Μνήμη χρονολογίου της 18ης Ιουνίου

18 Ιουνίου 2024

Είναι η 170η ημέρα του έτους κατά το Γρηγοριανό ημερολόγιο.
Υπολείπονται 196 ημέρες για τη λήξη του
🌅  Ανατολή ήλιου: 06:02 – Δύση ήλιου: 20:50
Διάρκεια ημέρας: 14 ώρες 48 λεπτά
🌔  Σελήνη 11.1 ημερών
Χρόνια πολλά στους: Έρασμο, Λεόντιο, Λεοντία,
Λεοντίνα, Λεοντίτσα, Αλίνα, Αλένα.

Γεγονότα

 

1815 – Η Μάχη του Βατερλό. Αποφασιστικής σημασίας μάχη, που κατέληξε στην ήττα του Ναπολέοντα κι έβαλε τέλος σε μια σειρά πολέμων, που διήρκεσαν σχεδόν 23 χρόνια, μεταξύ της Γαλλίας και άλλων δυνάμεων της Ευρώπης. Έλαβε χώρα στο Βατερλό, μία τοποθεσία 20 χιλιόμετρα έξω από τις Βρυξέλλες, στις 18 Ιουνίου 1815.
Μετά την εξορία του στη νήσο Έλβα, ο Ναπολέων επανήλθε στο θρόνο και κυβέρνησε για 100 ημέρες τη Γαλλία από τον Μάρτιο του 1815. Με το φάντασμά του να πλανάται πάνω από την Ευρώπη, η Αγγλία και η Πρωσία ήθελαν να τελειώνουν μαζί του, προτού σταθεροποιήσει την εξουσία του. Ο Ναπολέων από την πλευρά του επεδίωξε να πλήξει τους δύο βασικούς του αντιπάλους προτού κατορθώσουν να ενώσουν τις δυνάμεις τους.
Η στρατιά του Ναπολέοντα, με αρχηγούς τους Νέι και Γκρουσί, αριθμούσε 72.000 άνδρες, ενώ οι συνασπισμένες δυνάμεις 68.000 βρετανο-ολλανδούς υπό τον Άρθουρ Γουέλσλι Α’ Δούκα του Ουέλιγκτον και 45.000 πρώσους υπό τον Γκέμπαρτ φον Μπλύχερ.
Τρεις μέρες πριν από την αποφασιστική μάχη, οι στρατηγοί του Ναπολέοντα νίκησαν τους πρώσους στο Λινί, ενώ καθήλωσαν τον Δούκα του Ουέλιγκτον στο Κατρ-Μπα. Ο στρατάρχης Γκρουσύ δεν κατόρθωσε να συντρίψει τους πρώσους και εγκλωβίστηκε στη Βαβρ από την οπισθοφυλακή τους, δίνοντας την ευκαιρία στον Μπλύχερ να ενωθεί με τον Ουέλιγκτον.
Ο Δούκας του Ουέλιγκτον ήθελε να παρασύρει τον Ναπολέοντα στο Βατερλό, όπου μπορούσε να οχυρώσει καλύτερα τον στρατό του. Ο Ναπολέοντας έκανε ένα σοβαρό σφάλμα το πρωί της 18ης Ιουνίου. Καθυστέρησε να επιτεθεί μέχρι το μεσημέρι, προκειμένου να στεγνώσει το λασπωμένο έδαφος από την κατακλυσμιαία βροχή που είχε προηγηθεί. Αυτό έδωσε την ευκαιρία στους πρώσους του Μπλύχερ να φθάσουν στο Βατερλό και να ενισχύσουν τον Ουέλιγκτον.
Η μάχη ξεκίνησε τελικά στις 11 το πρωί και μέχρι τις 6 το απόγευμα, οι Γάλλοι είχαν την πρωτοβουλία, αλλά οι κατά κύματα επιθέσεις τους απέτυχαν να δημιουργήσουν ρήγματα στο κέντρο των συμμαχικών δυνάμεων, εξαιτίας της έλλειψης συντονισμού μεταξύ ιππικού και πεζικού. Η εμφάνιση των Πρώσων στο πεδίο της μάχης και η πίεση που ασκούν στην ανατολική πτέρυγα του Ναπολέοντα αναγκάζει τον Ναπολέοντα να μεταφέρει δυνάμεις από το μέτωπο κατά του Ουέλιγκτον.
Στις 6 το απόγευμα ο στρατάρχης Νέυ με μία συνδυασμένη επίθεση πυροβολικού, ιππικού και πεζικού δημιουργεί σημαντικά προβλήματα στο κέντρο των συμμαχικών δυνάμεων, που υφίστανται σημαντικές απώλειες. Ο Νέυ ζητά από τον Ναπολέοντα ενισχύσεις για να αποτελειώσει τον Ουέλιγκτον. Ο Ναπολέων απορρίπτει το αίτημα, επειδή ήταν απασχολημένος με την απόκρουση των πρώσων και μόνο μετά τις 7 το βράδυ μπόρεσε να στείλει ένα περιορισμένο αριθμό στρατιωτών από την αυτοκρατορική φρουρά.
Στο μεταξύ, ο Δούκας του Ουέλιγκτον κατορθώνει να αναδιοργανώσει τις δυνάμεις του και με τη βοήθεια των πρώσων να περάσει στην αντεπίθεση. Στις 8 το βράδυ η συμμαχική προέλαση βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη και σε συνδυασμό με τις επιθέσεις των πρώσων από την ανατολική πλευρά, προκαλεί πανικό στον γαλλικό στρατό και την άτακτη υποχώρησή του.
Στις 9 το βράδυ ο Μπλίχερ και ο Δούκας του Ουέλιγκτον συναντήθηκαν στο πανδοχείο «Η Ωραία Συμμαχία» και κήρυξαν το τέλος της μάχης. Οι απώλειες των συνασπισμένων δυνάμεων ανήλθαν σε 22.000 νεκρούς και τραυματίες, ενώ οι γάλλοι μέτρησαν 25.000 νεκρούς και τραυματίες, καθώς και 8.000 αιχμαλώτους. Τόσο λυσσώδης ήταν η μάχη, ώστε σε ένα χώρο μόλις 5 τετραγωνικών χιλιομέτρων έκειτοντο 47.000 νεκροί και τραυματίες.
Η Μάχη στο Βατερλώ σήμανε το τέλος των πολιτικών φιλοδοξιών του Ναπολέοντα και την κατάλυση της Αυτοκρατορίας του. Οι σύμμαχοι τον εξόρισαν στο νησί της Αγίας Ελένης, όπου άφησε την τελευταία του πνοή το 1821

 

 

1904 – Ο υπουργός Παιδείας, Σπυρίδων Στάης, σκοτώνει σε μονομαχία τον βουλευτή Τρικάλων Κόκο Χατζηπέτρο. Το 1904 Πρωθυπουργός ήταν ο Γεώργιος Θεοτόκης, ενώ υπουργός Παιδείας ο Σπύρος Στάης. Ο βουλευτής Τρικάλων Κοκός Χατζηπέτρος είχε υποσχεθεί προεκλογικά σε φίλο του την πανεπιστημιακή έδρα της Ανατομίας.
Ο Στάης δεν τήρησε την υπόσχεσή του και δεν έκανε το ρουσφέτι, με αποτέλεσμα ο Χατζηπέτρος να εξαπολύσει από τους διαδρόμους της Βουλής δριμύτατη επίθεση εναντίον του υπουργού:
– Ελησμονήσατε την υπόσχεσιν, που μου εδώσατε, κ. υπουργέ.
– Πράγματι, το ξέχασα – αποκρίθηκε απότομα εκείνος. Άλλωστε επρόκειτο για ζήτημα υπηρεσιακής ευταξίας. Αυτήν την πολιτική ακολουθώ πάντοτε.
-Το εξέχασες; Είσαι ένας αγύρτης υπουργός! βροντοφώνησε μέσα στην αίθουσα ο Χατζηπέτρος.
Επακολούθησε πανδαιμόνιο κι ο Στάης, που ήταν από τη φύση του καβγατζής και παλικαράς, κινήθηκε εναντίον του Χατζηπέτρου με άγριες διαθέσεις. Η συμπλοκή αποφεύχθηκε, αλλά…
Ο Στάης, γόνος μιας από τις παλαιότερες, τις πιο ιστορικές και ισχυρότερες οικογένειες των Κυθήρων εθίγη. Πέταξε το γάντι (στην κυριολεξία) στον Χατζηπέτρο και τον κάλεσε σε μονομαχία. Την εποχή εκείνη οι μονομαχίες γίνονταν συχνά και δι’ ασήμαντον αφορμή, πόσο μάλλον όταν θιγόταν η οικογενειακή τιμή. Μάταια ο πρωθυπουργός Θεοτόκης, εκλιπαρούσε τον Χατζηπέτρο να ζητήσει συγγνώμη.
Τελικά η μονομαχία έγινε στις 5 το πρωί της 18ης Ιουνίου του 1904, στην (τότε) ερημική τοποθεσία «Τράχωνες», έξω από την Αθήνα. Τα της μονομαχίας διεύθυνε ο τότε βουλευτής Μεγαρίδος Γ. Αναστασόπουλος. Ο Κωνσταντίνος Χατζηπέτρος ήταν ένας ευγενικός άνθρωπος (όπως τον περιγράφουν άνθρωποι που τον γνώρισαν) καλός οικογενειάρχης, αλλά είχε ένα μειονέκτημα σημαντικό που τον καθιστούσε ευάλωτο για μονομαχία με πιστόλια: ήταν τρομερά μύωψ. Αυτό τον οδήγησε στον θάνατο.
Τη σκηνή της μονομαχίας περιγράφει ο δημοσιογράφος Κώστας Μάγερ στο βιβλίο του «Ελληνικά δημοσιογραφικά ανέκδοτα»: «Πυροβόλησαν ταυτόχρονα. Ο Χατζηπέτρος, μετά τον πυροβολισμό, στροβιλίζεται, το πιστόλι φεύγει από τα χέρια του, και αυτός πέφτει μπρούμυτα. Όλοι σπεύδουν προς το μέρος του. Ο γιατρός Φωκάς, που παρευρίσκονταν στην μονομαχία, του ξεκουμπώνει το σακάκι και το πουκάμισο για να βρει το τραύμα. Διαπιστώνει ότι η σφαίρα είχε διαπεράσει το στήθος του. Ο Χατζηπέτρος πνέει τα λοίσθια και το αίμα εξακολουθεί να τρέχει απ’ το στόμα του.

 

 

1932 – Ιδρύεται στη Γενεύη η FIBA, η παγκόσμια ομοσπονδία του μπάσκετ. Μεταξύ των οκτώ ιδρυτικών μελών είναι και η Ελλάδα, που εκπροσωπείται από τους Συμεών Μαυροσκούφη και Γεώργιο Αμπατζίογλου. Η Διεθνής Ομοσπονδία Καλαθοσφαίρισης, γνωστότερη με το γαλλικό ακρωνύμιο FIBA (Fédération Internationale de Basket-ball) ή αλλιώς ΦΙΜΠΑ, είναι η παγκόσμια αθλητική ομοσπονδία που ορίζει τους κανονισμούς του μπάσκετ τόσο σε αγωνιστικό όσο και διοικητικό επίπεδο. Επίσης είναι ο φορέας που διοργανώνει τα διεθνή πρωταθλήματα εθνικών ομάδων. Η ομοσπονδία εδρεύει στην ελβετική πόλη Γενεύη και περιλαμβάνει ως μέλη όλες τις εθνικές ομοσπονδίες. Πρόεδρός της είναι ο Αργεντίνος Οράσιο Μουρατόρε, ο οποίος εξελέγη το 2014.
Η FIBA ιδρύθηκε το 1932 στη Γενεύη ως Fédération Internationale de Basket-ball Amateur, από τη σύμπραξη των Ομοσπονδιών Καλαθοσφαίρισης οκτώ χωρών: Αργεντινής, Ελβετίας, Ελλάδας, Ιταλίας, Λετονίας, Πορτογαλίας, Ρουμανίας και Τσεχοσλοβακίας. Δύο χρόνια νωρίτερα, η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή είχε αποφασίσει να εντάξει το μπάσκετ στα ολυμπιακά αθλήματα, αρχής γενομένης από τους Αγώνες του Μονάχου το 1936.
Το παγκόσμιο συνέδριο του 1989 αποφάσισε να αφαιρεθεί η λέξη Amateur (ερασιτεχνικό) από τον τίτλο της ομοσπονδίας και να επιτραπεί στους επαγγελματίες αθλητές του NBA να συμμετέχουν στις διοργανώσεις της FIBA, από τις οποίες μέχρι τότε ήταν αποκλεισμένοι. Η αρχή έγινε στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Βαρκελώνης το 1992. Πάντως, παρά την αφαίρεση του Amateur, το A διατηρήθηκε ως γράμμα στην ακροστοιχίδα FIBA

 

 

1953 – Το Τάγμα του Ελληνικού Εκστρατευτικού Σώματος Κορέας αποκρούει ισχυρή επίθεση κινεζικού συντάγματος κατά του υψώματος Χάρι (ύψ. 440). (Πόλεμος της Κορέας). Το Εκστρατευτικό Σώμα Ελλάδας στην Κορέα (αναφέρεται και με τα αρχικά ΕΚ.Σ.Ε.) (Νοέμβριο 1950 – Δεκέμβριο 1955), αποτελούσε την πρώτη ελληνική συμμαχική αποστολή στα πλαίσια του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Τα Εκστρατευτικό Σώμα Ελλάδας περιελάμβανε δυνάμεις του στρατού ξηράς και της αεροπορίας και πολέμησε στο Πόλεμο της Κορέας στο πλευρό των Ηνωμένων Εθνών κατά της εισβολής από τη Βόρεια Κορέα. Συγκεκριμένα, αποτελούνταν από τάγμα συνολικής δύναμης 1.000 ατόμων και σμήνος της βασιλικής αεροπορίας από 67 άτομα, με 7 αεροσκάφη C-47 Ντακότα.
Το ελληνικό σμήνος αποσύρθηκε από την Κορέα στις 8 Μαΐου 1955, με απόφαση της κυβέρνησης Αλέξανδρου Παπάγου στα τέλη Μαρτίου 1955. Το Ελληνικό Εκστρατευτικό Σώμα με μέγιστη δύναμη τους 2163 άνδρες, μειώθηκε τον Απρίλιο του 1955 στους 850 άνδρες και σταδιακά από τον Ιούλιο μέχρι το Δεκέμβριο 1955 στους 191 άνδρες. Από τον Ιανουάριο του 1956 μέχρι το Μάιο του 1958 παρέμεινε αντιπροσωπευτικό τμήμα αποτελούμενο από 1 Αξιωματικό και 9 οπλίτες.
Πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα το 1950
Η απόφαση για τη συμμετοχή ελληνικών δυνάμεων ήταν απόρροια διάφορων παραγόντων για την Ελλάδα την εποχή εκείνη. Η ελληνική κυβέρνηση επιθυμούσε να εκδηλώσει την υποστήριξή της σε μια στρατιωτική επιχείρηση του Ο.Η.Ε. που αποσκοπούσε στην κατοχύρωση της συλλογικής ασφάλειας και της ακεραιότητας ενός κράτους-μέλους (της Νότιας Κορέας). Ιδιαίτερα, στο πρώτα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου η Ελλάδα αισθανόταν ότι αντιμετώπιζε μεγάλα προβλήματα ασφάλειας, θεώρησε ότι ήταν προς το συμφέρον της να ενισχύσει τη διαδικασία της αντίδρασης, μέσω του Ο.Η.Ε., σε μια απρόκλητη επίθεση. Επίσης, η ελληνική κυβέρνηση Νικολάου Πλαστήρα και Σοφοκλή Βενιζέλου είχε ήδη ζητήσει την ένταξη στο Ν.Α.Τ.Ο., αλλά το αίτημα είχε αρχικά απορριφθεί από τους Αμερικανούς, με την αιτιολογία ότι κάτι τέτοιο δεν ήταν απαραίτητο για την άμυνα του Δυτικού κόσμου. Άρα, η συμμετοχή ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων θα αποτελούσε απόδειξη της αναγκαιότητας να ενταχθεί η Ελλάδα στον πυρήνα των χωρών της Δύσης, τις οποίες αντιπροσώπευε εκείνη την εποχή το Ν.Α.Τ.Ο. Η αποστολή ελληνικού τμήματος στην Κορέα προκάλεσε και διάφορες αντιδράσεις, κυρίως από τον αριστερό ιδεολογικό χώρο.

 

 

1976 – Ο 22χρονος διεθνής επιθετικός Θωμάς Μαύρος μεταγράφεται από τον Πανιώνιο στην ΑΕΚ έναντι 4 εκατομμυρίων δραχμών, παράλληλα με τις εισπράξεις έξι φιλικών αγώνων.Ο Θωμάς Μαύρος (Καλλιθέα Αττικής, 31 Μαΐου 1954) είναι Έλληνας πρώην διεθνής ποδοσφαιριστής. Θεωρείται ως ένας από τους καλύτερους του αθλήματος και από τους ικανότερους σκόρερ που ανέδειξε η Ελλάδα. Είναι πρώτος σκόρερ όλων των εποχών στην Α’ Εθνική κατηγορία με 261 γκολ.
Ξεκίνησε την καριέρα του σε ηλικία 16 ετών το 1970 με την ομάδα του Πανιωνίου. Από πολύ νωρίς φανέρωσε τη μεγάλη του αξία και έτσι το 1976 τον απέκτησε η ΑΕΚ.
Την πρώτη του χρονιά με την ΑΕΚ έφτασε στον ημιτελικό του κυπέλλου ΟΥΕΦΑ (1976-77). Τις χρονιές 1978, 1979 ο Θωμάς Μαύρος κέρδισε το πρωτάθλημα με την ΑΕΚ, ενώ το 1978 και το 1983 το κύπελλο. Όλα αυτά, στη σπουδαία εκείνη την περίοδο για την ομάδα των “κιτρινόμαυρων”, όπου συμπαίκτες του υπήρξαν, μεταξύ άλλων, οι Μίμης Παπαϊωάννου, Χρήστος Αρδίζογλου και Ντούσαν Μπάγεβιτς.
Το 1987, έπειτα από έντεκα χρόνια παρουσίας στην “Ένωση”, επέστρεψε στον Πανιώνιο. Το 1990, σε ηλικία 36 ετών και για τέταρτη φορά συνολικά στην καριέρα του, αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ του πρωταθλήματος με 22 τέρματα.
Στις 14 Νοεμβρίου 1993 τερμάτισε επισήμως την καριέρα του στον φιλικό αγώνα που διεξήχθη προς τιμήν του μεταξύ της ΑΕΚ και της Εθνικής Ελλάδας (4-2). Ο Μαύρος αγωνίστηκε και με τις δύο ομάδες, σημειώνοντας συνολικά τρία τέρματα.
Το ντεμπούτο του με την εθνική ομάδα πραγματοποιήθηκε στις 16 Φεβρουαρίου 1972 στον εντός έδρας φιλικό αγώνα εναντίον της Ολλανδίας κι ενώ δεν είχε συμπληρώσει ακόμη τα 18 του χρόνια. Με τη γαλανόλευκη φανέλα είχε 36 εμφανίσεις σκοράροντας 11 τέρματα. Ήταν μέλος της ομάδας που αγωνίστηκε στο Euro 1980 που διεξήχθη στην Ιταλία, αγωνιζόμενος και στους τρεις αγώνες.
Παράλληλα έχει αγωνιστεί με την εθνική Νέων (Κ-19) από το 1972 έως το 1974, με την οποία πέτυχε 4 τέρματα στους αγώνες για το ευρωπαϊκό πρωτάθλημα, με τη Γιουγκοσλαβία στις 19/10/72 εκτός έδρας δύο τέρματα (2-1) και στις 24/1/73 εντός έδρας ένα τέρμα (2-1), καθώς κι ένα ακόμη τέρμα με τη Μάλτα στις 16/1/74 (4-1).
Επίσης, αγωνίστηκε με την εθνική Ελπίδων (Κ-21) και μάλιστα στις 31/5/1972 σκόραρε το νικητήριο τέρμα στον ημιτελικό του ευρωπαϊκού πρωταθλήματος επί της Τσεχοσλοβακίας (2-1). Στις 22 Ιουλίου 1984 συμμετείχε στην Μικτή Κόσμου, εναντίον της Cosmos της Νέας Υόρκης, με αποτέλεσμα 3-1.

 

Γεννήσεις

 

1929 – Γιούργκεν Χάμπερμας  (γερμανικά: Jürgen Habermas, IPA: /ˈjʏʁgən ˈhaːbɐmaːs/, γεννήθηκε στις 18 Ιουνίου 1929) είναι Γερμανός φιλόσοφος και κοινωνιολόγος που ανήκει στην παράδοση της κριτικής θεωρίας και του αμερικανικού πραγματισμού. Είναι ίσως περισσότερο γνωστός για την εργασία του πάνω στην έννοια της «δημόσιας σφαίρας», που ήταν το θέμα και ο τίτλος του πρώτου του βιβλίου. Η εργασία του επικεντρώθηκε στα θεμέλια της κοινωνικής θεωρίας και της επιστημολογίας, στην ανάλυση των αναπτυγμένων καπιταλιστικών κοινωνιών και της δημοκρατίας, της έννοιας της νομιμοποίησης σε ένα κριτικό κοινωνικό-εξελικτικό πλαίσιο, και της σύγχρονης πολιτικής — ιδιαίτερα της γερμανικής πολιτικής. Το θεωρητικό σύστημα του Χάμπερμας είναι αφιερωμένο στην αποκάλυψη της δυνατότητας του λόγου, της πολιτικής χειραφέτησης, και της λανθάνουσας ορθολογικής-κριτικής επικοινωνίας στους σύγχρονους θεσμούς, αλλά και της ανθρώπινης ικανότητας να εκπληρώνει και να επιδιώκει ορθολογικά ενδιαφέροντα.

 

 

1934 – Δημήτρης Μυταράς (Χαλκίδα, 18 Ιουνίου 1934 – Αθήνα, 16 Φεβρουαρίου 2017) ήταν σύγχρονος Έλληνας ζωγράφος με διεθνή καταξίωση και καθηγητής της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών (ΑΣΚΤ).
Γεννήθηκε στη Χαλκίδα τον Ιούνιο του 1934. Σπούδασε ζωγραφική στη Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών (1953-1958) έχοντας καθηγητές τον Γιάννη Μόραλη και τον Σπύρο Παπαλουκά. Συνέχισε σπουδές στη σκηνογραφία στην “École Supérieure des Arts Décoratifs” καθώς και εσωτερική διακόσμηση στη “Métiers d’Art” στο Παρίσι (1960-1964) με υποτροφία του Ι.Κ.Υ..
Το 1975 εκλέχθηκε καθηγητής της ΑΣΚΤ. Έργα του έχουν εκτεθεί στην Αθήνα, σε ατομικές εκθέσεις στις γκαλερί “Ζυγός”, “Άστορ”, “Μέρλιν”, αίθουσα Τέχνης (Θεσσαλονίκη), καθώς επίσης και στη Μπολόνια, Φλωρεντία, Ρώμη, Γένοβα κ.ά. Τον Μάρτιο του 2008 εξελέγη τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Η Ακαδημία τον διέγραψε από την επετηρίδα της διότι μετά από ασθένεια έμεινε τυφλός.
Ένα από τα ζωγραφικά του έργα κόσμησε τον επιτυχημένο δίσκο του Γιάννη Μαρκόπουλου “Ιθαγένεια” στο οποίο τραγουδούσε ο Νίκος Ξυλούρης.
Πέθανε στις 16 Φεβρουαρίου 2017, σε ηλικία 82 ετών. Τον τελευταίο καιρό αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα υγείας.

 

 

1942 – Πολ ΜακΚάρτνεϊ  (Paul McCartney, 18 Ιουνίου 1942) είναι βραβευμένος Άγγλος τραγουδιστής, στιχουργός και συνθέτης, καθώς και χρισμένος ιππότης, ο οποίος κέρδισε παγκόσμια φήμη ως ένα από τα ιδρυτικά μέλη του μουσικού συγκροτήματος των Beatles. Κατέχει τον τίτλο του πιο εμπορικά επιτυχημένου τραγουδοποιού στην ιστορία της δημοφιλούς μουσικής, σύμφωνα με το Βιβλίο Γκίνες. Μαζί με τον Τζον Λένον έγραψαν τραγούδια τα οποία έχουν γίνει γνωστά σε ολόκληρο τον κόσμο. Μετά από την αποχώρησή του από τους Beatles, ο ΜακΚάρτνεϊ προώθησε μία επιτυχή σόλο σταδιοδρομία και διαμόρφωσε το μουσικό συγκρότημα “Wings” με τη σύζυγό του, Λίντα ΜακΚάρτνεϊ. Έχει ασχοληθεί επίσης με γυρίσματα ταινιών, με την κλασσική μουσική και την περιβαλλοντική/ηλεκτρονική μουσική καθώς επίσης έχει συμμετάσχει στα προγράμματα βοήθειας για τις διεθνείς φιλανθρωπίες. Μετά τον θάνατο της συζύγου του, Λίντα, ο Πολ ΜακΚάρτνεϊ ασχολείται με φιλανθρωπικές συναυλίες.

 

 

Θάνατοι

 

 

741 – Λέων Γ’ ο Ίσαυρος. Ο Λέων πέθανε το 741 έχοντας σώσει αλλά και διχάσει την αυτοκρατορία. Ό,τι γνωρίζουμε όμως γι’ αυτόν και γενικά για τους εικονομάχους βασιλείς προέρχεται από εικονόφιλους ιστορικούς. Τα έργα των εικονομάχων συγγραφέων «εξηφανίσθησαν… υπό της θρησκομανίας της βραδύτερον θριαμβευσάσης αντιπάλου μερίδος». Οι πληροφορίες μας για τον Λέοντα Γ΄, βασίζονται αποκλειστικά σε δύο έργα λίγο μεταγενεστέρων του και ιδεολογικώς εχθρών του συγγραφέων, στη Χρονογραφία του Θεοφάνη του Ομολογητή και στην Ιστορίαν Σύντομον του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Νικηφόρου Α΄. Όλοι οι ιστορικοί, όπως και το παρόν άρθρο, ακολουθούν κατά πόδας τις αφηγήσεις των δύο αυτών συγγραφέων.
Ο πατριάρχης Νικηφόρος είναι λιτός και σοβαρός. Εξιστορεί το λαμπρό κατόρθωμα της απόκρουσης των Αράβων και δεν εκτρέπεται σε ύβρεις κατά του Λέοντα, μολονότι εικονόφιλος. Αναφέρει μόνο ότι πολλοί ευσεβείς που δεν συμφωνούσαν με το δόγμα του αυτοκράτορα τιμωρήθηκαν και βασανίστηκαν. Ο Θεοφάνης είναι εκτενέστερος. Ποικίλει τη Χρονογραφία του με πολλές λεπτομέρειες και προπαντός επιτίθεται με πάθος. Ενώ κατά την πολιορκία ο Λέων είναι «ο ευσεβής βασιλεύς», λίγες σελίδες μετά γίνεται «δυσσεβής» πατέρας του «δυσσεβεστέρου» Κωνσταντίνου, «θεομάχος», «σαρακηνόφρων», «τύραννος» κ.τ.τ., και διεκτραγωδούνται, πολύ αόριστα όμως κι εδώ, οι διώξεις των εικονοφίλων.
Η εικονομαχία απέτυχε. Οι πρωτεργάτες της εξυβρίστηκαν: ο Λέων έγινε «ο Ίσαυρος» και ο γιος του Κωνσταντίνος ο Κοπρώνυμος. Τα πολεμικά τους κατορθώματα ξεχάστηκαν. Η νομοθεσία τους χαρακτηρίστηκε «φληναφία» από τη μακεδονική δυναστεία και καταργήθηκε. Οι μεταγενέστεροι χρονογράφοι αντέγραψαν πιστά τον Θεοφάνη και υπερθεμάτισαν. Η εικονομαχία θεωρήθηκε μια σκοτεινή περίοδος από την οποία το μόνο που αξίζει να θυμάται κανείς είναι ο τελικός θρίαμβος της ορθοδοξίας.
Αλλά προς τα τέλη του ΙΘ΄αιώνα ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος έκρινε ότι «επέστη τελευταίον η ώρα να αποδοθή δικαιοσύνη εις ένα των μεγαλυτέρων ηγεμόνων του ανατολικού κράτους, εις ένα των ευεργετών της ανθρωπότητος». Ήλεγξε ανηλέητα τον Θεοφάνη, προσέφυγε σε ό,τι ακόμη είχε περισωθεί, στη νομοθεσία του Λέοντα δηλαδή, σε αποφάσεις των συνόδων και σε κάθε τι από το οποίο θα μπορούσε να συναγάγει συμπεράσματα, και κατέληξε ότι η περίοδος της λεγομένης εικονομαχίας ήταν θρησκευτική αλλά κυρίως κοινωνική μεταρρύθμιση που σκόπευε στον περιορισμό του ρόλου της Εκκλησίας, στην κατάργηση της δουλοπαροικίας, σε μία στοιχειώδη ανεξιθρησκεία, στην ανύψωση της θέσης της γυναίκας και στην αναδιοργάνωση της διοίκησης και του στρατού. Επιγράφει το δέκατο βιβλίο της Ιστορίας του «Η μεταρρύθμισις» και τη συγκρίνει ευνοϊκά προς τη μεταρρύθμιση της βόρειας Ευρώπης του δεκάτου έκτου αιώνα.

 

 

1974 – Γκιόργκι Ζούκοφ. Ο Γκεόργκι Κονσταντίνοβιτς Ζούκοφ (Гео́ргий Константи́нович Жу́ков, 1 Δεκεμβρίου 1896 – 18 Ιουνίου 1974) ήταν Ρώσος στρατιωτικός. Είναι γνωστός παγκοσμίως ως ο κύριος στρατιωτικός ηγέτης της σοβιετικής αντεπίθεσης κατά των Γερμανών στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η οποία ολοκληρώθηκε με την κατάληψη του Βερολίνου και την αυτοκτονία του Αδόλφου Χίτλερ το 1945.
Ο Ζούκοφ γεννήθηκε στη Στρέλκοβα της Καλούγκα την 1η Δεκεμβρίου 1896 και σε μικρή ηλικία η οικονομική ανέχεια τον έφερε στη Μόσχα, όπου μαθήτευσε ως βυρσοδέψης. Στα δεκαεννιά του στρατολογήθηκε στο ιππικό της Ρωσικής Αυτοκρατορίας και πολέμησε στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου έλαβε δύο παράσημα και το βαθμό του έφεδρου λοχία.
Κατά τη Μεγάλη Οκτωβριανή Επανάσταση βρισκόταν σε αναρρωτική άδεια στο χωριό του, γρήγορα όμως λιποτάκτησε από τον αυτοκρατορικό στρατό και εντάχθηκε στους Μπολσεβίκους, με τους οποίους συμμετείχε στον Εμφύλιο Πόλεμο. To 1923 προήχθη σε συνταγματάρχη του Κόκκινου Στρατού και το 1930 σε ταξίαρχο.
Ως αξιωματικός διακρινόταν για τον ενδελεχή σχεδιασμό των επιχειρήσεων που αναλάμβανε, τη σκληρή πειθαρχία των μονάδων του και την επιμονή να διεκδικεί τη νίκη έως την τελευταία στιγμή. Επιτελικά υποστήριζε ότι το όπλο του ιππικού είχε ξεπερασθεί και έπρεπε να αντικατασταθεί άμεσα από τεθωρακισμένες μονάδες – κάτι που αποδείχθηκε με τραγικό τρόπο το 1941, όταν τα γερμανικά άρματα αποδεκάτιζαν το σοβιετικό ιππικό.
Ο ίδιος παραδέχονταν ότι είχε αιχμηρή γλώσσα, αλλά δικαιολογούσε τον εαυτό του λέγοντας ότι όταν χιλιάδες ζωές διακυβεύονταν και μια μεγάλη επιχείρηση εξελίσσονταν, δεν υπήρχε χρόνος για λεπτότητες.
Ήταν ένας από τους λίγους ανώτατους αξιωματικούς του Κόκκινου Στρατού που γλίτωσαν από τις σταλινικές εκκαθαρίσεις του 1937 – 1939, πιθανόν επειδή εκείνη την περίοδο διοικούσε την 1η Σοβιετική Στρατιά της Μογγολίας που πολεμούσε εναντίον των Ιαπώνων. Στο σύντομο αυτό πόλεμο, ο οποίος προηγήθηκε του Β΄ Παγκοσμίου, ο Ζούκοφ διακρίθηκε για την πρωτοποριακή χρήση των μηχανοκίνητων δυνάμεων που του έφεραν τη νίκη στη Μάχη του Χαλχίν Γκολ και το παράσημο του «Ήρωα της Σοβιετικής Ένωσης». Το 1940 προήχθη σε στρατηγό και επιτελάρχη του Κόκκινου Στρατού.

 

 

2010 – Ζοζέ Σαραμάγκου. Ο Σαραμάγκου ήταν εγγονός ακτημόνων χωρικών από το χωριό Αζινιάγκα της Πορτογαλίας, ένα μικρό χωριό στην επαρχία Ριμπατέζου, 100 περίπου χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Λισσαβώνας. Ο πατέρας του λεγόταν Ζοζέ ντε Σόζα και η μητέρα του Μαρία ντε Πιεδάδε. Το «σαραμάγκου», ένα άγριο ποώδες φυτό, το γνωστό άγριο ραδίκι, ήταν ψευδώνυμο της οικογένειας του πατέρα του, το οποίο ενσωματώθηκε τυχαία στο επώνυμό του κατά την επίσημη καταγραφή του στα μητρώα γέννησης. Το 1924, η οικογένεια Σαραμάγκου μετακόμισε στη Λισσαβώνα, όπου ο πατέρας του ξεκίνησε τη δουλειά του αστυνομικού. Μερικούς μήνες μετά τη μετακόμιση της οικογένειας στη Λισσαβώνα, ο μεγαλύτερος κατά δύο χρόνια αδελφός του συγγραφέα, Φρανσίσκο, πεθαίνει.
Ο συγγραφέας περνούσε τις διακοπές του στο χωριό των γονιών του, Αζινιάγκα, μαζί με τους παππούδες του. Όταν ο παππούς του υπέστη σοβαρό πρόβλημα στην καρδιά του και έπρεπε να πάει στη Λισσαβώνα για θεραπεία, ο Σαραμάγκου θυμάται: «Πήγε στην αυλή του σπιτιού, όπου υπήρχαν λίγα δέντρα, μερικές ελιές και συκιές. Και πέρασε από όλα αγκαλιάζοντάς τα με τη σειρά, κλαίγοντας, λέγοντάς τους αντίο μιας και ήξερε πως δε θα επέστρεφε». Το να βλέπεις και να ζεις κάτι τέτοιο, λέει ο Σαραμάγκου, αν αυτό δε σε σημαδεύει για την υπόλοιπη ζωή σου, τότε δεν έχεις αισθήματα. Παρόλο που ο Σαραμάγκου ήταν καλός μαθητής, οι γονείς του δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να τον στείλουν στο κλασικό γυμνάσιο και έτσι ο Ζοζέ τελειώνοντας το δημοτικό γράφτηκε στην ηλικία των 12 σε τεχνικό γυμνάσιο. Μετά την αποφοίτησή του, εργάστηκε για δύο χρόνια ως μηχανικός αυτοκινήτων. Αργότερα ξεκίνησε να εργάζεται σε εκδοτική επιχείρηση όπου και συνέχισε ως μεταφραστής και έπειτα ως δημοσιογράφος. Υπήρξε διευθυντής έκδοσης της εφημερίδας Diário de Notícias, θέση που αναγκάστηκε να αφήσει μετά τα πολιτικά γεγονότα του 1974-75 (Επανάσταση των Γαρυφάλλων) και την εγκαθίδρυση δημοκρατίας στην Πορτογαλία, ελεγχόμενης όμως από τη συντηρητική παράταξη. Μετά από μια περίοδο εργασίας ως μεταφραστής, ήταν έτοιμος να συντηρήσει τον εαυτό του ως συγγραφέας. Στην προσωπική του ζωή ο Σαραμάγκου παντρεύτηκε το 1944 την Ίλντα Ρέις. Το μοναδικό τους παιδί, η Βιολάντε, γεννήθηκε το 1947. Το 1988, ο συγγραφέας παντρεύτηκε την αρκετά νεότερή του Ισπανίδα δημοσιογράφο Πιλάρ δελ Ρίο, η οποία είναι και η επίσημη μεταφράστρια των βιβλίων του στα ισπανικά.
Πρώτο του μυθιστόρημα ήταν η “Γη της Αμαρτίας” (1947), εκδοθέν μεσούσης της δικτατορίας του Αντόνιο Σαλαζάρ, το οποίο πέρασε σχεδόν απαρατήρητο. Κέρδισε τη διεθνή αναγνώριση όταν η έκδοση του μυθιστορήματος «Το Χρονικό του Μοναστηριού» έθελξε την προσοχή του παγκόσμιου αναγνωστικού κοινού. Ο Σαραμάγκου υπήρξε μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Πορτογαλίας από το 1969 ως το θάνατό του, ενώ ήταν επίσης άθεος, και όπως περιγράφει ο ίδιος τον εαυτό του, πεσιμιστής. Οι απόψεις του προκάλεσαν αξιοσημείωτη αμφισβήτηση στην Πορτογαλία, ειδικά μετά την έκδοση του μυθιστορήματος “Το κατά Ιησούν Ευαγγέλιον”. Μέλη της Καθολικής Κοινότητας της χώρας εξοργίστηκαν με την παρουσίαση του Ιησού από τον συγγραφέα ως σφαλερού ανθρώπινου όντος. Η τότε συντηρητική κυβέρνηση της Πορτογαλίας απέρριψε την υποψηφιότητά του για το Ευρωπαϊκό βραβείο Λογοτεχνίας, διατεινόμενη ότι το έργο αυτό προσέβαλλε την Καθολική Εκκλησία και τους πιστούς της. Ως αποτέλεσμα, και για να ξεπεράσει τη στενοχώρια του, ο συγγραφέας και η γυναίκα του μετακόμισαν στο Λανθαρότε, νησί του συμπλέγματος των Καναρίων Νήσων.
Κατά τη διάρκεια του πολέμου στον Λίβανο το 2006, υπέγραψε μια δήλωση μαζί με άλλους διανοούμενους καταδικάζοντας αυτό που χαρακτηρίζει ως “πολύχρονη στρατιωτική, οικονομική και γεωπολιτική πρακτική της οποίας ο πολιτικός σκοπός δεν είναι τίποτα λιγότερο παρά η εξολόθρευση του Παλαιστινιακού Λαού”. Στις Ευρωεκλογές του 2009 ήταν υποψήφιος ευρωβουλευτής, δεν κατόρθωσε όμως να εκλεγεί.

 

 

Πηγές: Σαν σήμερα, el.wikipedia