.
Λάκης Παππάς
Η φωνή των μπουάτ πριν το «Νέο Κύμα»
«Να ξεκαθαρίσουμε ένα πράγμα, εγώ δεν ανήκω στο “νέο κύμα”,
γιατί ήμουν πριν από το “νέο κύμα”»
Ο Λάκης Παππάς γεννήθηκε το 1938 στην Πρέβεζα και υπήρξε μαθητής κιθάρας του Γεράσιμου Μηλιαρέση. Εκανε την πρώτη του καλλιτεχνική εμφάνιση το 1959 στο «Παραμύθι χωρίς όνομα» του Ιάκωβου Καμπανέλλη (μουσική Μάνος Χατζιδάκις) αντικαθιστώντας τον δάσκαλό του. Αναδείχθηκε στον καλλιτεχνικό χώρο με την «Οδό Ονείρων» του Μάνου Χατζιδάκι, ο οποίος και ήταν από τους πρώτους που διέγνωσαν το ταλέντο του στην κιθάρα και την ερμηνεία.
Υπήρξε ο πρώτος τραγουδιστής που συνόδευσε τη φωνή του παίζοντας κλασική κιθάρα με αξιώσεις. Κατά τη δεκαετία του 1980 εκτός από εμφανίσεις σε κέντρα, έδωσε συναυλίες στην Αθήνα και σε όλη την Ελλάδα, ενώ για χρόνια είχε δικό του στέκι στην οδό Θόλου. Ως τραγουδιστής συμμετείχε στους δίσκους «Οδός Ονείρων» (1962), «Μάνος Χατζιδάκις: Πρώτη εκτέλεση» (1965), «Ματωμένος γάμος/Παραμύθι χωρίς όνομα» (1965), «Αγωνιστές της λευτεριάς» (1971), «Του Μαυριανού και της αδελφής του» (1971), «Τραγούδια ερωτικά και χαμηλόφωνα» (1990), «Το τραγούδι γυμνό» (1992).
Επίσης ως συνθέτης-τραγουδιστής κυκλοφόρησε το 1971 τον δίσκο «Πάει κι αυτή η Κυριακή» (με συμμετοχή της Πόπης Αστεριάδη). Από αυτόν τον δίσκο είναι και τα τραγούδια (σε στίχους Γ. Αργύρη και Δ. Ιατρόπουλου): «Άγριο πουλί», «Δεν είν’ τ’ άσπρο κρασί μας», «Χάρτινο αγόρι», «Έλα μαζί μου», «Μην τα ξυπνήσεις, μη», «Μάτια μου, μάτια κλειστά», «Πήρα αγκαλιά ένα όνειρο», «Δάκρυα μες στις πέτρες».
Απλός, λιτός, κάτοικος της Πατησίων και λάτρης της πόλης, υπήρξε έως το τέλος ο Λάκης Παππάς. Κάποτε σε συνέντευξή του τον ρώτησαν γιατί τραγουδούσε. «Δεν θα μπορούσα να κάνω κάτι άλλο, είναι τρόπος ζωής», είχε απαντήσει εκείνος…

Λάκης Παππάς και Νότης Μαυρουδής
Ο Γιώργος Παπαστεφάνου για τον Λάκη Παππά
Ο Γιώργος Παπαστεφάνου ήταν ραδιοφωνικός και τηλεοπτικός παρουσιαστής, παραγωγός, δημοσιογράφος και στιχουργός εκείνης της εποχής, αλλά και ένας από τους πιο στενούς φίλους του Λάκη Παππά, ο οποίος αναφερόμενος στον Λάκη Παππά και την παρουσία του στην ελληνική μουσική σκηνή, είχε πει[1] μεταξύ άλλων:
«Ο Λάκης ήταν κιθαριστής. Τον είχε πάει ο Μηλιαρέσης στην παράσταση Παραμύθι χωρίς όνομα που είχαν ανεβάσει ο Διαμαντόπουλος με την Αλκαίου, στο Νέο Θέατρο, σε μουσική Μάνου Χατζιδάκι, το 1959. Δύο χρόνια αργότερα ο Γιώργος Μπουκουβάλας, ο ιδρυτής της Μπουάτ, άνοιξε τον Τιπούκειτο, το πρώτο καλλιτεχνικό καφενείο που είχε ποτέ η Αθήνα και εκεί σύχναζε η νεολαία. Συχνάζαμε κι εμείς εκεί και κάποιο βράδυ ακούσαμε έναν καταπληκτικό τροβαδούρο με κιθάρα να λέει τραγούδια που δεν τα ξέραμε. Του μίλησα και έμαθα ότι ήταν τραγούδια από το Παραμύθι χωρίς όνομα.
»Η Χρυσούλα Ζώκα και ο Γιώργος Φούντας που σύχναζαν επίσης εκεί άκουγαν τα τραγούδια του Μάνου και του μίλησαν για τον Παππά. Ο Χατζιδάκις ζήτησε να τον γνωρίσει και όταν αυτό έγινε, του έβγαλε δίσκο μαζί με τα κομμάτια του Ματωμένου Γάμου.
»Ένα βράδυ είχε έρθει ένας φίλος του, γιατρός από τη Θεσσαλονίκη που έπαιζε στο πιάνο Χατζιδάκι και ο Λάκης τον συνόδευε με την κιθάρα. Ήταν κάτι σαν τους 15 εσπερινούς που έκανε ο Χατζιδάκις, σαν αυτοσχεδιασμός στο πιάνο. Ένα άλλο βράδυ είχε έρθει ο αδερφός του Λόρκα από την Λατινική Αμερική και είχαν κάνει βραδιά Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα. Αυτήν η ατμόσφαιρα επικρατούσε μέχρι που κόπηκαν όλα αυτά την περίοδο της δικτατορίας. Αν δεν είχες ταυτότητα μαζί σου τότε (ακόμα και να είχες) μπορούσες άνετα να βρεθείς στο τμήμα. Οι μπουάτ θεωρούνταν σκοτεινά μέρη -έλεγαν μάλιστα ότι εκεί γίνονταν διακίνηση ναρκωτικών. Ήταν εποχή Χατζιδάκι-Θεοδωράκη, το πολιτικό τραγούδι ήταν στα «πάνω του.
»Δεν θα τον χαρακτήριζα τραγουδιστή του νέου κύματος. Το νέο κύμα ήρθε το ’64 ενώ ο Λάκης είχε ήδη ξεκινήσει από το ’61. Μετά τον Μούτσιο ήταν η πρώτη αρσενική φωνή που χρησιμοποίησε ο Χατζιδάκις, έχοντας παράλληλα τη Μούσχουρη ως γυναικεία. Εντάχθηκε στο νέο κύμα, επειδή τραγουδούσε σε μπουάτ – αυτές άνθισαν μετά τον Τιπούκειτο. Στην οδό Θόλου είχε κάνει μάλιστα, τη δική του μπουάτ, που είχε φοβερή ατμόσφαιρα.
»Ήταν από τους τραγουδιστές που αγάπησα περισσότερο στη ζωή μου. Στη μια άκρη είναι ο Μπιθικώτσης και στην άλλη ο Παππάς. Ήταν ταξιδιάρης, αισθαντικός. Η κιθάρα του έφτιαχνε την ατμόσφαιρα της μπαλάντας. Ο Λάκης ήταν ο τραγουδιστής της μπαλάντας, η οποία ήταν καινούργιο είδος τότε. Ήταν μαγευτικό αυτό που ακούγαμε. Μιλάμε για εξαιρετική ατμόσφαιρα. Κάτι σαν τον James Taylor ή την Joan Baez. Καμία σχέση με το είδος των τραγουδιστών του ελαφρού ή του λαϊκού που ήταν στην πιάτσα μέχρι τότε. Αυτός ήταν τροβαδούρος.»

Η «Εθνική» των μπουάτς. Επάνω, ο Λάκης Παππάς και η Πόπη Αστεριάδη.
Κάτω, από αριστερά, οι Γιώργος Ζωγράφος, Καίτη Χωματά, Μιχάλης Βιολάρης και Τάκης Κωνσταντακόπουλος
Σε πρώτο πρόσωπο
«[…] κατέβηκα μια φορά κάτω σ’ ένα υπόγειο απ’ όπου έβγαινε κόσμος. Είδα έναν παλιό μου παιδικό φίλο να παίζει κιθάρα. Εκεί λοιπόν άρχισα να παίζω κάποια κλασικά κομμάτια και ξεκίνησε όλη η ιστορία. Βρέθηκαν κάποιοι άνθρωποι που μου ζήτησαν να συμμετέχω στα τραγούδια από το «Παραμύθι Χωρίς Όνομα» της Πηνελόπης Δέλτα σε στίχους-διασκευή του Ιάκωβου Καμπανέλλη.
»Το ’58 λοιπόν πρωτόπαιξα σε κόσμο, όταν μου το πρότεινε ο δάσκαλός μου ο Μηλιαρέσης να δω τον Χατζιδάκι για να μ’ ακούσει. Ήμουν προχωρημένος μαθητής, είχα μια ευελιξία στην κιθάρα και κλείσαμε ραντεβού. Επρόκειτο να συνόδευα στην κιθάρα τον Θύμιο Μιχαλόπουλο επί σκηνής. Το έργο όμως το χτύπησαν οι κριτικές επειδή αναφερόταν στον «Βασιλιά», τον παραμυθένιο βασιλιά εννοούσε. Το χτύπησε η λογοκρισία και κράτησε 2 μήνες. Κατέβηκε το έργο, κατέβηκε και η μουσική, διαλύσανε όλοι κι έτσι ο Χατζιδάκις είχε ξεχάσει εννιά τραγούδια του.
Τον Χατζιδάκι τον γνώρισα για πρώτη φορά στο σπίτι του. Τον ξανασυνάντησα στο σπίτι δεύτερη φορά για πρόβα και τρίτη στη γενική πρόβα. Δεν τον ξαναείδα, τον έχασα. Πολλοί τον έχασαν τότε. Έτυχε να ξαναβρεθώ λοιπόν σ’ εκείνη την μπουάτ κι έχοντας πιει τα κονιακάκια μου κατέβαινα τη Σταδίου προς το Σύνταγμα, όπου είδα μια μεγάλη παρέα 10-15 άτομα. Κάποια στιγμή ακούω κάποιον να λέει: Να’ τος, αυτός είναι! Είχαν πει στο Χατζιδάκι που ήταν εκεί, ότι είναι ένα παιδί που τραγουδάει δικά σου τραγούδια πολύ ωραία κλπ. Ο Χατζιδάκις δε θυμόταν ούτε τα τραγούδια ούτε εμένα. Μου λέει:
– Από πού γνωριζόμαστε;
– Στις πρόβες μαέστρο μου, του κάνω.
– Και ποια τραγούδια λες;, με ρώτησε.
Έλεγα τους τίτλους των τραγουδιών , το Μανούλα μου, τον Κυρ Μιχάλη, το Σιδερά, το Γερο Ναύτη κλπ.
Ο Χατζιδάκις συνήθιζε τότε να αγοράζει όλο τον Τύπο, αλλά λόγω κάποιων γεγονότων είχαν αργήσει να βγουν οι εφημερίδες εκείνη τη μέρα. Έτσι λοιπόν, πήγαμε και κάτσαμε στο μετρό της Ομόνοιας και μου λέει:
– Πώς είναι αυτά τα τραγούδια; Για πες μου!
»Τα έπαιξα στην κιθάρα κι ήταν εκστασιασμένος. Ξέρεις τι θα πει να έχεις “ξεχάσει” εννιά τραγούδια σου; Έγινε λοιπόν μια πρόταση και μου έδωσε το τηλέφωνό του (εγώ δεν είχα τότε).
»Το έχασα το τηλέφωνό του και μετά από καιρό μαθαίνω από μια φίλη μου ότι με ψάχνει ο Χατζιδάκις. Ήθελε να ανεβάσει την «Οδό Ονείρων» και να τραγουδήσω δύο τραγούδια. Έτσι κι έγινε. Ακολούθησε ο Ματωμένος Γάμος και το Παραμύθι χωρίς όνομα.
»[…] Μια φορά εκεί στη Μητροπόλεως και Νίκης ή Βουλής ήταν ένα ζαχαροπλαστείο και είπα να πάω να φάω ένα προφιτερόλ που ήταν και της μόδας. Κάποια στιγμή ακούω μια μάζα από φωνές μπάσων, τενόρων, βαρύτονων να τραγουδάνε στο δρόμο καντάδες μαζί με κάποιον που ηγείτο της χορωδίας. Είχα φάει το προφιτερόλ βέβαια και τους πήρα από πίσω, όχι μόνο εγώ και άλλοι και τουρίστες. Φτάνω καμιά 200αριά μέτρα, θυμάμαι ότι δεν πλήρωσα το προφιτερόλ και γύρισα πίσω. Ψάχνω να βρω το ζαχαροπλάστη και δεν τον έβρισκα, είχε πάει κι αυτός πίσω από τη χορωδία! Δεν μπορεί να σε αφήσει αδιάφορο μια τόσο καλοβαλμένη χορωδία, χωρίς κιθάρα χωρίς τίποτα. Αυτό δε θα το ξεχάσω ποτέ.
»[…] Να ξεκαθαρίσουμε ένα πράγμα, εγώ δεν ανήκω στο «νέο κύμα», γιατί ήμουν πριν από το νέο κύμα. Το νέο κύμα ήτανε μια φωνογραφική ετικέτα με την οποία βάφτισε ο Πατσιφάς της Λύρα αυτό το είδος των νέων τραγουδιστών. Αυτό ήταν μια προσπάθεια πολλών παιδιών να βγάλουν δημόσια την εσωτερικότητά τους μέσω του τραγουδιού και το κατάφερναν. Υπάρχουν πολλά τραγούδια όπως της Αρλέτας και της Χωματά και της Αστεριάδη, του Χατζή, του Σπανού, του Μαυρουδή, πολλά ονόματα.
»Ήταν αναγκαίο όχι για να πάρουν λεφτά – δεν έβγαιναν πολλά λεφτά – τους δινόταν η ευκαιρία να εκφραστούν, να βγάλουν κάτι και αυτό ήταν δημιουργικό. Το δεχόταν ο κόσμος. Δεν ήταν κολλημένοι στο Χατζή , στον Παππά ή στον Σπανό. Μια κιθάρα αυτάρκης και όλοι να τραγουδάνε κάποια τραγούδια. Δηλαδή είχε νόημα, είχε αγάπη μέσα, είχε προβληματισμό, ήταν ποιητικά τραγούδια, ο κόσμος ήταν δέκτης. Γι’ αυτό κι έρχονταν και γέμιζε η βραδιά τους. Και φεύγοντας τους έμενε κι ένα τραγούδι: Έλα μαζί μου κάπου να πάμε, Μην κουραστείς να μ ‘αγαπάς.
»Κι ύστερα μου μιλάς για καλοκαίρια, αυτό το τραγούδι που γράψαμε με τον Ιατρόπουλο σε μια πολύ δύσκολη χρονολογία ,το ’67. Μου είχε δώσει μια ποιητική συλλογή ο Ιατρόπουλος. Ήταν ποίημα αυτό, μπαλάντα, αλλά είχα κολλήσει δε μπορούσα να ξεφύγω από τη φόρμα αυτή και θυμάμαι τον πήρα τηλέφωνο και του λέω: έλα εδώ, έχω μπελάδες. Και το στιχοποίησε είχε κι άλλα λόγια. Κι άλλα τραγούδια και του Χατζιδάκι. Μου έκανε εντύπωση ο κόσμος έφυγε τραγουδώντας το τελευταίο τραγούδι με το οποίο έκλεινε το πρόγραμμα. Ήταν μια μεγάλη ηθική αμοιβή.
»Και το Πάει κ αυτή η Κυριακή που το είχα γράψει με το Γιάννη Αργύρη. Αυτά βέβαια αφεθήκανε στην τύχη τους. Ποτέ δεν πρόβαλα τα δικά μου τραγούδια. Ποτέ. Από σεμνότητα, όχι όπως τώρα που παίζουνε και δεν ξέρεις τίνος είναι το τραγούδι. Το ήξεραν τότε, δε το περίμενα. Είναι δύσκολο πράγμα να σου ζητάνε ένα τραγούδι, να έχεις κουραστεί να μη μπορείς να πεις άλλο και όμως να το λες. Μάθαμε τον κόσμο έτσι και του δώσαμε ένα έναυσμα να αγαπηθεί σε έναν χώρο λίγων τετραγωνικών».
»[…] Ως προς τους νέους τραγουδιστές, τους εύχομαι να προοδεύσουν, αλλά να είναι αφαιρετικοί. Κάνουν πράγματα που δε χρειάζονται, δεν είναι απλοί. Τα πράγματα στο τραγούδι είναι απλοποιημένα.»
————————————————————————————————————————-
Πηγές κειμένου: 1. Λίγα λόγια για τον Λάκη Παππά, ανακτήθηκε από https://popaganda.gr/ | 2. John Deos, Παρέα με το Λάκη Παππά τα αποσπάσματα ανακτήθηκαν από https://www.musicheaven.gr
——–————————————————
Επιμέλεια Λ.Τ.