Μαρία Αγγέλη: «Κτηνοτροφικά του Ξηρομέρου»

Βιβλιοφιλικά σημειώματα, του Γιώργη Έξαρχου
Μαρία Αγγέλη «Κτηνοτροφικά του Ξηρομέρου»
«…μετά ποιμένων δοξολογούσι…»

  • του Γιώργη Έξαρχου

Ο Ορφέας ήταν ο σπουδαιότερος ποιητής και μουσικός της μυθολογικής ελληνικής αρχαιότητας, και ένας από τους Αργοναύτες με τους οποίους ο Ιάσονας πήγε με την «Αργώ» στην Κολχίδα και πήραν «το χρυσόμαλλο δέρας» και την κόρη του βασιλιά Αιήτη, την Μήδεια, και όλοι μαζί –μετά από περιπετειώδες ταξίδι σε θάλασσες και στεριές– επέστρεψαν νικητές στην Ιωλκό της Θεσσαλικής Μαγνησίας, όπως είναι πασίγνωστο από τα «Ορφικά Αργοναυτικά», στις διάφορες παραλλαγές αφηγήσεων

Ήταν γιος του Οίαγρου και της Καλλιόπης, Η λέξη Οία και Όια, αρχαιοελληνιστί, σημαίνει «πρόβατο» (κι έτσι ονομάζουν ακόμα μέχρι σήμερα το πρόβατο οι Ελληνόβλαχοι-Αρμάνοι), η δε λέξη «αγρός» έχει την ίδια σημασία έως και τώρα. Με απλά λόγια: ο Ορφέας ήταν γιος ενός «Αγροτοποιμένος» ή πιο… σημερινά: γιος «Γεωργοκτηνοτρόφου», δηλαδή ήταν ένα «βλαχάκι» της εποχής του!

Άλλο «βλαχάκι» του αρχαιοελληνικού κόσμου ήταν ο ποιητής Ησίοδος, και στο Έργα αι Ημέραι, δίνει το οικονομικό σύστημα της «γεωργοκτηνοτροφικής κοινωνίας», τη επιτυχία του οποίου μπορούσε να διασφαλίσει μόνο μια κοινωνική συγκρότηση που θα διέπονταν από Ηθικούς Κανόνες και Δικαιοσύνη μεταξύ των μελών, τόσο στο σύστημα παραγωγής όσο και σε αυτό της διανομής των παραγόμενων αγαθών.

«Βλαχάκι» ήταν και  «ο χρυσός ποιητής», ο Όμηρος, που στα έξοχα έπη του (Ιλιάδα και Οδύσσεια) δίνει τον «ποιμενικό βίο» των πολεμαρχών βασιλιάδων (μεγαλοτσελιγκάδων θα λέγαμε σήμερα), και κάνει εξαιρετικές περιγραφές της κτηνοτροφικής ζωής, ιδίως στις ραψωδίες που ο Οδυσσέας πηγαίνει στους Κύκλωπες, στην Κίρκη και αλλού.

Και τούτων των πολέμαρχων μυθικών βασιλιάδων, απόγονει ήταν «οι βασιλείς των ορέων», που θέριεψαν στην Επανάσταση του 1821 ως αρματολοί και κλέφτες, και στα μετέπειτα χρόνια ως ληστές και λήσταρχοι, γι’ αυτό και υπήρξαν όλοι τους χιλιοτραγουδισμένοι, και ας ήρθε μετά το κράτος των «μικροαστών» του Νεοελληνικού πολιτειακού μορφώματος, να τους μαγαρίσει σαν… φονιάδες και εγκληματίες, τους τελευταίους, για να καλύψει τα δικά του «πολιτικά εγκλήματα» των αντιλαϊκών πολιτικών του.

Αυτών των… παραδόσεων κληρονόμοι και συνεχιστές υπήρξαν οι «κτηνοτροφικοί» πληθυσμοί στη χώρα μας, οι «ποιμένες», οι «βλάχοι» (είτε μικρό είτε κεφαλαίο θέλετε το Β, ιστορικά έχει το ίδιο περιεχόμενο, και ας μην βαυκαλίζονται οι ανίδεοι με ανοηταίνουσες δοξασίες περί του νοήματος), για να έρθουν οι … κοινωνίες του εκσυγχρονισμού, της προόδου, και της ανάπτυξης (όπως θέλουν να τις ονομάζουν οι θιασώτες αυτών των ιδεολογικών επιλογών), και να πετάξουν έξω από το «καρέ» της ιστορίας όλους αυτούς που αιώνες αιώνων έγραψαν μόνον λαμπρή ιστορία.

Λίγοι είχαν και έχουν τη δύναμη της αναζήτησης και ανάδειξης τέτοιων προγονικών ριζών, και των προγονικών τους παραδόσεων. Δεν είναι εύκολο πράγμα να αναδείξεις το παρελθόν στην ακόρεστη καταναλωτικά κοινωνία του σήμερα, που μπερδεύει τη γνώση με την πληροφορία, που μπερδεύει τη γνώσης με την γνώμη και την άποψη, που μπερδεύει τη γνώση με το δογματικά επιβαλλόμενο στερεότυπο από ποικίλους μηχανισμούς εξουσίας και εκπαίδευσης, που συγχέει την ανάδειξη των πραγματικών στοιχείων του παρελθόντος με την αγροτουριστικού χαρακτήρα προγονοπληξία και «ανανέωση» της παράδοσης.

Παρ’ όλα αυτά, μοναχικοί καβαλάρηδες των επιστημών επιδίδονται στην άχαρη μελέτη και έρευνα αναζήτησης των κοιτασμάτων χρυσού του προγονικού παρελθόντος, που σαν το βρουν το αποκαλύπτουν και το εκθέτουν στα μάτια των φιλομαθών και των εσαεί «κοντόφθαλμων». Οι πρώτοι χαίρουν, οι δεύτεροι δυστυχούν! Αυτές οι απόπειρες ερευνών είναι ακόμα πιο δύσκολες όταν διενεργούνται από γυναίκες, οι οποίες είναι «ηρωίδες» όταν φέρουν σε πέρας τέτοιες δύσκολες αποστολές, που έχουν ως αφετηρία τον σεβασμό στην προγονική τους φύτρα.

Αυτή την εντύπωση αποκόμισα και από την εργασία της Μαρίας Ν. Αγγέλη, με τίτλο: «Κτηνοτροφικά του Ξηρομέρου. Τσοπάνηδες, κοπάδια, αντριά…,». Οδηγεί τον αναγνώστη, βήμα το βήμα, στο να γνωρίσει την κτηνοτροφική ζωή στη χώρα μας (κι ας αναφέρεται η συγγραφέας στα βιώματά της από την κτηνοτροφική στο Ξηρόμερο), μια «ζωή» που σταμάτησε να υφίσταται στην αρχέγονη μορφή της, από τα μέσα της δεκαετίας του 1970.   

Μόνο επαίνους έχω να πω! Θα το χαρούν οι αναγνώστες μελετώντας το!

 

 

Όλη η Ελλάδα, κάποτε, ήταν ένα Ξηρόμερο…

Η Μαρία Ν. Αγγέλη γεννήθηκε στα Βλυζιανά Ξηρομέρου. Μεγάλωσε στο Μαχαιρά Ξηρομέρου Αιτωλοακαρνανίας. Σπούδασε φιλολογία στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Είναι διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.
Τα ερευνητικά ενδιαφέροντα της επικεντρώνονται σε θέματα Κοινωνικής Λαογραφίας. Είναι ιδρυτικό μέλος του Κέντρου Έρευνας Τοπικής Ιστορίας και Πολιτισμού Αιτωλοακαρνανίας (ΚΕ.Τ.Ι.ΠΟ.ΑΙ.). Είναι μέλος της Ένωσης Προφορικής Ιστορίας (Ε.Π.Ι.), με έδρα το Βόλο. Συμμετέχει σε επιστημονικά συνέδρια και αρθρογραφεί σε τοπικές εφημερίδες και επιστημονικά, περιοδικά. Υπηρετεί στη Δημόσια Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Σχεδόν κάθε χρόνο αναλαμβάνει με τους μαθητές της, προαιρετικά, Πολιτιστικά Προγράμματα. Ζει και εργάζεται στο Αγρίνιο. Έχει μια κόρη.

Η Μαρία Ν. Αγγέλη, με το βιβλίο της «Κτηνοτροφικά του Ξηρομέρου. Τσοπάνηδες, κοπάδια, αντριά…, Αγρίνιο 2022» (Σχήμα: 20 Χ 15 εκατοστά, Ιδιωτική έκδοση), ουσιαστικά εκδηλώνει την έμπρακτη αγάπη της προς τον «Κόσμο των Ποιμένων» – τον «Κόσμο των Κτηνοτρόφων», στον οποίο ανήκε ο πατέρας της και η μάνα της, για τους οποίους νιώθει περήφανη και τους ευγνωμονεί που από παιδί την έπαιρναν μαζί τους και μυήθηκε σε όλα τα μυστικά της ποιμενικής ζωής, ζωής δύσκολης, μα που κάνει τους ανθρώπους περήφανους, αδούλωτους, ελεύθερους.

Συνάμα, με αυτή τη γραφή της αναγνωρίζει την προσφορά των ανθρώπων της κτηνοτροφίας στην εθνική οικονομική ζωή, και αναδεικνύει μέσα από την επαγγελματική τους ενασχόληση και τις ποικίλες δραστηριότητές τους τον ανεκτίμητο πλούτο της γεωργοκτηνοτροφικής παράδοσης που κουβαλούν έως τις μέρες μας οι πληθυσμοί της υπαίθρου. Είναι αυτό που δεν μπορούν να κατανοήσουν οι σύγχρονοι «μικροαστοί» και οι «δηθενάδες» του τίποτα, που παριστάνουν τους μοντέρνους και τους… πορφυρογέννητους.

Η αναφορά στα κεφάλαια και τα επί μέρους κεφάλαια του τόμου, δείχνουν το εύρος του παρουσιαζόμενου «κτηνοτροφικού πολιτισμού» που –δυστυχώς– επί των ημερών μας τείνει να εξαφανιστεί παντελώς. 1. Ο τσοπάνης, το κοπάδι και η βοσκή (Ο τσοπάνης – Το κοπάδι – Διατροφή), 2. Μαντριά, 3. Ο τσάρκος, 4. Η καλύβα του τσοπάνη, 5. Αναπαραγωγή του κοπαδιού, 6. Γένος. Η ομορφιά της στάνης, 7. Σκάρος, 8. Στάλος, 9. Ο Μέτρος, 10. Η πώληση των αρνιών και κατσικιών, 11. Κούρος. Η γιορτη των κτηνοτρόφων, 12. Κουδούνια και κουδουνάδες, 13. Τυρί: Άρμεγμα και τυροκόμισμα, 14. Το πότισμα και αλάτισμα των ζώων, 15. Μουνούχισμα ή τσοκάνισμα, 16. Ασθένειες των ζώων και πρακτική ιατρική, 17. Τσοπανόσκυλα και λύκος, 18. Κάπα. Το υφαντό πανωφόρι του τσοπάνη, 19. Η αγκλίτσα, εργαλείο και σύμβολο, 20. Το υφαντό σακούλι του τσοπάνη, 21. Ο πυροβόλος του Καζαντζάκη και ο πρυόβολος του Πατέρα, 22. Δημοτικά τραγούδια – Ποιμενικά, 23. Παροιμίες και παροιμιακές φράσεις, 24. Μαντική, προλήψεις, έθιμα, 25. Από την παραδοσιακή στη σύγχρονη κτηνοτροφία. – Βέβαια συνυπάρχουν στον τόμο ο Πρόλογος, ο Επίλογος, Επίμετρο με «χειρόγραφες» αφηγήσεις αγράμματων τσοπάνων, στοιχεία για την κτηνοτροφία στα Βλυζιανά Ξηρομέρου, και πλούσιο φωτογραφικό υλικό.

Στο Πρόλογο του βιβλίου, ο φίλος (Ομότιμος καθηγητής Λαογραφίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας) Ευάγγελος Αυδίκος, μεταξύ άλλων, επισημαίνει: «Στη ζωή των τσοπάνηδων αναφέρεται το βιβλίο. Στον τιτάνιο αγώνα τους. Στην ροσφορά τους. Η συγγραφέας έχει την αφηγηματική ικανότητα να διεγείρει τα αισθήματα και να προκαλεί συγκίνηση για ένα κόσμο που άλλαξε, ο οποίος όμως προσέφερε αθόρυβα σημαντικές υπηρεσίες. Κατά τη διάρκεια της συγγραφείς μετακινείται ανάμεσα στο παρόν και το παρεθόν, μέσα από την αναθύμηση προσωπικών βιωμάτων, παρατηρήσεων.

Το βιβλίο είναι κι ένα μνημόσυνο σε όλους αυτούς τους ταπεινούς ανθρώπους. Μ ε τη γνώση του κόσμου αυτού αναδεικνύει τις πολλαπλές δεξιότητες που είχαν, ώστε να ανταποκριθούν στον ρόλο τους: καλή γνώση του χώρου ώστε να επιλέξει την κατάλληλη θέση για τη χωροθεσία των μαντριών, οξεία παρατηρητικότητα για να αντιλαμβάνεται τις δυσκολίες, καθώς και γνώση των θεραπευτικών βοτάνων για την αντιμετώπιση των ασθενειών, αρχιτεκτονική δεξιότητα, και εξοικείωση με τα μετεωρολογικά φαινόμενα. […]

 

 

Ωστόσο το βιβλίο της κυρίας Αγγέλη είναι κάτι περισσότερο από αναφορά στις προσωπικές της μνήμες. Είναι η αποκάλυψη ενός κόσμου, όπως δεν τον ξέρουμε. Διαλύει τα ρομαντικά στερεότυπα για τον κτηνοτροφικό βίο. Εστιάζει σε αυτόν και έτσι αποκαλύπτεται ένας κόσμος επινοητικός, με γλωσσοπλαστική ικανότητα, με αφοσίωση. Αναδύεται ένα σύμπαν που έχει απαξιωθεί στο παρελθόν.Η συγγραφέας τον αποκαθαίρει, από τις προκαταλήψεις και τον παραδίδει φωτοπερίχυτο.»

Λόγω των ημερών, αντιγράφω αποσπάσματα από το κεφάλαιο ΓΕΝΝΟΣ. Η ομορφιά της στάνης…

«Γέννος ήταν και είναι η ωραιότερη φάση για τον κτηνοτρόφο και το κοπάδι του. Ο γέννος είναι ομορφιά της στάνης. Γεμίζει το μαντρί αρνάκια ή κατσικάκια. Αντηχούν γλυκά βελάσματα. «Αβγατίζει το κοπάδι»… Χαμογελούν οι τσοπάνηδες και οι οικογένειές τους!

Έχουμε δυο φάσεις του γέννου: Ο πρώιμος γέννος αρχίζει από το δεύτερο μισό του Νοέμβρη περίπου, για να φθάσει σχεδόν μέχρι τα Χριστούγεννα. Μπορεί και ως την πρωτοχρονιά. Ο όψιμος από το δεύτερο μισό του Φλεβάρη μέχρι το Μάρτη. Αναφέρομαι στην παραδοσιακή κτηνοτροφία.

Κάποιες χρονιές η περιποίηση του τσοπάνη, ο καλός καιρός και η καλή τύχη, η «καλή σιγούντα», για να χρησιμοποιήσω μια ξηρομερίτικη έκφραση, κάνουν τα γιδοπρόβατα να γεννάνε δυο και τρία μικρά. Δίδυμα και σπανιότερα τρίδυμα. Αυτά στην τσοπάνικη γλώσσα λέγοντα: «διπλάρ(ι)κα και τριπλάρ(ι)κα».

Κάποιες «παλιοχρονιές» ή «κακοχρονιές» το κοπάδι παθαίνει «αφάλιες», όπως λένε χαρακτηριστικά οι τσοπάνηδες τις αρρώστιες. Τρέμει η καρδιά τους μήπως πιάσει τις γκστρωμένες «απόρμα», δηλαδή αποβολή. Σε τέτοιες περιπτώσεις «απορρίχνουν», δηλαδή αποβάλλουν και τότε ο κόπος και ο ιδρώτας τους πάει χαμένος.

Την περίοδο που διαρκεί ο γέννος ο τσοπάνης είναι πολύ προσεκτικός και παρακολουθεί τις γίδες ή τις προβατίνες του αν βόσκουν, αν κουράστηκαν, αν είναι η ώρα της γέννας… Κοιτάζει ποια είναι η ετοιμόγεννη. Μήπως γεννήσει καμιά πρωτάρα και χρειαστεί βοήθεια. Συνήθως, αυτές αφήνουν τα μικρά τους και φεύγουν. Φοβάται μην τα εγκαταλείψουν και φύγουν και τα ποδοπατήσουν τα άλλα ζωντανά. Αν τύχει και είναι στις ράχες φοβάται την αλεπού. Σε τέτοιες περιπτώσεις αρπάζει το νεογέννητο και κάνει Πάχα! Το μάτι του τσοπάνη μένει άγρυπνο στο γέννο.

Ο τσοπάνης προσέχει πολύ την ετοιμόγεννη γίδα ή προβατίνα. Ποτέ δεν θα ρίξει λιθάρι (πέτρα) να τη σταμαήσει. Φοβάται μην του ξεφύγει και χτυπήσει «το πράμα» στην κοιλιά του… Σαλαγάει απλά. Σηκώνει τη γκλίτσα κάποιες φορές, χτυπάει τις πουρνάρες και τον αέρα για να δημιουργήσει θόρυβο και να ξετρυπώσει τα ζωντανά από το λόγγο. Ποτέ δεν απλώνει τη γκλίτσα στην ετοιμόγεννη. Αγωνιά μέχρι να δει το κατσίκι ή το αρνί να πέσει απ’ την κοιλιά της μάνας του και στη συνέχεια να θηλάσει.

 

 

Το θαύμα της γέννησης: Μόλις γεννηθεί το ζωάκι, «πέσει από τη μάνα του», αμέσως ο τσοπάνης θα το βάλει να θηλάσει, «να πάρυ πυτιά», να «πυτιάσει», για να χρησιμοποιήσω τσοπάνικες εκφράσεις. Να «β(υ)ζάξ(ει)» ή «β(υ)ζοπιάς(ει)», όπως είναι οι ξηρομερίτικες εκφράσεις. Το ρήμα «βυζοπιάνω» το χρησιμοποιεί και μεταφορικά ο τσοπάνης: «όποιος βζοπιάσ’ δεν αστοχάει!» […] Δηλώνει με αυτό τον απλό λαϊκό λόγο το δέσιμο του τσοπάνη με τα ζωντανά.

Το κάθε νεογέννητο τις πρώτες μέρες από το γέννο θέλει προσοχή. Πρέπει ο κτηνοτρόφος να διαπιστώσει αν είναι φαγωμένο. Αν έχει βυζάξει δηλαδή. Περνάει το χέρι του, την παλάμη κάτω από την κοιλιά και καταλαβαίνει αν έχει φάει. Τότε το αφήνει ήσυχο. Αν δεν έχει θηλάσει, το παιρνει και ψάχνει να βρει τη μάνα του. Της το ρίχνει και επιβλέπει το θήλασμα…

Η δυσκολία της γέννας: Όταν μια γίδα έχει δύσκολο γέννο και υποφέρει τότε χρειάζεται τη βοήθεια του ίδιου του τσοπάνη. Δεν είναι εύκολο να τη δει ο κτηνίατρος. Ο πατέρας, ως έμπειρος κτηνοτρόφος, κάποιες φορές αναγκάστηκε να ξεγεννήσει τη γίδα που υπέφερε και βογκούσε από τον πόνο. Σπάνια περίπτωση ήταν να χαθεί το μικρό στον τοκετό. Και σπανιότερα να χαθεί ή ίδια η γίδα. Μεγάλη στενοχώρια για τον τσοπάνη. Συμβαίνει όμως στο γέννο να ψοφήσει η μάνα και ν’ αφήσει ορφανό το μικρό της. Ο τσοπάνης τότε αναλαμβάνει το ορφανό να το μεγαλώσει σαν παιδάκι του! Το κουβαλάει στην καλύβα του για να ζεσταθεί… Το βάζει να βυζάξει σε καμιά «τσαγγάδα». Τσαγγάδα λέγεται αυτή που για κάποιο λόγο έχασε το δικό της μικρό. Είναι αυτή η σχέση στοργής που έχει ο τσοπάνης με τα ζώα του και ειδικάμε τα νεογέννητα.

Συνήθως οι κτηνοτρόφοι στην τσαγγάδα βάζουν να θηλάσει ένα ορφανό ή ένα διπλάρικο που δεν επαρκούσε το γάλα της μάνας του. […]

 

 

Κάποιες φορές οι γυναίκες και τα παιδιά των κτηνοτρόφων ανατρέφουν αρνιά ή κατσικάκια ορφανά ή δίδυμα «με το μπουκάλι», «με το μπιμπερό», με το «ρογοβύζι». Δηλαδή τους παρέχουν γάλα όπως στα μωρά για να μεγαλώσουν. Με αυτό τον τρόπο αναπτύσσουν μαζί τους πολύ ισχυρό δεσμό. Μια σχέση στοργής…

Η προβατίνα όταν χάσει το αρνάκι της δύσκολα αποδέχεται ένα άλλο. Γι’ αυτό οι προβατάρηδες επινοούν ένα τέχνασμα: Γδέρνουν το ψόφιο αρνί και με το δέρμα του τυλίγουν το άλλο που της δίνουν να θηλάσει. Εκείνη ξεγελιέται από τη μυρωδιά του δέρματος και το δέχεται νομίζοντας ότι είναι δικό της. Μ ε αυτό τον τρόπο αύκολα «υιοθετεί» το ξένο αρνί.

Ο γέννος το χειμώνα ήταν δύσκολος για τα νεογέννητα και για τον τσοπάνη. Γι’ αυτό ο τσοπάνης φροντίζει να τα κουβαλήσει σε μέρος στραγγερό, να τα γλυτώσει από τη βροχή. Ο ίδιος αρκετές φορές έβρισκε απάγκιο στα εξωκλήσια της περιοχής του. […] Είχε αναπτύξει φιλία με τον Άγιο του. Και του ανταπέδιδε ευγνωμοσύνη. Του άναβε τα καντήλια, άναβε κεράκι και έκανε το σταυρό του. Μια πίστη αγνή και ανυπόκριτη. Εκεί έκανε Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά και Λαμπρή […]»

Δεν θα αντιγράψω άλλα αποσπάσματα από τούτο το ενδιαφέρον βιβλίο, και θα δανειστώ κάποια «τμήματα» από άλλο δημοσίευμα της συγγραφέως, με τίτλο: «Οι ποιμένες στη Γέννηση του Χριστού».

«Ο Δ. Λουκάτος εξηγεί ότι φυσικά και μεταφυσικά οι ποιμένες βρίσκονται κοντά στο θεό: «Από τη φυσική άποψη ζουν πάντα πλησιέστερα προς τον ουρανό, έχουν την κυριαρχία των βουνών και των εκτάσεων και το σπουδαιότερο τη σοφία των μυστικών της δημιουργίας, που τους αποκαλύπτονται στη ζωή των μυριάδων ζωντανών της υπαίθρου, στη ζωή των ποικίλων φυτών… Από μεταφυσική άποψη, έχουν την κοινωνικά απονήρευτη αγνότητά τους, την ευλογημένη φαντασία τους να συλλάβουν και να μετασχηματίσουν σε εικόνα ή και σε οπτασία, το οποιοδήποτε ελπιδοφόρο μήνυμα της ανθρώπινης ψυχής και του Θεού.»

Η ζωή των ποιμένων  χαρακτηρίζεται για το μεγαλύτερο εργασιακό ωράριο από οποιοδήποτε άλλο παραδοσιακό επάγγελμα. Επαγρυπνούν νύχτα και μέρα για τα ζώα τους. Μια νύχτα κάτω από τον έναστρο ουρανό οι Ιουδαίοι ποιμένες είδαν το θαύμα της θείας Γέννησης και πήραν το μήνυμα του Αγγέλου.

Ο Θεός λοιπόν τους πρώτους τους οποίους επέλεξε να ανακοινώσει τη γέννηση του γιού του ήταν οι ταπεινοί και άκακοι ποιμένες. Η απλή περιγραφή και η παρουσία αυτών των ανθρώπων κάνει πιο οικείο το θαύμα της   Γέννησης  του Χριστού.

Ο ευαγγελιστής Λουκάς περιγράφει το νυχτερινό επεισόδιο της Γέννησης και μέσα σ’ αυτό εντάσσει και τη μαρτυρία των αγαθών ανθρώπων, των ποιμένων, οι οποίοι πρώτοι μαθαίνουν και διαπιστώνουν το γεγονός: «Και Ποιμένες ήσαν εν τη χώρα τη αυτή αγραυλούντες και φυλάσσοντες φυλακάς της νυκτός επί την ποίμνην αυτών.

Και ιδού Άγγελος Κυρίου επέστη αυτοίς, και δόξα Κυρίου περιέλαμψεν αυτούς και εφοβήθησαν φόβον μέγαν.

Και είπεν αυτοίς ο Άγγελος: Μη φοβείσθε, ιδού γαρ ευαγγελίζομαι υμίν χαράν μεγάλην, ήτις έσται παντί τω λαώ, ότι ετέχθη υμίν σήμερον Σωτήρ, ως έστιν Χριστός Κύριος, εν πόλει Δαυίδ. Και τούτο υμίν το σημείον, ευρήσητε βρέφος εσπαργανωμένον κείμενον εν φάτνη. Και εξαίφνης εγένετο συν τω Αγγέλλω πλήθος στρατιάς ουρανίου, αινούντων τον Θεόν και λεγόντων: «Δόξα εν Υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκία…».

Οι τσοπάνηδες σέβονται το Θεό με το δικό τους απλό τρόπο. Προσκυνούν τις εικόνες που είναι στα μοναστήρια και στα εξωκλήσια και ανάβουν με ευλάβεια κεριά και καντήλια. Επίσης τάζουν στους Αγίους τα καλύτερα κριάρια, αρνιά, κατσίκια κλπ.

Υπάρχουν διάφορες τσοπάνικες παραδόσεις για το Χριστό, τον τσοπάνη και τα γιδοπρόβατα. Μία από αυτές αναφέρεται στην ευλογία που έδωσε ο Χριστός στον τσοπάνη. Την αναφέρω:

«Όταν οι Εβραίοι  είχαν ετοιμάσει το σταυρό για να καρφώσουν το Χριστό είχαν πέντε καρφιά. Ο τσοπάνης πήγε και έκλεψε το ένα για να φτιάξει γλωσσίδι στο κουδούνι του! (Εδώ φαίνεται η σημασία που έδιναν οι τσοπάνηδες στα κουδούνια των ζώων τους. Κοπάδι χωρίς κουδούνια, εκκλησιά χωρίς καμπάνα!). Γι’ αυτό λοιπόν, λένε, τον ευλόγησε ο Χριστός».

Αυτοί οι συμπαθείς άνθρωποι για πολλούς στα νεώτερα χρόνια δέχτηκαν αρκετά ειρωνικά σχόλια και υποτιμητικούς χαρακτηρισμούς: γιδοξούρια, αγριοζούλαπα,  αλ(ε)πές, κ(ου)νάβια , βλάχοι κ.ά

 

.

Ο Δ. Λουκόπουλος, μελετητής της ποιμενικής ζωής στη Ρούμελη, ορίζει ως βλάχους τους τσοπάνηδες που έμεναν σε καλύβες. Καθώς και εκείνους που κατέβαιναν στα χειμαδιά.

Στα χωριά του Ξηρομέρου Αιτωλοακαρνανίας, από όπου κατάγομαι, βλάχους αποκαλούσαμε αυτούς που έρχονταν να ξεχειμωνιάσουν από τα ψηλά βουνά στον τόπο μας. Στα χειμαδιά. Και ήταν άξιοι και εργατικοί άθρωποι. Και οι γυναίκες, οι βλάχες,  πολύ νοικοκυρεμένες. «Άστραφταν οι καλύβες τους», έλεγε η μάνα μου.

Η λέξη βλάχος μεταφορικά απέκτησε αρνητική σημασία. Και βλάχος θεωρήθηκε αυτός που δεν έχει αποκτήσει τους  τρόπους, τη νοοτροπία και την προφορά των κατοίκων της πόλης. Είναι αγροίκος, άξεστος, επαρχιώτης. Εμείς, νέοι κάποτε, που φεύγαμε από το χωριό ως φοιτητές στην Αθήνα και αλλού, είχαμε το στίγμα του «βλάχου» ή της «βλάχας»… Είμαστε «βλαχάκια» επαρχιώτικα!

Οι σύνθετες λέξεις: «μπουρτζόβλαχος», «καράβλαχος» κ.ά. αποδίδουν σε  μεγαλύτερο βαθμό τη «βλαχιά»!

Η  ζωή των ποιμένων ήταν πολύ σκληρή και συνεχίστηκε έτσι μέχρι τον εξαστισμό της Ελλάδας στη δεκαετία του ’60. Και σε ορισμένες περιοχές μέχρι και όλη τη δεκαετία του ’70. Στη μεταπολιτευτική Ελλάδα παρατηρούνται σημαντικές αλλαγές και στην ποιμενική ζωή. Ωστόσο, κάποιες εργασίες διατηρούνται όπως παλιά…»

 


AgrinioStories