16 Ιουλίου 2024
Είναι η 198η ημέρα του έτους κατά το Γρηγοριανό ημερολόγιο.
Υπολείπονται 168 ημέρες για τη λήξη του
🌅 Ανατολή ήλιου: 06:15 – Δύση ήλιου: 20:46
Διάρκεια ημέρας: 14 ώρες 31 λεπτά
🌔 Σελήνη 9.6 ημερών
Γεγονότα
1054 – Ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Μιχαήλ Κηρουλάριος επισημοποιεί το Σχίσμα των Εκκλησιών και αφορίζεται από τους απεσταλμένους του Πάπα.
Η πρώτη μεγάλη αντιπαράθεση μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας σημειώθηκε το 857 με τη διαμάχη Ιγνατίου και Φωτίου για τον Θρόνο του Οικουμενικού Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης. Στη διαμάχη επενέβη ο Πάπας Νικόλαος Β’, ο οποίος έθεσε το θέμα των Πρωτείων του και αξίωσε να έχει λόγο στην εκλογή του Πατριάρχη. Η αντιπαράθεση έληξε το 869 με αμοιβαίες υποχωρήσεις και αφού ο αυτοκράτορας Βασίλειος Α’ ο Μακεδών είχε χρίσει Πατριάρχη τον εκλεκτό του Πάπα, Ιγνάτιο, στοχεύοντας στην υποστήριξή του, προκειμένου να κατοχυρώσει τα συμφέροντα του Βυζαντίου στην Ιταλία, που απειλούνταν από τους Φράγκους.
Η νέα διαμάχη, που έφθασε τα πράγματα στα άκρα και τη ρήξη, σημειώθηκε επί πατριαρχίας του Μιχαήλ Κηρουλάριου (1043-1059), ο οποίος θέλησε να αντιμετωπίσει αποφασιστικά την προσπάθεια του Πάπα Λέοντος Θ’ (1049-1054) να επιβάλλει εκκλησιαστικές καινοτομίες στις βυζαντινές επαρχίες της Νότιας Ιταλίας. Ο Πάπας, περνώντας στην αντεπίθεση, αμφισβήτησε τον τίτλο του Οικουμενικού Πατριάρχη στον Μιχαήλ και ζήτησε να υπαχθούν στη δικαιοδοσία του οι Εκκλησίες της Βουλγαρίας και της Ιλλυρίας (σημερινής Αλβανίας).
Το επόμενο βήμα ήταν ο αφορισμός του Πατριάρχη από τον Πάπα. Ο απεσταλμένος του Πάπα στην Κωνσταντινούπολη καρδινάλιος Ουμβέρτος επέθεσε επιδεικτικά τη Βούλα Αφορισμού στην Αγία Τράπεζα της Αγίας Σοφίας στις 16 Ιουλίου 1054, πριν από την έναρξη της Θείας Λειτουργίας, παρόντων του Αυτοκράτορα και του Πατριάρχη. Αμέσως μετά, ο Ουμβέρτος και η ακολουθία του αναχώρησαν από την Κωνσταντινούπολη με προορισμό τη Ρώμη, έχοντας πληροφορηθεί τον θάνατο του Νικόλαου Β’. Καθώς περνούσαν από τη δυτική πύλη της Βασιλεύουσας, ο καρδινάλιος ακούστηκε να λέει «Ο Θεός ας δει και ας κρίνει». Μάταια ένας διάκονος έτρεξε πίσω του, παρακαλώντας τον να πάρει πίσω το έγγραφο του Αφορισμού. Ο Ουμβέρτος αρνήθηκε και πέταξε το έγγραφο στον δρόμο.
Η αντίδραση του Μιχαήλ ήταν άμεση. Παρά τις επιφυλάξεις του Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Θ’ του Μονομάχου, συγκάλεσε την ενδημούσα σύνοδο στις 24 Ιουλίου και ανταφόρισε όσους Παπικούς είχαν συντάξει τον αφορισμό ή συμφωνούσαν με το περιεχόμενό του. Επιπλέον, ζήτησε από τους υπόλοιπους Πατριάρχες να αποδεχθούν την απόφαση αυτή της ενδημούσας Συνόδου. Έτσι, οριστικοποιήθηκε το Μεγάλο Σχίσμα Ανατολικής και Δυτικής Χριστιανοσύνης, το οποίο επισφραγίστηκε με την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους (1204).
1906 – Οι Βούλγαροι καταστρέφουν ελληνικά ιδρύματα, εκκλησίες και σχολεία της Φιλιππούπολης. Με τις μεθόδους αυτές εξοντώνεται ο Ελληνισμός της Ανατολικής Ρωμυλίας.
Η Ανατολική Ρωμυλία από τα τέλη του 14ου αιώνα έγινε επαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ιδρύθηκε ως αυτόνομη επαρχία εντός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με τη Συνθήκη του Βερολίνου το 1878, που αναθεώρησε την προ λίγων μηνών υπογραφείσα Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου μεταξύ της Ρωσίας και των Οθωμανών. Η συνθήκη προέβλεπε χριστιανό κυβερνήτη, που θα οριζόταν με σύμφωνη γνώμη της Τουρκίας και των Μεγάλων δυνάμεων. Την εσωτερική τάξη θα διασφάλιζε τοπική εθνοφρουρά, που θα σχηματιζόταν από ντόπιους πολίτες. Η πρωτεύουσα της επαρχίας ήταν το Πλόβντιβ (γνωστό και ως Φιλιππούπολη) και τελικά κυβερνήτης ορίστηκε ο πρίγκηπας Αλέξανδρος του Μπάττενμπεργκ ως Αλέξανδρος της Βουλγαρίας.
Η περιοχή αντιστοιχούσε χονδρικά στη σημερινή νότια Βουλγαρία, όπως ήταν το όνομα που οι Ρώσοι που πρότειναν για αυτή, αλλά αυτή η πρόταση απορρίφθηκε από τους Βρετανούς. Περιλαμβάνει τα εδάφη μεταξύ του Αίμου, της Ροδόπης και της Στράντζα και ήταν γνωστή σε όλους τους κατοίκους της – Βουλγάρων, Οθωμανών Τούρκων, Ελλήνων, Ρομά, Αρμενίων και Εβραίων – ως Βόρεια Θράκη. Η τεχνητή ονομασία, Ανατολική Ρωμυλία, δόθηκε στην επαρχία μετά από επιμονή των Βρετανών αντιπροσώπων στο Συνέδριο του Βερολίνου: η Οθωμανική έννοια της Ρωμυλίας αναφέρεται σε όλες τις ευρωπαϊκές περιοχές της αυτοκρατορίας, δηλαδή εκείνες που ανήκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία (ή αλλιώς Βυζαντινή Αυτοκρατορία). Μάλιστα είκοσι Πομακικά χωριά στα βουνά της Ροδόπης αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν τις αρχές της Ανατολικής Ρωμυλίας και αποτέλεσαν τη λεγόμενη Δημοκρατία του Ταμράς.
1950 – 173.850 θεατές -ρεκόρ για ποδοσφαιρικό αγώνα- παρακολουθούν στο «Μαρακανά» την αναμέτρηση Βραζιλίας – Ουρουγουάης για το 4ο Παγκόσμιο Κύπελλο. Ο αγώνας λήγει 2-1 υπέρ της Ουρουγουάης, που κατακτά το Μουντιάλ.
Το 4ο Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου διεξήχθη από τη 24 Ιουνίου έως τις 16 Ιουλίου 1950 στη Βραζιλία, με νικήτρια την εθνική ομάδα της Ουρουγουάης, που κατέκτησε το δεύτερο και τελευταίο Μουντιάλ της ιστορίας της. H Βραζιλία κέρδισε άνευ αντιπάλου την πρώτη μεταπολεμική διοργάνωση του Παγκοσμίου Κυπέλλου στη συνεδρίαση της εκτελεστικής επιτροπής της FIFA, που έγινε στο Λουξεμβούργο στις 26 Ιουλίου 1946, σε μία εποχή που η Ευρώπη μετρούσε της πληγές της από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Από τους αγώνες της πρώτης φάσης ξεχώρισε η ιστορική νίκη των ΗΠΑ επί της Αγγλίας με 1-0 (29 Ιουνίου) και η ευρεία νίκη της Ουρουγουάης επί της Βολιβίας με 8-0 (2 Ιουλίου). Στον τελικό όμιλο προκρίθηκαν οι ομάδες της Βραζιλίας, της Ουρουγουάης, της Ισπανίας και της Σουηδίας. Οι Βραζιλιάνοι από την αρχή έδειξαν τις διαθέσεις τους, συντρίβοντας με 7-1 τη Σουηδία (9 Ιουλίου) και με 6-1 την Ισπανία (13 Ιουλίου). Αποκλειστικός στόχος τους ήταν η κατάκτηση του πρώτου τροπαίου μέσα στη χώρα τους. Η Ουρουγουάη ήταν η δεύτερη ομάδα που ξεχώρισε. Έφερε 2-2 με την Ισπανία (9 Ιουλίου) και νίκησε 3-2 με τη Σουηδία (13 Ιουλίου).
Έτσι, ο αγώνας της 16ης Ιουλίου ανάμεσα στη Βραζιλία και την Ουρουγουάη επείχε θέση τελικού. Η «σελεσάο» είχε το πλεονέκτημα, καθώς έπαιζε για δύο αποτελέσματα, ενώ η «μπιανκοσελέστε» ήθελε μόνο τη νίκη για να κατακτήσει το τρόπαιο. Ο αγώνας έγινε στο κατάμεστο «Μαρακανά», παρουσία 173.850 θεατών (ρεκόρ για ποδοσφαιρικό αγώνα) και η Βραζιλία ήταν το απόλυτο φαβορί. Προηγήθηκε, μάλιστα, στο σκορ με γκολ του Φριάσα στο 47ο λεπτό, αλλά οι Ουρουγουανοί δεν κατέρρευσαν, όπως ήταν αναμενόμενο. Στάθηκαν όρθιοι και με δύο γκολ των Σκιαφίνο (66′) και Γκίτζια (79′) νίκησαν με 2-1 και σήκωσαν το παγκόσμιο κύπελλο μέσα στο Μαρακανά. Αντίθετα, το χτύπημα ήταν βαρύ για ένα ολόκληρο έθνος, που βυθίστηκε στο πένθος για την απώλεια του κυπέλλου. Η απρόσμενη ήττα της Βραζιλίας έμεινε στην ιστορία ως «Maracanazo» («Το χτύπημα του Μαρακανά»).
1969 – Εκτοξεύεται το διαστημόπλοιο Apollo 11, με τους αστροναύτες Νιλ Άρμστρονγκ, Μπαζ Όλντριν και Μάικλ Κόλινς, με προορισμό τη Σελήνη.
Στις 16 Ιουλίου 1969 όλα ήταν έτοιμα για το μεγάλο κατόρθωμα. Στο ακρωτήριο Κανάβεραλ της Φλώριδας είχε συγκεντρωθεί πάνω από 1.000.000 κόσμου για να παρακολουθήσει την εκτόξευση, ενώ σε 700.000.000 υπολογίζονται όσοι «καρφώθηκαν» μπροστά στους δέκτες των τηλεοράσεων. Η αγωνία είχε φθάσει στο κατακόρυφο.
Ο πύραυλος – φορέας «Κρόνος 5» μετέφερε το διαστημόπλοιο «Κολούμπια» και τη σεληνάκατο «Αετός». Το πλήρωμα της διαστημικής αποστολής ήταν τριμελές και αποτελείτο από τους αστροναύτες Νηλ Άρμστρονγκ (αρχηγός της αποστολής), Έντουιν «Μπαζ» Όλντριν (κυβερνήτης της σεληνακάτου) και Μάικλ Κόλινς (κυβερνήτης του διαστημοπλοίου). Και οι τρεις τους ήταν 39 ετών, έμπειροι πιλότοι μαχητικών αεροσκαφών και δοκιμασμένοι αστροναύτες.
Η εκτόξευση έγινε στις 17:32 ώρα Ελλάδας. Όλα εξελίχθηκαν ομαλά, σύμφωνα με το πρόγραμμα, έως τις 20 Ιουλίου, όταν άρχισε το δυσκολότερο σκέλος της αποστολής.
2016 – Τουρκικό ελικόπτερο τύπου Black Hawk εισέρχεται στον ελληνικό εναέριο χώρο, ζητά άδεια και προσγειώνεται στην Αλεξανδρούπολη. Σ’ αυτό επιβαίνουν οκτώ άτομα με χαρακτηριστική αεροπορική φόρμα, χωρίς διακριτικά. Πρόκειται για δύο ταγματάρχες, ένα λοχαγό, τέσσερις στρατιώτες κι έναν πολίτη. Οδηγούνται στην αστυνομική διεύθυνση, όπου ζητούν πολιτικό άσυλο. Πρόκειται για στελέχη των Ένοπλων Δυνάμεων της Τουρκίας, που στήριξαν το πραξικόπημα. Αργά το βράδυ το ελικόπτερο παραδίδεται στην Τουρκία.
Γεννήσεις
1927 -Ηρώ Κωνσταντοπούλου. Γεννήθηκε στην Αθήνα στις 16 Ιουλίου του 1927, από ευκατάστατους γονείς καταγόμενους από τη Σπάρτη. Μαθήτρια ακόμη του Γυμνασίου οργανώθηκε στην ΕΠΟΝ και ανέπτυξε αντιστασιακή δράση κατά των δυνάμεων Κατοχής. Στις αρχές Ιουλίου του 1944, μία ομάδα των Ταγμάτων Ασφαλείας εισέβαλε στο σπίτι της οικογένειάς της στην οδό Βεΐκου 57 στο Κουκάκι και τη συνέβαλαν, αφού πρώτα τη βασάνισαν. Οι γονείς της, χρησιμοποιώντας τις γνωριμίες τους, κατόρθωσαν να την απελευθερώσουν. Αλλά μόνο προσωρινά…
Τα Ες-Ες τη συνέλαβαν για δεύτερη φορά στις 31 Ιουλίου, ύστερα από ένα σαμποτάζ σε τρένο που μετέφερε πυρομαχικά για λογαριασμό των δυνάμεων κατοχής. Την έκλεισαν στα κρατητήρια της «Κομαντατούρ» στην οδό Μέρλιν και τη βασάνισαν για τρεις εβδομάδες, προκειμένου να μαρτυρήσει τους συντρόφους της στην οργάνωση. Αλλά ούτε τα βασανιστήρια, ούτε οι δελεαστικές προτάσεις που της έκαναν απέδωσαν και τελικά την οδήγησαν στην πτέρυγα μελλοθανάτων του στρατοπέδου Χαϊδαρίου. Στις 5 Σεπτεμβρίου 1944 οδηγήθηκε μαζί με άλλους 49 κρατουμένους στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής και εκτελέστηκε με 17 σφαίρες – όσα τα χρόνια της – για «παραδειγματισμό», όπως είπαν οι χιτλερικοί. Η Ηρώ έπεσε για τη λευτεριά τής πατρίδας, 37 μέρες προτού απελευθερωθεί η Ελλάδα. Στις 29 Δεκεμβρίου του 1977 η Ακαδημία Αθηνών, με εισήγηση του καθηγητή της Φιλοσοφίας, Ιωάννη Θεοδωρακόπουλου, τίμησε την ηρωίδα με μεταθανάτιο βραβείο για την υπέρτατη θυσία της, αναγνωρίζοντας έτσι και τη συμβολή της ΕΠΟΝ στον απελευθερωτικό αγώνα.
1933 – Μαίρη Χρονοπούλου. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Αποφοίτησε από τη σχολή του Εθνικού Θεάτρου, στο οποίο εμφανίστηκε στις ομάδες του χορού, σε αρχαία δράματα. Το 1957 άρχισε να συνεργάζεται με το ελεύθερο θέατρο, κάνοντας εμφανίσεις στο Ακροπόλ στα έργα των Σακελλάριου-Γιανακόπουλου «Η Κυρία» και «Ρομάντζο μιας Καμαριέρας».
Στον κινηματογράφο πρωτοεμφανίστηκε σαν κομπάρσος στο «Χαρούμενο Ξεκίνημα» του Ντίνου Δημόπουλου, παραγωγής Φίνος Φιλμ το 1954, όταν ήταν ακόμη φοιτήτρια. Το 1958 πήρε ένα μικρό ρόλο στο «Τελευταίο ψέμα» του Μιχάλη Κακογιάννη, πάλι στη Φίνος Φιλμ. Από το 1963 και μετά πρωταγωνιστεί σε πλειάδα δραματικών ταινιών της Φίνος Φιλμ, και όχι μόνο, σε ρόλους ντάμας και μοιραίας γυναίκας, δίπλα σε όλους τους άντρες πρωταγωνιστές της εποχής, όπως Νίκος Κούρκουλος, Φαίδων Γεωργίτσης, Δημήτρης Παπαμιχαήλ, Γιώργος Φούντας και Αλέκος Αλεξανδράκης.
Ξεχωρίζουν οι ερμηνείες της στην ταινία «Τα κόκκινα φανάρια» (1963) του Β. Γεωργιάδη, υποψήφια για το Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας στην 36η απονομή των βραβείων το 1964 σε παραγωγή Δαμασκηνού-Μιχαηλίδη, «Χωρίς ταυτότητα», (1963, Φίνος Φιλμ), “Το χώμα βάφτηκε κόκκινο” δραματική ταινία του 1966 σε σκηνοθεσία του Βασίλη Γεωργιάδη και σενάριο Νίκου Φώσκολου, υποψήφια για το Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας στην 38η απονομή των βραβείων το 1966, «Πολύ αργά για δάκρυα» του Γιάννη Δαλιανίδη (1968, Φίνος Φιλμ), «Όταν η πόλις πεθαίνει» σε σενάριο Νίκου Φώσκολου και σκηνοθεσία Γιάννη Δαλιανίδη (1969, Φίνος Φιλμ), «Οι αδίστακτοι» του Ντίνου Κατσουρίδη (1965, Σάβας Φιλμ), «Κοινωνία ώρα μηδέν» του Ντίνου Δημόπουλου (1966, Φίνος Φιλμ), «Η λεωφόρος του μίσους» (1968, Φίνος Φιλμ) και «Ορατότης μηδέν» του Νίκου Φώσκολου (1970, Φίνος Φιλμ).
Ανάμεσα σε αυτές τις κοινωνικές και δραματικές ταινίες εμφανίστηκε σε τρία μιούζικαλ του Γιάννη Δαλιανίδη, παραγωγής Φίνος Φιλμ, στα οποία θα κάνει θραύση: «Οι θαλασσιές οι χάντρες», «Μια κυρία στα μπουζούκια» και «Γοργόνες και μάγκες». Ιδιαίτερα στο «Μια κυρία στα μπουζούκια» σαγήνευσε το κοινό με το ακαταμάχητο στυλ και ταμπεραμέντο της τόσο υποκριτικά όσο και ερμηνεύοντας δύο από τις μυθικές επιτυχίες των τραγουδιών του ελληνικού κινηματογράφου, το «Είμαι γυναίκα του γλεντιού» και το «Του αγοριού απέναντι».
Την περίοδο 1967-68 υπήρξε η καλύτερη πρωταγωνίστρια του κινηματογράφου και κέρδισε το βραβείο της Ενώσεως κριτικών.
Στη θεατρική της καριέρα, συνεργάστηκε με όλους τους μεγάλους θιάσους της Αθήνας και έπαιξε με την ίδια ερμηνευτική ικανότητα σε όλα τα είδη θεάτρου. Το 1972 συγκρότησε το δικό της θίασο με τον οποίο ανέβασε τα έργα: «Τι ώρα θα γυρίσεις, Πηνελόπη» του Σόμερσετ Μομ και «Ένα καυτό κορίτσι» του Ιάκωβου Καμπανέλη.
Έχει στο ενεργητικό της σημαντικές ερμηνείες και στο νέο ελληνικό κινηματογράφο, όπως στις εξαίρετες ταινίες του Θόδωρου Αγγελόπουλου «Οι κυνηγοί» και «Ταξίδι στα Κύθηρα», ενώ κέρδισε βραβείο Α’ γυναικείου ρόλου στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης με την ταινία «Τα παιδιά της χελιδόνας» του Κώστα Βρεττάκου, το 1987.
1976 – Νίκος Παππάς. Γεννήθηκε στις 16 Ιουλίου 1976 στην Αθήνα και μεγάλωσε στην Καισαριανή. Είναι γιος του Στέλιου Παππά, ο οποίος είχε ενεργό ρόλο στον αντιδικτατορικό αγώνα και υπήρξε στέλεχος του ΚΚΕ Εσωτερικού. Από τα 19 του χρόνια οργανώθηκε στη Νεολαία Συνασπισμού. Σπούδασε οικονομικά στη Σκωτία και εργαζόταν ως ερευνητής στο Ινστιτούτο Fraser of Allander του Πανεπιστημίου Στράθκλαϊντ. Έζησε στη Γλασκώβη και στο Εδιμβούργο (όπου είχε κάνει το master του) επί 11 χρόνια μέχρι που ήρθε στην Ελλάδα για να αναλάβει τη διεύθυνση του πολιτικού γραφείου τού στενού του φίλου Αλέξη Τσίπρα.
Τον Ιανουάριο του 2013 ήρθε σε έντονη αντιπαράθεση με τον τότε πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ Ευάγγελο Βενιζέλο σχετικά με τη λίστα Λαγκάρντ, καθώς εκείνος τον κατηγόρησε ότι την είχε στην κατοχή του και την μοίραζε σε μέσα ενημέρωσης.
Στις εκλογές του Ιανουαρίου και του Σεπτεμβρίου του 2015 εξελέγη βουλευτής Β΄ Αθηνών με τον ΣΥΡΙΖΑ. Ως υπουργός Επικρατείας κατέθεσε νομοσχέδιο για την επανίδρυση της ΕΡΤ, ενώ ανέδειξε ως σημαντικότερο θέμα της υπουργίας του την αδειοδότηση των ιδιωτικών τηλεοπτικών σταθμών πανελλήνιας εμβέλειας, τα οποία λειτουργούσαν υπό ασαφές νομικό καθεστώς. Από τις 5 Νοεμβρίου του 2016 έως τις 9 Ιουλίου του 2019 ήταν υπουργός Ψηφιακής Πολιτικής, Τηλεπικοινωνιών και Ενημέρωσης.
Στις βουλευτικές εκλογές του 2019 επανεξελέγη βουλευτής στην περιφέρεια Β3′ Νότιου Τομέα Αθηνών με τον ΣΥΡΙΖΑ. Στις 18 Ιουλίου του 2019 ορίστηκε τομεάρχης Οικονομίας της κοινοβουλευτικής ομάδας του κόμματος. και στις 20 Σεπτεμβρίου του 2020 ορίστηκε τομεάρχης Υποδομών και Μεταφορών της κοινοβουλευτικής ομάδας του κόμματος.
Θάνατοι
1874 – Απόστολος Αρσάκης. Ο μέγας ευεργέτης της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας Απόστολος Αρσάκης, γεννήθηκε στις 6 Ιανουαρίου του 1792 στο χωριό Χοταχόβα της Πρεμετής της Βορείου Ηπείρου. Ήταν γιος του Κυριάκου Αρσάκη, ο οποίος ήταν ξάδερφος με τους αδερφούς Τοσίτσα. Σε ηλικία 8 ετών πήγε στο Βουκουρέστι και μετά από τέσσερα χρόνια, το 1804, στάλθηκε σε ένα Γυμνάσιο στη Βιέννη, ενώ συγχρόνως μάθαινε ελληνικά από τον μεγάλο διδάσκαλο Νεόφυτο Δούκα. Όταν τελείωσε το Γυμνάσιο γράφτηκε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Χάλλης της Σαξονίας. Το 1813 πήρε το πτυχίο του και το 1814 εγκατάσταθηκε στο Βουκουρέστι, όπου άσκησε το επάγγελμα του ιατρού.
Από πολύ νέος ο Αρσάκης έδωσε δείγματα της μεγάλης φιλολογικής του μορφώσεως και της πρώιμης διανοητικής ωριμότητάς του. Όταν ήταν φοιτητής, σε ηλικία 19 ετών, το 1811, έγραψε με την ευκαιρία της γεννήσεως του παιδιού του Μέγα Ναπολέοντα βουκολικό ειδύλλιο, σε δωρική διάλεκτο, κατ’ απομίμηση των ειδυλλίων αυτών του Θεοκρίτου. Με το ποίημά του αυτό, παρακαλούσε τον πανίσχυρο τότε αυτοκράτορα να βοηθήσει την υπόδουλη Ελλάδα για να αποκτήσει την ελευθερία της από τους Τούρκους.
Το 1813, σε ηλικία 21 ετών, ο Αρσάκης έγραψε περισπούδαστη διατριβή, επί διδακτορία, σε λατινική γλώσσα «Περί του εγκεφάλου και του νωτιαίου μυελού των ιχθύων», η οποία σχολιάστηκε εγκωμιαστικά. Η διατριβή αυτή μεταφράσθηκε σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες θεωρούμενη ότι προήγε τη συγκριτική ανατομία. Παράλληλα, δημοσίευσε στον «Λόγιο Ερμή» άρθρα σχετικά με την ιστορία της Ιατρικής και συνέγραψε πολλές ακόμα επιστημονικές εργασίες, τις οποίες δημοσίευσε σε επιστημονικά περιοδικά και εγκυκλοπαίδειες.
Το 1822 προσλήφθηκε ως ιδιαίτερος γραμματέας του ηγεμόνα της Βλαχίας, ενώ από το 1836 μέχρι το 1839 διετέλεσε γραμματέας επικρατείας του ηγεμόνα της Βλαχίας Αλέξανδρου Γκίκα. Το 1857 πρωτοεκλέχθηκε βουλευτής και την περίοδο 1857-1859 χρημάτισε μέλος της τετραμελούς επιτροπής για την ένωση της Βλαχίας και της Μολδαβίας, οι οποίες αποτέλεσαν αργότερα τη Ρουμανία. Το 1862 έγινε Υπουργός Εξωτερικών της Ρουμανίας και λίγο καιρό αργότερα διετέλεσε προσωρινός πρωθυπουργός, αντικαθιστώντας τον δολοφονημένο πρωθυπουργό Καρατζίο. Στον πρωθυπουργικό θώκο παρέμεινε μέχρι τις 23 Ιουνίου του 1862.
Το όνομα, όμως, του Αρσάκη δεν έγινε ένδοξο ούτε από τα πρώιμα πνευματικά προϊόντα της εξαιρετικής διανοίας του, ούτε από την αξιόλογη δράση του στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, αλλά από τις μεγάλες δωρεές του στην Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία. Οι δωρεές αυτές είχαν αποσπάσει την αγάπη, την εκτίμηση και την ευγνωμοσύνη όλου του ελληνισμού, ο οποίος καταλάβαινε ότι το νόημα των δωρεών αυτών ήταν η μόρφωση κατάλληλων μητέρων και παιδαγωγών. Μετά την αποτίναξη της δουλείας, χρειαζόταν εξυγιαντική πνοή για σωστή εκπαίδευση και αγωγή.
Με δικές του δαπάνες βοήθησε στην αποπεράτωση του Μεγάρου της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας επί της οδού Πανεπιστημίου, ενώ διέθεσε μεγάλα ποσά για τη συντήρησή του. Το 1850 το Διοικητικό Συμβούλιο της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας τον ανακήρυξε μεγάλο ευεργέτη και ονόμασε τα σχολεία της Αρσάκεια. Εκτός από αυτές τις δωρεές, μεγάλα ποσά και πολύτιμα αντικείμενα δώρησε ο Αρσάκης και στην εκκλησία του Αρσακείου, η οποία ετιμάτο, χάριν της συζύγου του Αναστασίας, επ’ ονόματι της Αγίας Αναστασίας της Ρωμαίας. Επίσης δώρισε σημαντικά ποσά για την ανέγερση στη πατρίδα του, σχολείων και ναών. Επιπλέον, δημοσίευσε την αρχαιολογική πραγματεία «Περί του ει εξήν ταις γυναιξί ταις δραματικαίς επιδείξεσι παρείναι».
Ο Αρσάκης υπήρξε αγαθός και ευτυχής οικογενειάρχης και απέκτησε έναν γιο, τον Γεώργιο, και δύο κόρες: την Ελένη, σύζυγο Καντακουζηνού, και την Ολυμπία, σύζυγο Λαχοβάρη, πρεσβευτή της Ρουμανίας. Δύο μήνες προ του θανάτου του αφιέρωσε στην εκκλησία του Αρσακείου έναν Επιτάφιο και ένα χρυσοκέντητο Σταυρό.
Όταν απεβίωσε ο Αρσάκης, στις 16 Ιουλίου του 1874 στο Βουκουρέστι, το συμβούλιο της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας όρισε πένθος 40 ημερών σε όλο το προσωπικό του Αρσακείου και του έκανε μνημόσυνο στη Μητρόπολη Αθηνών, κατά το οποίο εξεφώνησε ιστορικό λόγο ο Κωνσταντίνος Κοντογόνης. Όρισε, επίσης, όπως σε κάθε εορτή να ευλογεί το όνομά του στην εκκλησία του Αρσακείου ο εκκλησιαστικός χορός των Αρσακειάδων ψάλλοντας το τροπάριο “Αποστόλου και Αναστασίας, των αοιδίμων ιδρυτών του ιερού τούτου τεμένους, αιωνία η μνήμη” και κάθε χρόνο, στις εξετάσεις, οι μαθήτριες ψάλλουν τον “Αρσάκειο Ύμνο”, που γράφτηκε και μελοποιήθηκε προς τιμή του από το 1866.
1985 – Χάινριχ Μπελ (Heinrich Theodor Böll, 21 Δεκεμβρίου 1917 – 16 Ιουλίου 1985) ήταν Γερμανός πεζογράφος, κάτοχος του βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίας 1972. Γιος επιπλοποιού, από καθολική και αντιναζιστική οικογένεια, πολέμησε στο ρωσικό και σε άλλα μέτωπα στα έξι χρόνια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, τραυματίστηκε αρκετές φορές και αιχμαλωτίστηκε από τους Αμερικανούς. Μαθητευόμενος σε βιβλιοπωλείο, σπούδασε φιλολογία στο πανεπιστήμιο της Κολωνίας.
Τα έργα του άρχισαν να δημοσιεύονται το 1947. Στα πρώτα απ’ αυτά περιγράφει την άθλια ζωή των στρατιωτών κατά την διάρκεια του πολέμου, ενώ στη συνέχεια η κριτική του στράφηκε στις κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες της σύγχρονής του Γερμανίας. Το εκτενέστερο και γνωστότερο του έργο του, το Ομαδικό πορτραίτο με μια κυρία, είναι μια αναπαράσταση της ζωής στην Γερμανία από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο μέχρι τη δεκαετία του 1970, με καυστική σάτιρα και κοινωνικό προβληματισμό. Ο Μπελ είναι ένας από τους δημοφιλέστερους Γερμανούς συγγραφείς και θεωρείται αυτός που εκφράζει αμεσότερα την μεταπολεμική γερμανική συνείδηση.
1989 – Χέρμπερτ Φον Κάραγιαν. Ο Κάραγιαν γεννήθηκε στο Σάλτσμπουργκ ως Χέριμπερτ Ρίτερ φον Κάραγιαν. Από το 1916 ως το 1926 σπούδασε στο Mozarteum στο Σάλτσμπουργκ. Το 1929 διηύθυνε τη «Σαλώμη» στο Festspielhaus του Σάλτσμπουργκ, και από το 1929 ως το 1934 ήταν ο πρώτος Καπελμάιστερ στο Στάντεατερ στο Ουλμ της Βάδης-Βυρτεμβέργης. Το 1933 έκανε την έναρξη διεύθυνσής του στο Φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ με τη σκηνή της «Walpurgisnacht» στην παραγωγή του Φάουστ υπό τον Μαξ Ράιναχαρτ. Το επόμενο έτος, και πάλι στο Σάλτσμπουργκ, διεύθυνε την Φιλαρμονική Ορχήστρα Βιέννης για πρώτη φορά, και από το 1934 ως το 1941, ήταν διευθυντής στην όπερα του Άαχεν της Γερμανίας. Τον Μάρτιο του 1935 δόθηκε μια σημαντική ώθηση στη σταδιοδρομία του, όταν υπέβαλε αίτηση για την ιδιότητα μέλους στο ναζιστικό κόμμα. Το ίδιο έτος, ο Κάραγιαν διορίστηκε ως νεώτερος «Generalmusikdirektor» της Γερμανίας στο αστικό θέατρο του Άαχεν. Σημείωσε σημαντική επιτυχία με την διεύθυνση της όπερας «Τριστάνος και Ιζόλδη» του Ρίχαρντ Βάγκνερ. Το 1946 ο Κάραγιαν έδωσε την πρώτη μεταπολεμική συναυλία του στη Βιέννη με τη Φιλαρμονική Ορχήστρα Βιέννης, αλλά του απαγορεύθηκε να διευθύνει περαιτέρω τις δραστηριότητές της από τις ρωσικές αρχές (όπως και η Γερμανία, έτσι και η Αυστρία είχε διαιρεθεί σε τέσσερις τομείς κατοχής – ένα γαλλικό, ένα αμερικανικό, ένα σοβιετικό και ένα βρετανικό τομέα κατοχής, ενώ η Βιέννη είχε διαιρεθεί σε τέσσερις τομείς) λόγω του ναζιστικού παρελθόντος του. Το 1948 έγινε καλλιτεχνικός διευθυντής της Gesellschaft der Musikfreunde στην Βιέννη. Διηύθυνε επίσης στη Σκάλα στο Μιλάνο. Το 1955 διορίστηκε διευθυντής μουσικής στην Φιλαρμονική Ορχήστρα του Βερολίνου ως διάδοχος του Βίλχελμ Φούρτβενγκλερ. Από το 1956 ως το 1964, ήταν καλλιτεχνικός διευθυντής της Κρατικής όπερας της Βιέννης. Επίσης είναι ο εμπνευστής του Πασχαλινού Φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ.