευρά, τα δόντια απελευθερώνονται και ο μηχανισμός ανοίγει. Είναι το φερμουάρ, όπως το γνωρίζουμε σήμερα. Αρχικά, χρησιμοποιήθηκε στις μπότες αντί του άγκιστρου και από τη δεκαετία του ‘30 στα παντελόνια, τα φορέματα και αργότερα στις βαλίτσες.
Στις 20 Μαρτίου 1917 έλαβε δίπλωμα ευρεσιτεχνίας για το φερμουάρ του αυτό, που το παρουσίασε με την ονομασία «Αποσπάσιμος Συνδετήρας» (Separable Fastener). Επίσης, σχεδίασε τη μηχανή για την κατασκευή του νέου φερμουάρ. Ο Γκίντιον Σούντμπακ πέθανε πάμπλουτος στις 21 Ιουνίου 1954, σε ηλικία 74 ετών.

 

1904 – Βίλεμ Ντε Κούνινγκ (Willem de Kooning). Γεννήθηκε στο Ρότερνταμ της Ολλανδίας, στις 24 Απριλίου του 1904. Όταν ήταν μόλις πέντε ετών η μητέρα του –μία δυναμική γκαρσόνα- χώρισε τον πατέρα του, γεγονός που υπήρξε η αφορμή για τις διάφορες ψυχαναλυτικές ερμηνείες των περίφημων Γυναικών που ζωγράφισε ο Ντε Κούνινγκ και που τον έκαναν διάσημο. Μετά τις σπουδές τέχνης στη γενέτειρά του, ο 22χρονος Βίλεμ πήρε την απόφαση να αναζητήσει την τύχη του στην Αμερική. Το 1926, φτάνει στη Νέα Υόρκη όπου για πολλά χρόνια αγωνίζεται κυριολεκτικά για την επιβίωση. Αργότερα δούλεψε ως διακοσμητής. Έφτασε σε ηλικία 40 ετών για να κάνει την πρώτη του έκθεση, το 1944.
Δίδαξε για ένα χρόνο στο Πανεπιστήμιο του Γέιλ αλλά γρήγορα κατάλαβε ότι δεν ήταν προορισμένος για την ακαδημαϊκή ενασχόληση. Οι φήμες τον θέλουν ερωτικό, άνθρωπο της παρέας και δοσμένο στην τέχνη του. Το 1943 παντρεύεται με μια νεαρή ζωγράφο, την Ιλέιν Φράιντ, η οποία ωστόσο δεν άντεξε για πολύ τα θρυλικά μεθύσια του συζύγου της. Ωστόσο, απέκτησε μία κόρη, την Λίζα, με απέκτησε με την ερωμένη του Τζόαν Γουόρντ όταν πια είχε φτάσει στα 52. Αλλά από την Ιλέιν, δεν πήρε ποτέ διαζύγιο.
Ο Ντε Κούνινγκ πλήττεται από τη νόσο του Αλτσχάιμερ όμως συνεχίζει να ζωγραφίζει αν και πολλοί είναι εκείνοι που αμφισβητούν την εκπροσώπηση του ιδίου στα τελευταία του έργα που θεωρείται ότι φιλοτεχνήθηκαν από μαθητές και βοηθούς του.

 

1919 – Γλαύκος Κληρίδης. Γεννήθηκε στη Λευκωσία, στις 20 Απριλίου 1919. Ήταν ο μεγαλύτερος γιος του δικηγόρου και πολιτικού Ιωάννη Κληρίδη, ο οποίος διατέλεσε δήμαρχος Λευκωσίας. Συμπλήρωσε τις σπουδές του στο Παγκύπριο Γυμνάσιο, την Αγγλική Σχολή Λευκωσίας και στην Αγγλία. Κατά την έναρξη του B΄ Παγκόσμιου Πολέμου κατατάχτηκε, το 1939, στη Βρετανική Βασιλική Αεροπορία. Το 1942 το αεροπλάνο του καταρρίφθηκε στη Γερμανία και ο ίδιος συνελήφθη αιχμάλωτος. Στην αιχμαλωσία παρέμεινε μέχρι το τέλος του πολέμου. Οι πολεμικές υπηρεσίες του κρίθηκαν ως εξαίρετες και διακεκριμένες. Με Βασιλικό Διάταγμα το όνομά του δημοσιεύθηκε στη «London Gazette» διότι αναφέρθηκε σε πολεμικό ανακοινωθέν για μια εξαίρετη υπηρεσία.
Σπούδασε νομικά στο Βασιλικό Κολέγιο του Λονδίνου του Πανεπιστημίου του Λονδίνου και πήρε τον τίτλο L.L.B. τo 1948. Το 1951 αναγορεύθηκε Barrister-at-Law στο Gray’s Ιnn. Από το 1951 μέχρι το 1960 άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου στην Κύπρο. Ήταν νυμφευμένος με την Ειρήνη Κληρίδου και είχε αποκτήσει μια κόρη, την Καίτη Κληρίδου, η οποία είναι μέλος του πολιτικού γραφείου του Δημοκρατικού Συναγερμού και διατέλεσε για χρόνια Βουλευτής. Πέθανε στις 15 Νοεμβρίου 2013 σε ηλικία 95 ετών.

 

Θάνατοι

 

1821 – Αθανάσιος Διάκος. Σοβαρά πληγωμένος στον δεξί ώμο ο Διάκος στη μάχη της γέφυρας της Αλαμάνας συνελήφθη από πέντε Τσάμηδες. Οι συναγωνιστές του Καλύβας και Μπακογιάννης που όρμησαν ξιφήρεις, προκειμένου να τον σώσουν σκοτώθηκαν κοντά στον αρχηγό τους. Ο Διάκος μεταφέρθηκε από τους Τούρκους στη Λαμία μπροστά στον Ομέρ Βρυώνη, ο οποίος τον γνώριζε από την κοινή θητεία τους παλιότερα στην αυλή του Αλή πασά, τον εκτιμούσε πολύ και προσφέρθηκε να τον κάνει ανώτερο αξιωματικό στον οθωμανικό στρατό, αν αλλαξοπιστούσε και ασπαζόταν το Ισλάμ. Ο Διάκος αρνήθηκε απαντώντας “Εγώ Γραικός εγεννήθηκα, Γραικός θε να αποθάνω!”. Ο Ομέρ πασάς έδειξε συμπάθεια προς τον Διάκο, αλλά κάποιος Χαλήλ μπέης από την πόλη ικέτευσε για την άμεση και παραδειγματική θανάτωσή του, επηρεάζοντας και τον Κιοσέ-Μεχμέτ, που ιεραρχικά ήταν ανώτερος του Ομέρ Βρυώνη. Έτσι την επόμενη μέρα ανασκολοπίστηκε. Ο Διάκος αντιμετώπισε το μαρτυρικό του θάνατο με θάρρος. Μόνο ένα παράπονο βγήκε απ’ τα χείλη του, προβλέποντας την ανάσταση του Ελληνισμού: “Για δες καιρό που διάλεξε ο χάρος να με πάρει, τώρα που ανθίζουν τα κλαδιά και βγάζει η γης χορτάρι”. Κατά τον Φιλήμονα ο Διάκος στράφηκε προς τους Αλβανούς και είπε “Δεν βρίσκεται από σας κανένα παλληκάρι να με σκοτώσει με πιστόλα και να με γλυτώσει από τους Χαλδούπιδες;”. Η φοβερή αυτή θανατική ποινή εκτελέστηκε στο Ζητούνι (Λαμία) στις 24 Απριλίου, την επομένη της μάχης στην Αλαμάνα. Μετά τον θάνατό του, οι Τούρκοι πέταξαν το λείψανό του σε κοντινό χαντάκι. Οι Χριστιανοί, όμως, βγήκαν κρυφά τη νύχτα και έθαψαν το σώμα του, στον χώρο που αρχίζει σήμερα η οδός Ησαΐα[28]. Ο χώρος της ταφής του είχε λησμονηθεί και ανακαλύφθηκε από τον αντισυνταγματάρχη Ρούβαλη, το 1881. Το 1886 έγινε το πρώτο μνημόσυνό του και τοποθετήθηκε η σημερινή προτομή. Η επιτροπή εκδουλεύσεων, προηγουμένως, τον αναγνώρισε ως ανώτατο αξιωματικό πρώτης τάξης και επεδίκασε μηνιαία σύνταξη στην αδερφή του έως τον θάνατό της, το 1873.

 

1941 – Κωνσταντίνος Σπανούδης Γεννήθηκε το 1871 στο Φανάρι της Κωνσταντινούπολης. Απόφοιτος της Μεγάλης του Γένους Σχολής, σπούδασε πολιτικές επιστήμες στο Παρίσι και την Ιταλία. Αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές του επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη και επιδόθηκε στη δημοσιογραφία. Το 1904 άρχισε να εκδίδει την εφημερίδα «Πρόοδος», ο πατριωτικός χαρακτήρας της οποίας του στοίχισε διώξεις και δυο απελάσεις. Ήταν στενός συνεργάτης του Πρωθυπουργού Ελευθέριου Βενιζέλου και τον στήριξε κατά τη διάρκεια των στρατιωτικών επιχειρήσεων της Ελλάδας στους Βαλκανικούς Πολέμους και τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Μετά την Μικρασιατική Καταστροφή εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και εντάχθηκε στο Κόμμα των Φιλελευθέρων. Το 1924 μαζί με άλλους Κωνσταντινοπολίτες ίδρυσαν την ΑΕΚ και ο Σπανούδης έγινε ο πρώτος Πρόεδρος του νέου σωματείου. Στις εκλογές του 1932 εξελέγη βουλευτής με το Κόμμα των Φιλελευθέρων και ταυτόχρονα έφυγε από τη διοίκηση της ΑΕΚ για να πολιτευτεί, διατηρώντας μόνο μια τυπική θέση. Πέθανε στις 24 Απριλίου του 1941 στην Αθήνα.

 

2010 – Δημήτριος Τσάτσος. Γεννήθηκε στην Αθήνα και ήταν γιος του Θεμιστοκλή Τσάτσου, δικηγόρου, βουλευτή και αδελφού του μετέπειτα Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας Κωνσταντίνου Τσάτσου, και της Αννίτας Αλευρά. Σπούδασε νομική και πολιτικές επιστήμες στα Πανεπιστήμια Αθηνών και Χαϊδελβέργης, ενώ σε ηλικία μόλις 27 ετών ανακηρύχθηκε διδάκτορας Συνταγματικού Δικαίου του Πανεπιστημίου Αθηνών.[5]Από το 1958 έως το 1964 υπήρξε επιμελητής στη Νομική Σχολή της Χαϊδελβέργης και την περίοδο 1964-1965 εργάστηκε ως ερευνητής στο Ινστιτούτο Μαξ Πλανκ (Max-Planck Institut). Το 1968 εκλέχτηκε υφηγητής στη νομική σχολή του πανεπιστημίου της Βόννης, στο οποίο και δίδασκε και υφηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή Αθηνών. Λόγω της Χούντας των Συνταγματαρχών δεν επετράπη ο διορισμός του. Το 1969 εκλέχτηκε τακτικός καθηγητής στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, αλλά πάλι δεν του επετράπη να διδάξει. Το 1970 εκλέχτηκε μόνιμος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Βόννης, ενώ το 1973 φυλακίστηκε από τη δικτατορία. Το 1975 εξελέγη τακτικός καθηγητής στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ. Με την πτώση της δικτατορίας έγινε υφυπουργός Εθνικής Παιδείας στην κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας και διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην κάθαρση της παιδείας από τους συνεργάτες της δικτατορίας. Το 1975 ήταν εισηγητής της αντιπολίτευσης για το νέο σύνταγμα της Ελλάδας. Το 1974 εκλέχτηκε βουλευτής Αθηνών με την Ένωση Δημοκρατικού Κέντρου.
Από τον Οκτώβριο του 1993 μέχρι τον Ιούνιο του 1994 διατέλεσε ειδικός σύμβουλος για θέματα Θεσμών στο Πολιτικό Γραφείο του πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου,ενώ για τα επόμενα δέκα χρόνια, από τον Ιούνιο του 1994 μέχρι τον Ιούνιο του 2004, χρημάτισε ευρωβουλευτής του ΠΑΣΟΚ.
Δίδαξε επίσης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών και στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Χάγης. Ήταν ιδρυτής και επίτιμος πρόεδρος του Κέντρου Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου – Ιδρύματος Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου.[8] Διετέλεσε επίσης πρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Συνταγματολόγων (1988-1992). Το 1995 τιμήθηκε με το πολιτιστικό Βραβείο Ευρώπης. Τιμήθηκε επίσης με τον τίτλο του επίτιμου διδάκτορα των πανεπιστημίων Θεσσαλονίκης, Κρήτης και Πελοποννήσου. Μάλιστα, σύμφωνα με τον καθηγητή Αντώνη Μανιτάκη: «Το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και ειδικά η Νομική Σχολή είχε την τύχη να τον συγκαταλέξει στα μέλη της, αφού σε αυτήν ξεκίνησε την πανεπιστημιακή του καριέρα ως τακτικός καθηγητής της έδρας του Γενικού Δημοσίου Δικαίου 1974, πλάι στον Αριστόβουλο Μάνεση που κατείχε στην έδρα του Συνταγματικού Δικαίου. Η Νομική διένυε τότε την πιο ένδοξη περίοδο της ιστορίας της. Το Τμήμα Νομικής αναγνωρίζοντας την σημαντική προσφορά του στην ελληνική και ευρωπαϊκή επιστήμη του Συνταγματικού Δικαίου τον ανακήρυξε το 2003 επίτιμο διδάκτορα.» Απεβίωσε στις 24 Απριλίου 2010 στην Αθήνα.

 

 

 

Πηγές: Σαν σήμερα, el.wikipedia
Διαβάστε περισσότερα στην ενότητα Χρονολόγιο
με click πάνω στην κάρτα που ακολουθεί
ή στο Posted in Χρονολόγιο