Μαρία Φαραντούρη | Ο Μίκης ήταν ο δρόμος μου για τη μύηση


.

Μαρία Φαραντούρη

Επιμέλεια: Λ. Τηλιγάδας

Μεγάλωσα σε μια εποχή που ο πολιτισμός
ήταν πολύ σημαντικό πράγμα για τους ανθρώπους

Ο Μίκης ήταν ο δρόμος μου για τη μύηση

Για μένα ο Μίκης ήταν ο δρόμος μου για τη μύηση.
Από πολύ μικρή ηλικία τον εμπιστεύτηκα και μαζί πορευτήκαμε.

Γεννιέται στις 28 Νοεμβρίου του 1947 στην Αθήνα. Μια σκληρή εποχή για την Ελλάδα, που πριν προλάβει να ορθοποδήσει από τον Β’ Παγκόσμιο και τη Γερμανική Κατοχή, εισέρχεται σ’ έναν εξίσου αιματηρό Εμφύλιο Πόλεμο. Η παιδική ηλικία της Μαρίας Φαραντούρη δεν είναι εύκολη και ανέμελη. Η πολιομυελίτιδα -η επιδημία της εποχής, που πλήττει, κυρίως, τα παιδιά- δεν την αφήνει αλώβητη και την ταλαιπωρεί έως το τέλος των παιδικών της χρόνων. Η απομάκρυνση από τους γονείς και η καραντίνα -έστω και μαζί με άλλα παιδιά- στο σανατόριο για έξι μήνες είναι μια επώδυνη εμπειρία για την μόλις δύο ετών Μαρία – εμπειρία που δοκιμάζει και πάλι μερικά χρόνια αργότερα. Οι γονείς της νησιώτες -ο πατέρας, Στεφανογεράσιμος Φαραντούρης, από την Κεφαλονιά και η μητέρα, Ελένη Βιαροπούλου, από τα Κύθηρα- είναι εγκατεστημένοι στη Νέα Ιωνία. Από εκεί και οι πρώτες μνήμες, εικόνες και ήχοι.

——————————————————————————-

Η εφηβεία, φέρνει τις πρώτες δημιουργικές εμπειρίες: η συμμετοχή της στη χορωδία του Συλλόγου Φίλων της Ελληνικής Μουσικής της δίνει τη δυνατότητα να συνειδητοποιήσει ότι το τραγούδι είναι γι’ αυτήν δρόμος και τρόπος ζωής. Ο ΣΦΕΜ έχει ως αντικείμενο την προώθηση της προοδευτικής μουσικής -βασισμένης στην ελληνική κουλτούρα και παράδοση- και αποτελεί φυτώριο νέων καλλιτεχνών. Ο Γιάννης Μαρκόπουλος, ο Μάνος Λοΐζος, ο Διονύσης Σαββόπουλος, ο Χρήστος Λεοντής, οι Ζάκης και Παναγιώτης Κουνάδης είναι μερικοί μόνο από τα μέλη του Συλλόγου, που θέλουν να δώσουν μια νέα πνοή στο ελληνικό τραγούδι. Σ’ αυτό το περιβάλλον η Μαρία Φαραντούρη κάνει τα πρώτα της μουσικά βήματα και χάρη στην πλούσια κοντράλτο φωνή της, από μέλος της χορωδίας, γίνεται πολύ σύντομα σολίστ.

—————————————————————

Μεγάλωσα σε μια εποχή που ο πολιτισμός ήταν πολύ σημαντικό πράγμα για τους ανθρώπους. Υπήρχαν φωτεινοί άνθρωποι που ο κόσμος τους ακολουθούσε, πυρήνες σπουδαίοι. Δεν είχαμε τις σημερινές δυνατότητες με το ίντερνετ και την τεχνολογία να ακούμε πράγματα. Πηγαίναμε σε σπίτια, συναντούσαμε τους ποιητές. Για μένα ο Μίκης ήταν ο δρόμος μου για τη μύηση. Από πολύ μικρή ηλικία τον εμπιστεύτηκα και μαζί πορευτήκαμε. Ο πολιτισμός έπαιζε τότε κυρίαρχο ρόλο. Πρωταγωνιστικό. Ήταν η περιουσία μας. Ότι είχαμε. Και σήμερα εκεί πρέπει να στραφούμε. Υπάρχουν ευτυχώς ιδρύματα, οργανισμοί που παράγουν πολιτισμό αλλά πρέπει να δημιουργηθούν και άλλοι οργανισμοί. Ήταν το όραμα της Μελίνας που συντάχθηκα μαζί της και δουλέψαμε πάνω σε αυτό.

—————————————————————

Σε μια εκδήλωση του ΣΦΕΜ, το 1963, την ακούει ο Μίκης Θεοδωράκης να τραγουδά ένα δικό του τραγούδι, τον Καημό. Είναι τόσο βαθιά η εντύπωση που του προκαλεί η νεαρή τραγουδίστρια, ώστε στο τέλος της συναυλίας τη συναντά στα παρασκήνια και της λέει: “Το ξέρεις ότι έχεις γεννηθεί για να τραγουδάς τα τραγούδια μου;” “Το ξέρω”, είναι η άμεση απάντηση της δεκαεξάχρονης Μαρίας. Το επόμενο καλοκαίρι περιοδεύει με το γκρουπ του Θεοδωράκη και -δίπλα στον Γρηγόρη Μπιθικώτση, τη Ντόρα Γιαννακοπούλου και τη Σούλα Μπιρμπίλη- γνωρίζει για πρώτη φορά τον μαγικό κόσμο των συναυλιών. Σύντομα η φωνή της είναι παρούσα και στα μεγάλα πολιτικά και κοινωνικά γεγονότα. Στις πορείες ειρήνης ακούγεται ένα νέο έργο του Θεοδωράκη, το Ένας Όμηρος, απ’ όπου και το Γελαστό Παιδί, ένα τραγούδι που η Μαρία με τη μαχητική της νιότη κάνει γνωστό στο πανελλήνιο και στη συνέχεια σε όλον τον κόσμο.

 

 

Τότε, η Κατίνα Παξινού και ο Αλέξης Μινωτής ανεβάζουν και πάλι στην Επίδαυρο τις Φοίνισσες, για τις οποίες ο Θεοδωράκης έχει γράψει τη μουσική. Οι πρόβες τους, τις οποίες ανελλιπώς παρακολουθεί η νεαρή μαθήτρια, αποτελούν για εκείνη σχολείο φωνητικής εξάσκησης και μουσικής έκφρασης. Την ίδια εποχή, την ανακαλύπτει ο Μάνος Χατζιδάκις, ο οποίος μόλις έχει γράψει τα τραγούδια για τη θεατρική διασκευή του Καπετάν Μιχάλη του Νίκου Καζαντζάκη, που παρουσιάζεται από τον θίασο του Μάνου Κατράκη. Έχοντάς τα ήδη ηχογραφήσει με τον Γιώργο Ρωμανό, αποφασίζει να μετατρέψει ένα οργανικό κομμάτι σε τραγούδι, ειδικά για να τραγουδηθεί από τη Μαρία Φαραντούρη. Έτσι, το Κι ήρθες εσύ με το Βοριά γίνεται το πρώτο τραγούδι του Μάνου Χατζιδάκι που ηχογραφεί η νεαρή Φαραντούρη. Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, ο συνθέτης αποφασίζει να ηχογραφήσει ολόκληρο το έργο μαζί της. Το ενορχηστρώνει για τη φωνή της, ηχογραφεί την ορχήστρα, αλλά, πριν προλάβει να μπει στο στούντιο για να προσθέσουν στην ηχογράφηση τη φωνή της, η ήδη εύθραυστη υγεία του συνθέτη επιδεινώνεται και σύντομα φεύγει από τη ζωή. Λίγο μετά τον θάνατό του, η ερμηνεύτρια μπαίνει στο στούντιο με τον στενό του συνεργάτη Νίκο Κυπουργό, ολοκληρώνουν την ηχογράφηση, αλλά αυτή παραμένει ανέκδοτη…

 

 

Παράλληλα, ανανεώνεται η συνεργασία της με τον Μάνο Χατζιδάκι, ο οποίος συνθέτει την Εποχή της Μελισσάνθης, ένα έργο βιωματικό για τον ίδιο, που αναφέρεται στους χαλεπούς καιρούς της νιότης του και στα ανοιχτά τραύματα που του έχει αφήσει η γερμανική κατοχή. Είναι το μοναδικό πολιτικό του έργο και το εμπιστεύεται στη Μαρία, εξού και δίνει τον υπότιτλο Μια μουσική ιστορία με την Μαρία Φαραντούρη. Χάρη στην παρέμβαση του Μάνου Χατζιδάκι, το 1972, γίνεται δυνατό να επιστρέψει η Μαρία στην Ελλάδα για τον ύστατο χαιρετισμό στον πατέρα της, ο οποίος φεύγει από τη ζωή στα χρόνια της δικτατορίας. Της παραχωρείται μια 48ωρη άδεια, λες και δυο μέρες αρκούν για έναν θρήνο! Υπό αυτές τις συνθήκες, ωστόσο, αρκούν και χωρούν και μία επίσκεψή της αστραπή στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου, εκεί όπου ο παλμός των αρχαίων προγόνων χτυπά πάντα ελεύθερος – μια ανάσα ελεύθερης Ελλάδας και επιστροφή στην αυτοεξορία.

—————————————————————

«Ήταν μία τύχη συγκλονιστική με το Μίκη, το Μάνο με τους ποιητές που σχημάτισαν αυτή την ομορφιά. Και ο Μάνος με αγαπούσε πολύ. Ο Μίκης ήταν τόσο πληθωρικός ο Μάνος πιο μετρημένος, ο ένας συμπλήρωνε τον άλλο. Μίκης και Μάνος ήταν τόσο δεμένοι. Σε αυτούς πάτησε ότι ακολούθησε. Και βγήκαν πολλοί μεγάλοι συνθέτες που ακολούθησαν, ο Ξαρχάκος, ο Μαρκόπουλος, ο Λοϊζος, ο Σαββόπουλος, αλλά και νεώτεροι αργότερα που έγραψαν τόσο ωραία κομμάτια, ο Πορτοκάλογλου, ο Μαχαιρίτσας κλπ.

»Φοβήθηκα πολλές φορές για τη φωνή μου. Πρόσεχα πολύ, αν και ταλαιπωρήθηκε, έκαμα και εγχείρηση κάποια φορά. Η αλήθεια είναι ότι δεν την ξόδεψα σε κέντρα, αλλά τα ταξίδια, ιώσεις, κούραση, αλλοιώνονταν οι χορδές. Μάλιστα η κούραση φαινόταν. Υπάρχουν δυο δίσκοι για παράδειγμα που δεν θέλω να τους ακούω γιατί θυμάμαι σε τι κατάσταση ήταν η φωνή μου. Απορούσα και ζήλευα με την καλή έννοια τους συναδέλφους που άντεχαν να τραγουδάνε κάποτε και επτά μέρες την εβδομάδα σε κέντρα. Έλεγα τι κουράγιο!

»Ακόμα και με το Μίκη που ήταν πατέρας μου είχα διαφωνίες. Όταν μπήκα στο ΠΑΣΟΚ και κείνος πήγε με το Μητσοτάκη συναντιόμασταν στη Βουλή και δεν μιλιόμαστε για καιρό. Μετά από  έξι μήνες με πήρε τηλέφωνο μια μέρα και μου είπε: Σου έγραψα τη ”Βεατρίκη στην οδό μηδέν”. Όλο μηνύματα το έργο. Το απόλυτο δεν υπάρχει, η ευτυχία δεν υπάρχει. Αγωνίζεσαι και δεν φτάνεις ποτέ. Πήγα τόσο συγκινημένη στο σπίτι της Ντόρας Μπακοπούλου της σπουδαίας πιανίστριας να το ακούσω και μου είπε χαριτολογώντας μόλις με είδε: έπρεπε να σε πάρω μαζί μου στο γκρεμό…

»Ο Μίκης εκφραζόταν πάντα μέσα σε πλαίσια ελευθερίας, το ξέραν αυτό και τα κόμματα και του επέτρεπαν πάντα. Και όλη αυτή η συμβολική του κίνηση στο τέλος με την κληρονομιά του στο ΚΚΕ, εκεί που πάντα άνηκε, μεγαλειώδης.

»Ο Μίκης είχε πάντα το χάρισμα να συγκεντρώνει μαζί του τους καλύτερους και είχε ένα δικό του τρόπο για τα πράγματα. Απόλυτο. Ας πούμε του έλεγα στα χρόνια του εξήντα να βάλουμε και άλλα όργανα στην ορχήστρα και κείνος απαντούσε ότι αυτά είναι φιοριτούρες, ότι αυτά τα τραγούδια πρέπει να φτάσουν στο λαό με τον τρόπο που ο λαός αγαπά και επέλεγε ας πούμε κορυφαία μπουζούκια, τον Χιώτη, τον Καρνέζη. Τα πολλά όργανα τα άφηνε για τα κλασικά του έργα. Αντίθετα με το Μάνο που εμπλούτιζε όλους τους δίσκους και τα έργα του με όργανα και ορχήστρες.»

—————————————————————

Δύο χρόνια ενωρίτερα -και κατόπιν διεθνούς κινητοποίησης προσωπικοτήτων των γραμμάτων και των τεχνών- ο Θεοδωράκης με κλονισμένη υγεία (μετά από φυλακίσεις, εξορίες και κατ’ οίκον περιορισμούς) έχει αφεθεί ελεύθερος. Με τη μεσολάβηση του Γάλλου Jean-Jacques Servan-Schreiber έχει μεταβεί στο Παρίσι, απ’ όπου αρχίζει την αέναη περιήγησή του στον κόσμο: Ευρώπη, Αυστραλία, Βόρεια και Λατινική Αμερική, Μέση Ανατολή. Η Μαρία -πάντα μαζί του- πρωτοστατεί στις συναυλίες που γίνονται πυλώνας δύναμης για τους αυτοεξόριστους Έλληνες και βήμα για τους απανταχού καταπιεσμένους με τη συμπαράσταση διασήμων ξένων καλλιτεχνών, διανοουμένων και άλλων προσωπικοτήτων. Ειδικά οι Ευρωπαίοι στέκονται στο πλευρό των ανέστιων -τότε- Ελλήνων, αγκαλιάζοντας τον αγώνα τους για ελευθερία. Μυθικές οι συναυλίες στις αίθουσες Olympia, Salle Pleyel, Bobino, Mutualité, Lincoln Center, Albert Hall, Tschaikovsky: μερικές μόνο από εκείνες που γίνονται μάρτυρες αυτής της πάλης. Συγχρόνως, το ξένο κοινό έρχεται σε επαφή με τη σύγχρονη ελληνική μουσική και ενθουσιάζεται από τη δημιουργία του Θεοδωράκη. Και μέχρι σήμερα, οι αίθουσες στο εξωτερικό και ειδικά στην Ευρώπη είναι κατάμεστες περισσότερο από τοπικό πληθυσμό παρά από Έλληνες του εξωτερικού, όταν δίνει συναυλίες η Μαρία Φαραντούρη ή παρουσιάζονται τα κλασικά έργα του Μίκη Θεοδωράκη.

 

 

Παράλληλα με τις συναυλίες της, η Μαρία ηχογραφεί δίσκους που φθάνουν κρυφά στην Ελλάδα -μέσα σε διαφορετικά εξώφυλλα- για να δώσουν θάρρος και ευψυχία στους αγωνιστές. Έτσι, εν κρυπτώ και παραβύστω, μεταφέρονται εκτός Ελλάδος και οι ταινίες με το ηχητικό υλικό της Μεγάλης Αγρύπνιας, του πρωτόλειου έργου της νεοεμφανιζόμενης -τότε- Ελένης Καραΐνδρου, σε ποίηση Κώστα Γεωργουσόπουλου. Η Μαρία προσθέτει τη φωνή της σε ένα λονδρέζικο στούντιο, τοποθετώντας τη σφραγίδα της στον μοναδικό κύκλο τραγουδιών της Καραΐνδρου, καταξιωμένης -σήμερα- συνθέτριας κινηματογραφικής μουσικής. Έτσι αρχίζει και η φιλία τους. Λίγο αργότερα, σε μια περιοδεία της στην Αμερική, γνωρίζει στη Νέα Υόρκη τη Φλέρυ Νταντωνάκη, με την οποία συνδέεται με βαθιά φιλία, έως το βασανισμένο τέλος της Φλέρυς, το καλοκαίρι του 1998.

Το 1985 είναι για τη Μαρία η αρχή ενός νέου κεφαλαίου στη ζωή της. Η γέννηση του γιου της Στέφανου, ανήμερα της εθνικής εορτής της 28ης Οκτωβρίου, εγκαινιάζει μια περίοδο σχετικής απόσυρσης από τα καλλιτεχνικά δρώμενα. Με πνευματώδη διάθεση ο Μάνος Χατζιδάκις σχολιάζει το ευτυχές γεγονός της γέννησης του Στέφανου στο περιοδικό Τέταρτο ως εξής: “Εθνική εορτή (συνήθης ετησία). Έκλειψη ολική Σελήνης (ασυνήθης). Γεννήθηκεν ο γιός της Μαρίας της Φαραντούρη και του Τηλέμαχου Χυτήρη. Το μόνο πρωτογενές γεγονός της ημέρας. Να τους ζήσει. Μ’ όλες μας τις ευχές. Μ’ όλη μας την καρδιά. Μ’ όλη μας την αγάπη.”

—————————————————————

«Δεν φοβήθηκα να ακολουθήσω το δρόμο της ξενιτιάς. Μας είπε ο Μίκης φύγετε έξω να πείτε παντού τι συμβαίνει. Τα πρώτα δυο τρία χρόνια της δικτατορίας ήταν ο Μίκης μέσα, φυλακές, εξορίες, ζούσαμε έξω σε μια διαρκή αγωνία, μαζί τις συναυλίες που διαδίδαμε με τον Αντώνη Καλογιάννη, τον Πέτρο Πανδή, ένα φεγγάρι ήρθε και η Μαρία Δημητριάδη,  και άλλοι που δεν αντέχανε και γυρίζανε πίσω. Εγώ με τον Πέτρο παραμείναμε έξω, μέχρι που έπεσε η χούντα και γυρίσαμε. Δεν είχα ποτέ το άγχος της καριέρας. Ζώντας τέτοιες στιγμές μοναδικές, αυτή τη μέθεξη, είναι γελοίο να πεις έχω επιτυχία. Οι άνθρωποι ενωμένοι, έκλαιγαν και τραγουδούσαν και χορεύανε, σε γήπεδα, μεγάλα θέατρα. Ήταν κάτι μοναδικό. Δεν προλάβαινες καν να το συνειδητοποιήσεις. Διεκπεραίωνες το τώρα, τη στιγμή και δεν σκεφτόσουν το πριν, το μετά. Σε έπαιρνε μαζί του όλο αυτό.

»Μια φορά φοβήθηκα, όταν δεν άφησαν τους γονείς μου να έρθουν έξω να με δουν. Τους σταμάτησαν στα σύνορα, για να με εκβιάσουν να σταματήσω να τραγουδώ έξω. Ήμουν στοχοποιημένη, δίναμε μεγάλες συνεντεύξεις σε μεγάλα μέσα του εξωτερικού, λέγαμε τι συμβαίνει στην Ελλάδα. Δεν το θέλανε καθόλου αυτό. Όταν βγήκε ο Μίκης πια αναγκαστήκαμε, γιατί όλος ο κόσμος διαμαρτυρόταν να μας αφήσουν.

Έλειπα πολλά χρόνια, σκεπτόμουν με πολλή νοσταλγία την πατρίδα, πότε θα δω τους γονείς μου, τους φίλους μου, την οικογένεια. Όμως σε κρατούσε ψηλά όλο αυτό και ας κάναμε μια πολύ δύσκολη δουλειά, ταξίδια διαρκή, τραγούδι, όμως όλος ο κόσμος μας υποδέχονταν με σεβασμό, έδειχνε την αλληλεγγύη του για την Ελλάδα, μέσα από ποιητές που ήταν ήδη μεταφρασμένοι, ο Σεφέρης, ο Ρίτσος, ο Ελύτης, μέσα από τα τραγούδια μας.»

—————————————————————

Από τα μέσα της δεκαετίας του ‘90, τις περιοδείες της στο εξωτερικό, αλλά και κάποιες εμφανίσεις της στην Ελλάδα, πλαισιώνει το βερολινέζικο γκρουπ Berliner Instrumentalisten, που απαρτίζεται από τους Γερμανούς μουσικούς Henning Schmiedt (πιάνο), Volker Schlott (σαξόφωνο /φλάουτο), Jens Naumilkat (τσέλο), ενώ στην Ελλάδα μόνιμοι συνεργάτες της, το ίδιο διάστημα, είναι ο Τάκης Φαραζής (πιάνο) και ο David Lynch (σαξόφωνο /φλάουτο). Μ’ αυτούς τους μουσικούς η Μαρία Φαραντούρη δίνει μια άλλη διάσταση και προέκταση σε επιλεγμένα μέρη από όλο το φάσμα του ελληνικού τραγουδιού διαχρονικά. Παράλληλα, συνεχίζει τα ανοίγματά της στις διεθνείς μουσικές τάσεις. Με τον θρύλο της αμερικανικής jazz Charles Lloyd εμφανίζεται σε συναυλίες στην Ελλάδα και τον κόσμο, ενώ η συναυλία τους στους πρόποδες της Ακρόπολης ηχογραφείται από τον Manfred Eicher για λογαριασμό της ECM και το Athens Concert κυκλοφορεί σε cd τον Σεπτέμβριο του 2011. Η συνεργασία με την εταιρεία ανανεώνεται επτά χρόνια αργότερα, όταν κυκλοφορεί η μουσική σύμπραξη της Μ.Φαραντούρη με τον νέο Τούρκο συνθέτη Cihan Türkoğlu επάνω σε ευρύτερο μεσογειακό ρεπερτόριο.

 

 

Στις 23 Σεπτεμβρίου 2004, ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Στεφανόπουλος επιβραβεύει την προσφορά της Μαρίας Φαραντούρη στο ελληνικό τραγούδι, απονέμοντάς της τον Χρυσό Σταυρό του Τάγματος του Φοίνικος. Πριν και μετά, πολλές άλλες βραβεύσεις και τιμητικές διακρίσεις έχουν απονεμηθεί στην ερμηνεύτρια (π.χ. Premio Tenco 2014, San Remo) και LiberPress 2017, Girona), η οποία συνεχίζει τη δημιουργική της δραστηριότητα με γνώμονα την υπηρεσία της Τέχνης και της Ελλάδας.

 

———————————————————————————————
«Η Αριστερά χρειάζεται πολλή δουλειά μέσα και μαζί με τον κόσμο. Πολύ περισσότερο όταν βλέπουμε να αυξάνεται
η επιρροή της ακροδεξιάς στη Ευρώπη κι αλλού. Πολύ εύκολα ο κόσμος και οι νεότερες γενιές ξεχνούν,
η ακόμα χειροτέρα αγνοούν τα πρόσφατα γεγονότα και φοβάμαι ότι αδιαφορούν γι’ αυτά.
Η ελευθέρια και η Δημοκρατία όμως έχουν απαιτήσεις από όλους μας.
Ελπίζω κι εύχομαι οι άνθρωποι να μη ξαναζήσουν τα δεινά που έζησαν στο παρελθόν.»
Πηγή: https://parallaximag.gr