Μαργαρίτα Παπαγεωργίου:
«Προτιμούσα να είμαι μια πετυχημένη μητέρα
παρά μια καλή ηθοποιός.»
Η Μαργαρίτα Παπαγεωργίου γεννήθηκε στο Παλαιό Φάληρο την 1η Ιανουαρίου 1935. Σπούδασε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου.
Από το 1953 έως το 1957, η Μαργαρίτα Παπαγεωργίου πήρε μέρος στις ταινίες: «Κυριακάτικο Ξύπνημα», του Μιχάλη Κακογιάννη, «Μαγική Πόλη» και «Ο Δράκος» του Νίκου Κούνδουρου, «Τζο ο Τρομερός» και «Χαρούμενο ξεκίνημα» του Ντίνου Δημόπουλου, «Η θεία από το Σικάγο» του Αλέκου Σακελλάριου. «Ο Δράκος», πήγε στο κινηματογραφικό Φεστιβάλ της Βενετίας. Στην ταινία η Μαργαρίτα Παπαγεωργίου τραγουδούσε τα τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι «Πώς το λεν τον ποταμό» και «Ο ήλιος έσβησε».
Το 1957 παντρεύτηκε τον πολιτικό μηχανικό Αλέκο Τσούχλο με τον οποίο έμεινε παντρεμένη για 15 χρόνια. Απέκτησαν ένα γιο. Μετά το διαζύγιό της ασχολήθηκε επαγγελματικά με τη διακόσμηση εσωτερικών χώρων. Έφυγε από τη ζωή την Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2021
Στο σπίτι της στην Πλάκα. Ένα σπίτι που θύμιζε σκηνικό από ταινίες του Βισκόντι έτσι φορτωμένο με πίνακες, μικροαντικείμενα, ξεραμένα λουλούδια, γυάλινα βαζάκια και ανάμεσά τους η Μαργαρίτα Παπαγεωργίου. Το κορίτσι του «Δράκου» και της «Μαγικής πόλης» που κάποιες φωτογραφίες στον τοίχο και στο κομοδίνο εύκολα μας κάνουν να θυμηθούμε εκείνο το «μωρό» που είχε ερωτευθεί ο «Δράκος» και την «Ψιψίνα» που μας γνώρισε τη «Μαγική πόλη» στο «Κυριακάτικο ξύπνημα» νεοελληνικού κινηματογράφου.
Με τη Μαργαρίτα Παπαγεωργίου και τον κινηματογράφο, η τύχη είναι αυτή που κυριολεκτικά έπαιξε τον πρώτο ρόλο. Γειτονοπούλα με το Θανάση Βέγγο στο Νέο Φάληρο, όταν ο Νίκος Κούνδουρος άρχιζε τα γυρίσματα της «Μαγικής πόλης» και έψαχνε για πρωταγωνίστρια. Ο Θανάσης Βέγγος πήγε τον Νίκο Κούνδουρο σπίτι της για να τη δει και όπως λέει η ίδια «… από κείνη τη μέρα ο Νίκος δεν βγήκε από τη ζωή μου». Έξι ταινίες μέσα σε πέντε χρόνια αλλά ξαφνικά, η Μαργαρίτα Παπαγεωργίου σταματάει κάθε σχέση με τον κινηματογράφο και τον κόσμο του.
«Έπρεπε να σταματήσει η σχέση μου με τον Κούνδουρο και για να γίνει αυτό εφικτό έπρεπε να σταματήσω με τον κινηματογράφο. Για μένα αυτά τα δύο ήταν ένα πράγμα. Από την αρχή που ξεκίνησα να κάνω κινηματογράφο κάτι άλλο μ’ ενδιέφερε πιο πολύ. Προτιμούσα να είμαι μια πετυχημένη μητέρα παρά μια καλή ηθοποιός. Αν δεν έφευγα από το Νίκο θα συνέχιζα να κάνω ταινίες. Πολλές φορές το προσπάθησα πριν αυτό γίνει οριστικό. Και κατέφυγα στο θέατρο.
»Έπαιξα σε δύο έργα με το θίασο Αλεξανδράκη-Γεωργούλη. Του Ρομπέρ Οσέν το ένα, του Ούγκο Μπέτι το άλλο… Εκπληκτικός θίασος: Δήμος Σταρένιος, Τίτος Βανδής, Πέτρος Φυσσούν, Τζόλυ Γαρμπή. Με είχε ζητήσει και ο Μάνος Κατράκης στο θίασό του. Ο Νίκος δεν ήθελε να παίζω θέατρο. Πάντα με γύριζε πίσω. Εγώ νόμιζα πως αυτό το έκανε επειδή με ήθελε να είμαι πάντα η «Ψιψίνα» ή «το Μωρό». Χρειάστηκε να περάσουν πολλά χρόνια για να καταλάβω πως αυτό ήταν για να με προφυλάξει από κάποιες ευτέλειες που υπήρχαν σ’ εκείνο το χώρο. Με ήθελε να ζω στο δικό του χώρο, να είμαι ο δικός του άνθρωπος. Όσο και να ακούγεται αυτό εγωιστικό, τώρα δεν πιστεύω πως είχε και άδικο».
«Είναι κάτι πράγματα που δεν μπορούν εύκολα να εξηγηθούν. Μιλάω για τις προσωπικές μας σχέσεις. Είχαμε φτάσει σε ακραίες καταστάσεις. Πολλά από όσα γίνονταν δεν μου άρεσαν. Του το έλεγα. Τον ενοχλούσε αυτό. Όλους τους ενοχλεί. Δεν ήταν η νομιμοποίηση της σχέσης μας – όπως θα νομίσουν μερικοί – πως με ενδιέφερε. Από την αρχή που ξεκινήσαμε, αυτά τα πράγματα είχαν ξεκαθαριστεί. Ο Νίκος είχε πει: «Και όχι τώρα γάμους και τέτοια». Κι εγώ είπα: «Μάλιστα». Άσχετα αν αυτή μου την απόφαση την πλήρωσα με μύρια όσα μετά. Δεν ήταν εύκολα τα πράγματα τότε. Να συζείς με κάποιον, να μη γυρίζεις σπίτι σου…
Άρχισα, θυμάμαι, να παίζω στην ταινία «Η θεία από το Σικάγο», όταν ο Νίκος μού μίλησε για τους «Παράνομους» που ετοίμαζε και είπε πως ήθελε να παίξω εκεί. Εγώ όμως είχα πάρει την απόφασή μου. Αρνήθηκα. Τη σχέση μου με το Νίκο αρνήθηκα, όχι την ταινία. Αν έλεγα ναι, θα έπρεπε να συνεχίσω και μαζί του. Αυτό ήθελα να αποφύγω».
«Έπαιξα και σε ταινίες του εμπορικού κινηματογράφου. Τώρα που τις ξαναβλέπουμε, τις βρίσκουμε χαριτωμένες, γελάμε. Εγώ όμως είχα ξεκινήσει με άλλα οράματα. Μου άρεσε ο κινηματογράφος όπως τον δούλευε ο Νίκος. Καταλάβαινα τη διαφορά. Αυτό με στεναχωρούσε. Δεν ήθελα να είμαι σνoμπ. Δίπλα του έμαθα πολλά πράγματα. Άρχισα να διαβάζω ποίηση, να βλέπω ζωγραφική, να κάνω παρέα με αξιόλογους ανθρώπους. Ένας νέος, ωραίος κόσμος. Οι εμπορικές ταινίες δεν μου άρεσαν. Αμέσως μετά τη «Θεία από το Σικάγο», μου πρότειναν να παίξω στη «Μουσίτσα» – ξέρεις, την ταινία που έκανε γνωστή την Αλίκη Βουγιουκλάκη. Αλλά εγώ πια είχα διαλέξει το δρόμο μου. Παντρεύτηκα και έφυγα στην επαρχία. Για δέκα χρόνια».
«Παντρεύτηκα με τον Αλέκο Τσούχλο. Τον γνώρισα στην παρέα του Νίκου. Φίλος του από το Μακρονήσι. Ερχόταν στα γυρίσματα, βγαίναμε μαζί έξω. Ήταν ερωτευμένος μαζί μου. Εγώ δεν το είχα καταλάβει. Ήταν πολιτικός μηχανικός
Όχι, ο γάμος μου δεν έπαιξε κανένα ρόλο στην απόφασή μου να σταματήσω να κάνω ταινίες. Πιστεύω πως όλα τα πράγματα κάποτε, κάπου τελειώνουν. Και όταν τελειώνουν, πρέπει να τα κλείνεις οριστικά. Όπως με τους έρωτες, με τις φιλίες. Δεν μπορείς μια ζωή να είσαι συνέχεια μπρος-πίσω. Είναι μεσοβέζικες καταστάσεις αυτές. Δεν μου πάνε. Δεν μου αρέσουν. Τον αγαπώ τον κινηματογράφο. Τίποτα όμως δεν θα με έκανε να επιστρέψω εκεί. Και μην ξεχνάς, δεν με έδιωξε ο χώρος. Εγώ έφυγα».
«Μ’ αρέσει η διακόσμηση εσωτερικών χώρων. Ναι. Και σαν βιοποριστικό επάγγελμα. Όταν χώρισα με τον Αλέκο, μετά από δεκαπέντε χρόνια γάμου, δεν μπορούσα να μείνω με σταυρωμένα χέρια. Είχα ένα παιδί, που ήθελα να μην του λείψει τίποτα. Τi να μου έκανε η διατροφή. Με τη διακόσμηση είχα από παιδί πολύ καλές σχέσεις. Με είχε μάθει ο πατέρας μου. Αυτός ήταν συλλέκτης. Πήγαινε στο Μοναστηράκι και αγόραζε παλιά τηλέφωνα, παλιές γραφομηχανές. Ήξερα όλες τις τρύπες εκεί. Και ξεκίνησα σιγά σιγά. Από το δικό μου χώρο πρώτα. Έκανα αυτή τη δουλειά από τότε που ήμουν με το Νίκο. Έπειτα έζησα και σε χώρους που η καλαισθησία μέτραγε πολύ. Είχα και αρκετή φαντασία. Δεν μου άρεσαν ποτέ τα ίσια, τα επίπεδα πράγματα. Μου άρεσε να ομορφαίνω το χώρο. Βλέπεις αυτό το σπίτι; Μόνη μου το διακόσμησα».