12 Σεπτεμβρίου 2024
Είναι η 256η ημέρα του έτους κατά το Γρηγοριανό ημερολόγιο
Υπολείπονται 110 ημέρες για τη λήξη του
🌅 Ανατολή ήλιου: 07:04 – Δύση ήλιου: 19:37
Διάρκεια ημέρας: 12 ώρες 33 λεπτά
🌓 Σελήνη 8.5 ημερών
Χρόνια πολλά στον Αυτόνομο
Γεγονότα
1829 – Λαμβάνει χώρα η Μάχη της Πέτρας στη Βοιωτία, η τελευταία μάχη της Ελληνικής Επανάστασης. Λίγες μέρες μετά την λήξη της Δ’ Εθνικής Συνέλευσης του Άργους, το φθινόπωρο του 1829, τελείωσαν τα πολεμικά γεγονότα της Ελληνικής επανάστασης. Η παρέμβαση του Γαλλικού στρατού με την Εκστρατεία του Μωριά των 13-15.000 στρατιωτών που έδιωξαν τον Ιμπραήμ και τα στρατεύματά του τον προηγούμενο χρόνο, οι πολεμικές επιχειρήσεις από τον τακτικό πλέον ελληνικό στρατό στη Ρούμελη (Στερεά Ελλάδα), καθώς και η προέλαση των Ρώσων στην Αδριανούπολη, κατά το Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1828–1829, ανάγκασαν τον σουλτάνο να απομακρύνει από τη νότια Ελλάδα όλο τον στρατό του. Ο Αρχηγός Ασλάν βέης διατάχτηκε να συνοδεύσει όσους Τούρκους παρέμεναν στην Αττική και Βοιωτία. Ο Ασλάν επιστρέφοντας από την Αθήνα ήταν αναγκασμένος να πορεύσει μέσα από το στενό πέρασμα της Πέτρας, μεταξύ της Λειβαδιάς και των Θηβών. Εκεί τον περίμενε ο Δημήτριος Υψηλάντης, έτοιμος να υπερασπιστεί την διάβαση, και έτσι στις 12 Σεπτεμβρίου ο Ασλάν υπέστη δεινή ήττα και υπέγραψε συνθηκολόγηση. Με την συνθηκολόγηση αυτή (την πρώτη σε όλη τη διάρκεια της ελληνικής επανάστασης στην οποία υποχρεώνονταν τακτικές τούρκικες δυνάμεις), οι Τούρκοι δέχτηκαν να εκκενώσουν την Ανατολική Ελλάδα, εξαιρούμενης της Ακρόπολης των Αθηνών και του φρουρίου Καραμπαμπά.
1948 – Αεροπειρατεία εκδηλώνεται σε αεροσκάφος της ΤΑΕ, που εκτελεί το δρομολόγιο Αθήνα – Θεσσαλονίκη. Οι έξι νεαροί αεροπειρατές, μέλη της ΕΠΟΝ, αναγκάζουν τον πιλότο να οδηγήσει το σκάφος στη Γιουγκοσλαβία. Είναι μία από τις πρώτες αεροπειρατίες στην ιστορία της πολιτικής αεροπορίας. Η πρώτη αεροπειρατεία στην Ελλάδα και μία από τις πρώτες παγκοσμίως, έγινε από 6 νεαρούς κομουνιστές στις 12 Σεπτεμβρίου 1948, κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου.
Στα μέσα Αυγούστου του 1948 ο κλοιός ήταν ασφυκτικός για έξι νεαρούς Θεσσαλονικείς, μέλη της ΕΠΟΝ, που κατηγορούνταν από τις αρχές για ενέργειες σαμποτάζ. Τα ονόματά τους: Αλέξανδρος Κουφουδάκης, 21 ετών, Δημήτριος Κουφουδάκης, 23 ετών, Αχιλλέας Κετιμλίδης, 19 ετών, Αντώνης Βογιάζος, 18 ετών, Γιώργος Κέλας, 17 ετών, Σπύρος Χελμιάδης, 18 ετών
Προσπαθώντας να ξεφύγουν από τους διώκτες τους, οι έξι νεαροί κατέφυγαν στην Αθήνα, με απώτερο σκοπό να διαφύγουν σε κάποια γειτονική σοσιαλιστική χώρα και στη συνέχεια να επαναπροωθηθούν στην Ελλάδα για να πολεμήσουν στις τάξεις του Δημοκρατικού Στρατού. Ψάχνοντας τρόπους να υλοποιήσουν το σχέδιό τους, τους κατέβηκε η ιδέα να καταλάβουν ένα αεροπλάνο της πολιτικής αεροπορίας και να το οδηγήσουν στη Γιουγκοσλαβία. Σχέδιο παράτολμο, αλλά και «πρωτοποριακό» για την εποχή.
Η περιπέτειά τους ξεκίνησε στις 12 Σεπτεμβρίου 1948 από το αεροδρόμιο του Ελληνικού. Αφού εξασφάλισαν εισιτήρια, οι έξι επονίτες επιβιβάστηκαν στη μεσημεριανή πτήση της ΤΑΕ (προδρόμου της Ολυμπιακής Αεροπορίας) για Θεσσαλονίκη. Στο αεροπλάνο, τύπου DC-3 (Ντακότα), επέβαιναν συνολικά 21 άτομα (τετραμελές πλήρωμα και 17 επιβάτες).
Λίγα λεπτά μετά την απογείωσή του κι ενώ το αεροπλάνο πετούσε πάνω από τη βόρεια Εύβοια, οι τέσσερις από τους έξι νεαρούς μπήκαν στον θάλαμο διακυβέρνησης και αφού τραυμάτισαν με σουγιά τον συγκυβερνήτη και τον ασυρματιστή, ανάγκασαν τον κυβερνήτη Αθανάσιο Ηγουμενάκη να οδηγήσει το αεροπλάνο προς τα γιουγοσλαβικά σύνορα. O Ηγουμενάκης προσπάθησε να παραπλανήσει τους αεροπειρατές, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Έτσι, ακολουθώντας το ποτάμι του Αξιού κατόρθωσε να προσγειώσει τελικά το αεροπλάνο σε μία λωρίδα γης στην τοποθεσία Μπούργκα, 60 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά των Σκοπίων. Μετά την αποβίβαση των έξι αεροπειρατών, οι χειριστές κατόρθωσαν να απογειώσουν το αεροπλάνο και να φτάσουν στη Θεσσαλονίκη γύρω στις 5 το απόγευμα, 4 ώρες και 27 λεπτά μετά την αναχώρησή του από την Αθήνα.
Οι έξι αεροπειρατές δικάσθηκαν ερήμην από το Έκτακτο Στρατοδικείο Θεσσαλονίκης και καταδικάσθηκαν σε θάνατο. Δύο από αυτούς, ο Σπύρος Χελμιάδης και ο Αχιλλέας Κετιμλίδης επέστρεψαν παράνομα στην Ελλάδα και σκοτώθηκαν σε μάχες του Εμφυλίου Πολέμου. Οι υπόλοιποι τέσσερις έζησαν για πολλά χρόνια σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Ο πιο γνωστός απ’ όλους είναι ο Αντώνης Βογιάζος (1930-1992), που σπούδασε σκηνοθεσία στη Σοβιετική Ένωση και μετά τη μεταπολίτευση, όταν επαναπατρίστηκε, είχε σημαντικές τηλεοπτικές επιτυχίες στο ενεργητικό του.
1967 – Η Αστυνομία και ο Δήμος Πειραιώς προβαίνουν στο κλείσιμο των κακόφημων μπαρ και των οίκων ανοχής στην περιοχή της Τρούμπας.
Κι εκεί που η Τρούμπα έχει ενταχθεί για τα καλά στο τοπικό ηχόχρωμα του ελληνικού λιμανιού, έρχεται η Χούντα και ο δήμαρχος Αριστείδης Σκυλίτσης, στις 5 Αυγούστου του 1967 αποφασίζει το λουκέτο της «αντιχριστιανικής, αντικοινωνικής και εν πάση περιπτώσει απαραδέκτου δια την κοινωνίαν του Πειραιώς καταστάσεως». Κάποιες διεισδυτικότερες ματιές αποδίδουν αλλού τον λόγο της απόφασης. Οι εφοπλιστές εγκαθιστούν σιγά σιγά τα γραφεία τους στην ακτή Μιαούλη, σε απόσταση αναπνοής από την Τρούμπα, και μια γειτνίαση με πόρνες και περιθώριο είναι τουλάχιστον ταπεινωτική εικόνα για την επιχειρηματική δράση τους.
Η απόφαση, πάντως, αναφέρει πως σε έναν μήνα πρέπει να αποχωρήσουν τα «σπίτια της χαράς», τα οποία ασφαλώς, φεύγοντας θα πάρουν μαζί τους και την πελατεία που συντηρεί τα ξενοδοχεία, τα μπαρ και τα καμπαρέ της περιοχής. Ένας κόσμος, που τριάντα χρόνια τώρα πορεύεται με τη δική του ηθική στα καλντερίμια της Τρούμπας, εκπαραθυρώνεται, ένα μεγάλο κομμάτι του τοπικού ηχοχρώματος σβήνει, μια «αντιχριστιανική» ανορθόδοξη βιομηχανία παραγωγής χρήματος βάζει λουκέτο. Όσα σπίτια δεν κλείνουν εγκαίρως, όργανα της τάξης τα «τακτοποιούν» σε λίγες ώρες, τη 12η Σεπτεμβρίου του 1967.
Οι δρόμοι της Τρούμπας «πνίγονται» στα αμαρτωλά στρώματα, που μαζεύουν οι υπηρεσίες καθαριότητας του δήμου. Τα κορίτσια σκορπίζουν. Άλλες ανηφορίζουν στα «σπίτια» της Αθήνας κι άλλες αναζητούν την τύχη τους σε ξένα λιμάνια. Η Τρούμπα καθαρίζει και ο Αριστείδης Σκυλίτσης καμαρώνει που διαφύλαξε τα χρηστά ήθη των κατοίκων, απαλλάσσοντάς τους από το «κοινωνικόν άγος»…
Τα Πρακτικά της 18ης Συνεδρίας του Δημοτικού Συμβουλίου Πειραιώς, της γενομένης την 15η Ιουλίου 1968, ημέρα Δευτέρα και ώραν 09.30, παρουσιάζουν τα πεπραγμένα του δημάρχου κατά το έτος 1967. Η παράγραφος για την Τρούμπα αναφέρει:
«Απομάκρυνσις κακοφήμων οίκων περιοχής Τρούμπας. Ο κεντρικός τομεύς της πόλεως, περιοχή Τρούμπας ως απεκαλείτο, απετέλη τόπον ακολασίας διά των υφισταμένων κακοφήμων οίκων και της εν αυτή εγκαταστάσεως, παραμονής και εκθέσεως των ασέμνων γυναικών. Οι Πειραιείς οι οικογενειάρχαι και οι υγειώς σκεπτόμενοι πολίται, δεν διήρχοντο των οδών του τομέως αυτού […] Κατόπιν συντόμων ενεργειών μας οι κακόφημοι οίκοι εκλείσθησαν οριστικώς. Άπασαι αι άσεμναι γυναίκες απομακρύνθησαν των οδών του εν λόγω κεντρικού τομέως της πόλεως, ούτω δε εξέλειπεν το κοινωνικόν άγος εκ της περιοχής ήτις απαλλαγμένη πλέον εκ των αμαρτιών του παρελθόντος αφέθη ελευθέρα εις τους Πειραιείς».
1981 – Ο ιρλανδός ρόκερ Ρόρι Γκάλαχερ δίνει μία συγκλονιστική συναυλία στο Γήπεδο της Νέας Φιλαδέλφειας, παρουσία 40.000 θεατών. Οι εκτιμήσεις για τον κόσμο που συγκεντρώθηκε στο Νίκος Γκούμας ποικίλουν και παίρνουν ως συνήθως διαστάσεις θρύλου, το μόνο σίγουρο είναι ότι το πάθος στο κοινό ξεχείλιζε. Έξω από το γήπεδο της ΑΕΚ είχαν αρχίσει τα πρώτα επεισόδια. Κόσμος χωρίς εισιτήρια προσπαθούσε με ντου να εισέλθει στο χώρο της συναυλίας και η αστυνομία άρχισε να βαράει στο ψαχνό και να εξαπολύει δακρυγόνα.
Τα γύρω στενά μετατράπηκαν σε εμπόλεμη ζώνη και η ατμόσφαιρα άρχισε να γίνεται αποπνικτική. Μετά τις 9 το βράδυ και με μια σημαντική καθυστέρηση ακούγονται οι πρώτες νότες και οι υπεύθυνοι της τάξης δεν μπορούν να κρατήσουν το αφιονισμένο κοινό. Μετά τα πρώτα riffs του ‘Moonchild’ πολλοί θεατές προσπαθούν να ανέβουν στη σκηνή, ο Rory μοιάζει σαστισμένος αλλά συνεχίζει το show του. Το χάος φτάνει από τη Λεωφόρο Δεκελείας μέχρι τον Περισσό, το ξύλο έπεφτε χαλάζι και η αστυνομία παίρνει σηκωτό τον Rory και τα υπόλοιπα μέλη για να τους φυγαδεύσει. Εκτεταμένες ζημιές σε καταστήματα, τραυματισμοί και συλλήψεις, ακόμα και χρήση αληθινών πυρών, με τις εφημερίδες την επόμενη να κάνουν λόγο «σφαίρες των ΜΑΤ για να αναχαιτίσουν τους έξαλλους ροκάδες».
2013 – Το βράδυ της 12ης Σεπτέμβρη 2013, οργανωμένο τάγμα εφόδου (σ.σ. 50 άτομα) της ναζιστικής οργάνωσης από Πέραμα, Νίκαια και Σαλαμίνα, έστησε δολοφονική ενέδρα σε βάρος συνεργείου του ΚΚΕ που έκανε αφισοκόλληση στη Λεωφόρο Δημοκρατίας, στο Πέραμα, για το 39ο Φεστιβάλ της ΚΝΕ. Η επίθεση έγινε λίγα μέτρα μακριά από την πύλη της Ναυπηγοεπισκευαστικής Ζώνης και ο τρόπος δράσης δείχνει την οργάνωση του τάγματος εφόδου και τον μαφιόζικο χαρακτήρα της επίθεσης. Με αυτοκίνητα και μηχανάκια, βγήκαν από τα γύρω στενά και επιτέθηκαν στα μέλη και στελέχη του ΚΚΕ και του ΠΑΜΕ με ανθρωποκτόνο σκοπό, κρατώντας ανάμεσα σε άλλα καδρόνια, στειλιάρια, πτυσσόμενα γκλοπ, λοστούς στην άκρη των οποίων υπήρχαν πρόκες και βίδες, κοντάρια στα οποία είχαν προσαρμοσμένα στο επάνω μέρος τους μεταλλικά ελάσματα, καθώς και ιδιοκατασκευή κονταριού με μεταλλική απόληξη και στρεβλή μεταλλική προσθήκη σε σχήμα «Γ». Η εν λόγω ιδιοκατασκευή βρέθηκε αργότερα κατά τη διάρκεια αστυνομικής έρευνας στα γραφεία της ΧΑ στο Πέραμα, επιμελώς κρυμμένη πίσω από κλιματιστικό.
Εκτός από τους 9 σοβαρά τραυματισμένους ανθρώπους, χτύπησαν και τα αυτοκίνητα του συνεργείου της αφισοκόλλησης, με αποτέλεσμα να προκαλέσουν ακόμα και τρύπες στις λαμαρίνες. Οι χρυσαυγίτες, σύμφωνα με τους αυτόπτες μάρτυρες κατέβηκαν στα σημεία της επίθεσης με στρατιωτική παράταξη, από δύο κάθετους δρόμους, χωρισμένοι σε δύο ομάδες και έκλεισαν την κυκλοφορία για να μην μπορεί κάποιος τρίτος να παρέμβει. Να τονιστεί ότι, χτυπούσαν με μανία στο κεφάλι και στο σώμα. Μάλιστα, ο πρόεδρος του Συνδικάτου Μετάλλου Πειραιά Σωτήρης Πουλικόγιαννης ο οποίος δέχθηκε ιδιαίτερα το δολοφονικό μένος τους, έπεσε κάτω αιμόφυρτος μετά από ισχυρό χτύπημα στο κεφάλι. Μετά από 5 λεπτά περίπου ο κατηγορούμενος Χρήστος – Αντώνιος Χατζηδάκης που αναγνωρίστηκε, φέρεται να έδωσε το παράγγελμα της λήξης της επίθεσης: «Τέλος, πάμε να φύγουμε. Το Πέραμα εδώ». Σε λίγα δευτερόλεπτα οι χρυσαυγίτες εξαφανίστηκαν…
2016 – Υπέρ της αλλαγής του άρθρου 16 του Συντάγματος τάσσεται ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας, Κυριάκος Μητσοτάκης. Σε δήλωση του, αναφέρει: «Σήμερα ξεκινά στη Βουλή η συζήτηση για την Αναθεώρηση του Συντάγματος. Μία κορυφαία διαδικασία, που απαιτεί από όλους εθνική υπευθυνότητα. Η τρέχουσα σύνθεση του Κοινοβουλίου αποφασίζει τα άρθρα του Συντάγματος τα οποία πρέπει να αλλάξουν. Και η επόμενη Βουλή καθορίζει το ακριβές περιεχόμενό τους. Αυτός είναι εξάλλου ο λόγος που μεσολαβούν εκλογές μεταξύ των δύο σταδίων της αναθεώρησης.
Η Νέα Δημοκρατία προτείνει μία ευρεία και τολμηρή Συνταγματική Αναθεώρηση. Στόχος μας είναι το Σύνταγμα να συμβαδίζει με τις σύγχρονες ανάγκες της χώρας μας. Στην οικονομία, στη Διοίκηση, στη Δικαιοσύνη, στην Παιδεία, παντού.
Κεντρική πρότασή μας είναι και η αναθεώρηση του άρθρου 16 για τα Πανεπιστήμια που, δυστυχώς, κρατάει πίσω τη χώρα μας εδώ και 44 χρόνια. Η Πολιτεία πρέπει να εγγυάται την ποιοτική δημόσια ανώτατη εκπαίδευση, δίνοντας ευκαιρίες σε όλους. Αλλά πρέπει και να επιτρέπει αυτό που ισχύει σε όλο τον κόσμο: τη λειτουργία και ιδιωτικών, μη κερδοσκοπικών ιδρυμάτων. Υπό τον έλεγχο, βεβαίως πάντα, ειδικής Ανεξάρτητης Αρχής, υψηλού κύρους.
Είναι καιρός τα παιδιά μας να πάψουν να φεύγουν για σπουδές στο εξωτερικό. Να έχουν περισσότερες δυνατότητες σπουδών στην Ελλάδα και οι οικογένειες τους να μην επιβαρύνονται με δυσβάστακτα έξοδα. Η Ελλάδα μπορεί να μετατραπεί σε εκπαιδευτικό κέντρο όλης της Μεσογείου. Αξιοποιώντας το σημαντικό επιστημονικό δυναμικό της εντός και εκτός Ελλάδος. Αλλά και εξασφαλίζοντας σημαντικά έσοδα από χιλιάδες ξένους φοιτητές που θα σπουδάζουν στην χώρα μας. Το πέτυχε η Κύπρος. Γιατί να μην το πετύχουμε και εμείς;
Καλώ, λοιπόν, τους βουλευτές όλων των κομμάτων, κυρίως του ΣΥΡΙΖΑ, έστω και την τελευταία στιγμή, να κατανοήσουν αυτήν την αυτονόητη αναγκαιότητα. Και να συναινέσουν στην αλλαγή του άρθρου 16, ώστε η επόμενη βουλή να μπορεί να αναθεωρήσει το περιεχόμενό του. Διαφορετικά, η ευκαιρία αυτή κινδυνεύει να χαθεί για αλλά 10 χρόνια. Ας αφήσουμε πίσω μας τις αγκυλώσεις άλλων εποχών. Η Παιδεία πρέπει στην πράξη να γίνει κεντρικός μοχλός για την ανάπτυξη και την πρόοδο της χώρας μας. Είναι ώρα ευθύνης για όλους».
Γεννήσεις
1906 – Ντμίτρι Σοστακόβιτς (ρωσικά: Дми́трий Дми́триевич Шостако́вич, Dmitrij Dmitrijevič Šostakovič, αγγλικά: Dmitri Dmitrievich Shostakovich) (25 Σεπτεμβρίου 1906 [παλ.ημερ. 12 Σεπτεμβρίου], Αγία Πετρούπολη – 9 Αυγούστου 1975, Μόσχα) ήταν Ρώσος συνθέτης της Σοβιετικής περιόδου. Η ζωή του σημαδεύθηκε από μια σύνθετη και αντιφατική σχέση με το σοβιετικό καθεστώς, το οποίο δυο φορές αποκήρυξε τη μουσική του, το 1936 και το 1948, και κατά καιρούς απαγόρευε έργα του. Ταυτόχρονα, υπήρξε ο δημοφιλέστερος Σοβιετικός συνθέτης της γενιάς του και παρέλαβε πολυάριθμες τιμητικές διακρίσεις και κρατικά βραβεία, ενώ επίσης θήτευσε στο «Ανώτατο Σοβιέτ».
Ύστερα από μια αρχική περίοδο στο πνεύμα της «πρωτοπορίας», ο Σοστακόβιτς έγραψε σε ένα προσωπικό ιδίωμα, στο οποίο φαίνεται μεταξύ άλλων και η έντονη επιρροή του Μάλερ. Συνδυάζει στοιχεία ρομαντισμού (δηλαδή στοιχεία πάθους και τραγικότητας) με ατονική γραφή και με περιστασιακή χρήση στοιχείων της σειραϊκής μουσικής -αν και γενικά εντάσσεται στην παράδοση της τονικής μουσικής. Συχνά η μουσική του περιέχει οξείες αντιθέσεις και έντονο το στοιχείο του γκροτέσκου, της ειρωνείας και του σαρκασμού. Θεωρείται ότι τα μεγαλύτερα έργα του είναι οι 15 συμφωνίες του και τα 15 κουαρτέτα εγχόρδων. Το έργο του επίσης περιλαμβάνει όπερες, 6 κοντσέρτα (για πιάνο, βιολί και βιολοντσέλο) και πολλή κινηματογραφική μουσική.
1913 – Τζέσε Όουενς. Ο Τζέιμς Κλίβελαντ Όουενς γεννήθηκε στις 12 Σεπτεμβρίου 1913 στο Όουκβιλ της Αλαμπάμα και ήταν το έβδομο από έντεκα παιδιά των Χένρι και Έμμα Αλεξάντερ Όουενς. Αναγνωρίστηκε σε εθνικό επίπεδο το 1933 στους Εθνικούς Αγώνες Στίβου Λυκείων των ΗΠΑ που διεξαγόταν στο Σικάγο, όπου ισοφάρισε το παγκόσμιο ρεκόρ των 100 γιαρδών (91 μέτρα) και πήδηξε 24 πόδια και ½ της ίντσας (7,56 μέτρα) στο άλμα εις μήκος. Αργότερα, ο Όουενς μπήκε στο Πανεπιστήμιο Οχάιο Στέιτ με αθλητική υποτροφία. Στις 25 Μαΐου 1935, στο Ανν Άρμπορ του Μίσιγκαν κατέρριψε 3 παγκόσμια ρεκόρ και ισοφάρισε ένα τέταρτο. Στους Ολυμπιακούς Αγώνες το 1936, ο Τζέσε Όουενς κέρδισε 4 χρυσά ολυμπιακά μετάλλια, προκαλώντας έκπληξη και θαυμασμό, αλλά και την οργή των φυλετιστών του Γ’ Ράιχ, κυρίως του Χίτλερ.
Βέβαια ο ίδιος, ο Τζέσε Όουενς δήλωσε: Ο Χίτλερ έπρεπε να έρθει και να φύγει απ’ το στάδιο πολύ συγκεκριμένες ώρες. Χρειάστηκε να αποχωρήσει πριν την απονομή των μεταλλίων για τα 100 μέτρα, αλλά πριν φύγει έτυχε να περάσω δίπλα απ’ τις θέσεις του επιτελείου του. Με χαιρέτησε από μακριά και τον χαιρέτησα κι εγώ.
Στο βιβλίο του Τζέρεμι Σαπ, για τους Ολυμπιακούς του ’36, υπάρχει η εξής δήλωση του Όουενς: Δεν με σνόμπαρε ο Χίτλερ, αλλά ο Φράνκλιν Ρούσβελτ. Ο Πρόεδρος δεν μου έστειλε ούτε ένα τηλεγράφημα… Σημείωσε και παγκόσμιο ρεκόρ στο άλμα σε μήκος, το οποίο έμεινε ακατάρριπτο για 25 χρόνια (καταρρίφθηκε το 1960 από τον Ραλφ Μπόστον). Ο Τζέσε Όουενς εγκατέλειψε τον αθλητισμό, ενώ ύστερα από 35 χρόνια καπνίσματος πέθανε στις 31 Μαρτίου 1980 στο Τούσον της Αριζόνα, σε ηλικία 66 ετών.
1945 – Μίλο Μανάρα (Milo Manara, γεν. Λουσόν 12 Σεπτεμβρίου 1945, πραγμ. όνομ. Maurilio Manara), είναι Ιταλός δημιουργός κόμικς και ζωγράφος, παγκόσμια φημισμένος ιδιαίτερα για τον ερωτισμό των έργων του. Θεωρείται ένας από τους κορυφαίους σκιτσογράφους των κόμικς.
Ο Μανάρα σπούδασε αρχιτεκτονική και ζωγραφική. Άρχισε να δουλεύει πάνω στα ερωτικά κόμικς το 1969. Γρήγορα ξεχώρισε για το ρεαλιστικό του σχέδιο και για τις αισθησιακές γυναίκες των ιστοριών του. Στα περισσότερα έργα του κάνει ο ίδιος και το σενάριο και το σχέδιο, έχει συνεργαστεί όμως και με άλλους συγγραφείς όπως ο Ούγκο Πρατ.
Στην Ελλάδα είναι αρκετά δημοφιλής και πολλά έργα του έχουν κυκλοφορήσει στα ελληνικά από εταιρίες όπως η Βαβέλ, οι Εκδόσεις Λιβάνη, αλλά και το περιοδικό 9 της Ελευθεροτυπίας. Ενδεικτικά άλμπουμ: Το κουμπί της (Σειρά), Το άρωμα του αόρατου, Μοιραίο ραντεβού, Γκιουλιβεριάνα, Candid Camera, Ινδιάνικο καλοκαίρι, Όνειρο, ίσως κ.α.
Θάνατοι
1977 – Στίβεν Μπίκο (Bantu Stephen Biko, 18 Δεκεμβρίου 1946 – 12 Σεπτεμβρίου 1977) ήταν Νοτιοαφρικανός αγωνιστής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, διεθνιστής, σοσιαλιστής και ακτιβιστής, μάρτυρας του κινήματος της «Μαύρης Συνείδησης» που κήρυττε την ισότητα της μαύρης με τη λευκή φυλή. Ο θάνατός του αποτέλεσε παράδειγμα και πηγή έμπνευσης για τις νεότερες γενιές μαύρων.
Παιδί φτωχής οικογένειας της επαρχίας Ίστερν Κέιπ, ο Μπίκο ξεκίνησε από τα τέλη της δεκαετίας του ’60 να αρθρογραφεί υπέρ της άρσης των φυλετικών διακρίσεων, χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο “Frank Talk”. To 1966 άρχισε τις σπουδές του στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου του Natal και παράλληλα ανάπτυξε την επιχειρηματολογία του περί χειραφέτησης των μαύρων φοιτητών, γεγονός που τον οδήγησε να ενταχθεί ενεργά στην «Εθνική Φοιτητική Ένωση Νότιας Αφρικής» (NUSAS) και ακολούθως (1968) να πρωτοστατήσει στην ίδρυση του «Φοιτητικού Οργανισμού Νότιας Αφρικής» (SASO), επηρεασμένος από το «Κίνημα της Μαύρης Δύναμης». Ο Μπίκο είχε ως σύνθημά του τη φράση «Black is Beauty» («Το Μαύρο είναι Ομορφιά»), επιδιώκοντας με τον τρόπο αυτό να παροτρύνει τους μαύρους να παλεύουν για ισότητα και δικαιοσύνη, σε ένα περιβάλλον σκληρής καταπίεσης.
Οι πολλαπλές δραστηριότητές του ενόχλησαν τις Αρχές της ρατσιστικής κυβέρνησης της Νότιας Αφρικής, οι οποίες τον καταδίωξαν επανειλημμένα, αφαιρώντας του από το 1973 το (δημόσιο) δικαίωμα έκφρασης, χωρίς, ωστόσο να τον πτοήσουν, έως ότου στις 18 Αυγούστου του 1977 πιάστηκε στο Πορτ Ελίζαμπεθ και φυλακίστηκε για περίπου ένα μήνα. Υπέστη απάνθρωπα βασανιστήρια επί ένα 24ωρο μέσα σε κελί της φυλακής του, όπου και έπεσε σε κώμα. Ευρισκόμενος σε ημιθανή κατάσταση και σχεδόν γυμνός, οδηγήθηκε οδικώς, κλεισμένος μέσα στο πορτ-μπαγκάζ ενός οχήματος, στις φυλακές της Πραιτώριας, προκειμένου να νοσηλευθεί σε κλίνη, όμως μετά από 1.100 χιλ. διαδρομής, κατέληξε από τα τραύματά του. Οι Αρχές έκαναν λόγο για θάνατο «κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες» και αργότερα απέδωσαν το χαμό του μαύρου ηγέτη σε αυτοκτονία, ενώ στη συνέχεια, η αστυνομία της Πραιτώρια απαλλάχθηκε από κάθε κατηγορία. Διεθνείς αντιδράσεις ακολούθησαν την είδηση του θανάτου του, όπως και συγκρούσεις μεταξύ διαδηλωτών και δυνάμεων καταστολής εντός της χώρας που συνόδεψαν την τελετή της κηδείας του, που παρακολούθησαν 20.000 άνθρωποι, όπως και ξένοι διπλωμάτες 21 χωρών. Ο Μπίκο ενταφιάστηκε στις 26 Σεπτεμβρίου 1977 στο King’s William Town.
Η ιατροδικαστική έκθεση που ανακοινώθηκε επίσημα στις 14 Νοεμβρίου της ίδιας χρονιάς, επιβεβαίωσε με το πόρισμά της ότι ο Μπίκο δολοφονήθηκε με ιδιαίτερα βίαιο τρόπο από τους δεσμώτες του, προκαλώντας σάλο και οδηγώντας, λίγους μήνες αργότερα, τον υπουργό Εξωτερικών Ρ.Φ. Μπότα να δηλώσει ότι «η υπόθεση Μπίκο προκάλεσε ανυπολόγιστη ζημία στη Νότια Αφρική». Λόγω της δολοφονίας του Μπίκο, η Νότια Αφρική καταδικάστηκε από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, ενώ στην κυβέρνησή της επιβλήθηκε εμπάργκο αγοράς όπλων.
Η μορφή του ενέπνευσε τον πρώην τραγουδιστή του συγκροτήματος Genesis, Πίτερ Γκάμπριελ, να συνθέσει το 1980 το τραγούδι «Biko», αφιερωμένο στη μνήμη του.
2003 – Τζόνι Κας (John R. Cash, 26 Φεβρουαρίου 1932 – 12 Σεπτεμβρίου 2003) ήταν Αμερικανός τραγουδιστής, τραγουδοποιός, ηθοποιός και συγγραφέας. Θεωρείται ένας από τους πιο επιδραστικούς μουσικούς του 20ού αιώνα. Έμεινε στην ιστορία σαν λαϊκός τραγουδιστής της κάντρι παρ’ όλη την ενασχόληση του και με άλλα είδη μουσικής, ιδίως στα πρότερα χρόνια της καριέρας του, συμπεριλαμβανομένων των ροκαμπίλι, ροκ εντ ρολ, μπλουζ, φολκ και γκόσπελ. Το διασταυρούμενο αυτό μουσικό προφίλ σε σχέση πάντα με τα διάφορα είδη μουσικής τον εγκαθιστά σχεδόν απόλυτα στο Country Music Hall of Fame, στο Rock and Roll Hall of Fame και στο Gospel Music Hall of Fame. Στα μετέπειτα χρόνια της καριέρας του ερμήνευσε τραγούδια διαφόρων ροκ καλλιτεχνών και συγκροτημάτων μεταξύ των οποίων οι Nine Inch Nails από τον χώρο του βιομηχανικού ροκ (αγγλ: industrial rock) και του synthpop συγκροτήματος Depeche Mode σε συμμετοχή του στον δίσκο με τίτλο Personal Jesus τον Αύγουστο του 1989.
Το πρώτο του συγκρότημα ήταν οι The Tennessee Three. Ο Κας έμεινε γνωστός για την βαθιά και διακριτική μπάσα/βαρύτονη φωνή του, όπως για παράδειγμα στον δίσκο του Boom Chicka Boom σε μια επαναστατικά μελαγχολική και ταυτόχρονα ταπεινή ερμηνεία από μια σειρά συναυλιών σε φυλακές. Από τα σκούρα ρούχα της εμφάνισης του έλαβε το ψευδώνυμο «ο άντρας με τα μαύρα» (αγγλ: The Man in Black). Ο Κας παραδοσιακά ξεκινούσε τις συναυλίες του λέγοντας «Γεια σας, είμαι ο Τζόνι Κας» και ακολουθούσε σχεδόν πάντα το τραγούδι Folsom Prison Blues που ουσιαστικά θα έλεγε κανείς ότι ήταν η χαρακτηριστική μουσική υπογραφή του. Ο Κας δήλωνε ως ένας ευσεβής άλλα ανήσυχος χριστιανός. Χαρακτηρίστηκε επίσης από την ιδιαίτερη οπτική του σε σχέση με τις αντιφάσεις και τις προκλήσεις της Αμερικής.
Ο Κας ανακάλυψε, ψάχνοντας το γενεαλογικό του δέντρο, ότι είχε σκωτσέζικες βασιλικές καταβολές από την πλευρά του πατέρα του από την εποχή του Μεσαίωνα και συγκεκριμένα του βασιλιά Μάλκολμ Δ΄ της Σκωτίας.
2019 – Νάνος Βαλαωρίτης. Γεννήθηκε στην Λωζάννη και ήταν γιος του διπλωμάτη Κωνσταντίνου Βαλαωρίτη και της Κατερίνας Λεωνίδα. Από την πλευρά του πατέρα του καταγόταν από την Οικογένεια Βαλαωρίτη και ήταν εγγονός του Ιωάννη Α. Βαλαωρίτη και δισέγγονος του ποιητή Αριστοτέλη Βαλαωρίτη ενώ από την πλευρά της μητέρας του ήταν εγγονός του εφοπλιστή και πολιτευτή των Σπετσών Ιωάννη Λεωνίδα.
Έγραφε από νέος. Πρωτοδημοσιεύει στα Νέα Γράμματα το 1939, επηρεασμένος από την ποίηση του Κώστα Καβάφη. Το 1944 δραπετεύει από την γερμανοκρατούμενη Ελλάδα μέσω του Αιγαίου στην Τουρκία, από εκεί στη Μέση Ανατολή και τελικά στην Αίγυπτο όπου συναντάει τον Σεφέρη ο οποίος υπηρετούσε την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση ως γραμματέας της ελληνικής πρεσβείας στο Κάιρο. Το 1944 μετά από προτροπή του Σεφέρη ο Βαλαωρίτης ταξιδεύει στο Λονδίνο για να βοηθήσει στην ανάπτυξη λογοτεχνικών δεσμών μεταξύ Ελλάδας και Βρετανίας. Συναντά τους Τ.Σ. Έλιοτ, Γ.Χ. Όντεν, Ντύλαν Τόμας και εργάζεται για τον Λούις ΜακΝις στο BBC. Εκτός από τη μελέτη αγγλικής λογοτεχνίας στο πανεπιστήμιο του Λονδίνου, κάνει και μεταφράσεις (στα αγγλικά) Ελλήνων μοντερνιστών ποιητών, μεταξύ των οποίων του Ελύτη και του Εμπειρίκου. Το 1947 εκδίδει την Τιμωρία των Μάγων, την πρώτη του ποιητική συλλογή, στο Λονδίνο. Από το 1954 μέχρι το 1960 συμμετέχει στην ομάδα των σουρεαλιστών του Παρισιού. Στο Παρίσι γνώρισε την μελλοντική (1960) σύζυγό του, την Αμερικανίδα Μαρί Γουίλσον (1922-2017).
Το 1960 επιστρέφει στην Ελλάδα, και ανάμεσα 1963 και 1967 είναι ο εκδότης και διευθυντής του λογοτεχνικού περιοδικού Πάλι. Όταν η χούντα έρχεται στην εξουσία το 1967, νιώθει πως δεν έχει άλλη επιλογή παρά να αυτοεξοριστεί, έτσι το 1968 ταξιδεύει στις ΗΠΑ όπου και διδάσκει συγκριτική λογοτεχνία και δημιουργικό γράψιμο στο πανεπιστήμιο του Σαν Φρανσίσκο, μια θέση που κράτησε για 25 χρόνια. Το 1983 βραβεύεται με το Α’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή του Μερικές γυναίκες (ενώ είχε αρνηθεί ανάλογη βράβευση το 1958. Το 1976 είχε επίσης αρνηθεί την πρόταση να γίνει αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών). Το 2006 τιμήθηκε από την Ακαδημία Αθηνών για το έργο του ως ποιητής (βραβείο Ουράνη) και το ίδιο έτος έλαβε το Χρυσό Σταυρό του Τάγματος Τιμής από τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας. Το Δεκέμβριο του 2009 του απονεμήθηκε το Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας για το σύνολo του έργου του.
Στις εκλογές του 2007 τέθηκε επικεφαλής του ψηφοδελτίου επικρατείας με το κόμμα των Οικολόγων Πράσινων. Το 2009 προκλήθηκαν αντιδράσεις όταν άφησε να εννοηθεί ότι στηρίζει τον ΣΥΡΙΖΑ, κάτι που αργότερα διέψευσε με δηλώσεις του. Θεατρικά του έργα έχουν παιχτεί σε Παρίσι, Σπολέτο, Ώρχους και Αθήνα. Είχε συνεργαστεί με τα λογοτεχνικά περιοδικά Τετράδιο, Σήμα, Horizon, New Writing και Daylight.