.
Η ταυτότητα της ημέρας
και τα γεγονότα που την «σημάδεψαν»
15 Νοεμβρίου 2024
Είναι η 320η ημέρα του έτους κατά το Γρηγοριανό ημερολόγιο.
Υπολείπονται 46 ημέρες για τη λήξη του
🌅 Ανατολή ήλιου: 07:06 – Δύση ήλιου: 17:13 – Διάρκεια ημέρας: 10 ώρες 7 λεπτά
🌕 Σελήνη 14.2 ημερών
Γεγονότα
1922 – Η δίκη των έξι. Το έκτακτο στρατοδικείο που δικάζει τους πρωταιτίους της μικρασιατικής καταστροφής, εκδίδει την ετυμηγορία του στις 6:30 το πρωί.
Στις 11:30 π.μ. οι «6» εκτελούνται. Πρόκειται για τους Δημήτριο Γούναρη (59 ετών, πρώην πρωθυπουργός), Πέτρο Πρωτοπαπαδάκη (68 ετών, πρώην πρωθυπουργός), Νικόλαο Στράτο (50 ετών, πρώην πρωθυπουργός), Νικόλαο Θεοτόκη (44 ετών, υπουργός Στρατιωτικών στην κυβέρνηση Πρωτοπαπαδάκη), Γεώργιο Μπαλτατζή (56 ετών, υπουργός Εξωτερικών στις κυβερνήσεις Γούναρη και Πρωτοπαπαδάκη) και Γεώργιο Χατζανέστη (59 ετών, Αρχιστράτηγος Μικράς Ασίας και Θράκης).
Στο εδώλιο κάθισαν επτά πολιτικοί και ένας στρατιωτικός, από τους οποίους οι έξι καταδικάσθηκαν σε θάνατο και εκτελέσθηκαν. Η δίκη διεξήχθη από τις 31 Οκτωβρίου έως τις 15 Νοεμβρίου 1922 στην ειδικά διαρρυθμισμένη αίθουσα συνεδριάσεων της Βουλής (Παλαιά Βουλή). Ήταν ένα από τα πιο δραματικά επεισόδια του Εθνικού Διχασμού.
Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή κι ενώ η Ελλάδα παρουσίαζε εικόνα διάλυσης, εκδηλώθηκε στρατιωτικό κίνημα υπό τους συνταγματάρχες Πλαστήρα και Γονατά και τον αντιπλοίαρχο Φωκά, που προκάλεσε την παραίτηση της κυβέρνησης Τριανταφυλλάκου και του βασιλιά Κωνσταντίνου (14 Σεπτεμβρίου 1922) υπέρ του υιού του Γεωργίου Β’. Ο χαρακτήρας του βασιζόταν στην ανάγκη της πίστης ότι «ο ελληνικός στρατός δεν νικήθηκε, αλλά προδόθηκε».
Στην Αθήνα συγκροτήθηκε Επαναστατική Επιτροπή, η οποία ανέλαβε άμεση δράση, διατάσσοντας εκτεταμένες συλλήψεις αντιβενιζελικών πολιτικών, υπό την πίεση της κοινής γνώμης. Μία ογκώδης διαδήλωση 100.000 ανθρώπων στην Πλατεία Συντάγματος στις 9 Οκτωβρίου ζητά την εκτέλεση υπευθύνων της τραγωδίας. Ο Πλαστήρας, που είναι ο αδιαμφισβήτητος αρχηγός του κινήματος, βρίσκεται σε δύσκολη θέση.
Οι αδιάλλακτοι στον στρατό (Πάγκαλος, Οθωναίος, Χατζηκυριάκος), αλλά και ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου απαιτούν εκτελέσεις. Οι μετριοπαθείς (Πλαστήρας, Δαγκλής, Γονατάς), θέλουν κανονική δίκη, όπως και οι μεγάλες Δυνάμεις της Ευρώπης, που ζητούν από τον Πλαστήρα να αποφύγει τις βεβιασμένες ενέργειες και τις συνοπτικές διαδικασίες. Τελικά, οι δύο πλευρές συμβιβάστηκαν και αποφασίστηκε η ίδρυση εκτάκτου στρατοδικείου, που από τη φύση του δεν παρέχει τα εχέγγυα για μια δίκαιη δίκη.
Επικεφαλής της ανακριτικής επιτροπής ανέλαβε ο σκληροπυρηνικός υποστράτηγος Θεόδωρος Πάγκαλος, με βοηθούς τους συνταγματάρχες Ιωάννη Καλογερά και Χαράλαμπο Λούφα. Στο πόρισμα της Επιτροπής, που εκδόθηκε στις 24 Οκτωβρίου, παραπέμφθηκαν να δικασθούν στο έκτακτο στρατοδικείο με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας οκτώ πρόσωπα, που διαδραμάτισαν πρωταγωνιστικό ρόλο την περίοδο 1920 – 1922:
Δημήτριος Γούναρης (59 ετών, πρώην Πρωθυπουργός)
Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης (68 ετών, πρώην Πρωθυπουργός)
Νικόλαος Στράτος (50 ετών, πρώην Πρωθυπουργός )
Νικόλαος Θεοτόκης (44 ετών, Υπουργός Στρατιωτικών στην κυβέρνηση Πρωτοπαπαδάκη)
Γεώργιος Μπαλτατζής (56 ετών, Υπουργός Εξωτερικών στις κυβερνήσεις Γούναρη και Πρωτοπαπαδάκη)
Ξενοφών Στρατηγός, υποστράτηγος ε.α. (53 ετών, Υπουργός Συγκοινωνιών στην κυβέρνηση Γούναρη)
Μιχαήλ Γούδας, υποναύαρχος ε.α. (54 ετών, Υπουργός Εσωτερικών στην κυβέρνηση Γούναρη)
Γεώργιος Χατζανέστης, αντιστράτηγος (59 ετών, Αρχιστράτηγος Μικράς Ασίας και Θράκης)
Το δίκαιο αίτημα των κατηγορουμένων να δικασθούν από το Ειδικό Δικαστήριο κατ’ εφαρμογή του νόμου περί ευθύνης Υπουργών απορρίφθηκε από τον Πάγκαλο με εξωνομική αιτιολόγηση. Τρεις μέρες νωρίτερα (21 Οκτωβρίου) είχε συγκροτηθεί το έκτακτο στρατοδικείο με πρόεδρο τον υποστράτηγο Αλέξανδρο Οθωναίο.
Στις 9 το πρωί της 31ης Οκτωβρίου 1922 άρχισε η ακροαματική διαδικασία στην αίθουσα συνεδριάσεων της Βουλής (Παλαιά Βουλή). Τον πρόεδρο του Αλέξανδρου Οθωναίο πλαισίωναν ως στρατοδίκες τρεις συνταγματάρχες, ένας πλοίαρχος, ένας αντισυνταγματάρχης, δύο αντιπλοίαρχοι, τρεις ταγματάρχες, ένας λοχαγός και ένας στρατιωτικός δικαστικός σύμβουλος. Επαναστατικοί επίτροποι ήταν ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνος Γεωργιάδης και οι συνταγματάρχες Ιωάννης Ζουρίδης και Νεόκοσμος Γρηγοριάδης. Γραμματέας του δικαστηρίου ήταν ο Ιωάννης Πεπονής. Συνήγοροι υπεράσπισης των κατηγορουμένων ανέλαβαν διαπρεπείς δικηγόροι (Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, Αναστάσιος Παπαληγούρας, Οικονομίδης, Δουκάκης, Νοταράς, Ρωμανός και Σωτηριάδης).
Η δίκη διεξήχθη σε 14 συνεδριάσεις. Μετά την απόρριψη των ενστάσεων των κατηγορουμένων εξετάστηκαν 12 μάρτυρες κατηγορίας και 12 υπεράσπισης. Επιτυχία της κατηγορούσας αρχής υπήρξε ότι οι περισσότεροι μάρτυρες κατηγορίας προήρχοντο από το αντιβενιζελικό στρατόπεδο, όπως και οι κατηγορούμενοι. Στις 6 Νοεμβρίου ο κατηγορούμενος Δημήτριος Γούναρης ασθένησε σοβαρά από τύφο και μεταφέρθηκε σε ιδιωτική κλινική. Υπέβαλε αίτημα αναβολής της δίκης, το οποίο απορρίφθηκε και έτσι δικαζόταν ωσεί παρών.
Κοινή ήταν η πεποίθηση σε Ελλάδα και εξωτερικό ότι το δικαστήριο θα επιβάλει θανατικές ποινές. Οι διεθνείς πιέσεις υπέρ των κατηγορουμένων εντείνονται. Υπό το βάρος τους, η κυβέρνηση του μετριοπαθή Σωτηρίου Κροκιδά παραιτείται στις 10 Νοεμβρίου και την πρωθυπουργία αναλαμβάνει στις 14 Νοεμβρίου ο συνταγματάρχης Στυλιανός Γονατάς, ηγετικό στέλεχος του στρατιωτικού κινήματος.
Την ίδια μέρα ολοκληρώθηκαν οι απολογίες των κατηγορουμένων και οι αγορεύσεις των συνηγόρων υπεράσπισης. Ένα τέταρτο μετά τα μεσάνυχτα της 15ης Νοεμβρίου, το δικαστήριο αποσύρεται σε διάσκεψη για να εκδώσει την απόφασή του. Στις 6:40 π.μ. οι στρατοδίκες επανέρχονται στην έδρα και ο Πρόεδρος του Εκτάκτου Στρατοδικείου Αλέξανδρος Οθωναίος διαβάζει την ετυμηγορία του δικαστηρίου:
Εν ονόματι του Βασιλέως των Ελλήνων Γεωργίου Β’ το Έκτακτον Στρατοδικείον συσκεφθέν κατά νόμον, κηρύσσει παμψηφεί τους μεν Γεώργιον Χατζηανέστην, Δημήτριον Γούναρην, Νικόλαον Στράτον, Πέτρον Πρωτοπαπαδάκην, Γεώργιον Μπαλτατζήν και Νικόλαον Θεοτόκην εις την ποινήν του Θανάτου. Τους δε Μιχαήλ Γούδαν και Ξενοφώντα Στρατηγόν εις την ποινήν των ισοβίων δεσμών.
Διατάσσει την στρατιωτικήν καθαίρεσιν των Γεωργίου Χατζανέστη αρχιστρατήγου, Ξενοφώντος Στρατηγού υποστρατήγου και Μιχαήλ Γούδα υποναυάρχου και επιβάλλει αυτούς τα έξοδα και τέλη.
Επιδικάζει παμψηφεί χρηματικήν αποζημίωσιν υπέρ του Δημοσίου κατά του Δημητρίου Γούναρη δραχμών 200 χιλιάδων, Νικολάου Στράτου δραχμών 335 χιλιάδων, Γεωργίου Μπαλτατζή και Νικολάου Θεοτόκη δραχμών 1 εκατομμυρίου και Μιχαήλ Γούδα δραχμών 200 χιλιάδων.
Αμέσως μετά, ο επαναστατικός επίτροπος Νεόκοσμος Γρηγοριάδης μεταβαίνει στις φυλακές Αβέρωφ, όπου εκρατούντο οι κατηγορούμενοι και τους ανακοινώνει την καταδικαστική απόφαση. Είναι 9 το πρωί. Στους έξι θανατοποινίτες ανακοινώνει ότι η εκτέλεση θα γίνει σε δύο ώρες. Υποβολή ενδίκων μέσων δεν προβλεπόταν για τους καταδικασθέντες. Στις 10:30 δύο φορτηγά τους παραλαμβάνουν και τους μεταφέρουν στον χώρο εκτελέσεων στου Γουδή, πίσω από το νοσοκομείο «Σωτηρία». Μία ώρα αργότερα, 36 πυροβολισμοί αντηχούν από τους άνδρες του εκτελεστικού αποσπάσματος και οι 6 πέφτουν νεκροί. Στις 2:30 μ.μ. κηδεύονται στο Α’ Νεκροταφείο, κάτω από αυστηρά μέτρα ασφαλείας.
1950 – Αναχωρεί για την Κορέα το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα, για να ενταχθεί στις δυνάμεις του ΟΗΕ που πολεμούν τους κομουνιστές της Βόρειας Κορέας. (Πόλεμος της Κορέας)
Το Εκστρατευτικό Σώμα Ελλάδας στην Κορέα (αναφέρεται και με τα αρχικά ΕΚ.Σ.Ε.) (Νοέμβριο 1950 – Δεκέμβριο 1955)[1], αποτελούσε την πρώτη ελληνική συμμαχική αποστολή στα πλαίσια του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών.
Τα Εκστρατευτικό Σώμα Ελλάδας περιελάμβανε δυνάμεις του στρατού ξηράς και της αεροπορίας. Συγκεκριμένα, αποτελούνταν από τάγμα συνολικής δύναμης 1.000 ατόμων και σμήνος της βασιλικής αεροπορίας από 67 άτομα, με 7 αεροσκάφη C-47 Ντακότα.
Το ελληνικό σμήνος αποσύρθηκε από την Κορέα στις 8 Μαΐου 1955, με απόφαση της κυβέρνησης Αλέξανδρου Παπάγου στα τέλη Μαρτίου 1955. Το Ελληνικό Εκστρατευτικό Σώμα με μέγιστη δύναμη τους 2163 άνδρες, μειώθηκε τον Απρίλιο του 1955 στους 850 άνδρες και σταδιακά από τον Ιούλιο μέχρι το Δεκέμβριο 1955 στους 191 άνδρες. Από τον Ιανουάριο του 1956 μέχρι το Μάιο του 1958 παρέμεινε αντιπροσωπευτικό τμήμα αποτελούμενο από 1 Αξιωματικό και 9 οπλίτες.[2]
1964 – Παραιτείται ο αναπληρωτής υπουργός Συντονισμού, Ανδρέας Παπανδρέου, λόγω διαφωνίας με τον πατέρα του πρωθυπουργό, Γεώργιο Παπανδρέου, αλλά και των κατηγοριών μερίδας του Τύπου για χαριστικές αναθέσεις έργων.
Στις εναντίον του επιθέσεις πρωτοστατεί η εφημερίδα «Ημέρα» του Τζώρτζη Αθανασιάδη και «Ελευθερία» του Πάνου Κόκκα, που διατηρεί φιλικούς δεσμούς με τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη. Ο Ανδρέας Παπανδρέου μετείχε στην κυβέρνηση του πατέρα του, Γεωργίου Παπανδρέου, αρχικά ως Υπουργός Προεδρίας και λίγο αργότερα ως αναπληρωτής Υπουργός Συντονισμού. Ο οικονομικός του λόγος κινείται μέσα στο επίσημο πλαίσιο της τότε οικονομικής ορθοδοξίας.
Άλλωστε, η πανεπιστημιακή του καριέρα στις ΗΠΑ ως την έλευσή του στην Ελλάδα εντασσόταν στο πλειοψηφικό ρεύμα της αμερικανικής οικονομικής σκέψης της εποχής. Έτσι ακολουθεί τη διαδομένη τότε αντίληψη μεταρρυθμιστικής οικονομικής πολιτικής για τις καθυστερημένες χώρες, η οποία επιδίωκε να συνδυάσει την ενίσχυση της ζήτησης μέσω της αύξησης των λαϊκών εισοδημάτων, με την άμεση παραγωγική δραστηριοποίηση του κράτους, ώστε να δοθεί η αναγκαία αναπτυξιακή δυναμική, να καλυφθούν τα παραγωγικά/κλαδικά κενά, να υποκατασταθούν βαθμιαία οι εισαγωγές.
Παραιτήθηκε λίγο αργότερα μετά από πολλές πιέσεις άλλων τάσεων μέσα στο κόμμα και συσπείρωσε γύρω του τη λεγόμενη κεντροαριστερή πτέρυγα της Ένωσης Κέντρου. Στις 25 Απριλίου του 1965 γίνεται ξανά αναπληρωτής Υπουργός Συντονισμού, ενώ ένα μήνα αργότερα κατηγορήθηκε ως εμπνευστής και αρχηγός στην υπόθεση «ΑΣΠΙΔΑ» και στο συνωμοτικό Σχέδιο Ελικών.
1967 – Τα γεγονότα της Κοφίνου: Στα πρόθυρα ελληνοτουρκικού πολέμου, μετά την επίθεση των δυνάμεων της Εθνικής Φρουράς υπό τον Γρίβα στο τουρκοκυπριακό χωριό Κοφίνου. Αιματηρή σύγκρουση μεταξύ δυνάμεων της Εθνικής Φρουράς και Τουρκοκυπρίων στο χωριό Κοφίνου της επαρχίας Λάρνακας στις 15 Νοεμβρίου 1967. Για πολλούς αναλυτές, το επεισόδιο αυτό αποτέλεσε το έναυσμα για την τουρκική εισβολή του 1974. Την Κύπρο κυβερνούσε ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, ηγέτης των Τουρκοκυπρίων ήταν ο Ραούφ Ντενκτάς, η Ελλάδα βρισκόταν κάτω από την μπότα των Συνταγματαρχών και πρωθυπουργός στην Τουρκία ήταν ο Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ.
Η Κοφίνου βρίσκεται 40 χιλιόμετρα νότια της Λευκωσίας στο σταυροδρόμι δύο στρατηγικής σημασίας αυτοκινητοδρόμων: Λευκωσίας – Λεμεσού και Λάρνακας – Λεμεσσού. Είναι χτισμένη σε υψόμετρο 150 μέτρων και τα χρόνια της δεκαετίας του ’60 κατοικείτο αποκλειστικά από Τουρκοκυπρίους (725 κάτοικοι στην απογραφή του 1960). Μετά τις διακοινοτικές ταραχές του 1963, η Κοφίνου εξελίχθηκε σε ισχυρό στρατιωτικό προπύργιο των Τουρκοκυπρίων. Ήταν μία διαρκής εστία επεισοδίων στην περιοχή και συχνά ένοπλοι Τουρκοκύπριοι απέκοπταν τις δύο οδικές αρτηρίες, όταν δεν πυροβολούσαν τα διερχόμενα αυτοκίνητα.
Η κυπριακή κυβέρνηση απευθύνθηκε στις δυνάμεις του ΟΗΕ, αλλά η επέμβασή τους καθυστερούσε. Στις 15 Νοεμβρίου 1967 με διαταγή του Μακαρίου η Εθνική Φρουρά υπό τις διαταγές του στρατηγού Γεωργίου Γρίβα ανέλαβε αυτή να αποκαταστήσει την τάξη. Η «Επιχείρηση Γρόνθος», όπως ονομάστηκε, είχε στρατιωτικό χαρακτήρα και όχι αστυνομικό, όπως θα έπρεπε. Ο Γρίβας κινητοποίησε πολύ ισχυρές δυνάμεις, με άρματα μάχης, τεθωρακισμένα και πυροβολικό. Πρώτα επιτέθηκε στο μικτό χωριό Άγιος Θεόδωρος (685 Τουρκοκύπριοι κάτοικοι και 525 Ελληνοκύπριοι) και κατέλαβε σχεδόν χωρίς μάχη την τουρκοκυπριακή συνοικία. Στη συνέχεια στράφηκε κατά τις γειτονικής Κοφίνου. Στις αψιμαχίες που ακολούθησαν σκοτώθηκαν 24 Τουρκοκύπριοι και 9 τραυματίστηκαν, ενώ οι απώλειες της ελληνοκυπριακής πλευράς ήταν ένας νεκρός και δύο τραυματίες.
Οι επιχειρήσεις στον Άγιο Θεόδωρο και την Κοφίνου προκάλεσαν σοβαρή πολιτική κρίση. Η Τουρκία χαρακτήρισε «στυγερή πρόκληση» τα αιματηρά επεισόδια και απείλησε με στρατιωτική εισβολή στην Κύπρο, αλλά και με πόλεμο την Ελλάδα. Με την παρέμβαση των Αμερικανών, που εκδηλώθηκε με την αποστολή του υφυπουργού Άμυνας Σάιρους Βανς στο τρίγωνο Αθήνας – Άγκυρας – Λευκωσίας, η κρίση διευθετήθηκε με μια οδυνηρή υποχώρηση του δικτατορικού καθεστώτος της Ελλάδας. Υπό την πίεση Αμερικανών, Βρετανών και Καναδών, οι οποίοι ενδιαφέρονταν πρωτίστως για την τύχη της Νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ, αναγκάστηκε να αποσύρει από την Κύπρο την ελλαδική μεραρχία, που είχε στείλει μυστικά ο Γεώργιος Παπανδρέου μετά τα γεγονότα του 1963 – 1964.
Έτσι, η Κύπρος αφέθηκε έκθετη σε ενδεχόμενη τουρκική εισβολή, που πραγματοποιήθηκε τελικά τον Ιούλιο του 1974. Άμεση συνέπεια της αποχώρησης της ελλαδικής μεραρχίας ήταν η ανακήρυξη της «Προσωρινής Τουρκοκυπριακής Διοίκησης», με την οποία οι Τουρκοκύπριοι εμφανίσθηκαν πλέον όχι ως μειονότητα ή απλή κοινότητα, αλλά ως μια οργανωμένη πολιτική οντότητα.
Μετά την τουρκική εισβολή, οι τουρκοκύπριοι κάτοικοι της Κοφίνου και του Αγίου Θεοδώρου μετακινήθηκαν στα Κατεχόμενα και σήμερα τα δύο χωριά κατοικούνται από αμιγή ελληνοκυπριακό πληθυσμό.
1972 – Το δεξαμενόπλοιο «Παγκόσμιος Ήρως», ιδιοκτησίας του Ομίλου Νιάρχου, συγκρούεται με το οχηματαγωγό του Πολεμικού Ναυτικού «Μέρλιν» μέσα στον Φαληρικό Όρμο και μόλις 5 μίλια έξω από την είσοδο του λιμένα του Πειραιά. Σκοτώνονται 44 από τα 58 μέλη του πληρώματος του οχηματαγωγού.
Στις 15 Νοεμβρίου 1972, γύρω στις 15.00 στη θαλάσσια περιοχή 4 μίλια μακριά από τις ακτές του Παλαιού Φαλήρου, έπλεε το “Μέρλιν” με κυβερνήτη τον Υποπλοίαρχο Γ. Μπεγιέτη. Η θάλασσα ήταν γαλήνια, η ορατότητα μεγάλη και η ναυσιπλοΐα στην περιοχή διεξαγόταν χωρίς κανένα πρόβλημα. Κοντά στο “Μέρλιν”, έπλεε και το υπερδεξαμενόπλοιο “WORLD HERO”.
Το “WORLD HERO” είχε ναυπηγηθεί το 1970 στη Γιοκοχάμα της Ιαπωνίας για λογαριασμό της εταιρείας “Aquarius Shipping” του ομίλου Νιάρχου. Κι ενώ τα δυο πλοία έπλεαν στην ίδια περιοχή όπως αναφέραμε κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες βρέθηκαν στην ίδια πορεία πλεύσης με αποτέλεσμα να ακολουθήσει τρομακτική σύγκρουση, καθώς το τεράστιο δεξαμενόπλοιο εμβόλισε το μικρό αποβατικό πλοίο χτυπώντας το στην πρύμνη.
Οι σειρήνες του πολεμικού πλοίου άρχισαν να ηχούν ασταμάτητα. Όσα μέλη του πληρώματος βρισκόταν στο κατάστρωμα προσπαθούσαν να ειδοποιήσουν τους συναδέλφους τους που βρισκόταν στα κάτω διαμερίσματα. Κάποιοι έπεφταν στη θάλασσα, επικράτησε όπως ήταν αναμενόμενο, πανικός ενώ οι λαμαρίνες του ”Μέρλιν” υποχωρούσαν κάτω από τον τεράστιο όγκο του δεξαμενόπλοιου. Σε δέκα λεπτά περίπου, το ”Μέρλιν” είχε βυθιστεί. Όσα μέλη του πληρώματος είχαν πέσει στη θάλασσα, έβλεπαν το πλοίο τους να βουλιάζει παρασύροντας στο βυθό τους συναδέλφους τους που είχαν την ατυχία να βρίσκονται στο μηχανοστάσιο και στα κάτω διαμερίσματά του.
“Ενώ κολυμπούσαμε για να σωθούμε, βλέπαμε το πλοίο μας να βυθίζεται και ακούγαμε τους παγιδευμένους συναδέλφους μας να φωνάζουν για βοήθεια και να χτυπούν τις λαμαρίνες. Τους ακούγαμε να ζητούν βοήθεια και δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα. Τζάμπα πνίγηκε τόσος κόσμος”, διηγόταν αργότερα ο ανθυποπλοίαρχος του “Μέρλιν”.
1973 – Οι φοιτητές κλείνονται στα Πολυτεχνείο Αθηνών και Θεσσαλονίκης και καλούν το λαό σε εξέγερση κατά της χούντας.
«Την Πέμπτην, 15-11-1973, η συγκέντρωσις λαμβάνει αμιγώς πολιτικόν χαρακτήρα. Πλήθη λαού κατέρχονται προς το Πολυτεχνείον, αι εκτός αυτού συγκεντρώσεις ογκούνται και αυξάνονται γεωμετρικώς οι εντός αυτού εισερχόμενοι σπουδασταί, αλλά και εργάται.
Μαχητικά, αναρχικά και αριστερά στοιχεία επηρεάζουν προς στιγμήν το δια του Ρ / Σ και των μεγαφώνων ριπτόμενα συνθήματα, ενώ πράκτορες της ΚΥΠ, της ΕΣΑ και άλλων μυστικών υπηρεσιών νοθεύουν την καθαρότητα των φοιτητικών συνθημάτων δια της διαδόσεως αναρχικών και ανατρεπτικών τοιούτων όπως: ΚΚΕ – κάτω το Κράτος, Λαοκρατία, ζήτω η σεξουαλική επανάστασις κ.ά. (κακότεχνος προβοκάτσια κατά Σιφναίον και Δασκαλόπουλον) και προσπαθούν να εξωθήσουν και παρασύρουν τους σπουδαστάς εις παντοίας πράξεις βίας και δολιοφθορών. (Καταθέσεις υπ’αρ. 33, 61, 75, 130, 155, 159, 187, 202 και 213).
Και οι σπουδασταί αμύνονται προς πάσαν κατεύθυσιν. Επαναφέρουν τον Ρ/Σ εις την ορθήν αντιδικτατορικήν θέσιν του, απαλείφουν αναρχικά και εξτρεμιστικά συνθήματα, αποκαλύπτουν και εκδιώκουν εκ του Πολυτεχνείου τους πράκτορας, τοποθετούν φρουράς εις άπαντα τα εργαστήρια και χώρους οργάνων προς διαφύλαξίν των έναντι πάσης φθοράς ή ζημίας, οργανώνουν επιμελώς την αυτόθι παραμονήν των δια του ορισμού ειδικών επιτροπών κατά τομείς, επιμελούμενοι και αυτής της καθαριότητος, καταστρέφουν όμως από συμφώνου οι ίδιοι το γραφείον του Κυβερνητικού Επιτρόπου και καλούν τον λαόν εις συμπαράστασιν και εξέγερσιν. (Οράτε καταθέσεις απάντων των καθηγητών του Πολυτεχνείου και του επιμελητού Ιατρίδη).
Εκτός του Πολυτεχνείου η κατάστασις εμφανίζεται περισσότερον έκρυθμος, διότι η ευρύτης των χώρων και η εντεύθεν ελευθερία κινήσεων διευκολύνει τας μαζικός συγκεντρώσεις και μαχητικάς εκδηλώσεις εις διάφορα σημεία του κέντρου της πόλεως. Κινήσεις διαδηλωτών, συγκεντρώσεις, μικροσυμπλοκαί με αστυνομικούς, διανομή προκηρύξεων, επικόλλησις ή αναγραφή συνθημάτων εις αυτοκίνητα κ.λπ. μεταφοραί τροφίμων και φαρμάκων εις τους εντός του Πολυτεχνείου, μεμονωμένα περιστατικά προπηλακισμού εις βάρος αστυνομικών και στρατιωτικών και διακοπή της έμπροσθεν του Πολυτεχνείου κυκλοφορίας κατά τας εσπερινός ώρας είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της ημέρας ταύτης. Από πλευράς υπευθύνων συνεχίζετο, περιέργως, η απραξία και εφεκτικότης. Πραγματοποιείται συνάντησις του Υπουργού Παιδείας μετά του Πρωθυπουργού και αμφοτέρων, ακολούθως μετά του τότε Προέδρου της Δημοκρατίας, παρισταμένου και του Υπουργού Δημοσίας Τάξεως. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας – καθ α υπό του Παν. Σιφναίου κατατίθεται – εξεδηλώθη αντίθετος προς πάσαν επέμβασιν εις το Πολυτεχνείον, συμφωνών εν τούτω με την απόφασιν της Συγκλήτου.
Και εις την γενομένην προς αυτόν παρατήρησιν περί κινδύνου προκλήσεως μεγάλων καταστροφών απήντησεν: «Ας τα σπάσουν. Ας κάψουν και το Πολυτεχνείον. Έχομε λεπτά δια να τα ξαναφτιάξωμεν. Ας κατεβούν και στους δρόμους. Ας σπάσουν τις βιτρίνες». Επεδίωκε προφανώς – επιλέγει ο αυτός πάντοτε τότε Υπουργός Παιδείας – πολιτικά οφέλη. Ποια και πώς όμως; Ιδού το ερώτημα!». (Απόσπασμα από τo πόρισμα του ανακριτή Δημήτρη Τσεβά για τα γεγονότα κατά την εξέγερση του Πολυτεχνείου) Δείτε περισσότερα ΕΔΩ
2017 – 23 άνθρωποι χάνουν τη ζωή τους και προκαλούνται τεράστιες ζημιές από ξαφνική νεροποντή που πλήττει τη Δυτική Αττική και ιδίως τη Μάνδρα. Η περίοδος του Νοεμβρίου είναι η πιο επικίνδυνη για τα πλημμυρικά φαινόμενα και η Αττική έζησε ακόμη μία τραγωδία το 2017. Μία ξαφνική νεροποντή, με μεγάλα ύψη βροχής, κατάφερε να «πνίξει» στις λάσπες τη Δυτική Αττική. Οι περιοχές που επλήγησαν περισσότερο από την κακοκαιρία ήταν η Μάνδρα και η Νέα Πέραμος και ο τότε πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας κήρυξε εθνικό πένθος για τα θύματα της τρίτης πιο φονικής πλημμύρας στην Αττική. Κακοτεχνίες, η αδιαφορία ετών για τα ρέματα της περιοχής και όχι μόνο έφεραν από το βουνό μεγάλους όγκους νερού και λάσπης, παρασύροντας στον θάνατο 24 συνανθρώπους μας. Σύμφωνα με τα στοιχεία του μετεωρολογικού ραντάρ του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών η βροχόπτωση στην πλαγιά του όρους Πατέρα, πάνω από τη Νέα Πέραμο και τη Μάνδρα, ξεπέρασε τα 200 χιλιοστά σε μόλις έξι ώρες.
Γεννήσεις
1906 – Εμμανουήλ Κριαράς. Γεννήθηκε στις 28 Νοεμβρίου του 1906 στον Πειραιά[3][4] από οικογένεια κρητικής καταγωγής (Σφακιά), ενώ τα πρώτα παιδικά του χρόνια έζησε στη Μήλο. Το 1914 με την οικογένειά του εγκαταστάθηκε στα Χανιά της Κρήτης, αρχικά στη συνοικία του Τοπανά στην Παλιά Πόλη κι αργότερα στη Νέα Χώρα. Αποπεράτωσε τις γυμνασιακές του σπουδές στο Β΄ Γυμνάσιο Χανίων το 1924. Ως μαθητής ο Κριαράς συμμετείχε σε χανιώτικες νεανικές φιλολογικές κινήσεις και πρωτοβουλίες. Διετέλεσε γραμματέας του «Εγκυκλοπαιδικού Κύκλου των Νέων», από την ίδρυσή του το 1921, και αργότερα συμμετείχε στον Κρητικό Φιλολογικό Σύλλογο, που το 1924 εξέδωσε το νεανικό περιοδικό Αυγερινός, του οποίου ανέλαβε και αρχισυντάκτης («εισηγητής επί της ύλης»). Στον Αυγερινό, του οποίου συνεργάτες υπήρξαν μεταξύ άλλων οι μετέπειτα πανεπιστημιακοί Στέλιος Καψωμένος και Νίκος Β. Τωμαδάκης, καθώς και νομικός και κομμουνιστής πολιτικός Βαγγέλης Κτιστάκης, ο Κριαράς δημοσίευσε το 1924 σε τρεις συνέχειες κι ένα διήγημά του με τίτλο «Τέτοια ζωή! …»
Την ίδια χρονιά, το 1924, o Κριαράς ξεκίνησε τις σπουδές του στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, από την οποία αποφοίτησε το 1929. Από το 1930 έως το 1950 εργάστηκε στο Μεσαιωνικό Αρχείο της Ακαδημίας Αθηνών, αρχικά ως συνεργάτης και από το 1939 ως διευθυντής. Παράλληλα με την εργασία του στο Μεσαιωνικό Αρχείο συνέχισε τις σπουδές του· το 1930 μετέβη στο Μόναχο με υποτροφία της Ακαδημίας Αθηνών για να ενημερωθεί σε θεωρητικά και τεχνικά ζητήματα της λεξικογραφίας στο περιβάλλον του Thesaurus Linguae Latinae, το 1938-1939 και το 1945-1948, ως διδάκτορας πλέον, για μετεκπαίδευση στο Παρίσι, την πρώτη φορά στη βυζαντινολογία και τη δεύτερη στη συγκριτική γραμματολογία. Πήρε το διδακτορικό του δίπλωμα το 1938 από το Πανεπιστήμιο Αθηνών, με τη διατριβή Μελετήματα περί τας πηγάς του Ερωτοκρίτου. Το 1944 φυλακίστηκε στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου.
Το 1948 ήταν υποψήφιος για την έδρα της νέας ελληνικής φιλολογίας στην Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, την οποία όμως κατέλαβε ο Λίνος Πολίτης. Δύο χρόνια αργότερα, εκλέχτηκε στην θέση του τακτικού καθηγητή της μεσαιωνικής ελληνικής φιλολογίας στο ίδιο Πανεπιστήμιο. Στη Θεσσαλονίκη δίδαξε κυρίως μεσαιωνική φιλολογία, εκτάκτως μεσαιωνική ελληνική ιστορία, νεοελληνική φιλολογία, αλλά και γενική και συγκριτική γραμματολογία, αφού χάρη στις δικές του ενέργειες ιδρύθηκε το 1965 η πρώτη – και για πολλά χρόνια μοναδική στην Ελλάδα – έκτακτη αυτοτελής έδρα της Γενικής και Συγκριτικής Γραμματολογίας. Το διδακτικό έργο του Εμμανουήλ Κριαρά διακόπηκε βίαια τον Ιανουάριο του 1968, όταν η Χούντα των Συνταγματαρχών τον απέλυσε για τα δημοκρατικά του φρονήματα. Η απόλυσή του από το Πανεπιστήμιο τον έστρεψε με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα στη σύνταξη του Λεξικού της μεσαιωνικής ελληνικής δημώδους γραμματείας (1100-1669) (την απόφαση για τη συγκρότησή του είχε ήδη πάρει το 1956) και συνέχισε το ερευνητικό και συγγραφικό του έργο μέχρι το τέλος της ζωής του. Η σύζυγός του, καθηγήτρια της ψυχοτεχνικής στη Βιομηχανική Σχολή της Θεσσαλονίκης (σημερινό Πανεπιστήμιο Μακεδονίας), Αικατερίνη Στριφτού-Κριαρά, με την οποία είχε παντρευτεί το 1936, απεβίωσε την 1η Μαΐου του 2000. Ο Κριαράς πέθανε από ανακοπή καρδιάς, στο σπίτι του στη Θεσσαλονίκη, το βράδυ της 22ης Αυγούστου 2014. Ήταν 107 ετών.
1920 – Βασίλης Διαμαντόπουλος. Σπούδασε στη Νομική Σχολή Αθηνών και στις Δραματικές Σχολές του Εθνικού Θεάτρου και του Θεάτρου Τέχνης του Κουν. Το 1956 ίδρυσε μαζί με τη Μαρία Αλκαίου το Νέο Θέατρο και το 1993 το Σύγχρονο Θέατρο. Το 1970 επέστρεψε στην Ελλάδα από το Παρίσι και συνεργάστηκε με διάφορους ιδιωτικούς θιάσους, καθώς επίσης και με το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος. Συμμετείχε σε πολλές κινηματογραφικές και τηλεοπτικές παραγωγές, ενώ παράλληλα δίδαξε στις Δραματικές Σχολές του Εθνικού Θεάτρου και του Θεάτρου Τέχνης. Τα τελευταία χρόνια ήταν διευθυντής εργαστηρίου υποκριτικής τέχνης για νέους ηθοποιούς. Απεβίωσε στην Αθήνα το 1999 από καρδιοαναπνευστική ανακοπή στη Γενική Κλινική Αθηνών, λόγω υποκεφαλικού κατάγματος του αριστερού μηριαίου που υπέστη από πτώση. Η κηδεία του έγινε στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών.
Παντρεύτηκε δύο φορές, πρώτα με την ηθοποιό Μαρία Αλκαίου, με την οποία απέκτησε μία κόρη, και εν συνεχεία με την ηθοποιό Μαρίνα Γεωργίου, με την οποία απέκτησε ένα γιο.
Υπήρξε κομμουνιστής σε όλη τη διάρκεια της ζωής του και στρατευμένος με το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας.
1942 – Ντάνιελ Μπάρενμποϊμ. Ο Ντάνιελ Μπάρενμποϊμ, KBE, (Daniel Barenboim, εβραϊκά: דניאל בארנבוים, γεννημένος 15 Νοεμβρίου 1942 στο Μπουένος Άιρες) είναι Αργεντινο-Ισραηλινός πιανίστας και μαέστρος, ο οποίος είναι πολίτης, εκτός της Αργεντινής και του Ισραήλ, της Ισπανίας και της Παλαιστίνης. Είναι γενικός μουσικός διευθυντής στην Deutsche Staatsoper Berlin και την Staatskapelle Berlin. Προηγουμένως υπήρξε μαέστρος στην Chicago Symphony Orchestra, την Orchestre de Paris και την La Scala του Μιλάνου. Ο Μπάρενμποϊμ είναι επίσης γνωστός για τη συνεργασία του με την West–Eastern Divan Orchestra, μία ορχήστρα με έδρα τη Σεβίλλη, η οποία αποτελείται από νεαρούς Άραβες και και Ισραηλινούς μουσικούς. Γνωστός είναι ωστόσο και για την κριτική που ασκεί για την Ισραηλινή κατοχή σε εδάφη της Παλαιστίνης. Ο Μπάρενμποϊμ είναι πολύγλωσσος, αφού μιλά άπταιστα ισπανικά, εβραϊκά, αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά και γερμανικά. Κατά τη διάρκεια της καριέρα του έχει βραβευθεί πάρα πολλές φορές. Μερικές από τις μεγαλύτερες τιμές που έχει λάβει είναι μετάλλια από το βρετανικό Order of the British Empire, το γαλλικό Légion d’honneur το γερμανικό Großes Bundesverdienstkreuz, αλλά και το Willy Brandt Βραβείο. Μαζί με τον Παλαιστίνιο-Αμερικανό καθηγητή πανεπιστημίου Έντουαρντ Σαΐντ, έλαβαν μετάλλιο από το ισπανικό Premios Princesa d’Asturies. Έχει λάβει εφτά Grammy για τη δουλειά του και τη δισκογραφία του.
Θάνατοι
1856 – Ηλίας Τσαλαφατίνος. Γεννήθηκε στο Οίτυλο της Μάνης. Η ακριβής χρονολογία γεννήσεως δεν είναι γνωστή, υπολογίζεται μεταξύ των ετών 1780-1785. Απεβίωσε “πλήρης ημερών” το έτος 1858.
Ήταν γόνος της οικογένειας των Στεφανόπουλων, των οποίων η καταγωγή είναι, από τον διαφυγόντα στη Μάνη, Νικηφόρο, γιό του αυτοκράτορα της Τραπεζούντας Δαβίδ Κομνηνού. Το 1675 αυτή η οικογένεια αναγκάστηκε να ξεριζωθεί από το Οίτυλο λόγω των διαφορών της με την άλλη ισχυρή οικογένεια του Λυμπεράκη Γερακάρη. Από την οικογένεια των Στεφανόπουλων άλλοι βρέθηκαν στην Κέρκυρα, άλλοι στη Γένοβα, άλλοι στην Κορσική και άλλοι στη Μεσίνα της Σικελίας. Από τους Στεφανόπουλους της Μεσίνας, λέει η παράδοση αυτής της οικογένειας, αρκετοί γύρισαν στο Οίτυλο.
Ο Ηλίας φαίνεται πολύ πιθανόν ότι το παρωνύμιο Τσαλαφατίνος ή Τζαλαφατίνος, το πήρε από μικρός λόγω του ενθουσιώδους και ορμητικού χαρακτήρα του (στη Μάνη τσαλαφός σημαίνει απερίσκεπτος, επιπόλαιος). Μεγαλώνοντας όμως μετέτρεψε το επώνυμό του σε Σαλαφατίνος.
Ο παππούς του είχε συνδεθεί με στενό δεσμό φιλίας προς την οικογένεια των Μαυρομιχαλαίων, η οποία διαδέχθηκε Στεφανόπουλους και Γερακάρηδες στην ντόπια επιρροή. Τον πολιτικό και φιλικό αυτό δεσμό, διατήρησε ο πατέρας του, συνέχισε δε και ο Ηλίας.
Ο Σαλαφατίνος δεν έμαθε γράμματα. Η πίστη του όμως, η ανδρεία, η σύνεση και η οικογενειακή του αίγλη ώθησαν τον Πετρόμπεη να τον κατατάξει στην πρώτη γραμμή των αξιωματικών του. Έφυγε για τη δοξολογία έναρξης της επαναστάσεως στην Αρεόπολη στις 17 Μαρτίου 1821. Μετά την Αρεόπολη, μπαίνει μαζί με τον Ηλία Μαυρομιχάλη πρώτος στην Καλαμάτα στις 23 Μαρτίου. Ο Μαυρομιχάλης σκοτώθηκε στην Εύβοια το 1822.
Στις 25 Μαρτίου φεύγει για το Λεοντάρι Μεγαλοπόλεως. Παίρνει μέρος στη μάχη της Καρύταινας την 1η Απριλίου που έληξε με ήττα των Ελλήνων. Από τις 4 Απριλίου είναι μαζί με άλλους 38 Μανιάτες υπό τις διαταγές του Κανέλλου Δεληγιάννη και κάνει στρατολογία στα χωριά της Γορτυνίας. Λίγο μετά φεύγει και πάει στο φρούριο του Άργους με σκοπό να αμυνθεί στον Κεχαγιάμπεη, που κατεβαίνει με βοήθεια για την Τριπολιτσά. Υποχωρεί όμως και πάει στη Βυτίνα. Μαθαίνει για την πολιορκία που κάνουν οι Τούρκοι στο Λεβίδι και φεύγει για κει, κερδίζοντας την πρώτη νίκη του Αγώνα στις 14 Απριλίου. Παίρνει μέρος στη μάχη της Συλίμνας στις 18 Απριλίου, στο Βαλτέτσι στις 13-15 Μαΐου, στη μάχη του Θάνα στις 3 Μαΐου και σώζει τη ζωή του Γιώργου Μαυρομιχάλη. Αμέσως μετά φεύγει για τη Ρούμελη να δώσει βοήθεια στον Ανδρούτσο. Πολεμά στη Σούρπη στις 11 Ιουνίου και ηττημένος φεύγει για το Κριεκούκι. Μετακινείται μεταξύ Δερβενιών – Κάζας – Κριεκουκίου και αμύνεται στους πασάδες Κιοσέ Μεχμέτ και Ομέρ Βρυώνη. Δίνει μάχη στο Κριεκούκι και μετά στο μοναστήρι του Οσίου Μελετίου, αλλά δεν μπορεί να νικήσει.
Επιστρέφει στην Τρίπολη και συμμετέχει στην κατάληψη της στις 23 Σεπτεμβρίου. Βοηθά να μεταφερθούν τα χαρέμια στην Κόρινθο και παραμένει στην πολιορκία της Ακροκορίνθου. Φεύγει όμως για την Αθήνα και παίρνει μέρος σε δύο απόπειρες κατάληψης της Ακρόπολης. Στις αρχές του 1822 ακολουθεί τον Ηλία Μαυρομιχάλη στην Εύβοια. Δεν ήταν στη μάχη της Σπλάντζας Ηπείρου στις 4 Ιουλίου 1822, όπως γράφουν μερικοί συγγραφείς, γιατί φύλαγε τα στενά της Μεγαρίδας από τη στρατιά του Δράμαλη. Μάχεται στις Μύγες στις 8 Ιουλίου 1822 με 13 μόνο Μανιάτες. Φεύγει για το Άργος και ο Δράμαλης έρχεται πίσω του. Πολεμά στο φρούριο του Άργους, καίει σπαρτά στο Κουτσοπόδι, πολεμά στα Δερβενάκια στις 26 Ιουλίου, αποκρούει τους εχθρούς στην Κλένια Κορινθίας στις 12 Αυγούστου. Μετά τη συντριβή του Δράμαλη πάει στην πολιορκία του Ναυπλίου. Πολεμά στο Κούτζι και στη Δαλαμανάρα στις 12 Σεπτεμβρίου.
Πάει με τον Πετρόμπεη στο Μεσολόγγι και συντρίβει τους Τούρκους τα Χριστούγεννα τον 1822. Γυρίζει στο Μοριά. Αποκρούει τον Λουμπούτ πασά στην Αθήνα στις 27 Αυγούστου 1823. Πολιορκεί την Κορώνη τον Φλεβάρη τον 1824. Ακροβολίζεται και πολεμάει στο Μανιάκι στις 20 Μαΐου 1825. Αμύνεται στην Καλαμάτα και στη Δραμπάλα στις 5 Ιουνίου 1825. Πιθανότατα δεν ήταν στη μάχη της Βέργας στις 22 Ιουνίου 1826 και συμμετέχει στη νίκη κατά του Ιμπραήμ και των Αιγυπτίων του στον Πολυτζάραβο στις 28 Αυγούστου 1826.
Όταν τον Ιούνιο του 1823 η Πατρίδα ευγνωμονούσα, για τις μέχρι τότε υπηρεσίες του, του προσέφερε 2000 γρόσια, αυτός αρνήθηκε να τα πάρει λέγοντας ότι δεν τα θέλει «γιατί η Πατρίδα είναι πιο φτωχή». Του προσφέρουν τον βαθμό τον αντιστράτηγου. Τον αρνείται λέγοντας ότι «το στάδιον τον Αγώνα είναι εισέτι ανοικτόν και όστις δεν αγωνισθεί μέχρι τέλους, παρανόμως και ακαίρως αξιούται».
Ο Ηλίας Σαλαφατίνος πέθανε στις 15 Νοεμβρίου 1858 στο σπίτι του Αναστάση Μαυρομιχάλη στην Αθήνα. Κηδεύτηκε στο ναό της αγίας Ειρήνης της τότε Μητροπόλεως Αθηνών. «Απεβίωσεν πλήρης ημερών ο συναθλητής του Πέτρου Μαυρομιχάλη, ο Ηλίας Τσαλαφατίνος, και αείποτε διαπρέψας επί ανδρεία και φιλοπατρία και απλότητι αρχαική» έγραψε ο Παν. Σούτσος.
1922 – Δημήτριος Γούναρης (Πάτρα, 5 Ιανουαρίου 1867 – Γουδή, 28 Νοεμβρίου 1922) ήταν Έλληνας νομικός και συντηρητικός πολιτικός, ιδρυτής του κόμματος των Εθνικοφρόνων (το πρώτο οργανωμένο κόμμα της ελληνικής δεξιάς) ο οποίος διετέλεσε τρεις φορές πρωθυπουργός της Ελλάδας. Καταγόμενος από οικογένεια εμπόρων της Πάτρας, σπούδασε νομικά στην Αθήνα και στο εξωτερικό και άσκησε με μεγάλη επιτυχία την δικηγορία. Εξελέγη βουλευτής Πατρών, αναμείχθηκε στο σταφιδικό ζήτημα και εντάχθηκε σε μία ομάδα προοδευτικών βουλευτών αποκαλούμενη «Ομάδα των Ιαπώνων». Εν συνεχεία ανέλαβε το υπουργείο Οικονομικών στην κυβέρνηση Γεωργίου Θεοτόκη ενώ μετά το Κίνημα στου Γουδή ίδρυσε το Κόμμα Εθνικοφρόνων, (το οποίο το 1920 μετονομάστηκε σε Λαϊκόν Κόμμα) και αποτέλεσε τον βασικό φορέα του αντιβενιζελισμού. Διετέλεσε για ένα βραχύ διάστημα υπηρεσιακός πρωθυπουργός και υπουργός σε κυβερνήσεις που σχηματίστηκαν κατά τη διάρκεια του Εθνικού Διχασμού, μετά όμως την επιτυχή έκβαση του Κινήματος της Εθνικής Άμυνας και την φυγή της βασιλικής οικογένειας εξορίστηκε στην Κορσική. Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1919 για να συμμετάσχει ως ηγέτης του Λαϊκού Κόμματος στις εκλογές, στις οποίες και εξελέγη σχηματίζοντας λίγο αργότερα κυβέρνηση. Κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησής του αποφασίστηκε η συνέχιση της μικρασιατικής εκστρατείας, η οποία και οδήγησε στην οικονομική χρεοκοπία, στην ήττα από τον τουρκικό στρατό και την ανατροπή της κυβέρνησης. Μετά την εγκαθίδρυση του νέου καθεστώτος, παραπέμφθηκε μαζί με άλλα κυβερνητικά στέλεχη σε έκτακτο στρατοδικείο και στις 28 Νοεμβρίου 1922 εκτελέστηκε. Ανηψιός του ήταν ο, μετέπειτα πρωθυπουργός, Παναγιώτης Κανελλόπουλος.
2013 – Γλαύκος Κληρίδης Ο Γλαύκος Κληρίδης γεννήθηκε στη Λευκωσία, στις 20 Απριλίου 1919. Ήταν ο μεγαλύτερος γιος του δικηγόρου και πολιτικού Ιωάννη Κληρίδη, ο οποίος διατέλεσε δήμαρχος Λευκωσίας. Συμπλήρωσε τις σπουδές του στο Παγκύπριο Γυμνάσιο, την Αγγλική Σχολή Λευκωσίας και στην Αγγλία.
Κατά την έναρξη του B΄ Παγκόσμιου Πολέμου κατατάχτηκε, το 1939, στη Βρετανική Βασιλική Αεροπορία. Το 1942 το αεροπλάνο του καταρρίφθηκε στη Γερμανία και ο ίδιος συνελήφθη αιχμάλωτος. Στην αιχμαλωσία παρέμεινε μέχρι το τέλος του πολέμου. Οι πολεμικές υπηρεσίες του κρίθηκαν ως εξαίρετες και διακεκριμένες. Με Βασιλικό Διάταγμα το όνομά του δημοσιεύθηκε στη «London Gazette» διότι αναφέρθηκε σε πολεμικό ανακοινωθέν για μια εξαίρετη υπηρεσία.
Σπούδασε νομικά στο Βασιλικό Κολέγιο του Λονδίνου του Πανεπιστημίου του Λονδίνου και πήρε τον τίτλο L.L.B. τo 1948. Το 1951 αναγορεύθηκε Barrister-at-Law στο Gray’s Ιnn. Από το 1951 μέχρι το 1960 άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου στην Κύπρο.
Ήταν νυμφευμένος με την Ειρήνη Κληρίδου και είχε αποκτήσει μια κόρη, την Καίτη Κληρίδου, η οποία είναι μέλος του πολιτικού γραφείου του Δημοκρατικού Συναγερμού και διατέλεσε για χρόνια Βουλευτής.
Πέθανε στις 15 Νοεμβρίου 2013 σε ηλικία 95 ετών.
Πηγές: Σαν σήμερα, el.wikipedia