14 Ιουλίου 2024
Είναι η 196η ημέρα του έτους κατά το Γρηγοριανό ημερολόγιο.
Υπολείπονται 170 ημέρες για τη λήξη του.
🌅 Ανατολή ήλιου: 06:14 – Δύση ήλιου: 20:47
Διάρκεια ημέρας: 14 ώρες 34 λεπτά
🌓 Σελήνη 7.8 ημερών
Χρόνια πολλά στους: Νικόδημο και Ακύλα
Γεγονότα
1099 – Κατά τη διάρκεια της Α’ Σταυροφορίας, οι στρατιές των ευρωπαίων χριστιανών πολεμιστών εισβάλλουν στην οχυρωμένη Ιερουσαλήμ και αρχίζουν τις σφαγές των μουσουλμάνων κατοίκων της.
Οι σταυροφόροι συνέχισαν προς το νότο για την Ιερουσαλήμ στις αρχές του 1099, την οποία είχαν ανακαταλάβει οι Άραβες Φατιμίδες της Αιγύπτου το 1098 από τους Τούρκους. Οι Φατιμίδες είχαν παρεξηγήσει τους σκοπούς των σταυροφόρων, νόμιζαν ότι ήταν στην υπηρεσία των Βυζαντινών και ότι δε θα τους επετείθεντο, καθώς είχαν κοινούς εχθρούς τους σουνίτες Σελτζούκους Τούρκους της Συρίας. Οι σταυροφόροι ξεκίνησαν την πολιορκία της πόλης στις 7 Ιουνίου, αλλά η κατάσταση ήταν πολύ δύσκολη. Η ζέστη ήταν αφόρητη, το νερό ελάχιστο και ένα άλλο πρόβλημα ήταν η έλλειψη πολιορκητικών μηχανών. Για άλλη μία φορά ένας από τους σταυροφόρους, ο Πέτρος Ντεζιντέριους, είδε ένα όραμα που θα επηρέαζε τη σταυροφορία. Είδε σε όραμα τον Αντεμάρ του Πουί, που είχε πεθάνει πριν λίγους μήνες, να του υπόσχεται την πτώση της πόλης μετά από εννέα ημέρες αν οι σταυροφόροι έκαναν μία λιτανεία με γυμνά πόδια γύρω από αυτήν. Η λιτανεία πραγματοποιήθηκε. Στο πλήθος μίλησε και ο Πέτρος ο Ερημίτης και τους εμψύχωσε. Τη νύχτα της 13ης προς τη 14η Ιουλίου οι σταυροφόροι άρχισαν την επίθεση και γρήγορα βρέθηκαν μέσα στην πόλη. Ο Ραϋμόνδος συμφώνησε με τον Άραβα επικεφαλής της φρουράς να τον αφήσει να φύγει με τους σωματοφύλακές του. Όμως η πτώση της Ιερουσαλήμ στα χέρια των σταυροφόρων συνοδεύθηκε από ένα λουτρό αίματος, καθώς οι σταυροφόροι σκότωσαν σχεδόν όλους τους κατοίκους της Ιερουσαλήμ, χωρίς να κάνουν διάκριση ανάμεσα σε μουσουλμάνους, εβραίους ή χριστιανούς.
Ηγεμόνας της περιοχής αναγνωρίστηκε ο Γοδεφρείδος του Μπουγιόν, ο οποίος αρνήθηκε να στεφθεί βασιλιάς στα μέρη που έζησε ο Χριστός, αλλά πήρε τον τίτλο του προστάτη του Παναγίου Τάφου. Ακόμη εκλέχτηκε και ένας Λατίνος Πατριάρχης. Οι σταυροφόροι κατάφεραν να νικήσουν και τον αιγυπτιακό στρατό, που κατευθυνόταν προς την Ιερουσαλήμ, στην Ασκαλώνα. Αρκετοί σταυροφόροι μετά από αυτήν την επιτυχία γύρισαν πίσω. Η θέση όμως των σταυροφόρων στην Ανατολή ήταν επισφαλής. Πολλά τουρκικά φρούρια και μεγάλα κέντρα έλεγχαν μεγάλο κομμάτι των περιοχών κοντά στις πόλεις των Σταυροφόρων κάνοντας ακόμη χειρότερα τα πράγματα. Το Δεκέμβρη του 1099 έφτασε στην Ιερουσαλήμ ο επίσκοπος Δαϊμβέρτος, που κατάφερε να γίνει πατριάρχης της Ιερουσαλήμ. Τον Ιούλιο του 1100 ο Γοδεφρείδος πέθανε, και ο Δαϊμβέρτος προσπάθησε να πάρει ο ίδιος την εξουσία. Όμως, ο Βαλδουίνος της Βουλλώνης έφτασε από την Έδεσσα και εμπόδισε τα σχέδια του Δαϊμβέρτου. Τα Χριστούγεννα της ίδιας χρονιάς ο Δαϊμβέρτος τον έστεψε βασιλιά της Ιερουσαλήμ στη Βηθλεέμ.
1789 – Πέφτει η Βαστίλη, σηματοδοτώντας την έναρξη της Γαλλικής Επανάστασης (Εθνική εορτή της Γαλλίας). Η Άλωση της Βαστίλης φερόμενη εναλλακτικά ως Κατάληψη, ή Παράδοση, ή Πτώση της Βαστίλης συνέβη στο Παρίσι στις 14 Ιουλίου του 1789 κατά το προοίμιο της Γαλλικής Επανάστασης και που αφορούσε την ένοπλη κατάληψη των φυλακών “Βαστίλης Αγίου Αντωνίου” όπως ήταν ο επίσημος τίτλος, με στόχο τη διαρπαγή του φυλασσόμενου εκεί οπλισμού.
Κατ’ αρχή η Βαστίλη ήταν ένα μεσαιωνικό οκτάπυργο παραλληλόγραμμο φρούριο που ολοκληρώθηκε η οικοδόμησή του το 1383 κατ΄ εντολή του Βασιλέως Καρόλου Ε΄ στο ανατολικό τείχος του Παρισιού και συγκεκριμένα παρά την Πύλη του Αγίου Αντωνίου, εξ ου και η επίσημη ονομασία “Βαστίλη Αγίου Αντωνίου”, για προστασία από επιθέσεις τωνΆγγλων. Περί τον 17ο αιώνα η Βαστίλη μετατράπηκε σε κρατικές πολιτικές φυλακές, όχι από τους Βασιλείς της Γαλλίας αλλά από τονκαρδινάλιο Ρισελιέ, συνεχίζοντας όμως να διατηρεί οπλοστάσιο. Λόγω του πολύ περιορισμένου αριθμού των κελιών ο μέσος ετήσιος αριθμός των φυλακισμένων σ’ αυτό ήταν περίπου 40. Συνηθέστεροι κρατούμενοι αυτής ήταν πολιτικοί ταραχοποιοί κατόπιν “βασιλικής ενσφράγιστης παραγγελίας”, σύμφωνα με την τότε ισχύουσα νομοθεσία, που επείχε θέση τελεσίδικης απόφασης χωρίς δικαίωμα προσφυγής σε ένδικα μέσα, καθώς και άτομα κατ΄ απαίτηση των οικογενειών τους, είτε για ανυπακοή, είτε για να εμποδιστεί κάποιος διασυρμός.
Επί βασιλείας Λουδοβίκου ΙΔ΄ ήταν τόπος κράτησης καταδικασμένων από τη δικαιοσύνη, τελώντας υπό την εποπτεία του αρχηγού της αστυνομίας, ενώ επί Φιλίππου Β΄, δούκα της Ορλεάνης κρατούνταν και πολιτικά πρόσωπα που είχαν καταδικαστεί από το κοινοβούλιο.
Κατά την περίοδο της λειτουργίας του φρουρίου ως φυλακή είχαν αναπτυχθεί διάφοροι σκοτεινοί θρύλοι απολυταρχισμού όπως περί θανάτων των κρατουμένων, των μέσων και των τρόπων καταστολής ή βασανιστηρίων κ.λπ. που σχεδόν όλα αποτελούσαν αποκυήματα φαντασίας. Πηγές αυτών των θρύλων υπήρξαν δύο βιβλία που είχαν εκδοθεί λίγα χρόνια πριν τη Γαλλική Επανάσταση. Από δε τις ιστορικές έρευνες διαπιστώθηκε ότι μόλις στο 1% των κρατουμένων είχε συμβεί θάνατος (αυτοκτονία ή πάθηση). Το 1784 (πέντε χρόνια πριν την επανάσταση) ο Βασιλεύς Λουδοβίκος ΙΣΤ΄μετά από πρόταση του τότε υπουργού των οικονομικών Νεκέρ προγραμμάτισε την κατεδάφιση της Βαστίλης λόγω του τεράστιου κόστους συντήρησής της. Έτσι κατά το έτος της επανάστασης οι κρατούμενοι της φυλακής ήταν μόλις επτά, εκ των οποίων τέσσερις παραχαράκτες, δύο επίσκοποι και ένας ευγενής κρατούμενος κατά παραγγελία της οικογενείας του. Τελικά η Βαστίλη άρχισε να κατεδαφίζεται από την επομένη της άλωσης.
1795 – Η «Μασσαλιώτιδα» υιοθετείται και επισήμως ως ο εθνικός ύμνος της Γαλλίας. Γράφτηκε το 1792 από τον Ρουζέ ντε Λιλ.Γράφτηκε στο Στρασβούργο την νύκτα της κήρυξης του πολέμου μεταξύ Γαλλίας και Αυστρίας 17 Απριλίου 1792[2]. Αρχικά τιτλοφορήθηκε Πολεμικό άσμα για τη στρατιά του Ρήνου (Chant de guerre pour l’armée du Rhin) αφού γράφτηκε σαν πολεμικό εμβατήριο. Κατά την επιστροφή του γαλλικού στρατού κάποιοι Μασσαλιώτες εθελοντές άρχισαν να το τραγουδούν στους δρόμους του Παρισιού οπότε και ονομάστηκε στην αρχή «Τραγούδι των Μασσαλιωτών» και αργότερα «Μασσαλιώτιδα». Με τον τίτλο δε αυτόν τραγουδήθηκε στην Όπερα κατά τη κήρυξη της Δημοκρατίας οπότε και συμπεριλήφθηκε στις 30 Σεπτεμβρίου 1792 στη χορογραφία του Γκαρμιέλ ως «Προσφορά εις την Ελευθερία». Διαρκούσης όμως της Αυτοκρατορίας και της Παλινόρθωσης θεωρήθηκε επαναστατικό τραγούδι. Η Γαλλική Εθνοσυνέλευση την αποδέχτηκε ως το γαλλικό εθνικό ύμνο σε διάταγμα που εκδόθηκε στις 14 Ιουλίου 1795, καθιστώντας την τον πρώτο ύμνο της Γαλλίας. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ναπολέοντα Α’ το Veillons au Salut de l’Empire ήταν ο ανεπίσημος ύμνος του καθεστώτος, και επί της βασιλείας του Ναπολέοντα Γ’, ήταν Partant pour la Syrie, ενώ τo τραγούδι είχε απαγορευτεί εντελώς από τον Λουδοβίκο τον 18ο και τον Κάρολο τον 10ο. Αποκαταστάθηκε λίγο μετά την Επανάσταση Ιουλίου του 1830. Κατά τη διάρκεια του δέκατου ένατου έως τις αρχές του εικοστού αιώνα, η «Μασσαλιώτιδα» αναγνωρίστηκε ως ύμνος του διεθνούς επαναστατικού κινήματος ως εκ τούτου εγκρίθηκε από την Κομμούνα του Παρισιού το 1871. Οκτώ χρόνια αργότερα, το 1879, αποκαταστάθηκε ως ο εθνικός ύμνος της Γαλλίας και έχει παραμείνει από τότε.
1867 – Ο σουηδός βιομήχανος εκρηκτικών Άλφρεντ Νόμπελ επιδεικνύει ενώπιον άγγλων ειδικών τη νέα του εφεύρεση, τη δυναμίτιδα. Ο δυναμίτης είναι μια εκρηκτική ύλη της οποίας βάση είναι η νιτρογλυκερίνη, αρχικά με γη διατόμων ή κάποια άλλη απορροφητική ουσία, όπως πηλός και πριονίδια. Δυναμίτες που χρησιμοποιούν οργανικά υλικά, όπως τα πριονίδια, δεν είναι σταθεροί και γι’ αυτό η χρήση τους αποφεύγεται. Ανακαλύφθηκε από το Σουηδό χημικό και μηχανικό Άλφρεντ Νόμπελ, ο οποίος τον πατεντάρισε το 1867. Ο δυναμίτης είναι πολύ εκρηκτικός. Αν και το ΤΝΤ χρησιμοποιείται για τη μέτρηση της ισχύος μιας έκρηξης, ο δυναμίτης έχει 60% μεγαλύτερη ενεργειακή πυκνότητα από το ΤΝΤ.
Δυναμίτης πωλείται συνήθως με τη μορφή ράβδων με μήκος περίπου 20 εκατοστά και διάμετρο περίπου 3 εκατοστά και βάρος περίπου 0,23 κιλά, αλλά υπάρχουν και άλλα μεγέθη. Η μέγιστη διάρκεια αποθήκευσης της νιτρογλυκερίνης που βρίσκεται στο δυναμίτη συνιστάται ως ένα έτος από την ημερομηνία κατασκευής υπό καλές συνθήκες αποθήκευσης.
Μια άλλη μορφή του δυναμίτη αποτελείται από νιτρογλυκερίνη που διαλύεται σε νιτροκυτταρίνη και ένα μικρό ποσό κετονών. Αυτή η μορφή του δυναμίτη είναι παρόμοια με την άκαπνη πυρίτιδα, και είναι πολύ ασφαλέστερη από ό, τι το απλό μείγμα νιτρογλυκερίνης και γης διατόμων. Ο στρατιωτικός δυναμίτης επιτυγχάνει μεγαλύτερη σταθερότητα, αποφεύγοντας τη χρήση της νιτρογλυκερίνης και χρησιμοποιεί πολύ πιο σταθερές χημικές ουσίες.
Γεννήσεις
1896 – Μπουεναβεντούρα Ντουρούτι (Buenaventura Durruti Dumange, 14 Ιουλίου 1896 – 20 Νοεμβρίου 1936) ήταν Ισπανός αναρχικός. Υπήρξε ηγετικό πρόσωπο του Ισπανικού Εμφυλίου στα πρώτα στάδια του πολέμου. Πρωτοστάτησε μαζί με άλλους αναρχικούς στην απόκρουση των εθνικιστών στη Βαρκελώνη τον Ιούλη του 1936 και πολέμησε εναντίον των εθνικιστών σε διάφορα μέτωπα. Ως στρατιωτικός διοικητής αναρχικών πολιτοφυλακών εφάρμοσε αυστηρή πειθαρχία στο τμήμα του. Σκοτώθηκε στη Μαδρίτη πιθανότατα σε ατύχημα και η κηδεία του ήταν η μεγαλύτερη που είχε γίνει στη Μαδρίτη.
Ο Ντουρρούτι στην πράξη πολέμησε υπό τις εντολές της δημοκρατικής κυβέρνησης και δεν αντιτάχθηκε σε αυτήν, κάτι που αναπαράχθηκε συμπυκνωμένα από την φιλοκυβερνητική πτέρυγα των αναρχικών στο σύνθημα που του απέδωσε “θυσιάζουμε τα πάντα εκτός από την νίκη”. Αντίθετα οι αναρχικοί οπαδοί της ρήξης με την κυβέρνηση ανακαλούσαν κυρίως την προπολεμική του δράση.
1906 – Τομ Κάρβελ, ελληνοαμερικανός επιχειρηματίας (Θωμάς Καρβέλας) στο χώρο του χύμα παγωτού και από τους πρωτοπόρους της δικαιόχρησης (Franchise) με την αλυσίδα Carvel. Ο Ἀθανάσιος Θωμάς Καρβέλας, γεννήθηκε το 1906 στην Αθήνα και σε ηλικία 4 ετών μετανάστευσε με τους γονείς του στη Νέα Υόρκη και όπως οι περισσότεροι ομογενείς, όταν πια μεγάλωσε, προσπαθούσε να κερδίσει τα προς το ζην, κάνοντας πολλές διαφορετικές δουλειές, μεταξύ των οποίων ήταν ντράμερ σε μία μπάντα και οδηγός-δοκιμαστής για αυτοκίνητα μάρκας Studebaker. Το 1932, δανείστηκε 15 δολάρια από την τότε κοπέλα του και μελλοντική συζυγό του, Agnes Stewart, και αγόρασε ένα μεταχειρισμένο φορτηγό, από το πίσω μέρος του οποίου πουλούσε παγωτό. Στις 30 Μαΐου του 1934, την Memorial Day στη Νέα Υόρκη, ο Τομ Κάρβελ, όπως πλέον ονομαζόταν εκεί, οδηγούσε το γεμάτο με παγωτό φορτηγό του όταν για κακή του τύχη έσκασε το λάστιχο, βλάβη που εκείνη τη στιγμή τον ακινητοποίησε στη άκρη του δρόμου. Το παγωτό άρχισε σιγά σιγά να λιώνει και ο Τομ έτρεξε γρήγορα στο κοντινότερο κατάστημα (ένα εργαστήρι κεραμικής) για να προμηθευτεί ηλεκτρικό ρεύμα και να σώσει το παγωτό. Όταν επέστρεψε στο φορτηγό του, είδε πολύ κόσμο να έχει μαζευτεί και να ρωτάει τι είδους “μαλακό παγωτό” είναι αυτό. Ο Τομ, άδραξε την ευκαιρία, έστησε έναν πρόχειρο πάγκο και άρχισε να πουλάει το παγωτό. Μέχρι τότε στην Αμερική το παγωτό ήταν αποκλειστικά σκληρής υφής και οι νέοι του “πελάτες” είχαν ενθουσιαστεί με τη νέα καινοτομία.
1918 – Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, σουηδός σκηνοθέτης. Γεννήθηκε στις 14 Ιουλίου 1918 στην Ουψάλα, μεγάλωσε όμως στη Στοκχόλμη. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του στο Τμήμα Ιστορίας και Φιλολογίας του πανεπιστημίου της πόλης άρχισε να ασχολείται με τη σκηνοθεσία, πρώτα στο θέατρο και στη συνέχεια στον κινηματογράφο. Εργάστηκε στα σημαντικότερα θέατρα της Σουηδίας ανεβάζοντας έργα των Στρίντμπεργκ, Σαίξπηρ, Λουίτζι Πιραντέλο, Αλμπέρ Καμύ, Τένεσι Ουίλιαμς, Ζαν Ανούιγ, Μπέρτολντ Μπρεχτ, Άντον Τσέχοφ, αλλά και δικά του. Παράλληλα σκηνοθέτησε μεγάλο αριθμό ταινιών με σενάρια που έγραψε ο ίδιος, με τις οποίες αναδείχτηκε διεθνώς ως ένας από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες του κινηματογράφου. Κύρια θέματα των ταινιών του είναι η αδυναμία ουσιαστικής επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων, η αντιπαράθεση του ανθρώπου με τον εαυτό του και με τον Θεό και η αμφισβήτηση του τελευταίου, η ανάλυση των διαπροσωπικών σχέσεων και κυρίως των σχέσεων μεταξύ των δύο φύλων και η αναζήτηση του νοήματος της ζωής. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 και μετά εγκαταλείπει τη χρήση συμβολισμών και αλληγοριών που κυριαρχούσαν σε παλαιότερες ταινίες του (Η Έβδομη Σφραγίδα, Άγριες φράουλες, Η τριλογία της Σιωπής) και περνά σε περισσότερο λιτές σκηνοθεσίες, ερευνώντας κυρίως τη γυναικεία ψυχοσύνθεση και την προσπάθεια του ανθρώπου να γνωρίσει του εαυτό του.
Από το 1970 και μετά γύρισε τις ταινίες Η επαφή (1970), Κραυγές και ψίθυροι (1972), Πρόσωπο με πρόσωπο (1976), Το αβγό του φιδιού (1977), Φθινοπωρινή σονάτα (1978) και Οι μαριονέτες (1980). Σε αντίθεση με άλλους μεγάλους σκηνοθέτες που τήρησαν αρνητική στάση απέναντι στην τηλεόραση, σκηνοθέτησε πολλές τηλεοπτικές διασκευές θεατρικών έργων, αλλά και σειρές ή ταινίες για την τηλεόραση που μεταφέρθηκαν και στον κινηματογράφο, συχνά σε συντομότερες εκδοχές, όπως Σκηνές από έναν γάμο (1973), Ο μαγεμένος αυλός (1974), το ντοκιμαντέρ Οι άνθρωποι του Φάρο (1979), το αυτοβιογραφικό Φάνι και Αλέξανδρος (1983), που απέσπασε πολλά βραβεία σε διεθνή φεστιβάλ, μεταξύ των οποίων και Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας το 1984, και το Μετά την πρόβα (1984). Μετά το γύρισμα της τελευταίας του ταινίας, συνέχισε να ασχολείται με τη σκηνοθεσία στο θέατρο και με τη συγγραφή σεναρίων, κάποια από τα οποία γυρίστηκαν ταινίες, όπως Οι καλύτερες προθέσεις (1991) του Μπιλ Άουγκουστ και Το παιδί της Κυριακής (1992) του γιου του Ντάνιελ Μπέργκμαν. Το 1987 εξέδωσε την αυτοβιογραφία του με τον τίτλο Η μαγική κάμερα και το 1990 μια συλλογή από σκέψεις του με τον τίτλο Εικόνες. Για το συνολικό του έργο έχει τιμηθεί με πολλές διακρίσεις, όπως το Μεγάλο Χρυσό Παράσημο της Σουηδικής Ακαδημίας Γραμμάτων και Τεχνών (1977), το Βραβείο της Βρετανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου και Τηλεόρασης (1987), το Ειδικό Βραβείο Φελίξ (1988) και το Βραβείο Ζόνινγκ του Πανεπιστημίου της Κοπεγχάγης (1989). Επίσης, από το 1978 έχει θεσμοθετηθεί κινηματογραφικό βραβείο με το όνομά του από το Σουηδικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου.
Θάνατοι
1943 – Λουτζ Λονγκ. Ο Λονγκ γεννήθηκε στις 27 Απριλίου του 1913 στη Λειψία της Γερμανίας. Σπούδασε νομικά στο πανεπιστήμιο της γενέτειρας και παράλληλα ασχολείτο με τον αθλητισμό, τον οποίο συνέχισε και μετά την αποφοίτησή του, συνδυάζοντάς τον με το επάγγελμα του δικηγόρου. Έχοντας καταξιωθεί από νωρίς στην πατρίδα του, το 1934 συμμετείχε στους Πανευρωπαϊκούς Αγώνες Στίβου του Τορίνο όπου κατετάγη τρίτος στο μήκος με επίδοση 7,25 μ., πίσω από τον συμπατριώτη του, Wilhelm Leichum που κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο και τον Νορβηγό, Όττο Μπεργκ.
Κατά τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1936 που έλαβαν χώρα στη ναζιστική Γερμανία, συμμετείχε στα αγωνίσματα τόσο του μήκους όσο και του τριπλούν. Στον τελικό του τριπλούν κατέλαβε την δέκατη θέση με άλμα στα 14,62 μέτρα. Αντιθέτως, στο αγώνισμα του μήκους, που διεξήχθη λίγες ημέρες νωρίτερα, θεωρείτο μαζί με τον Αμερικανό Τζέσε Όουενς ως ένα από τα φαβορί για το χρυσό μετάλλιο. Κατά τη διάρκεια των προκριματικών, ενθάρρυνε και συμβούλευσε τον βασικό του ανταγωνιστή Όουενς, που είχε ήδη δύο άκυρα άλματα, με αποτέλεσμα εκείνος να καταφέρει να προκριθεί στον τελικό του αγωνίσματος όπου με επίδοση 8,06 μ. κατέκτησε την πρώτη θέση. Από την πλευρά του ο Λονγκ, με επίδοση στα 7,87 μέτρα κατέλαβε το ασημένιο μετάλλιο. Μάλιστα, παρά την ήττα του ήταν ο πρώτος που έσπευσε να συγχαρεί τον Όουενς για το θρίαμβό του. Το 1938, ο Λονγκ συμμετείχε στους Πανευρωπαϊκούς Αγώνες Στίβου του Παρισίου όπου κατέκτησε το χάλκινο μετάλλιο με καλύτερο άλμα στα 7,56 μέτρα. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Λονγκ υπηρέτησε στη Βέρμαχτ ως υπαξιωματικός. Σκοτώθηκε στις 14 Ιουλίου του 1943 κατά την συμμαχική απόβαση στη Σικελία.
2003 – Κομπάι Σεγκούντο. Ο Μάξιμο Φρανσίσκο Ρεπιλάδο Μουνιός Τέλλες (Máximo Francisco Repilado Muñoz, 18 Νοεμβρίου 1907 – 14 Ιουλίου 2003), γνωστός ως Κομπάι Σεγκούντο (Compay Segundo), ήταν Κουβανός κιθαρίστας, τραγουδιστής και συνθέτης.
Κομπάι Σεγκούνδο τον λέγανε χαϊδευτικά, διότι στις μουσικές ενφανίσεις ακομπανιάριζε πάντα παίζοντας το δεύτερο όργανο. Γεννήθηκε στο Σιμπόνι της Κούβας, και μετακόμισε στο Σαντιάγο δε Κούβα μικρό παιδί στα εννέα. Πρωτοεμφανίστηκε στη Δημοτική Μπάντα του Σαντιάγο δε Κούβα. Το 1934, αφου για ένα διάστημα είχε παίξει σε ένα κουιντέτο, μετακόμισε στην Χαβάνα, όπου επίσης έπαιζε κλαρινέτο στην Δημοτική Μπάντα. Επίσης, είχε μάθει να παίζει κιθάρα και τρες (κουβανέζικη κιθάρα). Εφηύρε την επτάχορδη κιθάρα, το λεγόμενο αρμόνικο, που το ονόμασε έτσι επειδή ακομπανιάριζε όλο αρμονία τόσο την ισπανική, όσο και την κουβανέζικη κιθάρα. Στη δεκαετία του 1950 γνώρισε επιτυχία με τους Los Compadres, ένα ντουέτο που σχημάτισε με τον Λορέντζο Ιερεζουέλο το 1947.